Η λειτουργική, ιδεολογική ταύτιση ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας οδηγεί σε πρακτική συγχώνευση των δύο κομμάτων. Ακόμα κι αν αυτή δεν γίνει οργανικά, ακόμα κι αν παραμείνουν δύο κόμματα, οι επιλογές, ο κοινός ρόλος και οι κοινές επιδιώξεις τους θα έχουν ακυρώσει τα διακριτά χαρακτηριστικά στη βάση (και λόγω) των οποίων υπάρχουν τα κόμματα.
Ήδη από το καλοκαίρι του 2011 όταν ο Γ. Α. Παπανδρέου έφτασε να προτείνει συγκυβέρνηση στον Α. Σαμαρά, τα δύο κόμματα εξουσίας βρέθηκαν πολύ κοντά, παρά τις προσπάθειες παραδοσιακών στελεχών τους να διατηρήσουν έστω τεχνητά την αντιπαλότητα πάνω στην οποία δομείται εύλογα ο διαχωρισμός και η απόσταση των οπαδών. Η προσέγγιση (γράφαμε σχετικά στο κείμενο της 15ης Ιουνίου 2012 στοwww.tvxs.gr με τίτλο «Τα δύο κόμματα ως μία παράταξη») σφραγίστηκε με τη συμμετοχή των δύο στην κυβέρνηση Παπαδήμου.
Λίγο νωρίτερα είχε προηγηθεί η αποχώρηση ή αποπομπή του Γ. Α. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία και την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Στην όλη προσέγγιση σημαντικό ρόλο έπαιξε η συμμετοχή του (σχεδόν ανύπαρκτου σήμερα) ΛΑΟΣ και του Γ. Καρατζαφέρη στις συνομιλίες και στην τότε τρικομματική κυβέρνηση. Η επόμενη τρικομματική κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012 με τη ΔΗΜΑΡ να παίρνει τη θέση του ΛΑΟΣ, έφερε ακόμα πιο κοντά ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Η εικόνα του Μ. Χρυσοχοϊδη στη Βουλή το βράδυ της ψηφοφορίας για τα μέτρα (7 Νοεμβρίου 2012) να συμφωνεί απολύτως και να προωθεί την επιχειρηματολογία του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΝΔ Μ. Βορίδη (και αντιστρόφως) αναφορικά με το μισθολογικό των υπαλλήλων της Βουλής, εκτός από το λυπηρό του πράγματος (που αφορά τον συναισθηματικό κόσμο του θεατή/ψηφοφόρου/πολίτη) επιβεβαίωνε πλήρως την -σχεδόν- συγχώνευση των δύο κομμάτων. Όχι πια τη συνεργασία, αυτό έχει ήδη συμβεί από καιρό, αλλά τη συγχώνευση.
Το κλίμα αυτό έγινε ακόμα πιο αντιληπτό σε όλους όταν μίλησε το ίδο βράδυ ο Β. Βενιζέλος, χειροκροτούμενος όχι λίγες φορές από βουλευτές της ΝΔ. Τα επιχειρήματά του ως ικανού ρήτορα στήριξαν πλήρως τον πρωθυπουργό Α. Σαμαρά, πολύ λίγο όμως το υπό διάλυση ΠΑΣΟΚ μια και επέμενε στο ορθό των επιλογών του μνημονίου και όλου του πλέγματος που ο ίδιος αποκαλεί ευρωπαϊκή επιλογή και προοπτική.
Για λόγους που εδράζονται στη δομή και τις ανάγκες του συστήματος τα δύο αστικά κόμματα βρέθηκαν να μιλούν την ίδια γλώσσα υιοθετώντας τα ίδια επιχειρήματα. Αυτό μπορεί να παρουσιάζει μια εικόνα συναίνεσης, που είναι εκπαιδευτικά χρήσιμη για την πολιτική παιδεία των πολιτών που φοίτησαν στο σχολείο της αντιπαράθεσης και της έχθρας με τον αντίπαλο, αλλά στην ουσία της πολιτικής άχρηστη και επιβλαβή για τα χαρακτηριστικά των κομμάτων. Και τούτο διότι η συγκεκριμένη τακτική, η υιοθέτηση της αντίληψης του «ευρύτερου ευρωπαϊκού λόγου» που ενδεχομένως οδηγήσει και σε «ευρωπαϊκό μέτωπο», ακυρώνει τον λόγο ύπαρξης και λειτουργίας κομμάτων στη βάση των ιδεολογιών τους.
Οδηγεί στη διαδικασία αφομοίωσης ή και εξάλειψης των ειδικών χαρακτηριστικών και άμβλυνσης των αντιθέσεων «μπροστά στο κοινό καλό». Το οποίο όμως κοινό καλό ορίζεται από και με όρους του συστήματος και όχι από τους πολίτες και τις ανάγκες της κοινωνίας. Αν δεχτούμε ότι η κοινωνία (παρα)λαμβάνει τις ανάγκες της έτοιμες, ως «ατζέντα-πακέτο» από το σύστημα τότε τα προηγούμενα μπορεί να συμβούν και να γίνουν αποδεκτά από το κοινωνικό σώμα. Πρέπει όμως να προηγηθεί ένα στάδιο ερμηνείας προς τον κόσμο των όσων συνέβησαν : τι έγινε και καταργήθηκαν οι αντιπαλότητες, πως συνέβη και συγχωνεύτηκαν οι ιδεολογίες, πως συμπλέουν και συνυπάρχουν οι διαφορετικές θέσεις; Ερωτήματα διόλου ρητορικά αφού πάνω τους βασίστηκε όλη η αρχιτεκτονική της μεταπολιτευτικής (αλλά και πριν απο αυτή) κοινωνίας.
Το σύνδρομο της αυτοκατάργησης
Τι κίνδυνο διατρέχουν τα αστικά και καθ΄ έξιν κυβερνητικά κόμματα; Αφού αυτοκηρύσσονται σε πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική αχρηστία (με τη μορφή της συγγένειας με τον τον αντίπαλο, ή και της μερικής συγχώνευσης) οι ψηφοφόροι οπαδοί και φίλοι τους θα αναζητήσουν άλλες λύσεις. Διαφορετική πολιτική στέγη στο βαθμό που οι μεγάλες συνεργασίες-συγχωνεύσεις δεν τους βρίσκουν ούτε σύμφωνους ούτε έτοιμους.
Όσο μεγάλη, όσο βαθιά κι αν είναι η κρίση, δεν είναι ικανός λόγος να οδηγήσει τους οπαδούς σε μηχανιστική και αυτοματοποιημένη αδελφοποίηση με ομολόγους τους του εχθρικού (αντιπάλου έστω) κόμματος. Ή μάλλον επειδή ακριβώς είναι τόσο βαθιά η κρίση οι πολίτες/ψηφοφόροι θα απορρίψουν κατά πάσα πιθανότητα την «αδελφοποίηση» των κομμάτων που είναι συνένοχα για τη συγκεκριμένη κατάληξη. Λιγότερο ή περισσότερο, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ θεωρούνται υπεύθυνα -επειδή αυτά κυβέρνησαν τη χώρα- για την εξέλιξη, και φυσικά οι ψηφοφόροι (ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί των δύο κομμάτων) δεν έχουν πεισθεί ότι εκείνοι που μας έφεραν εδώ μπορούν να τα διορθώσουν όλα και να μας πάνε άλλού, σε υγιή και ασφαλή πολιτικά και εθνικά τοπία.
Όταν αυτή ακριβώς η προοπτική που απορρίπτουν τους επιβάλλεται από τα πάνω, έχουν έναν επιπλέον λόγο να την απορρίψουν είτε συγκρουόμενοι απευθείας μαζί της, είτε υπονομεύοντάς την. Αν και η ΝΔ δεν έχει εισπράξει ανάλογη φθορά με το ΠΑΣΟΚ, πρέπει να δει σοβαρά την πιθανότητα να είναι το επόμενο «θύμα» της πολιτικής αρένας, μια και εκείνη σήμερα φορτώνεται τη διαδικασία μνημονίων, δανεισμών, διαπραγματεύσεων, όσα δηλαδή έκανε το ΠΑΣΟΚ και διαλύθηκε στις διπλές εκλογές Μαϊου-Ιουνίου 2012. Πρέπει επίσης να δει πολύ σοβαρά την πιθανότητα να της χρεωθεί από το εκλογικό σώμα η επιλογή να συμπλεύσει με τους φύσει και θέσει ενόχους (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) μια πολιτικής που οδήγησε στο σημερινό χάλι.
Δεν είναι καθόλου εύκολο για τη ΝΔ να βρει πειστικά επιχειρήματα σύμπλευσης είτε με το «όλον ΠΑΣΟΚ» που έλεγε παλιότερα (ρητορικά…) ο Β. Βενιζέλος, είτε με στελέχη του που διετέλεσαν (και είναι) σημαιοφόροι των μνημονίων και της εξάρτησης από το γερμανικό λόμπυ της Ευρώπης. Ο Α. Σαμαράς εξακολουθεί να διατηρεί ένα πλεονέκτημα-ελαφρυντικό σε σχέση με τον Γ.Α.Π. πρώτον επειδή είναι πολύ πρόσφατος στην πρωθυπουργία, και, δεύτερον επειδή δεν λέει «ζήτω το μνημόνιο και αυτή είναι η μοναδική λύση», αλλά κάτι σαν «είμαστε αναγκασμένοι να το εφαρμόσουμε». Δεν παρουσιάζεται δηλαδή ως οπαδός των συγκεκριμένων λύσεων που επιβάλλονται έξωθεν, αλλά ως αναγκασμένος να υλοποιήσει το όλον ή μέρος τους.
Αλλά κι αυτό το ελαφρυντικό θα έχει συγκεκριμένη διάρκεια, όχι μακρά. Στο διάστημα αυτό καλείται να κάνει κινήσεις διάσωσης και προστασίας του πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε να μην καταγραφεί αυτό στις συνειδήσεις του κόσμου ως μπάτλερ ξένων συμφερόντων με αποτέλεσμα να υπονομευτεί και να απαξιωθεί.
Ο Β. Βενιζέλος δεν έχει να κάνει πολλά πράγματα. Παρέλαβε ένα κόμμα ήδη υπονομευμένο και απαξιωμένο από τις προηγούμενες κυβερνητικές επιλογές, το μέλλον του οποίου δεν είναι καν ορατό. Το ΠΑΣΟΚ θα μετεξελιχθεί κατά πάσα πιθανότητα σε κάτι διαφορετικό, προσπαθώντας να διατηρήσει μέρος της εκλογικής του βάσης και να ξανακερδίσει κομμάτι του πολιτικού ακροατηρίου. Κάτι εξαιρετικά δύσκολο μια και αυτό προϋποθέτει πλήρη απόρριψη όλης της (πρόσφατης) κυβερνητικής του περιόδου, ίσως και αυτής που έχει να κάνει με τις επιλογές Σημίτη οι οποίες οδήγησαν στον χύμα προσκοπικό νεοφιλελευθερισμό των σχημάτων του Γ.Α.Π.
Η κυβερνητική θητεία του Γ. Α. Παπανδρέου «πέτυχε» κάτι μάλλον δύσκολο στην πολιτική : Πέτυχε να μισηθεί το ΠΑΣΟΚ από τον κόσμο και να μην γίνει απλώς αντικείμενο αντιπάθειας. Αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει εύκολα, ή κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος δεν αλλάζει ποτέ. Το κόμμα με το συγκεκριμένο σχήμα, επιτελείο, τα συγκεκριμένα «ιστορικά στελέχη», τη συγκεκριμένη γλώσσα και ταυτότητα είναι συνειδητά και όχι συγκυριακά καταδικασμένο από το εκλογικό σώμα. Θεωρήθηκε ως απολύτως υπεύθυνο για τη νέα εκτεταμένη φτώχεια, τον διασυρμό της ελληνικής κοινωνίας, την διαπόμπευση της Ελλάδας στο εξωτερικό. Όλ΄αυτά δείχνουν ότι δεν ζούμε σε ομαλές, κανονικές πολιτικές συνθήκες.
Ίσως το όλο σκηνικό και η εποχή της αποϊδεολογικοποίησης σε συνδυασμό με τη νέα φτώχεια και την εκτεταμένη ανεργία ευνοούν συγκλίσεις που αφενός θα προστατεύσουν το σύστημα, αφετέρου θα οδηγήσουν τους οπαδούς των δύο κομμάτων στην υπεράσπιση όχι πια του σοσιαλιστικού χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ και του συντηρητικού (ή φιλελεύθερου) της ΝΔ, αλλά «της ίδιας της Ευρώπης». Και τότε η μία παράταξη θα είναι πραγματικότητα.