Για την εργατική τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα η κοινωνική συνδικαλιστική δραστηριότητα και η πολιτική παρέμβαση, στάθηκαν και συνεχίζουν να είναι τα μέσα για την αλλαγή των όρων της ζωής τους και την κοινωνική τους χειραφέτηση.
Μ’ αυτή την έν­νοια αντι­με­τω­πί­στη­καν στην μέχρι σή­με­ρα πο­ρεία του κομ­μου­νι­στι­κού, σο­σια­λι­στι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, επέ­φε­ραν ση­μα­ντι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, διεύ­ρυ­ναν τους δια­νοη­τι­κούς ορί­ζο­ντες των αλ­λο­τριω­μέ­νων τά­ξε­ων, ανί­χνευ­σαν ένα μέλ­λον της κοι­νω­νι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης. Εντού­τοις  στη διάρ­κεια των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών, άρ­χι­σε στα­δια­κά να ανα­δει­κνύ­ε­ται μια ορι­σμέ­νη αφε­ρεγ­γυό­τη­τα των μορ­φών συν­δι­κα­λι­στι­κής ορ­γά­νω­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων και μια σαφής τους δυ­σπι­στία προς τους αρι­στε­ρούς και προ­ο­δευ­τι­κούς πο­λι­τι­κούς σχη­μα­τι­σμούς. Το φαι­νό­με­νο βέ­βαια αυτό δεν χα­ρα­κτή­ρι­σε τις κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις (αστι­κή και ανώ­τε­ρη μι­κρο­α­στι­κή), για τις οποί­ες η πο­λι­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση και οι κοι­νω­νι­κές ορ­γα­νώ­σεις δια­τή­ρη­σαν την αξιο­πι­στία και τη φε­ρεγ­γυό­τη­τά τους. Έτσι π.χ. ο Σύν­δε­σμος Ελ­λη­νι­κών Βιο­μη­χα­νιών, καθώς και οι υπό­λοι­πες ορ­γα­νώ­σεις των κυ­ρί­αρ­χων στρω­μά­των, καθώς και η Νέα Δη­μο­κρα­τία, συ­νε­χί­ζουν να δια­τη­ρούν την ισχύ και το κύρος τους, μια και τα αστι­κά και ανώ­τε­ρα μι­κρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα έχουν πλήρη συ­νεί­δη­ση των τα­ξι­κών εκ­με­ταλ­λευ­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων τους, και της ανά­γκης σθε­να­ρής τους προ­ά­σπι­σης.
Ο με­ταρ­ρυθ­μι­σμός δια­ψεύ­δει τις ιστο­ρι­κές λαϊ­κές προσ­δο­κί­ες
          Ωστό­σο το αντί­στρο­φο συ­νέ­βη στην τε­λευ­ταία ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία, με την απαρ­χή επι­κρά­τη­σης του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, όπου η στα­δια­κή αφε­ρεγ­γυό­τη­τα των θε­σμι­κών συν­δι­κα­λι­στι­κών ορ­γά­νων έγινε κα­τα­φα­νής, και ταυ­τό­χρο­να η αξιο­πι­στία των αρι­στε­ρών και σο­σια­λι­στι­κών πο­λι­τι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων κα­τέ­στη πλέον ολο­φά­νε­ρη. Φυ­σι­κά σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση έχου­με να κά­νου­με με την εμπει­ρία των κοι­νω­νι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και του πο­λι­τι­κού της φορέα, του ΠΑΣΟΚ, καθώς και εντε­λώς πρό­σφα­τα με την εκ­προ­σώ­πη­ση των λαϊ­κών τά­ξε­ων από τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Οι δύο αυτές ιστο­ρι­κές δια­δρο­μές οδή­γη­σαν την αξιο­πι­στία και φε­ρεγ­γυό­τη­τα της συλ­λο­γι­κής κοι­νω­νι­κής δρά­σης και της πο­λι­τι­κής πα­ρέμ­βα­σης στο ναδίρ, στα μάτια και στις πρα­κτι­κές των υπο­τε­λών τά­ξε­ων. Το απο­τέ­λε­σμα είναι οι μι­σθω­τοί ερ­γα­ζό­με­νοι, οι άνερ­γοι, οι συ­ντα­ξιού­χοι, τα αυ­το­α­πα­σχο­λού­με­να μι­κρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα, οι δυ­νά­μεις της νε­ο­λαί­ας, να στε­ρού­νται των ανα­γκαί­ων «ερ­γα­λεί­ων» κοι­νω­νι­κής τους άμυ­νας και προ­ο­πτι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σής τους, πράγ­μα που έχει σχε­δόν τρα­γι­κές συ­νέ­πειες για την πο­ρεία των πραγ­μά­των.
          Στο πο­λι­τι­κό επί­πε­δο η απα­ξί­ω­ση επήλ­θε ως απο­τέ­λε­σμα της διά­ψευ­σης των λαϊ­κών προσ­δο­κιών είτε για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κών αλ­λα­γών στην πε­ρί­πτω­ση του ΠΑΣΟΚ, είτε με την ολο­σχε­ρή ακύ­ρω­ση των μέ­τρων ανα­χαί­τι­σης των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών της τε­λευ­ταί­ας πε­ντα­ε­τί­ας (2010 – 15) στην πε­ρί­πτω­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Και στις δύο αυτές ιστο­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις οι προ­σα­να­το­λι­σμοί για την ικα­νο­ποί­η­ση βα­σι­κών λαϊ­κών ανα­γκών, εντός πά­ντο­τε των πλαι­σί­ων ανα­πα­ρα­γω­γής των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής, προ­σέ­κρου­σαν στις ανά­γκες της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανα­διάρ­θρω­σης στην πρώτη πε­ρί­πτω­ση, και στις απαι­τή­σεις με­τα­τρο­πής της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας σε «φθηνό, πει­θή­νιο, ευ­έ­λι­κτο» ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό προ­κει­μέ­νου η επι­χει­ρη­μα­τι­κή ερ­γο­δο­σία να ξε­πε­ρά­σει την κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης που την μά­στι­ζε. Επρό­κει­το δη­λα­δή σε κάθε πε­ρί­πτω­ση για από­πει­ρες εκ­προ­σώ­πη­σης των λαϊ­κών τά­ξε­ων και στοι­χειω­δών ανα­δια­νε­μη­τι­κών πο­λι­τι­κών (σε συν­δυα­σμό πά­ντο­τε με αστι­κούς εκ­συγ­χρο­νι­σμούς που εκ­κρε­μού­σαν όπως η ανα­γνώ­ρι­ση της εθνι­κής αντί­στα­σης προη­γού­με­να ή οι δια­γω­νι­σμοί για τις τη­λε­ο­πτι­κές άδειες σή­με­ρα), εφό­σον όμως αυτές γί­νο­νταν απο­δε­κτές από της ανά­γκες και τις υπα­γο­ρεύ­σεις της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης.
          Στο βαθμό όμως που ο ελ­λη­νι­κός κα­πι­τα­λι­σμός, όπως και στο διε­θνές επί­πε­δο η πα­γκό­σμια οι­κο­νο­μία, μπήκε σε κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1980 με ηπιό­τε­ρο τρόπο και στο τέλος της δε­κα­ε­τί­ας του 2000 με εντο­νό­τε­ρη μορφή, οι ανά­γκες της αστι­κής οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης έθε­σαν τέρμα στα με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, πα­ρό­λο βέ­βαια που ήταν πο­λι­τι­κοί φο­ρείς ισχυ­ρών και πλειο­ψη­φι­κών ερ­γα­τι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων. Μ’ άλλες λέ­ξεις και τα δύο αυτά ιστο­ρι­κά με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα (αλ­λα­γής και αντι­μνη­μο­νια­κό) οδη­γή­θη­καν στην χρε­ο­κο­πία γιατί ακρι­βώς πα­ρα­χώ­ρη­σαν την προ­τε­ραιό­τη­τα στις ανά­γκες της κα­πι­τα­λι­στι­κής συσ­σώ­ρευ­σης, σε συν­δυα­σμό με τις υπα­γο­ρεύ­σεις των πο­λι­τι­κών και νο­μι­σμα­τι­κών ευ­ρω­παϊ­κών ολο­κλη­ρώ­σε­ων, και έτσι αστό­χη­σαν όχι μόνον τον κυ­ρί­αρ­χο τρόπο πα­ρα­γω­γής και σχέ­σεις εξου­σί­ας να αμ­φι­σβη­τή­σουν (που τον το­πο­θε­τού­σαν στο απυ­ρό­βλη­το), αλλά και να ακυ­ρώ­σουν κάθε ίχνος με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κού τους χα­ρα­κτή­ρα, οδη­γού­με­να σ’ ό,τι έχει απο­κλη­θεί «σο­σιαλ­νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός».
          Έτσι, ένα πρώτο συ­μπέ­ρα­σμα που εξά­γε­ται είναι ότι σε μια πε­ρί­ο­δο πα­ρα­τε­τα­μέ­νης κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης δεν είναι δυ­να­τό να προ­ω­θη­θούν ακόμη και ελά­χι­στες με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κές πα­ρεμ­βά­σεις λαϊ­κού χα­ρα­κτή­ρα, εφό­σον ταυ­τό­χρο­να δεν αμ­φι­σβη­τεί­ται η ίδια η λει­τουρ­γία των κα­πι­τα­λι­στι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, των σχέ­σε­ων εκ­με­τάλ­λευ­σης και ιε­ραρ­χι­κής εξου­σί­ας. Όσο εσφαλ­μέ­νο είναι να επι­κε­ντρώ­νε­ται κα­νείς στην συ­γκυ­ρία στην άμεση επι­δί­ω­ξη της «αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης», ή να το­πο­θε­τεί την κα­τά­κτη­ση της «λαϊ­κής εξου­σί­ας» στο ιστο­ρι­κό υπερ­πέ­ραν, άλλο τόσο ανε­δα­φι­κή είναι η επι­δί­ω­ξη πραγ­μα­το­ποί­η­σης λαϊ­κού χα­ρα­κτή­ρα με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων που να μην συν­δέ­ο­νται ορ­γα­νι­κά με την στρα­τη­γι­κή του σο­σια­λι­στι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού, με όρους ιστο­ρι­κής του επι­και­ρό­τη­τας. Δη­λα­δή η πο­λι­τι­κή της ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς στην με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή της δια­δρο­μή είτε αντι­με­τώ­πι­ζε τον λαϊκό με­ταρ­ρυθ­μι­σμό υπό την αί­ρε­ση των απαι­τή­σε­ων της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης και των ευ­ρω­παϊ­κών οι­κο­νο­μι­κών ρυθ­μί­σε­ων (ΠΑΣΟΚ προη­γού­με­να και ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ πρό­σφα­τα) ,είτε πα­ρέ­καμ­πτε αυτή την άμεση ανα­γκαιό­τη­τα και με­τα­το­πί­ζο­νταν ευ­θέ­ως στο στρα­τη­γι­κό πεδίο, χωρίς την δια­με­σο­λά­βη­ση μιας εν­διά­με­σης με­τα­βα­τι­κής ρι­ζο­σπα­στι­κής λο­γι­κής (ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ). Στη μία πε­ρί­πτω­ση η χρε­ο­κο­πία αυτής της πο­λι­τι­κής με­ταρ­ρυθ­μι­σμού εντός του αστι­κού πλαι­σί­ου οδή­γη­σε στη διά­ψευ­ση των λαϊ­κών προσ­δο­κιών και στην απο­στοί­χι­ση από αυ­τούς τους σχη­μα­τι­σμούς, ενώ στην άλλη πε­ρί­πτω­ση κα­τέ­λη­γε σε μια δο­μι­κού χα­ρα­κτή­ρα πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση, από­μα­κρη από την δυ­να­μι­κή κί­νη­σης των κοι­νω­νι­κών πραγ­μά­των. Αυτά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στοι­χειο­θε­τούν το φαι­νό­με­νο της «απα­ξί­ω­σης της πο­λι­τι­κής» από την πλευ­ρά των λαϊ­κών τά­ξε­ων και την απο­στα­σιο­ποί­η­σή τους και από τις δύο εκ­δο­χές της με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κής και πα­ρα­δο­σια­κής κομ­μου­νι­στι­κής πο­λι­τι­κής.
Ερ­γο­δο­τι­κός συν­δι­κα­λι­σμός, πε­ρι­χα­ρά­κω­ση και ανερ­γία
          Πα­ράλ­λη­λα μ’ αυτή την διά­ψευ­ση των πο­λι­τι­κών – κοι­νο­βου­λευ­τι­κών λαϊ­κών προσ­δο­κιών, η αφε­ρεγ­γυό­τη­τα ήρθε να ανα­δει­χθεί σε κύριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό και ενός ση­μα­ντι­κού μέ­ρους του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος, που στην τε­λευ­ταία 40ε­τία υπήρ­ξε με δύο κύ­ριες μορ­φές, του ερ­γο­στα­σια­κού και του κλα­δι­κού συν­δι­κα­λι­σμού. Στην πε­ρί­πτω­ση των επι­χει­ρη­σια­κών σω­μα­τεί­ων που ανα­δεί­χθη­καν στα πλαί­σια του με­τα­πο­λι­τευ­τι­κού ερ­γα­τι­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού και που πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην δια­κυ­βέρ­νη­ση το 1981 κυ­ρί­αρ­χη κα­τεύ­θυν­ση στά­θη­κε ο ερ­γα­τι­κός με­ταρ­ρυθ­μι­σμός που συν­δέ­θη­κε πο­λι­τι­κά και ορ­γα­νι­κά με την ελ­λη­νι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία (ιδιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις και δη­μό­σιες κοι­νω­φε­λείς υπη­ρε­σί­ες). Η μο­νε­τα­ρι­στι­κή στρο­φή του ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της 10ε­τί­ας του 1980 οδή­γη­σε στην προ­σω­ρι­νή αυ­το­νό­μη­ση του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους των συν­δι­κα­λι­στι­κών του εκ­προ­σω­πή­σε­ων και σε μια ισχυ­ρή άνοδο του αντι-νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου κι­νή­μα­τος που άρ­χι­σε να ανα­πτύσ­σε­ται. Ωστό­σο η επά­νο­δος αυτών των δυ­νά­με­ων (ΣΣΕΚ, Μέ­τω­πο Ερ­γα­ζο­μέ­νων) στην κυ­βερ­νη­τι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία ήταν η αρχή του τέ­λους του τα­ξι­κού επι­χει­ρη­σια­κού συν­δι­κα­λι­σμού.
          Από εκεί και πέρα, και ιδιαί­τε­ρα στην 10ε­τία του 1990, η στα­δια­κή με­τάλ­λα­ξη της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας από τον ήπιο μο­νε­τα­ρι­σμό στον απρο­σχη­μά­τι­στο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό (1993 – 2010), συ­μπα­ρέ­συ­ρε και αυτές τις ισχυ­ρές συν­δι­κα­λι­στι­κές δυ­νά­μεις σε μια δια­δι­κα­σία πα­ρα­φθο­ράς, εφό­σον ήταν πλέον ανα­γκα­σμέ­νες να ακο­λου­θούν το δρόμο του «κοι­νω­νι­κού εται­ρι­σμού» και τα δόγ­μα­τα του εκ­συγ­χρο­νι­σμού της οκτα­ε­τί­ας 1996 – 2004. Αυτό το γε­γο­νός οδή­γη­σε στην στα­δια­κή με­τάλ­λα­ξη του ίδιου του χα­ρα­κτή­ρα πολ­λών επι­χει­ρη­σια­κών σω­μα­τεί­ων τα οποία είτε πε­ριέ­πε­σαν στην αδρα­νο­ποί­η­ση είτε ακο­λού­θη­σαν το δρόμο του ερ­γο­δο­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού. Μά­λι­στα αυτό το φαι­νό­με­νο, με την βαθ­μιαία μεί­ω­ση της συν­δι­κα­λι­στι­κής πυ­κνό­τη­τας στον ιδιω­τι­κό τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, κα­τέ­λη­ξε να χα­ρα­κτη­ρί­ζει κατ’ εξο­χήν τα ερ­γα­τι­κά σω­μα­τεία και ομο­σπον­δί­ες των ΔΕΚΟ, που κυ­ριαρ­χού­σαν και στα Ερ­γα­τι­κά Κέ­ντρα της χώρας. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν μια πλή­ρης απο­σύν­θε­ση του συν­δι­κα­λι­στι­κού φαι­νο­μέ­νου, και η ανά­δει­ξη μιας αφε­ρεγ­γυό­τη­τας άνευ προη­γου­μέ­νου, όπως στην τε­λευ­ταία πε­ρί­ο­δο η συ­μπα­ρά­τα­ξη αυτών των δυ­νά­με­ων με τα μνη­μό­νια, με το «Μέ­νου­με Ευ­ρώ­πη» και γε­νι­κά με το επι­χει­ρη­μα­τι­κό κε­φά­λαιο.
          Από την άλλη πλευ­ρά, η πα­ρα­δο­σια­κή κομ­μου­νι­στι­κή Αρι­στε­ρά είχε έντο­νη πα­ρου­σία στον κλα­δι­κό συν­δι­κα­λι­σμό, θε­ω­ρώ­ντας ότι τα επι­χει­ρη­σια­κά σω­μα­τεία ήταν εν­δε­χό­με­να επιρ­ρε­πή στην εν­σω­μά­τω­ση στην ερ­γο­δο­τι­κή εξου­σία στις επι­χει­ρή­σεις. Αυτό το γε­γο­νός στέ­ρη­σε από τις κομ­μου­νι­στι­κές δυ­νά­μεις μια ισχυ­ρή πα­ρέμ­βα­ση στο επί­πε­δο της άμε­σης πα­ρα­γω­γής, ενώ συ­νέ­τει­νε στην από­κτη­ση σχε­δόν «κομ­μα­τι­κών» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών των κλα­δι­κών σω­μα­τεί­ων. Βέ­βαια η επι­κρά­τη­ση του ανοι­χτού συν­δι­κα­λι­σμού της εν­σω­μά­τω­σης και της τα­ξι­κής συ­νερ­γα­σί­ας στους πε­ρισ­σό­τε­ρους θε­σμούς του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, οδή­γη­σε αυτές τις δυ­νά­μεις στη δη­μιουρ­γία του ΠΑΜΕ εδώ και μια 15ε­τία. Εντού­τοις, ενώ επι­διώ­χθη­κε η απο­τύ­πω­ση ενός σα­φούς τα­ξι­κού στίγ­μα­τος, οι δυ­νά­μεις του ΠΑΜΕ πε­ρι­χα­ρα­κώ­θη­καν με μια πο­λι­τι­κή απο­μο­νω­τι­σμού, που δια­τη­ρεί­ται μέχρι σή­με­ρα, με απο­τέ­λε­σμα να πα­ρε­μπο­δί­ζε­ται η διεύ­ρυν­ση σε ευ­ρύ­τε­ρα ερ­γα­τι­κά στρώ­μα­τα, όσο και η με­τω­πι­κή συ­μπα­ρά­τα­ξη με άλλες ρι­ζο­σπα­στι­κές ερ­γα­τι­κές δυ­νά­μεις. Δυ­στυ­χώς και σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση ανα­δεί­χθη­καν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά απω­θη­τι­κά για την συν­δι­κα­λι­στι­κή ορ­γά­νω­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων, στο μέτρο που το συν­δι­κά­το γι­νό­ταν «ιμά­ντας με­τα­βί­βα­σης» της κομ­μα­τι­κής γραμ­μής.
          Σ’ αυτά τα δύο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού (ερ­γο­δο­τι­κή εν­σω­μά­τω­ση και κομ­μα­τι­κή πε­ρι­χα­ρά­κω­ση), ήρθε να προ­στε­θεί στην τε­λευ­ταία εξα­ε­τία, μετά την εκ­δή­λω­ση της με­γά­λης κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, η εκτί­να­ξη της ανερ­γί­ας σε πρω­το­φα­νέ­ρω­τα επί­πε­δα, που έδωσε και την χα­ρι­στι­κή βολή στις ερ­γα­τι­κές κοι­νω­νι­κές συλ­λο­γι­κό­τη­τες. Η λει­τουρ­γία ενός τόσο με­γά­λου εφε­δρι­κού στρα­τού των ανέρ­γων ασκεί ολο­κλη­ρω­τι­κά πα­ρα­λυ­τι­κή επί­δρα­ση στην ενερ­γό ερ­γα­τι­κή τάξη και την απο­τρέ­πει, παρά τους όρους οι­κο­νο­μι­κής εξα­θλί­ω­σής της, από την συν­δι­κα­λι­στι­κή συ­σπεί­ρω­ση και την τα­ξι­κή δρα­στη­ριο­ποί­η­ση. Άλ­λω­στε η συν­δι­κα­λι­στι­κή πυ­κνό­τη­τα στον ιδιω­τι­κό τομέα της οι­κο­νο­μί­ας (σε αντί­θε­ση με τον δη­μό­σιο τομέα όπου ισχύ­ει η μο­νι­μό­τη­τα της απα­σχό­λη­σης) είναι αντι­στρό­φως ανά­λο­γη του επι­πέ­δου της ανερ­γί­ας. Ήταν υψηλή στην 10ε­τία του 1980, όταν η ανερ­γία βρί­σκο­νταν στα επί­πε­δα της «ανερ­γί­ας τρι­βής» του 3% - 4%, ενώ σή­με­ρα είναι απελ­πι­στι­κά χα­μη­λή εφό­σον η ανερ­γία πλήτ­τει του­λά­χι­στον το 26% του συ­νο­λι­κού ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού, πέραν προ­φα­νώς και της αδή­λω­της ερ­γα­σί­ας, που κα­θι­στά τα πράγ­μα­τα ακόμη δυ­σχε­ρέ­στε­ρα.
Οι νέες προ­κλή­σεις της και­νού­ριας επο­χής
          Μ’ αυτά τα ιστο­ρι­κά δε­δο­μέ­να της ανα­ξιο­πι­στί­ας της με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κής πο­λι­τι­κής και της απα­ξί­ω­σης του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού, οι λαϊ­κές τά­ξεις εμ­φα­νί­ζο­νται σή­με­ρα χωρίς απο­τε­λε­σμα­τι­κά ερ­γα­λεία προ­ά­σπι­σης των στοι­χειω­δών τους κοι­νω­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων, και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο επι­δί­ω­ξης της γε­νι­κευ­μέ­νης τους χει­ρα­φέ­τη­σης και κα­θο­λι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης. Το μεν ελ­λη­νι­κό κοι­νο­βού­λιο κυ­ριαρ­χεί­ται ασφυ­κτι­κά από τις αστι­κές μνη­μο­νια­κές δυ­νά­μεις, το δε ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα στην κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μία εμ­φα­νί­ζε­ται ανί­σχυ­ρο να αντι­δρά­σει απο­τε­λε­σμα­τι­κά στα αλ­λε­πάλ­λη­λα κύ­μα­τα των μνη­μο­νια­κών μέ­τρων. Κι’ αυτά πα­ρό­λο που η επα­να­στα­τι­κή λαϊκή ρι­ζο­σπα­στι­κή πο­λι­τι­κή και το τα­ξι­κό αγω­νι­στι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα είναι ανα­γκαία όσο ποτέ άλ­λο­τε μπρο­στά στον ατε­λεύ­τη­το κοι­νω­νι­κό όλε­θρο που βιώ­νουν οι λαϊ­κές τά­ξεις στη σύγ­χρο­νη συ­γκυ­ρία.
          Η πο­λυ­ε­τής πο­λι­τι­κή της λι­τό­τη­τας, των πε­ρι­κο­πών και της κα­τα­στρο­φής ζω­ντα­νών πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων έχουν κα­τορ­θώ­σει βέ­βαια να εξου­δε­τε­ρώ­σουν το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, δη­λα­δή των ανέρ­γων (αδρα­νο­ποί­η­ση) και των ερ­γα­ζο­μέ­νων στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή (ερ­γο­δο­τι­κός δε­σπο­τι­σμός). Έτσι, στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία της ολο­μέ­τω­πης, για πολ­λο­στή φορά μέσα σε μια εξα­ε­τία, επί­θε­σης στα ασφα­λι­στι­κά δι­καιώ­μα­τα και της άνευ προη­γου­μέ­νου μεί­ω­σης των συ­ντά­ξε­ων, οι αντι­δρά­σεις της ερ­γα­τι­κής τάξης βρί­σκο­νται ακόμη σε χα­μη­λά επί­πε­δα, εξ αι­τί­ας της πα­ρα­λυ­τι­κής δρά­σης της ανερ­γί­ας. Εντού­τοις στον δη­μό­σιο τομέα της οι­κο­νο­μί­ας (μο­νι­μό­τη­τα απα­σχό­λη­σης) κα­τα­γρά­φε­ται πλέον μια ορι­σμέ­νη ανά­τα­ξη του κι­νή­μα­τος, που μπο­ρεί να μην έχει ακόμη κα­θο­λι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, εντού­τοις όμως κι­νη­το­ποιεί ένα ση­μα­ντι­κό δυ­να­μι­κό του δη­μο­σιο­ϋ­παλ­λη­λι­κού κό­σμου.
          Βε­βαί­ως η πο­λι­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έθεσε σή­με­ρα στο στό­χα­στρο (πέραν της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας) και το ασφα­λι­στι­κό και φο­ρο­λο­γι­κό σύ­στη­μα που αφορά τα με­σαία και κα­τώ­τε­ρα στρώ­μα­τα των μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων της δια­νοη­τι­κής (δι­κη­γό­ροι, για­τροί, μη­χα­νι­κοί κλπ.) και χει­ρω­να­κτι­κής ερ­γα­σί­ας (αγρο­τι­κός κό­σμος). Είναι αυτό ακρι­βώς που προ­κά­λε­σε την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη τους απερ­για­κή κι­νη­το­ποί­η­ση, με την κο­ρύ­φω­ση των αγρο­τι­κών – ερ­γα­τι­κών δια­δη­λώ­σε­ων της Αθή­νας στην Πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος. Αυτό έγινε εφι­κτό γιατί αυτά τα με­σαία κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα μπο­ρού­σαν να κι­νη­το­ποι­η­θούν επει­δή δεν απει­λού­νται από καμιά αυ­ταρ­χι­κή ερ­γο­δο­τι­κή εξου­σία με από­λυ­ση και έτσι μα­κρο­χρό­νια κα­τα­στρο­φή. Και μά­λι­στα αυτό πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μέσα από συλ­λο­γι­κές αγω­νι­στι­κές δη­μο­κρα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες (επι­τρο­πές αγώνα, αγρο­τι­κά μπλό­κα στις εθνι­κές οδούς), που ξε­πέ­ρα­σαν και έθε­σαν στο πε­ρι­θώ­ριο τις συ­ναι­νε­τι­κές θε­σμι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις. Ένας αγρό­της που δια­θέ­τει συ­νή­θως μια κα­τοι­κία, έναν γε­ωρ­γι­κό ελ­κυ­στή­ρα και ορι­σμέ­να στρέμ­μα­τα γε­ωρ­γι­κών καλ­λιερ­γειών, μπο­ρεί να κι­νη­το­ποι­η­θεί χωρίς να κιν­δυ­νεύ­ει να χάσει ορι­σμέ­να από αυτά, σε σχέση με τον ερ­γα­ζό­με­νο στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή που η απερ­για­κή του συμ­με­το­χή κα­τα­λή­γει να κο­στί­ζει τη ζωή του. Το ίδιο και ένας δι­κη­γό­ρος μπο­ρεί να απέ­χει από τα δι­κα­στι­κά του κα­θή­κο­ντα για ένα διά­στη­μα, εντού­τοις δεν δια­κιν­δυ­νεύ­ει να χάσει την άδειά του, το γρα­φείο του, τον επαγ­γελ­μα­τι­κό του κύκλο.
          Η χρη­σι­μο­ποί­η­ση αυτών των δυ­να­το­τή­των κι­νη­το­ποί­η­σης έφε­ραν στην επι­φά­νεια πλέον μια μορφή του λαϊ­κού κι­νή­μα­τος, που ου­σια­στι­κά λει­τούρ­γη­σε για λο­γα­ρια­σμό του συ­νό­λου της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νί­ας, δη­λα­δή και της κα­θή­λω­σης των ανέρ­γων και των ενερ­γών ερ­γα­ζο­μέ­νων του ιδιω­τι­κού τομέα. Άρα, η δια­θε­σι­μό­τη­τα αντι­μνη­μο­νια­κής και ρι­ζο­σπα­στι­κής κι­νη­το­ποί­η­σης των λαϊ­κών τά­ξε­ων στο σύ­νο­λό τους είναι επι­θυ­μη­τή, ωστό­σο κα­τα­στέλ­λε­ται κοι­νω­νι­κά για το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας. Κατά συ­νέ­πεια η αγω­νι­στι­κή πα­ρέμ­βα­ση των μι­κρο­με­σαί­ων εν­διά­με­σων στρω­μά­των στη διάρ­κεια του Ια­νουά­ριου – Φε­βρουά­ριου 2016 ανα­δει­κνύ­ει μια ση­μα­ντι­κή τάση ανά­τα­ξης του κι­νή­μα­τος συ­νο­λι­κά, άσχε­τα αν το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νί­ας βρί­σκε­ται σε κα­τά­στα­ση κα­τα­στο­λής, λόγω των πολ­λα­πλών και ισχυ­ρών πληγ­μά­των που έχει δε­χθεί στο διά­στη­μα 2010 – 15.
          Οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις αυτές της ερ­γα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας, με την με­ρι­κή μορφή που ήρθαν στο προ­σκή­νιο, συ­ντεί­νουν πλέον στην απο­κα­τά­στα­ση της φε­ρεγ­γυό­τη­τας και αξιο­πι­στί­ας του κοι­νω­νι­κού κι­νή­μα­τος, και μά­λι­στα καθ’ υπέρ­βα­ση των συ­ντη­ρη­τι­κών θε­σμι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων. Πρό­κει­ται για μια δια­δι­κα­σία που απο­μέ­νει να βρει τρό­πους να απο­κτή­σει κα­θο­λι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, πράγ­μα που θα δώσει πε­ριε­χό­με­νο, θα ενι­σχύ­σει την συλ­λο­γι­κό­τη­τα, θα ανε­βά­σει την αυ­το­πε­ποί­θη­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων τά­ξε­ων απέ­να­ντι στην πο­λι­τι­κή του ακραί­ου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού των μνη­μο­νια­κών δυ­νά­με­ων. Κι’ αυτή η δια­δι­κα­σία είναι σε θέση να τρο­φο­δο­τή­σει και την ανά­καμ­ψη της αξιο­πι­στί­ας της πο­λι­τι­κής, από τη σκο­πιά των «από κάτω», με νέα ρη­ξι­κέ­λευ­θα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.
Επα­να­στα­τι­κό­τη­τα, με­ταρ­ρυθ­μι­σμός, αντι­κα­πι­τα­λι­σμός
          Τόσο με την ιστο­ρι­κή εμπει­ρία του σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού με­ταρ­ρυθ­μι­σμού του ΠΑΣΟΚ, όσο και με την πρό­σφα­τη εμπει­ρία της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς στην έκ­φρα­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, απο­δει­κνύ­ε­ται πε­ρί­τρα­να ότι η με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή πο­λι­τι­κή (ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος, προ­στα­τευ­τι­κά κοι­νω­νι­κά μέτρα, δια­τή­ρη­ση δη­μό­σιου κοι­νω­φε­λούς τομέα της οι­κο­νο­μί­ας κλπ.), στο μέτρο που δεν συ­νο­δεύ­ε­ται από μια επα­να­στα­τι­κή στρα­τη­γι­κή, κα­τα­λή­γει, σε μια πε­ρί­ο­δο βα­θειάς και εκτε­τα­μέ­νης κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, στην ακύ­ρω­σή της και στην υιο­θέ­τη­ση της πο­λι­τι­κής γραμ­μής (νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός, μνη­μό­νια) του συ­ντη­ρη­τι­κού αντι­πά­λου. Γιατί ακρι­βώς μέσα σε μια τόσο οξυ­μέ­νη κρίση ανα­πα­ρα­γω­γής του κε­φα­λαί­ου ο με­ταρ­ρυθ­μι­σμός οπι­σθο­χω­ρεί άτα­κτα και απρο­σχη­μά­τι­στα, εφό­σον τί­θε­ται ζή­τη­μα ανά­καμ­ψης της κα­πι­τα­λι­στι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας και συσ­σώ­ρευ­σης, και άρα άμε­σων μέ­τρων λι­τό­τη­τας, ερ­γα­σια­κών αλ­λα­γών, ενί­σχυ­σης του εφε­δρι­κού στρα­τού των ανέρ­γων, εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης των δη­μό­σιων αγα­θών κλπ.
          Μόνον σε πε­ριό­δους ισχυ­ρής κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης και ευ­νοϊ­κών τα­ξι­κών συ­σχε­τι­σμών στο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα (χα­μη­λό πο­σο­στό ανερ­γί­ας, συ­γκρο­τη­μέ­να με ενερ­γό ρόλο σω­μα­τεία κ.ά.), όπως στο πρώτο μισό της 10ε­τί­ας του 1980, μπο­ρούν να υλο­ποι­η­θούν βελ­τιω­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις, εντός του πλαι­σί­ου ανα­πα­ρα­γω­γής της αστι­κής τα­ξι­κής κυ­ριαρ­χί­ας, τέ­τοιων που να εξα­σφα­λί­ζουν την συ­ναί­νε­ση της πλειο­νό­τη­τας των λαι­κών στρω­μά­των και την πο­λι­τι­κή – εκλο­γι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή των με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κών πο­λι­τι­κών σχη­μα­τι­σμών. Συ­νε­πώς ο με­τα­βα­τι­κός με­ταρ­ρυθ­μι­σμός και η ρι­ζο­σπα­στι­κό­τη­τα είναι ανα­γκαί­ες δια­στά­σεις του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος, και μπο­ρούν να έχουν απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα στην υλο­ποί­η­σή τους, στο μέτρο που υπο­στη­ρί­ζο­νται από μια αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή σο­σια­λι­στι­κής προ­ο­πτι­κής.
          Βέ­βαια από την άλλη πλευ­ρά, η πα­ρά­καμ­ψη του λαϊ­κού ρι­ζο­σπα­στι­κού με­ταρ­ρυθ­μι­σμού, και μά­λι­στα σε μια πε­ρί­ο­δο γε­νι­κευ­μέ­νης πα­ρα­γω­γι­κής κα­τα­στρο­φής και κοι­νω­νι­κής εξα­θλί­ω­σης, και η επι­κέ­ντρω­ση σε μια τα­κτι­κή που έχει σε προ­τε­ραιό­τη­τα την επα­να­στα­τι­κή επί­κλη­ση η οποία όμως με­τα­το­πί­ζε­ται στο ιστο­ρι­κό υπερ­πέ­ραν, συ­γκρο­τεί μια εξί­σου άγονη πο­λι­τι­κή πρα­κτι­κή κομ­μά­των της Αρι­στε­ράς. Από το ένα άκρο δη­λα­δή (μυ­θο­ποί­η­ση του με­ταρ­ρυθ­μι­σμού χωρίς αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές απο­λή­ξεις) στο άλλο άκρο (κα­ταγ­γε­λία των με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κών πα­ρεμ­βά­σε­ων και επι­κέ­ντρω­ση στην αδια­με­σο­λά­βη­τη στρα­τη­γι­κή προ­ο­πτι­κή). Γιατί ακρι­βώς το κί­νη­μα δεν μπο­ρεί να έχει γο­νι­μό­τη­τα παρά συν­δε­ό­με­νο με τις κοι­νω­νι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις του πα­ρό­ντος, στα συ­γκε­κρι­μέ­να πεδία της τα­ξι­κής δια­πά­λης (όπως σή­με­ρα η αντι­πα­λό­τη­τα μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας και μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των στην ασφα­λι­στι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση), με την πραγ­μα­το­ποί­η­ση νικών σ’ αυτά, με την ανά­δει­ξη με­τα­βα­τι­κών ρι­ζο­σπα­στι­κών εναλ­λα­κτι­κών λύ­σε­ων που επι­χει­ρούν να συν­δέ­σουν ορ­γα­νι­κά το κα­πι­τα­λι­στι­κό σή­με­ρα με το σο­σια­λι­στι­κό αύριο.
          Μια επα­να­στα­τι­κή πο­λι­τι­κή της Αρι­στε­ράς, συμ­με­τέ­χει στους υλι­κούς κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες, επι­διώ­κει αλ­λα­γή του τα­ξι­κού συ­σχε­τι­σμού των δυ­νά­με­ων, ανα­πτύσ­σει την δυ­να­μι­κή τους, προ­βάλ­λει με­τα­βα­τι­κούς στό­χους που δεν μπο­ρούν να εν­σω­μα­τω­θούν στην αστι­κή πο­λι­τι­κή, και δια­μέ­σου αυτών κα­θι­στά ορατή την προ­ο­πτι­κή της κα­θο­λι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Κατ’ αυτή την έν­νοια δια­φο­ρο­ποιεί­ται από την υπαρ­κτή με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή εμπει­ρία που έχει οδη­γη­θεί σε χρε­ο­κο­πία, καθώς και από την εκ­δο­χή εκεί­νη της κομ­μου­νι­στι­κής πο­λι­τι­κής που πα­ρα­κάμ­πτει  τον με­τα­βα­τι­κό ρι­ζο­σπα­στι­κό με­ταρ­ρυθ­μι­σμό και με­τα­τί­θε­ται στο ιστο­ρι­κό υπερ­πέ­ραν, απω­θώ­ντας σ’ αυτό την πραγ­μά­τω­ση της λαϊ­κής εξου­σί­ας και οι­κο­νο­μί­ας.
Ο κοι­νο­βου­λευ­τι­κός δρό­μος και η λαϊκή πο­λι­τι­κή εξου­σία
          Πα­ράλ­λη­λα ένα μεί­ζον πο­λι­τι­κό ζή­τη­μα που έχει προ­κύ­ψει για το λαϊκό κί­νη­μα και έχει συ­ντεί­νει στην ανα­ξιο­πι­στία της πο­λι­τι­κής από την σκο­πιά της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νί­ας, σ’ ολό­κλη­ρη τη διάρ­κεια της προη­γού­με­νης χρο­νιάς του 2015, και που για πρώτη φορά τέ­θη­κε εδώ και δε­κα­ε­τί­ες στο ελ­λη­νι­κό αρι­στε­ρό κί­νη­μα, αφορά στην σχέση ανά­με­σα στο συ­γκρο­τη­μέ­νο πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς και στην κοι­νο­βου­λευ­τι­κή και κυ­βερ­νη­τι­κή του έκ­φρα­ση, στο μέτρο που κα­τορ­θώ­νει να κα­τα­κτή­σει την πο­λι­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση. Βέ­βαια στο με­γα­λύ­τε­ρο μέρος της ιστο­ρι­κής δια­δρο­μής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ο κοι­νο­βου­λευ­τι­σμός είχε την προ­τε­ραιό­τη­τα (ιδιαί­τε­ρα μετά την ανά­δει­ξη στην θέση της αξιω­μα­τι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης τον Ιού­νιο του 2012), ένα­ντι οποιασ­δή­πο­τε άλλης μορ­φής έκ­φρα­σης της πο­λι­τι­κής του (δρά­σης του πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου, πα­ρέμ­βα­σης του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού πα­ρά­γο­ντα κλπ.). Το απο­κο­ρύ­φω­μα ήρθε όταν στα μέσα του πε­ρα­σμέ­νου Αυ­γού­στου τέ­θη­κε το ζή­τη­μα της πο­λι­τι­κής επι­κύ­ρω­σης του 3ου μνη­μο­νί­ου, όπου παρά την αντί­θε­τη στάση της μειο­ψη­φί­ας της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής ομά­δας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η πλειο­νό­τη­τα των βου­λευ­τών του επι­κύ­ρω­σε την μνη­μο­νια­κή με­τάλ­λα­ξη της πο­λι­τι­κής της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας, τη στιγ­μή που η με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα των συ­γκρο­τη­μέ­νων δυ­νά­με­ων του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έκ­φρα­ζαν την κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή τους αντί­θε­ση.
          Σ’ αυτή την σύ­γκρου­ση κόμ­μα­τος ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ως συ­σπεί­ρω­σης αγω­νι­στών του λαϊ­κού κι­νή­μα­τος, και κοι­νο­βου­λευ­τι­κής και εκτε­λε­στι­κής έκ­φρα­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, επι­κρά­τη­σε χωρίς άλλη συ­ζή­τη­ση η ισχύς και η νο­μι­μό­τη­τα της δεύ­τε­ρης ένα­ντι της πρώ­της. Και εδώ ακρι­βώς ανα­δει­κνύ­ε­ται το με­γά­λο ζή­τη­μα για την Αρι­στε­ρά της σχέ­σης ανά­με­σα στον κοι­νο­βου­λευ­τι­κό δρόμο με την πο­λι­τι­κή με­τά­βα­σης που στη­ρί­ζε­ται στην κυ­ριαρ­χία του πο­λι­τι­κού αρι­στε­ρού υπο­κει­μέ­νου, και κυ­ρί­ως στην ανά­δει­ξη μορ­φών πο­λι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής εξου­σί­ας των λαϊ­κών τά­ξε­ων, με κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο στην πο­ρεία μιας αρι­στε­ρής δια­κυ­βέρ­νη­σης. Η μι­κρο­α­στι­κή λο­γι­κή της μο­νο­διά­στα­της προ­τε­ραιό­τη­τας του κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού οδή­γη­σε από μια άποψη στην υπό­κλι­ση στην αστι­κή πο­λι­τι­κή, με τον κύριο μη­χα­νι­σμό λει­τουρ­γί­ας της που είναι ο αστι­κός κοι­νο­βου­λευ­τι­σμός. Η δη­μο­κρα­τία δεν εξα­ντλεί­ται στις ούτως ή άλλως ανα­γκαί­ες της εκ­φρά­σεις που έχουν να κά­νουν με την αστι­κή κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δια­δι­κα­σία, αλλά αφορά ταυ­τό­χρο­να στην κα­θιέ­ρω­ση και λει­τουρ­γία πα­ρα­χώ­ρη­σης εξου­σιών σε λαϊκά αντι­προ­σω­πευ­τι­κά σώ­μα­τα ερ­γα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, με ρόλο του­λά­χι­στον ισό­τι­μο με αυτόν της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής και εκτε­λε­στι­κής εξου­σί­ας.
          Ο δη­μο­κρα­τι­κός δρό­μος είναι εκ των πραγ­μά­των επα­να­στα­τι­κός στο μέτρο που, πέραν των ανα­γκαί­ων κοι­νο­βου­λευ­τι­κών πλειο­ψη­φιών, κα­το­χυ­ρώ­νει πρω­ταρ­χι­κές μορ­φές άσκη­σης εξου­σί­ας στις εκ­προ­σω­πή­σεις των κυ­ριαρ­χού­με­νων τά­ξε­ων, δια­φο­ρε­τι­κά εκ των πραγ­μά­των εκ­φυ­λί­ζε­ται στα πλαί­σια του αστι­κού κοι­νο­βου­λευ­τι­κού παι­χνι­διού στον σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό με­ταρ­ρυθ­μι­σμό, που και αυτός με τη σειρά του προ­σχω­ρεί στον ακραίο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό. Άλ­λω­στε η προ­τε­ραιό­τη­τα του δη­μο­κρα­τι­κά και λαϊκά συ­γκρο­τη­μέ­νου πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου όπως είχε υπάρ­ξει ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, δεν μπο­ρού­σε να έχει την προ­τε­ραιό­τη­τα στην άσκη­ση της πο­λι­τι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης (όπως πε­ρί­τρα­να απο­δεί­χτη­κε στη διάρ­κεια της προη­γού­με­νης χρο­νιάς), αν αυτό δεν συ­νο­δεύ­ο­νταν από την ει­σα­γω­γή, νο­μι­μο­ποί­η­ση και ισχυ­ρή πα­ρου­σία ορ­γά­νων κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας ανα­δει­κνυο­μέ­νων μέσα από την ερ­γα­ζό­με­νη κοι­νω­νι­κή πλειο­ψη­φία. Άλ­λω­στε και οι επε­ξερ­γα­σί­ες του Ν. Που­λαν­τζά, ακόμη και στην ύστε­ρη πε­ρί­ο­δο της δια­νοη­τι­κής του πα­ρα­γω­γής, που τόσο έχουν κα­πη­λευ­τεί και κα­κο­ποι­ή­σει οι μι­κρο­α­στι­κές θε­ω­ρή­σεις του μαρ­ξι­σμού, από την πλευ­ρά της δια­νοη­τι­κής πλειο­νό­τη­τας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, έκα­ναν λόγο, ιδιαί­τε­ρα στο τε­λευ­ταίο του έργο (όπως την ίδια πε­ρί­ο­δο του Λ. Αλ­του­σέρ σε σχέση με την θέση του Γαλ­λι­κού ΚΚ ένα­ντι της Ένω­σης της Αρι­στε­ράς στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1970), για την πα­ράλ­λη­λη υπό­στα­ση και των δύο προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων που απαι­τού­σε μια ρι­ζο­σπα­στι­κή προ­ο­δευ­τι­κή αλ­λα­γή : Από τη μια πλευ­ρά την κα­τά­κτη­ση της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας και από την άλλη πλευ­ρά του καί­ριου ρόλο  των εκ­φρά­σε­ων εξου­σί­ας των λαϊ­κών τά­ξε­ων.
Αρχή