της ΜΑΡΙΛΙΖΑΣ ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η πορεία της Ευρώπης καθορίζεται από την κρίση που βιώνουμε και την επιβολή του μονόδρομου, που έχει οδηγήσει σε συνθήκες εκτροπής σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές αρχές και καλλιεργεί το έδαφος για την εμφάνιση του νέου φασισμού. Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι αλήθεια ότι βασίσθηκε στην Αγορά και στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ταυτίσθηκε με την ψυχροπολεμική διαίρεση της Ευρώπης.
Υπήρξε όμως στη βασική της σύλληψη ένα πολιτικό σχέδιο ειρηνικής συμβίωσης, γεωπολιτικής σταθερότητας, αποτροπής νέων ολέθριων ηγεμονισμών και κοινής ευημερίας για τους ευρωπαϊκούς λαούς, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Σταδιακά, από τη δεκαετία του ’70, αναπτύχθηκε ένα Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Συμβόλαιο με κοινά αποδεκτές πολιτικές και κοινωνικές αρχές, θεσμικές σταθερές και μηχανισμούς εξισορρόπησης ανάμεσα στα κράτη- μέλη, τις πολιτικές, τα οικονομικά συμφέροντα και τις κοινωνικές διεκδικήσεις, το οποίο αποτυπώθηκε στις Συνθήκες, αποτελώντας το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο. Οι αρχές αυτές άρχισαν να αποδυναμώνονται στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με την επικράτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, κλονίσθηκαν σημαντικά μετά τη μεγάλη διεύρυνση της Ε.Ε. προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, την Κύπρο και τη Μάλτα, καθώς δεν υπήρξαν οι αναγκαίες συνοδευτικές πολιτικές, και τελικά παραβιάσθηκαν ανοικτά μετά την εκδήλωση της κρίσης το 2008. Καταρχάς παραβιάσθηκε η αρχή ότι η διεύρυνση της Ε.Ε. συνοδεύεται από την εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ότι η εξέλιξη της Εσωτερικής Αγοράς συνοδεύεται με την ενίσχυση των πολιτικών της Συνοχής. Είναι ενδεικτικό ότι ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός σήμερα των 28 κρατών-μελών είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο της Ε.Ε. των 15 κρατών –μελών, εις βάρος των αναπτυξιακών και κοινωνικών πολιτικών. Επίσης, ενώ η Συνθήκη της Ε.Ε. ρητά αναφέρει την κατοχύρωση της αρχής της δημόσιας υπηρεσίας και του δημοσίου συμφέροντος στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, στην πράξη επιβάλλονται με ισοπεδωτικό τρόπο ιδιωτικοποιήσεις και καταλύεται το Κοινωνικό κράτος. Η εξέλιξη της ΟΝΕ έγινε με ανισόρροπο τρόπο ανάμεσα στο νομισματικό και οικονομικό της σκέλος, ενώ αποδυναμώθηκε η αρχή ότι η εξέλιξη της πρέπει να συμβαδίζει με την τη σύγκλιση των επιπέδων ανάπτυξης των κρατών-μελών της. Η κρίση αποκάλυψε τα δομικά ελλείμματα της Ευρωζώνης, ενώ η προσπάθεια θεσμικής κατοχύρωσης της τα τελευταία χρόνια γίνεται με μονόπλευρο τρόπο, θεσμοθετώντας την περιοριστική μονόπλευρη πολιτική που έχει επιβληθεί με τα Μνημόνια.
Το δημοκρατικό έλλειμμα εντός της Ε.Ε. διευρύνεται, καθώς δεν αφορά πλέον μόνο την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και τον δημοκρατικό έλεγχο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο σε σχέση με τις αρμοδιότητες που μεταφέρονται από τα κράτη- μέλη και το θεσμικό ρόλο των εθνικών Κοινοβουλίων. Αφορά κυρίως στην επικράτηση των Αγορών και των Τραπεζών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, στην αποδυνάμωση των Εθνικών Κοινοβουλίων μέσα από την επιβολή του μονόδρομου στην αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και στη σταδιακή αποδυνάμωση των Ευρωπαϊκών Θεσμικών Οργάνων.
Η κατάφορη παραβίαση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών και η υπονόμευση των κοινωνικών δικαιωμάτων και των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων συνιστά εκτροπή σε Ευρωπαϊκό επίπεδο που υποσκάπτει την ίδια την ενότητα, την αποτελεσματικότητα και την προοπτική της Ευρωζώνης και συνολικά της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η Ευρώπη είτε θα αλλάξει και θα ξαναβρεί τη δυναμική της προοπτικής της, είτε θα διολισθαίνει στην παρακμή και σε ανυπέρβλητη υπαρξιακή κρίση. Δυστυχώς η Ιστορία έχει δείξει ότι δεν κινείται μόνο ευθύγραμμα, αλλά σε περιόδους κρίσης γίνονται πισωγυρίσματα με ολέθριες συνέπειες για τις χώρες και τους λαούς. Η Ευρώπη μόνο αν ξαναβρεί τις αρχές της και αλλάξει κατεύθυνση έχει μέλλον. Στο ερώτημα αν σήμερα χρειάζεται η Ευρώπη, η απάντηση είναι ότι χρειάζεται περισσότερο από ποτέ, αλλά μια άλλη Ευρώπη. Σε αυτήν την περίοδο της παγκοσμιοποίησης των αγορών, της ενημέρωσης και των τεχνολογιών, χρειάζεται μια Ευρώπη ως δύναμη ειρήνης, συνεργασίας, οικονομικής και κοινωνικής εξισορρόπησης, ως παράγοντας διασφάλισης της Δημοκρατίας και του περιβάλλοντος απέναντι στην παντοκρατορία των Πολυεθνικών και των συμφερόντων τους. Μια Ευρώπη ισχυρή δύναμη επιβολής του διεθνούς δικαίου και της αλληλεγγύης σε έναν πολυπολικό κόσμο. Μια Ευρώπη βιώσιμης ανάπτυξης, κοινωνικής δικαιοσύνης, συνοχής και κοινής ευημερίας για τους λαούς της. Στο κρίσιμο ερώτημα αν είναι εφικτή σήμερα αυτή η αλλαγή, η απάντηση είναι ναι. Είναι εφικτή, δύσκολη σίγουρα, αλλά αναγκαία. Προϋποθέτει μια διπλή μάχη σε Ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για την αλλαγή του Ευρωπαϊκού πλαισίου πολιτικής και μια νέα σθεναρή και συγκροτημένη διαπραγμάτευση για τη χώρα μας. Απαιτείται ένα ευρύ προοδευτικό μέτωπο Αλλαγής , συνειδητό εσωτερικό κοινωνικό μέτωπο, στρατηγική και συμμαχίες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις η χώρα μας μπορεί να αποτελέσει καταλύτη ευρύτερων Ευρωπαϊκών εξελίξεων και αλλαγών. Εξάλλου οι μεγάλες αλλαγές στην Ιστορία γίνονται από την ανάγκη των εξελίξεων, και όταν ξεκινούν συνήθως δεν είναι ορατές και φαντάζουν αδύνατες μέχρι να πραγματοποιηθούν. Ας θυμηθούμε πόσο ακλόνητη φαινόταν η ψυχροπολεμική διαίρεση της Ευρώπης και ουτοπικό το όραμα μιας Ευρώπης από τα Ουράλια έως τον Ατλαντικό μέχρι και λίγους μήνες πριν τις καταιγιστικές εξελίξεις του 1989. Έτσι και τώρα, τα γρανάζια της Ιστορίας ήδη γυρίζουν, αρκεί να ξεφύγουμε από την μοιρολατρία του φόβου και του μονόδρομου, να πιστέψουμε και να αγωνισθούμε για τη νέα Ευρωπαϊκή Αλλαγή.
......................................................................
Η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963 και είναι Δικηγόρος. Είναι πρώην Υπουργός Υγείας(2009-2010), Aν. Υπουργός Εξωτερικών για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις(2010-2012)και Βουλευτής Β΄ Αθήνας (2007-2012). Διετέλεσε επίσης Ευρωβουλευτής(2004-2007) και Γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ(2005-2006).
Παραιτήθηκε από την κυβέρνηση Παπαδήμου στις 10-2-2012 γιατί διαφώνησε με το δεύτερο Μνημόνιο, το οποίο καταψήφισε στη Βουλή και διεγράφη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Την 1η Νοεμβρίου 2012 αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ με επιστολή της προς τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελο Βενιζέλο λόγω διαφωνίας της με τα νέα μέτρα και τη συνολική πολιτική κατεύθυνση του κόμματος. |
Καιρό είχαμε να τ’ ακούσουμε, αλλά να που ξαναγύρισε πρόσφατα στο προσκήνιο, όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος λοιδόρησε εκ νέου τον κ. Τσίπρα για το αδιέξοδο που πρέπει να αισθάνεται που είχε ποντάρει στο λόμπι της δραχμής, υπονοώντας ότι μετά τις οικονομικές επιτυχίες της κυβέρνησης το ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή έχει πάψει οριστικά να υφίσταται αφήνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο.
Δεν πρόφτασε να το πει και την επόμενη μέρα, θαρρείς για να του πάει κόντρα, εμφανίστηκε ο Wolfang Münchau στους Financial Times να γράφει ορθά-κοφτά ότι «μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει ή θα φύγει απ' το ευρώ, ή και τα δυο. Η Ευρωζώνη μπορεί να πεθάνει». Τόσο απλά και τόσο καθαρά. Φυσικά προβλέψεις σε τόσο μεγάλο χρονικό ορίζοντα αντανακλούν περισσότερο την κατάσταση του παρόντος, η οποία αν και εφόσον παραμείνει στην ίδια τροχιά θα οδηγήσει στην επαλήθευση της συγκεκριμένης μακρόχρονης πρόβλεψης. Κι αυτό θέλει να τονίσει ο Münchau. Ότι όσο η γερμανική αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης παραμένει προσκολλημένη στη συνταγή της δημοσιονομικής λιτότητας και της πιστωτικής συρρίκνωσης, τόσο βαθύτερα θα εισέρχεται στο σπιράλ του αποπληθωρισμού και της έκρηξης των χρεών, ιδιωτικών και δημόσιων. Κάτι που αποτυπώνεται πλέον στους αριθμούς.
Το μέσο χρέος των χωρών της Ευρωζώνης έχει περάσει το 90%, ενώ ο μέσος πληθωρισμός για το 2014 προβλέπεται να κυμανθεί στο 1,1%. Για την Ελλάδα, οι προβλέψεις είναι σαφώς χειρότερες, στο -1,7% δίνει τον πληθωρισμό ο ΟΟΣΑ, κι αν κάποιοι χαίρονται βλέποντας τις τιμές να κατεβαίνουν, θα πρέπει να έχουν υπ' όψιν τους ότι την ίδια στιγμή τα χρέη ανεβαίνουν και η οικονομία στομώνει. «Αν η Γερμανία με την τόσο μεγάλη ανταγωνιστικότητα έχει τόσο χαμηλό πληθωρισμό, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες και ειδικά η Ελλάδα θα πρέπει να αποπληθωρίσουν τις οικονομίες τους σε δραματικό βαθμό, κι αυτό ύστερα από τόσα χρόνια δηλητηριώδους λιτότητας», γράφει ο Βερολινέζος δημοσιογράφος Mathew Rose.
Εκεί γύρω με τον Münchau εμφανίζεται και ο Joseph Stiglitz με άρθρο του στο Social Europe Journal, υπό τον τίτλο Μια ατζέντα για να σωθεί το ευρώ, υπενθυμίζοντάς μας ότι κάθε άλλο παρά έχουμε δέσει το ευρώ ως Ευρωζώνη, πόσο μάλλον σαν Ελλάδα.
Στο ίδιο τέμπο και ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας Ignazio Visco, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ιl Messaggero: «Το ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα θα παραμείνει σε κίνδυνο αν η Ευρώπη δεν μπορέσει να πιέσει προς στενότερη πολιτική και οικονομική ένωση». Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται ακόμα στον ορίζοντα, ο οποίος σκιάζεται από διαιρετικές και αποσχιστικές τάσεις τόσο μεταξύ Βορρά-Νότου, όσο και εντός των κρατών με την άνοδο των ευρωσκεπτικιστών, γεγονός που αναμένεται να αποτυπωθεί με πάταγο στις προσεχείς ευρωεκλογές.
Τον Οκτώβριο, ο διεθνής Ερυθρός Σταυρός, σε μακροσκελή του έκθεση σχετικά με τα ανθρωπιστικά αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης γράφει ότι «η κατάσταση στα 52 κράτη που συνθέτουν την Ευρώπη όχι μόνον δεν σταθεροποιείται, αλλά βαίνει σε καθοδικό σπιράλ. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 18 εκατ. που λαμβάνουν βοήθεια σε τρόφιμα, 43 εκατ. που δεν έχουν αρκετή τροφή στο πιάτο τους σε καθημερινή βάση και άλλα 120 εκατ. που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας».
Τις προάλλες η S&P αποκαθήλωσε το ένα από τα τρία ΑΑΑ στο στέμμα της Ολλανδίας, ενώ η Φινλανδία, φοβούμενη ότι θα υποστεί οσονούπω την ίδια… ατίμωση έσπευσε να ανακοινώσει την εφαρμογή ενός δεύτερου πακέτου λιτότητας, με περικοπές (πού αλλού;) στην κοινωνική πρόνοια, με συγχωνεύσεις σχολείων, κλείσιμο κέντρων περίθαλψης για ηλικιωμένους κ.λπ., νομίζοντας ανοήτως ότι θα γλιτώσει. Από το 2008 μέχρι σήμερα το δημόσιο χρέος της Φινλανδίας αυξήθηκε κατά 20 μονάδες στο 58,3% ενώ η ανταγωνιστικότητα σημείωσε πτώση.
Δεν πρόφτασε να το πει και την επόμενη μέρα, θαρρείς για να του πάει κόντρα, εμφανίστηκε ο Wolfang Münchau στους Financial Times να γράφει ορθά-κοφτά ότι «μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει ή θα φύγει απ' το ευρώ, ή και τα δυο. Η Ευρωζώνη μπορεί να πεθάνει». Τόσο απλά και τόσο καθαρά. Φυσικά προβλέψεις σε τόσο μεγάλο χρονικό ορίζοντα αντανακλούν περισσότερο την κατάσταση του παρόντος, η οποία αν και εφόσον παραμείνει στην ίδια τροχιά θα οδηγήσει στην επαλήθευση της συγκεκριμένης μακρόχρονης πρόβλεψης. Κι αυτό θέλει να τονίσει ο Münchau. Ότι όσο η γερμανική αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης παραμένει προσκολλημένη στη συνταγή της δημοσιονομικής λιτότητας και της πιστωτικής συρρίκνωσης, τόσο βαθύτερα θα εισέρχεται στο σπιράλ του αποπληθωρισμού και της έκρηξης των χρεών, ιδιωτικών και δημόσιων. Κάτι που αποτυπώνεται πλέον στους αριθμούς.
Το μέσο χρέος των χωρών της Ευρωζώνης έχει περάσει το 90%, ενώ ο μέσος πληθωρισμός για το 2014 προβλέπεται να κυμανθεί στο 1,1%. Για την Ελλάδα, οι προβλέψεις είναι σαφώς χειρότερες, στο -1,7% δίνει τον πληθωρισμό ο ΟΟΣΑ, κι αν κάποιοι χαίρονται βλέποντας τις τιμές να κατεβαίνουν, θα πρέπει να έχουν υπ' όψιν τους ότι την ίδια στιγμή τα χρέη ανεβαίνουν και η οικονομία στομώνει. «Αν η Γερμανία με την τόσο μεγάλη ανταγωνιστικότητα έχει τόσο χαμηλό πληθωρισμό, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες και ειδικά η Ελλάδα θα πρέπει να αποπληθωρίσουν τις οικονομίες τους σε δραματικό βαθμό, κι αυτό ύστερα από τόσα χρόνια δηλητηριώδους λιτότητας», γράφει ο Βερολινέζος δημοσιογράφος Mathew Rose.
Εκεί γύρω με τον Münchau εμφανίζεται και ο Joseph Stiglitz με άρθρο του στο Social Europe Journal, υπό τον τίτλο Μια ατζέντα για να σωθεί το ευρώ, υπενθυμίζοντάς μας ότι κάθε άλλο παρά έχουμε δέσει το ευρώ ως Ευρωζώνη, πόσο μάλλον σαν Ελλάδα.
Στο ίδιο τέμπο και ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας Ignazio Visco, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ιl Messaggero: «Το ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα θα παραμείνει σε κίνδυνο αν η Ευρώπη δεν μπορέσει να πιέσει προς στενότερη πολιτική και οικονομική ένωση». Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται ακόμα στον ορίζοντα, ο οποίος σκιάζεται από διαιρετικές και αποσχιστικές τάσεις τόσο μεταξύ Βορρά-Νότου, όσο και εντός των κρατών με την άνοδο των ευρωσκεπτικιστών, γεγονός που αναμένεται να αποτυπωθεί με πάταγο στις προσεχείς ευρωεκλογές.
Τον Οκτώβριο, ο διεθνής Ερυθρός Σταυρός, σε μακροσκελή του έκθεση σχετικά με τα ανθρωπιστικά αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης γράφει ότι «η κατάσταση στα 52 κράτη που συνθέτουν την Ευρώπη όχι μόνον δεν σταθεροποιείται, αλλά βαίνει σε καθοδικό σπιράλ. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 18 εκατ. που λαμβάνουν βοήθεια σε τρόφιμα, 43 εκατ. που δεν έχουν αρκετή τροφή στο πιάτο τους σε καθημερινή βάση και άλλα 120 εκατ. που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας».
Τις προάλλες η S&P αποκαθήλωσε το ένα από τα τρία ΑΑΑ στο στέμμα της Ολλανδίας, ενώ η Φινλανδία, φοβούμενη ότι θα υποστεί οσονούπω την ίδια… ατίμωση έσπευσε να ανακοινώσει την εφαρμογή ενός δεύτερου πακέτου λιτότητας, με περικοπές (πού αλλού;) στην κοινωνική πρόνοια, με συγχωνεύσεις σχολείων, κλείσιμο κέντρων περίθαλψης για ηλικιωμένους κ.λπ., νομίζοντας ανοήτως ότι θα γλιτώσει. Από το 2008 μέχρι σήμερα το δημόσιο χρέος της Φινλανδίας αυξήθηκε κατά 20 μονάδες στο 58,3% ενώ η ανταγωνιστικότητα σημείωσε πτώση.
Επιμένει η Γερμανία
Παρά το γεγονός ότι οι θαυματουργές αναπτυξιακές ικανότητες της λιτότητας έχουν στην πράξη ολοσχερώς διαψευσθεί (θυμάστε τις περισπούδαστες θεωρίες της «expansionary austerity» του Alesina και σία, στις οποίες είχαμε αναφερθεί σε παλαιότερο φύλλο;), εν τούτοις η Γερμανία αδυνατεί να αναγνωρίσει το γεγονός και συνεχίζει πεισματικά να το αρνείται, μένοντας ασφυκτικά προσκολλημένη στο «θαύμα» των εμπορικών της πλεονασμάτων και μόνον, ένα θαύμα που όπως διατείνεται θα μπορούσε να συμβεί και στον καθένα αν ακολουθούσε με θρησκευτική προσήλωση το παράδειγμά της. Ναι μεν η κρίση τα αύξησε, ταυτόχρονα όμως κούρεψε κατά πολύ το μερίδιο των γερμανικών εξαγωγών στην παγκόσμια αγορά.
Κι όχι μόνο των γερμανικών, αλλά και ολόκληρης της Ευρωζώνης.
Τελευταία τα γερμανικά πλεονάσματα και η επίδρασή τους στην κακιά μοίρα της υπόλοιπης Ευρωζώνης αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας βρέθηκαν στο στόχαστρο και των επίσημων κύκλων, πέραν των αναλυτών. Από τη μια είχαμε την έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, και κατόπιν την απόφαση της Κομισιόν να προβεί σε μια εκ του σύνεγγυς εξέταση της γερμανικής οικονομίας. Πριν από λίγες, δε, μέρες άρθρο στη Wall Street Journal έθετε το ερώτημα για το «πού πήγαν οι αποταμιεύσεις των Γερμανών» για να δώσει την απάντηση ότι μόνο στην περίοδο 2007-2011 χάθηκαν περί τα 600 δισ. ευρώ από τοξικές τοποθετήσεις των γερμανικών τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιριών και του χρηματοπιστωτικού τομέα γενικά.
Και ποια ήταν η αντίδραση της Μέρκελ στην εντεινόμενη εξωτερική κριτική; Ίδια κι απαράλλαχτη με την απάντηση του George Bush του νεώτερου στο ερώτημα «γιατί μάς μισούν», που είχε θέσει εν μέσω του πολέμου κατά της τρομοκρατίας: «Απλά μάς ζηλεύουν!».
Μέσα σ' αυτόν, λοιπόν, τον Αρμαγεδδώνα, ο Σαμαράς οραματίζεται επιτυχίες και ανάπτυξη.
Παρά το γεγονός ότι οι θαυματουργές αναπτυξιακές ικανότητες της λιτότητας έχουν στην πράξη ολοσχερώς διαψευσθεί (θυμάστε τις περισπούδαστες θεωρίες της «expansionary austerity» του Alesina και σία, στις οποίες είχαμε αναφερθεί σε παλαιότερο φύλλο;), εν τούτοις η Γερμανία αδυνατεί να αναγνωρίσει το γεγονός και συνεχίζει πεισματικά να το αρνείται, μένοντας ασφυκτικά προσκολλημένη στο «θαύμα» των εμπορικών της πλεονασμάτων και μόνον, ένα θαύμα που όπως διατείνεται θα μπορούσε να συμβεί και στον καθένα αν ακολουθούσε με θρησκευτική προσήλωση το παράδειγμά της. Ναι μεν η κρίση τα αύξησε, ταυτόχρονα όμως κούρεψε κατά πολύ το μερίδιο των γερμανικών εξαγωγών στην παγκόσμια αγορά.
Κι όχι μόνο των γερμανικών, αλλά και ολόκληρης της Ευρωζώνης.
Τελευταία τα γερμανικά πλεονάσματα και η επίδρασή τους στην κακιά μοίρα της υπόλοιπης Ευρωζώνης αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας βρέθηκαν στο στόχαστρο και των επίσημων κύκλων, πέραν των αναλυτών. Από τη μια είχαμε την έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, και κατόπιν την απόφαση της Κομισιόν να προβεί σε μια εκ του σύνεγγυς εξέταση της γερμανικής οικονομίας. Πριν από λίγες, δε, μέρες άρθρο στη Wall Street Journal έθετε το ερώτημα για το «πού πήγαν οι αποταμιεύσεις των Γερμανών» για να δώσει την απάντηση ότι μόνο στην περίοδο 2007-2011 χάθηκαν περί τα 600 δισ. ευρώ από τοξικές τοποθετήσεις των γερμανικών τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιριών και του χρηματοπιστωτικού τομέα γενικά.
Και ποια ήταν η αντίδραση της Μέρκελ στην εντεινόμενη εξωτερική κριτική; Ίδια κι απαράλλαχτη με την απάντηση του George Bush του νεώτερου στο ερώτημα «γιατί μάς μισούν», που είχε θέσει εν μέσω του πολέμου κατά της τρομοκρατίας: «Απλά μάς ζηλεύουν!».
Μέσα σ' αυτόν, λοιπόν, τον Αρμαγεδδώνα, ο Σαμαράς οραματίζεται επιτυχίες και ανάπτυξη.