Πώς το Πανελλήνιο Σοσιαληστρικό Κίνημα κατέστρεψε την Ελλάδα





Του James Petras*

«Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν έχει αγοραστεί. Eίναι νοικιασμένος. Πουλάει επιχειρήσεις του ελληνικού δημοσίου στις πολυεθνικές. Μειώνει μισθούς, συντάξεις και θέσεις εργασίας, κατ' εντολή του ΔΝΤ. Παραδίδει τα δημόσια ταμεία στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Στηρίζει τον πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Λιβύης. Δίνει εντολές στο Ελληνικό Λιμενικό Σώμα να συνεργήσει στον αποκλεισμό της Γάζας από τον Νετανιάχου». -- Δήλωση διαδηλωτή στην πλατεία Συντάγματος, Αθήνα, 3 Ιουλίου 2011.

Εισαγωγή

Μια αυτοαποκαλούμενη «σοσιαλιστική» κυβέρνηση στην Ελλάδα επιβάλλει, πότε με κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες και πότε με αστυνομική βία, τις πιο βαθιές ανατροπές στο καθεστώς των μισθών, των συντάξεων, του αριθμού θέσεων εργασίας, καθώς και στους τομείς της παιδείας, της υγείας και της φορολογίας που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη.
Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) έχει εγκαταλείψει πλήρως κάθε πρόσχημα ύπαρξης του ως κυρίαρχης κυβέρνησης, παραδίδοντας τις προοπτικές της παρούσας και μελλοντικής χάραξης μακρο- και μικροπολιτικής στην Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το ΔΝΤ και τους ισχυρούς ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Γερμανούς και Γάλλους. Το λεγόμενο πρόγραμμα «λιτότητας» προβλέπει τη λεηλασία και τη δημοπράτηση αφενός όλων των στρατηγικης σημασίας προσοδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων και αφετέρου των μεγάλων εκτάσεων δημόσιων γαιών, που περιλαμβάνουν όλους τους αρχαιολογικούς χώρους και τα θέρετρα της Ελλάδας. Ποτέ πριν δεν έχει κάποιο καθεστώς, σοσιαλιστικό ή μη, αναγκάσει τόσο απροκάλυπτα και βάναυσα μια ανεξάρτητη χώρα να επιστρέψει στην πιο στυγνή μορφή αποικιοκρατίας που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη.

Η κοινοβουλευτική οδός προς την αποικιακή λεηλασία

Το μεγάλο άλμα της Ελλάδας προς τα πίσω έχει συντελεστεί υπό την ηγεσία ενός «σοσιαλιστή» πρωθυπουργού, του Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος υποστηρίζεται από τη συντριπτική πλειοψηφία (97%) των «σοσιαλιστών» βουλευτών και το σύνολο του «σοσιαλιστικού» Υπουργικού Συμβουλίου, με ποσοστό αποστασίας μικρότερο του 4%.
Ενώ η Βουλή συζητάει και υπερψηφίζει την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας και την υπονόμευση των δικαιωμάτων των πολιτών, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλώνουν στους δρόμους και τις πλατείες. Ωστόσο, οι εκλεγμένοι ηγέτες και νομοθέτες του ΠΑΣΟΚ αγνοούν παντελώς τις διαμαρτυρίες αυτές, υπακούοντας μόνο στις επιταγές του πρωθυπουργού και των κομματικών αφεντικών που διόρισε. Η κοινοβουλευτική πολιτική, όπως αυτή ασκείται σήμερα, είναι σαφώς εντελώς απομονωμένη από τον λαό που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί.
Τι είδους κυβέρνηση είναι αυτή που περιφρονεί τόσο κατάφωρα τη λαϊκή βούληση; Ποιο είναι αυτό το νομοθετικό σώμα που αξιώνει τη συστηματική μείωση του βιοτικού επιπέδου ενός λαού τα τελευταία τρία χρόνια και συγχρόνως δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε η μείωση αυτή να συνεχιστεί τα επόμενα δέκα χρόνια;  Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία του κόμματος, εύκολα θα διαπιστώσει ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν ανέκαθεν κόμμα ψηφοθηρικής χορηγίας και όχι κόμμα προγραμματικής αλλαγής. Το ΠΑΣΟΚ, από την πρώτη εκλογική νίκη του το 1981, προσφέρει ανελλειπώς θέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα, παροχές, δάνεια και ρουσφέτια στις εκλογικές περιφέρειές του. Αρχικά, δηλαδή τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, η προσθήκη νέων δημόσιων φορέων έγινε, υποτίθεται, με σκοπό την εφαρμογή κοινωνικοοικονομικών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες οι γραφειοκράτες της δεξιάς παράταξης επιχειρούσαν να σαμποτάρουν. Παρ' όλα αυτά, καθώς η δυναμική των «μεταρρυθμίσεων» εξασθενούσε, οι διορισμοί στο δημόσιο δεν έπαψαν να πολλαπλασιάζονται, ως μέρος της διαδικασίας οικοδόμησης μιας ευρείας κλίμακας εκλογικής κομματικής μηχανής.
Χιλιάδες υποαπασχολούμενοι πτυχιούχοι ΑΕΙ, που διέθεταν οργανωτικά προσόντα, συνωστίζονταν στα κομματικά γραφεία και με την πάροδο του χρόνου εξασφάλιζαν μια μόνιμη θέση στο ήδη διογκωμένο γραφειοκρατικό δημόσιο. Οι προσληφθέντες συνέβαλαν στην εξασφάλιση ψήφων για τους υποψήφιους του ΠΑΣΟΚ, εφαρμόζοντας τις ίδιες πρακτικές με αυτές του δεξιού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Ο δημόσιος τομέας έγινε το μεγαλύτερο γραφείο εύρεσης εργασίας για διάφορους λόγους. Πρώτον, ένας μη ευκαταφρόνητος αριθμός «δημοσίων υπαλλήλων» βρέθηκε να κατέχει περισσότερες από μια θέσεις εργασίας, μερικοί έως τέσσερις και πέντε, σε τομείς όπως τα ελεύθερα επαγγέλματα και η «μαύρη» οικονομία. Δεύτερον, ο λεγόμενος «ιδιωτικός τομέας» στην Ελλάδα ποτέ δεν είχε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί, να επενδύσει, να καινοτομήσει, να εφαρμόσει νέες τεχνολογίες, να αναπτύξει ανταγωνιστικότητα και να δημιουργήσει νέες αγορές. Οι περισσότεροι από τους κορυφαίους Έλληνες επιχειρηματίες ήταν εξαρτημένοι λόγω πολιτικών δεσμών από το κυβερνών κόμμα για την εξασφάλιση δανείων για έργα που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, δάνεια που χρησιμοποιήθηκαν για την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και δάνεια για την εισαγωγή καταναλωτικών προϊόντων.
Η είσοδος της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) προσέφερε στο ΠΑΣΟΚ και τη δεξιά παράταξη ευκαιρίες για τεράστιες μεταβιβάσεις κεφαλαίων και την εξασφάλιση δανείων που θα χρησιμοποιούσαν δήθεν για να «εκσυγχρονίσουν» την οικονομία και να την καταστήσουν πιο ανταγωνιστική. Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα μείωσε τα προϋπάρχοντα δασμολογικά εμπόδια, με αποτέλεσμα μια τεράστια ποσότητα αγαθών από κάθε γωνιά της ΕΕ να πλημμυρίσει την τοπική αγορά. Τα κονδύλια της ΕΕ χρηματοδοτούσαν την πελατειακή κρατική μηχανή του ΠΑΣΟΚ. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δανείζονταν κεφάλαια της ΕΕ και στη συνέχεια έστελλαν το λογαριασμό στο κράτος, με την συνενοχή των πολιτικών. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και η μεσαία τάξη εξασφάλιζαν εύκολα δάνεια για να αγοράζουν ακριβά προϊόντα εισαγωγής. Παράλληλα, οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί του καθεστώτος έκαναν λογιστικές αλχημείες ώστε να φαίνονται θετικοί οι δείκτες ανάπτυξης και να αποκρύπτεται το παθητικό. Όλα ήταν υποθηκευμένα. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες συνέλεγαν τους τόκους, ενώ οι Δυτικοευρωπαίοι παραγωγοί βρήκαν μια δραστήρια αγορά για τα καταναλωτικά τους αγαθά. Σύμφωνα με ειδικούς, η Ελλάδα «ενσωματώθηκε» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δυστυχώς, με μόνο κριτήριο το γεγονός ότι έγινε η πιο ανόμοια χώρα ανάμεσα στους ισχυρούς εταίρους της.
Το ΠΑΣΟΚ χτίστηκε πάνω σε και γύρω από ένα εκλογικό σώμα της ελίτ και των μεσαίων μαζών, που ποτέ δεν κατέβαλλε φόρους, αλλά συνεχώς αντλούσε ποσά και ήταν πάντα εξαρτημένο από τον δημόσιο κορβανά. Δισεκατομμυριούχοι εφοπλιστές είχαν όλη την ευχέρεια να φοροδιαφεύγουν αφού λειτουργούσαν υπό ξένη σημαία (Παναμά), αλλά είχαν δεσμευτεί εκ των προτέρων στην πρόσληψη Ελλήνων πλοιάρχων και σε τακτικές εισφορές στα ταμεία του κόμματος. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, όπως δικηγόροι, γιατροί και αρχιτέκτονες, δεν δήλωναν σχεδόν καθόλου εισοδήματα, εισπράττοντας παράλληλα κάτω από το τραπέζι πληρωμές σε μετρητά, δηλαδή μη δηλωμένα εισοδήματα που υπερέβαιναν κατά πολύ τις κανονικές αμοιβές τους. Οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, οι κερδοσκόποι του real estate, οι τραπεζίτες και οι εταιρείες εισαγωγών, όλοι τους κατέβαλλαν ποσά στην κομματική ηγεσία, προκειμένου να εξασφαλίζουν φοροεκπτώσεις και φοροαπαλλαγές, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα δάνεια της ΕΕ, τα οποία ανακυκλώνονταν σε τουριστικά ακίνητα και σε τραπεζικές καταθέσεις στο εξωτερικό. Το περιτύλιγμα που απ' έξω έδειχνε να είναι το κόμμα και οι επιχειρηματικές ελίτ ήταν στην πραγματικότητα ένα οργανωμένο δίκτυο λωποδυτών. Πρώτα λεηλατούσαν τα δημόσια ταμεία και μετά έστελλαν τον λογαριασμό στους μισθωτούς και τους εργάτες του μεροκάματου, μιας και σε αυτές τις δύο εργασιακές ομάδες γίνεται υποχρεωτικά παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών. Η Ελλάδα είναι η χειρότερη χώρα στον κόσμο να εργάζεται κανείς ως μισθωτός, αφού η μισθωτή εργασία είναι η μόνη που φορολογείται και αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα αυτοαπασχολούμενων, μικρομεσαίων επιχειρηματιών και μικρών ανεξάρτητων αγροτών (ορισμένοι από τους οποίους ενοικιάζουν γη από αστούς επαγγελματίες), ιδιοκτητών μικρών ξενοδοχειακών μονάδων και εστιατόρων. Η συντριπτική πλειονότητά τους καταβάλλει μόνο ένα μικρό μέρος τους φόρου που οφείλει, αλλά δεν παύει να κάνει χρήση όλων των προνομίων των δικαιούχων του κράτους πρόνοιας. Είναι μέρος του πελατειακού κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ και οι κύριοι δικαιούχοι της ανεξέλεγκτης ροής πιστώσεων και δανείων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την αύξηση των προσωπικών εισοδημάτων τους αντί της παραγωγικότητας.
Τα δάνεια της ΕΕ χρηματοδοτούσαν τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού βιοτικού επιπέδου, αυξάνοντας τις εισαγωγές γερμανικών συσκευών και αυτοκινήτων, αλλά παράλληλα και εισαγωγές προϊόντων όπως η δανική και γαλλική φέτα, δηλαδή φθηνών εισαγόμενων προϊόντων που υποκαθιστούσαν και ανταγωνίζονταν τα τοπικά. Με άλλα λόγια, οι Ευρωπαίοι κατέλαβαν και εξουδετέρωσαν τις ελληνικές αγορές, αυξάνοντας το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, ενώ η γραφειοκρατία έγινε ο εργοδότης της έσχατης ανάγκης. Αυτές οι πρακτικές της ΕΕ και οι πελατειακές σχέσεις του κράτους του ΠΑΣΟΚ επέτρεψαν στο κόμμα να διατηρήσει μια σταθερή βάση ψηφοφόρων, που απαρτίζονταν κυρίως από μεγάλες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, μικρομεσαίους φοροφυγάδες και συνεχώς διογκούμενα στρώματα κρατικών υπαλλήλων.
Η ΕΕ εξαγόρασε επίσης την ολοένα αυξανόμενη πολιτικοστρατιωτική υποτέλεια της χώρας. Η Ελλάδα στήριξε το ΝΑΤΟ στους πολέμους του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της Λιβύης και του Πακιστάν. Ιδιαίτερα υπό τον Γιώργο Παπανδρέου, η δουλοπρέπεια του ΠΑΣΟΚ προς το κράτος του Ισραήλ και τους υποστηρικτές του Αμερικανούς Σιωνιστές ξεπέρασε εκείνη που επέδειξαν όλα τα προηγούμενα καθεστώτα στην Ελλάδα.

...Ώσπου μια μέρα ήλθε ο λογαριασμός

Οι κλεπτοκράτες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα παραποίησαν τους ισολογισμούς του κράτους, διαμορφώνοντας με λογιστικές αλχημείες τα συνεχώς αυξανόμενα ελλείμματα ώστε να φαίνονται σαν θετικά πλεονάσματα, ώσπου το σύστημα κατέρρευσε. Οι τράπεζες της ΕΕ ακούμπησαν τον λογαριασμό στο τραπέζι και απαίτησαν να πληρωθούν. Το ελληνικό κράτος και η καπιταλιστική τάξη, υπό την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, διακήρυξε αμέσως ένα πρόγραμμα «λιτότητας» και «φορολογικών μεταρρυθμίσεων». Στην πραγματικότητα, μόνο το πρώτο από τα δύο σκόπευε να εφαρμόσει, αφού δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τους πελάτες - φοροφυγάδες της ελίτ και της λαϊκής βάσης.
Σημαντικές περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και περιορισμός των θέσεων εργασίας έχουν θεσμοθετηθεί και επιβάλλονται στους Έλληνες πολίτες. Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ συμμορφώθηκαν με τις επιταγές του κόμματος, αφού οι φουσκωμένοι μισθοί τους, οι συντάξεις, τα προνόμια και οι απολαβές τους εξαρτώνται από την έγκριση του πρωθυπουργού, ο οποίος, με τη σειρά του, εξαρτάται από τους αυτοκράτορες τραπεζίτες και τους κάθε λογής αστούς κλεπτοκράτες. Η ίδια η ύπαρξη του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος εξαρτάται από τη ροή των δανείων της ΕΕ, τους μηχανισμούς στήριξης και τις αποκρατικοποιήσεις προκειμένου να διατηρήσει τους πελάτες του. Το καθεστώς του ΠΑΣΟΚ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυταρχικού κόμματος. Σέρνεται δουλοπρεπώς στα πόδια των τραπεζιτών και των ισχυρών ηγετών της ΕΕ, ενώ ταυτόχρονα μπήγει το μαχαίρι στο λαιμό εκατομμυρίων φτωχών Ελλήνων συνταξιούχων, μισθωτών και εργατών. Η βάση του ΠΑΣΟΚ, που απαρτίζεται από αστούς φοροφυγάδες, είναι η κομματική του πελατεία που ελάχιστα επηρεάζεται από τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις. Απόδειξη: τα φορολογικά έσοδα έχουν μειωθεί λόγω της βαθιάς ύφεσης και της φοροδιαφυγής.
Όσο το καθεστώς του ΠΑΣΟΚ εντείνει και επεκτείνει την επίθεσή του εναντίον των εισοδημάτων των εργαζομένων και όσο η μαζική αντίσταση πολλαπλασιάζεται, ο δείκτης ανεργίας των νέων (55%) αυξάνει την απελπισία και τη διάθεση αντιπαράθεσης με μια κυβέρνηση, η οποία γίνεται όλο και πιο καταπιεστική και επιρρεπής στη βία.
Έχοντας απόλυτα επικεντρωθεί στο στόχο του να ρουφήξει το μεδούλι από τα ισχνά οστά των εισοδημάτων των εργαζομένων, το ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά συμφώνησε να παραχωρήσει στην ΕΕ και το ΔΝΤ την εποπτεία, την κοστολόγηση και την πώληση του συνόλου της περιουσίας του ελληνικού δημοσίου. Με άλλα λόγια, η αποπληρωμή του χρέους έχει γίνει ο μοχλός για τη μεταφορά επικυριαρχίας στις ισχυρές χώρες και για τη μεγιστοποίηση της εξόρυξης του πλούτου από τους εργαζόμενους. Αυτό που θα απομείνει από το «Ελληνικό Δημόσιο» είναι οι δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού, στις οποίες θα ανατεθεί η επιβολή διά της βίας της νέας ηγεμονικής τάξης πάνω στην εκμεταλλευόμενη και εξαθλιωμένη πλειοψηφία.
Εν μέσω αυτής της ολέθριας τροπής των γεγονότων, της λεηλασίας και της φτώχειας, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ παραμένουν πιστοί στην κομματική γραμμή. Εξακολουθούν να στηρίζονται στην βάση του 25%, την μάζα των αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών, των τραπεζιτών, των τεχνοκρατών συμβούλων και φοροφυγάδων, στη βάση που θα εξακολουθήσει να στηρίζει το καθεστώς, αφού καθόλου δεν επηρεάζεται από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Ο μηχανισμός στήριξης θα επιτρέψει στους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ να παραλάβουν τις παχιές συντάξεις τους, αφού θα τους έχει καταψηφίσει ο λαός. Οι αυτοαπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες θα εξακολουθήσουν να αισχροκερδούν από μη δηλωμένες στην εφορία τουριστικές επιχειρήσεις και έσοδα από ακίνητα, ενώ οι υπόλοιποι συντοπίτες τους θα φτωχαίνουν. Το ΠΑΣΟΚ, ο Παπανδρέου και η παρέα του έχουν αποδείξει ότι η εκλογική πολιτική μπορεί να είναι συμβατή με την πιο άθλια παράδοση της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας, με μια εντεινόμενη σκληρή καταστολή εναντίον της πλειοψηφίας του εργαζόμενου πληθυσμού και με μια βαθιά, μακροπρόθεσμη μακροχρόνια μείωση του βιοτικού του επιπέδου. Η ελληνική εμπειρία, για μια ακόμη φορά, αποδεικνύει ότι, όταν βρίσκονται αντιμέτωπες με την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, οι διαφορές μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλιστών εξαφανίζονται. Οι δημοκρατικές ελευθερίες υπάρχουν μόνο για όσο διάστημα η πλειοψηφία υποτάσσεται στην υπεροχή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των ντόπιων κλεπτοκρατών - ολιγαρχών συνεργατών τους.
Αναμφίβολα θα γίνουν εκλογές, ακόμη και ενώ το βιοτικό επίπεδο θα έχει πέσει δραματικά, ενώ οι πληρωμές στους δανειστές θα έχουν αυξηθεί και ενώ θα έχει αφαιρεθεί από τη χώρα το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων. Ίσως το ΠΑΣΟΚ να μην επανεκλεγεί. Οι συντηρητικοί αντίπαλοί του απλά θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του ως συλλέκτες χρεών, αλλά και ως εκτελεστές μιας πολιτικής που θα επιβάλλεται με την βοήθεια ενός αστυνομικού κράτους.
Για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων δεν διαφαίνεται πλέον καμμία λύση μέσα από την τακτική των διαμαρτυριών των πολιτών σε δρόμους και πλατείες και μέσα από τις πολιτικές που επιβάλλουν οι κοινοβουλευτικοί. Ας μην ξεχνάμε ότι οι τελευταίοι αγνοούν τους πρώτους. Και λόγω αυτού ακριβώς του αδιεξόδου τίθεται το ερώτημα: «Ποιές εναλλακτικές, εξωκοινοβουλευτικές δράσεις είναι αναγκαίες και δυνατές, προκειμένου να πάρει τέλος η κυριαρχία αυτής της de facto κυβερνητικής ολιγαρχίας και των κλεπτοκρατών συνεργατών της;»


* Ο James Petras είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Binghamton της Νέας Υόρκης και επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Saint Mary's στο Halifax της Νέας Σκωτίας του Καναδά. Ως αρθρογράφος, έχει δημοσιεύσει πολυάριθμες πολιτικές αναλύσεις σε έντυπα των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής.