«Είμαι απαισιόδοξη ως προς το μέλλον της τηλεόρασης»

25-11-2016



Προσωπικά, έβλεπα ελάχιστη τηλεόραση μέχρι το 2000, όταν ανέλαβα μια καθημερινή τηλεοπτική στήλη, ένα τηλεοπτικό χρονογράφημα, για έντεκα περίπου χρόνια. Ήμουνα λοιπόν τηλεθεατής heavy viewer, σύμφωνα με την αμερικανική ορολογία, βαρέων βαρών. Αναγκαστικά έβλεπα αρκετή τηλεόραση, διάβαζα για την τηλεόραση, παρακολουθούσα τα τηλεοπτικά πράγματα. Από τότε που έφυγα, έριξα μαύρη τηλεοπτική πέτρα πίσω μου. Όχι από σνομπισμό ή αδιαφορία αλλά γιατί υπήρχαν και άλλα πράγματα να κάνω, πιο ενδιαφέροντα ή μάλλον πιο επιτακτικά.
Θα σταθώ στο τελευταίο ερώτημα της σημερινής συζήτησης: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική ριζοσπαστική πολιτική για τα ΜΜΕ; Και ποια μπορεί να είναι αυτή; Επειδή τα ΜΜΕ είναι μια πολύ πλατιά έννοια, θα ήθελα να περιοριστώ στην τηλεόραση, δημόσια και ιδιωτική. Και να μετατρέψω το ερώτημα ως εξής: Μπορεί να υπάρξει ένα λαϊκό κίνημα για μια άλλη τηλεόραση; Μπορεί να υπάρξει μια αλλαγή από τα κάτω;
Όσον αφορά την επίσημη τηλεόραση, η απάντησή μου είναι αρνητική. Όσον αφορά τη web tv, τη διαδικτυακή τηλεόραση, πιστεύω ότι ναι, θα μπορούσε να γίνει κάτι. Αλλά αυτό είναι μεγάλη συζήτηση. Θα σταθώ στην επίσημη τηλεόραση και συγκεκριμένα στην ιδιωτική.
Αιχμή του δόρατος τις τελευταίες μέρες έχει γίνει το ΕΣΡ. Ακούμε για κριτήρια βάσει των οποίων θα δοθούν οι άδειες· για τουλάχιστον τετρακόσιους εργαζόμενους ανά κανάλι· για πλουραλιστική τηλεόραση, αντικειμενική τηλεόραση, ποιοτική, τηλεόραση με κόχες πολιτισμού, ανοιχτή στην κοινωνία κ.λπ. Επίθετα χωρίς νόημα. Ιδιότητες μη μετρήσιμες. Το ΕΣΡ σαν ανεξάρτητη αρχή δεν μπορεί να μετρήσει πράγματα μη μετρήσιμα: το πολύ πολύ να επιβάλλει πρόστιμα σε ακραίες περιπτώσει ή να δίνει αποστειρωμένες συστάσεις σε προεκλογικές περιόδους. Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, είχε πει: «Τα πράγματα που έχουν αξία, που μετρούν στη ζωή, δεν είναι μετρήσιμα και αυτά που είναι μετρήσιμα δεν έχουν αξία».
Η πιο αστεία δήλωση: Ένας παλιός πολιτικός του Κέντρου, νομίζω ο Μαύρος, είχε πει: «Κάθε χρόνο που περνάει, η τηλεόρασή μας μοιάζει όλο και λιγότερο με το BBC». Λες κι έμοιαζε ποτέ!
Η αλήθεια είναι ότι το ΒΒC έχει παίξει κατά το παρελθόν θετικό κοινωνικό ρόλο. Αυτός ο ρόλος ανάγεται στην έκταση που πήρε το λεγόμενο κοινωνικό κράτος στη Βρετανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την εποχή που θεμελιώθηκε και το περίφημο ΕΣΥ, την εποχή που επεκτάθηκε το σύστημα των δημόσιων βιβλιοθηκών κ.λπ. Ήταν δηλαδή παιδί της βρετανικής σοσιαλδημοκρατίας, μόνο που η εποχή αυτή έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Στην εποχή της επέλασης του νεοφιλευθερισμού, στην εποχή του λιγότερου κράτους, όλα αυτά τείνουν να ανήκουν στο παρελθόν.
Ωστόσο, ακόμα και σήμερα γίνεται αναφορά σε δύο εκπομπές: αφενός του Κέννεθ Κλαρκ (πιο παραδοσιακού και συντηρητικού), για την ιστορία της τέχνης, αφετέρου στην εκπομπή Ways of Seeing του Τζων Μπέργκερ (η σειρά αυτή πήρε τη μορφή βιβλίου με τίτλο Η εικόνα και το βλέμμα). Επίσης πολλοί μεγάλοι Βρετανοί θεατρικοί συγγραφείς και σκηνοθέτες καθιερώθηκαν ή έκαναν τα πρώτα τους καλλιτεχνικά βήματα μέσω του βρετανικού ραδιοφώνου και της τηλεόρασης (Xάρολντ Πίντερ, Τζων Όσμπορν, Τομ Στόππαρντ, αλλά και ο Κεν Λόουτς, που η τελευταία ταινία του παίζεται τώρα). Εξαιρετικά ντοκιμαντέρ έχουν προβληθεί στο ΒΒC, αλλά και στο PBS, το αμερικανικό δημόσιο κανάλι, το οποίο όμως βλέπουν ελάχιστοι, ακόμα και στην Αμερική.
Δεν έχω τον χρόνο να σταθώ στην ΕΡΤ, όμως τα πράγματα δείχνουν ότι έχει χάσει το τρένο και της ποιότητας και της λαϊκότητας, της καινοτομίας, του πειραματισμού και της επιδραστικότητας. Όχι τυχαία. Επιδίωξη όλων των κυβερνήσεων ήταν μια ΕΡΤ μη ανταγωνιστική προς τα ιδιωτικά κανάλια, δηλαδή μη ανταγωνιστική προς τους επιχειρηματίες. Λένε: «Η τηλεόραση είναι ακριβό σπορ». Αυτό σημαίνει ότι μόνο η επιχειρηματική ελίτ μπορεί να επιδοθεί σε αυτό. Το ίδιο έδειξε εξάλλου και ο περίφημος διαγωνισμός για τις τέσσερις άδειες, στον οποίο κέρδισε το ζεστό χρήμα ασχέτως αν η διαδικασία κατέληξε σε φιάσκο.
Συνειδητά η κυβέρνηση σήμερα ακολουθεί την ίδια πρακτική, όχι μόνο αφαιρώντας πόρους από την ΕΡΤ αλλά και φροντίζοντας για τη συνέχεια του τηλεοπτικού κράτους, δηλαδή τη συνέχεια της τηλεοπτικής πλήξης.
Κι ερχόμαστε σε κάτι σημαντικό: στο πολυδιασπασμένο κοινό. Με τον πολλαπλασιασμό των καναλιών στην Ελλάδα από το 1990, είχαμε πολλά «κοινά»: το νεανικό, το λεγόμενο δυναμικό κοινό των 18-35, το μέσης ηλικίας κοινό, το γεροντικό κοινό. Η εποχή που όλη η οικογένεια μαζευόταν στο σαλόνι κι έβλεπε ΛάμψηΔυναστεία ή Τόλμη και γοητεία δεν υπάρχει πια, από τη στιγμή που στα περισσότερα σπίτια υπάρχουν τουλάχιστον δύο συσκευές τηλεόρασης. Σήμερα μπορεί να παρακολουθεί κανείς το ίδιο τηλεοπτικό περιεχόμενο από τον υπολογιστή, την ταμπλέτα, ακόμα και το κινητό του. Επομένως, το κοινό είναι ακόμα πιο πολυδιασπασμένο. Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους θεατές πληθαίνουν και βαθαίνουν.
Παλιά υπήρχε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους αναλφάβητους κι εκείνους που ήξεραν γραφή και ανάγνωση, που διάβαζαν εφημερίδα και μπορούσαν να γράψουν μια επιστολή. Σήμερα, υπάρχει πάλι μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ αυτούς που συστηματικά βλέπουν τηλεόραση και σ’ εκείνους που βλέπουν ελάχιστη ή καθόλου. Είναι περιττό να πούμε ποιες ηλικίες και ποια εισοδήματα είναι οι heavy viewers. Η φτώχεια σε κλείνει στο σπίτι, αφού ακόμα και το καφενείο γίνεται απαγορευτικό. Η οθόνη γίνεται η μόνη παρηγοριά.
Mια διάσημη κινηματογραφική κριτικός, η Πωλίν Κάελ είχε πει με αφορμή τις αμερικανικές εκλογές του 1972: «Φαίνεται ότι ζω σε κάποιον άλλον κόσμο. Ξέρω μόνο έναν άνθρωπο που ψήφισε Νίξον. Πού βρίσκονται όλοι αυτοί που τον ψήφισαν δεν ξέρω. Βρίσκονται εκτός του οπτικού μου πεδίου».
Παλιά πολλοί έλεγαν: «Δεν ξέρω ούτε έναν άνθρωπο που να έχει μηχανάκι της AGB». Συχνά διαπιστώνουμε ότι κανείς από τους φίλους μας δεν βλέπει τηλεόραση, με εξαίρεση ίσως τις ειδήσεις, το ποδόσφαιρο και κάποιες πολιτικές εκπομπές. Τηλεόραση βλέπουν μόνο οι γείτονές μας στην πολυκατοικία, βλέπει η μαμά μας, η γιαγιά μας, βλέπουν και τα μικρά παιδάκια. Αν ρίξουμε μια ματιά στα έντυπα που κρέμονται στα περίπτερα, διαπιστώνουμε ότι τα πολιτικά ή πολιτιστικά περιοδικά έχουν εξαφανιστεί. Κυριαρχούν τα περιοδικά με το τηλεοπτικό πρόγραμμα, τα κουτσομπολίστικα (που ασχολούνται με τις σελέμπριτι της τηλεόρασης) και τα περιοδικά μαγειρικής – στα οποία πρωταγωνιστούν οι τηλεμάγειροι (το Unfollow, φωτεινή εξαίρεση). Και αυτή η εξαφάνιση δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική κρίση ή στον ανταγωνισμό από το διαδίκτυο.
Είμαι απαισιόδοξη ως προς το μέλλον της τηλεόρασης, και της κρατικής και της δημόσιας. Μια ελίτ θα έχει την τεχνολογική δυνατότητα να κατεβάζει ταινίες και σειρές από το ίντερνετ, ενώ κάποιοι που έχουν οικονομική άνεση θα προτιμούν τη συνδρομητική τηλεόραση (Filmnet, Nova, Otenet)· αλλά η πλειονότητα του τηλεοπτικού κοινού θα καταναλώνει ό,τι της σερβίρουν.
Η τελευταία αναλαμπή ενός δημοκρατικού κινήματος για την τηλεόραση ήταν για το μαύρο στην ΕΡΤ. Ακόμα κι αν περνούσε ο αρχικός νόμος Παππά και τα κανάλια γίνονταν τέσσερα, αμφιβάλλω αν ο λαός θα ξεσηκωνόταν και θα έβγαινε στους δρόμους γυρεύοντας πολυφωνία ή μάλλον ποικιλία στο εμπόρευμα.
Επανέρχομαι στο τελευταίο ερώτημα της συζήτησης: «Ποιες θα ήταν οι βασικές πλευρές μιας εναλλακτικής ριζοσπαστικής πολιτικής για τα ΜΜΕ»;
Δεν έχω απαντήσεις. Πιστεύω όμως ότι αυτή η πολιτική είναι υπόθεση όχι τόσο ημών των έξω, αλλά των μέσα. Των εργαζομένων στη βιομηχανία της τηλεόρασης και ευρύτερα στην πολιτιστική βιομηχανία. Όχι μόνο ποσοτικές, οικονομικές διεκδικήσεις, αλλά και παρέμβαση στο περιεχόμενο του τηλεοπτικού προγράμματος.
Τελειώνω με ένα παράδειγμα. Κάποτε ένας τεχνικός σε κάποιο ιδιωτικό κανάλι μού τηλεφώνησε και μου είπε ότι όταν έκανε μοντάζ σε μια «σκουπιδοεκπομπή» κλείδωνε την πόρτα γιατί ντρεπόταν. Ντρεπόταν μην μπει μέσα κάποια καθαρίστρια και δει την τσόντα που είχε βαφτιστεί «αποκαλυπτική δημοσιογραφία».
Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν αυτό που μου είπε εκείνος ο άνθρωπος ψιθυριστά ακουγόταν στη συνέλευση των υπαλλήλων του καναλιού, δημοσιογράφων και τεχνικών, αν οι ίδιοι αποφάσιζαν να μποϊκοτάρουν ό,τι τους υποβίβαζε και σαν εργαζόμενους και σαν τηλεθεατές.

Παρουσίαση στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Πολιτική-Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής στην Αθήνα, στις 5 Νοεμβρίου 2016, με θέμα «Η σύγκρουση για τις τηλεοπτικές άδειες. Μπορεί να υπάρξει μια εναλλακτική πολιτική για την τηλεόραση;». Στην εκδήλωση συμμετείχαν επίσης ο Αυγουστίνος Ζενάκος, ο Γεράσιμος Λιβιτσάνος και ο Γιώργος Πλειός.
Η Μαριάννα Τζιαντζή είναι δημοσιογράφος.

Ο Τραμπ και η δεκαετία του ‘30


ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 25 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2016



 του Θύμιου Παπανικολάου

Πολλοί αριστεροί, κυρίως της «ριζοσπαστικής αριστεράς», παρομοιάζουν την εκλογή του Τράμπ με την εποχή της καπιταλιστικής κρίσης στη δεκαετία του ’30 που ανέδειξε το τέρας του φασισμού (3ο Ράιχ)… 
Διαβάζουμε από το κείμενο του φίλου Γιώργου Ρούση, «Η εκλογή Τράμπ και εμείς»: 
«Στην πραγματικότητα η εκλογή Τράμπ σε συνδυασμό με την άνοδο των ακροδεξιών στην Ευρώπη, ελλείψει μιας ριζοσπαστικής αριστεράς, σηματοδοτεί ένα τρανταχτό προμήνυμα επανάληψης της τραγικής για την ανθρωπότητα διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του 30».


Ακριβώς τα ίδια υποστηρίζει και ο διανοούμενος, αστός δημοκράτης, Νόαμ Τσόμσκι: Ταυτίζει τις δύο εποχές: Τη σημερινή με τη δεκαετία του 30… 

Πάντα η σκέψη των ακαδημαϊκών μαρξιστών «ταυτιζόταν» με τη σκέψη των ακαδημαϊκών δημοκρατών: Τυπική και σχηματική σκέψη… 

Το να ταυτίζεις ή και να παρομοιάζεις τη δεκαετία του ΄30 με τη σημερινή εποχή σημαίνει ότι δεν έχεις καταλάβει ΤΙΠΟΤΑ σχετικά με την Παγκοσμιοποίηση και την κυριαρχία του ΥΠΕΡ-εθνικού ιμπεριαλισμού: Νέα Τάξη… 

Τέτοιες ταυτίσεις και παρομοιώσεις σχηματοποιούν δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις: Την εποχή των ΕΘΝΙΚΩΝ ιμπεριαλισμών, την κρίση και τη σύγκρουση των εθνικών ιμπεριαλισμών, με τη σημερινή εποχή της Παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της πλανητικής χρηματιστηριακής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης που στέκεται πάνω από τους εθνικούς ιμπεριαλισμούς και προωθεί την αποδυνάμωσή τους, την κατάργησή τους και την ενσωμάτωση τους στον πλανητικό ΥΠΕΡ-ιμπεριαλισμό… 

Τότε η κρίση του καπιταλισμού όξυνε τον ανταγωνισμό των εθνικών ιμπεριαλισμών, ανέβασε το 3ο Ράιχ και οδήγησε στις παγκόσμιες πολεμικές ανθρωποσφαγές… 

Σήμερα η κρίση του καπιταλισμού, κρίση της Παγκοσμιοποίησης, έχει επιβάλει το 4ο Ράιχ (δηλαδή τον πλανητικό ΦΑΣΙΣΜΟ και όχι απλώς το γερμανικό), κρίση που οξύνει τις συγκρούσεις των εθνών και λαών με την Παγκοσμιοποίηση, αλλά και τις συγκρούσεις των εθνικών κρατών με την Παγκοσμιοποίηση: Με το νεοταξικό κράτος των πολυεθνικών και των χρηματιστηριακών μαφιών… 

Σήμερα δεν έχουμε πολεμικές συρράξεις μεταξύ των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, αλλά είναι ο «ενιαίος» πλανητικός ιμπεριαλισμός που έχει κηρύξει τον Πόλεμο εναντίον των λαών της υφηλίου, που τους λεηλατεί και τους δολοφονεί ανελέητα, που δημιουργεί συνθήκες νέας δουλείας και αποικιοκρατίας… 

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σημερινής εποχής και της αδιέξοδης κρίσης του συστήματος (κρίση κατάρρευσης) είναι τούτο: Η σύγκρουση των παραγωγικών εθνικών οικονομικών μονάδων (των ισχυρών εθνικών ιμπεριαλιστικών μονάδων) με το παρασιτικό κεφάλαιο της πλανητικής χρηματιστηριακής μαφίας… 

Σήμερα η πλανητική χρηματιστηριακή μαφία, η ΥΠΕΡ-εθνική ελίτ εξουσίας (Νέα Τάξη), υπονομεύει την ίδια την παραγωγική υπόσταση του καπιταλισμού, την ίδια την ύπαρξη της καπιταλιστικής παραγωγής: Οδηγεί στην αποβιομηχάνιση… 

Υπάρχει, λοιπόν, και μια νέα «ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση»: Ανάμεσα στην πλανητική, παρασιτική, χρηματιστηριακή μαφία με τους ίδιους τους οικονομικούς (παραγωγικούς) και κοινωνικούς ΟΡΟΥΣ ύπαρξης του καπιταλισμού. 

ΚΑΜΙΑ ομοιότητα, συνεπώς, δεν υπάρχει μεταξύ της εποχής του 3ου Ράιχ και της σημερινής εποχής του 4ου Ράιχ… 

Εκτός και αν θεωρούμε «ομοιότητα» την ύπαρξη του καπιταλισμού και την κρίση του ΓΕΝΙΚΑ… 

Η μηχανική ταύτιση του ’30 με το σήμερα δεν είναι μαρξιστική διαλεκτική, αλλά το εντελώς αντίθετο: Δολοφονία της διαλεκτικής… 
Μια δολοφονία που δεν επιτρέπει να δούμε τα νέα και πελώρια προβλήματα που έχει γεννήσει η Παγκοσμιοποίηση, τους υπερεθνικούς μηχανισμούς της Νέας Τάξης, τις νέες οξύτατες αντιφάσεις του καπιταλισμού, το νέο πολυεδρικό πλέγμα των εσωτερικών συγκρούσεων του συστήματος και πολλά άλλα… 

Το σπουδαιότερο; Αθωώνουμε το σημερινό ΦΑΣΙΣΜΟ που επελαύνει (4ο Ράιχ) με την αναγωγή των νέων και πολύμορφων λαϊκών ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΝ, στα τυπικά σχήματα του 3ου Ράιχ… 

Δεν βλέπουμε αυτό που ζει η ανθρωπότητα το νέο ΦΑΣΙΣΜΟ της Νέας Τάξης (4ο Ράιχ), αλλά βλέπουμε, στις λαϊκές ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ και ΕΘΝΙΚΕΣ αντιδράσεις των λαών, τα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του ’30: Του 3ου Ράιχ… 

Έτσι σηκώνουμε συνεχώς και υστερικά τα «σκιάχτρα» του «εθνικισμού», του «ρατσισμού», του «λαϊκισμού» και CIA… 

Αυτή η σχηματική και μηχανική «μαρξιστική» σκέψη, η σκέψη των τυπικών αναλογιών και των ακαδημαϊκών κλισέ δεν αποτελεί απλώς τον καλύτερο σύμμαχο της νέας βαρβαρότητας (πλανητικός φασισμός),
αλλά και το «εκτροφείο» των επαγγελματιών του είδους: των μισθοφόρων της Νέας Τάξης και της τοκογλυφικής κακουργίας, τύπου Σόρος και CIA… 

http://resaltomag.blogspot.gr/

Αριστεροί χωρίς κόμμα, δίχως Αριστερά



1375

 του Κωνσταντίνου Ζαγάρα


Η κρίση ταυτότητας, στρατηγικής και πολιτικής παρέμβασης που αντιμετώπιζε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η παγκόσμια Αριστερά, φάνηκε να προσπερνιέται από τη στιγμή που αριστερά και φιλολαϊκά κόμματα βρέθηκαν στην διακυβέρνηση χωρών, όπως της Λατινικής Αμερικής και της Ελλάδας.
Τα συντρίμμια ωστόσο, που αφήνει πίσω η παταγώδης αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό πρόγραμμα και η εμφανής αδυναμία της ευρωπαϊκής Αριστεράς να ορθώσει το –μετρημένο, έστω- ανάστημά της προς τις κυρίαρχες δυνάμεις, έχουν, από καιρό, αλλάξει το ευνοϊκό, για την ίδια, κλίμα. Ταυτόχρονα, με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φιλολαϊκές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι παγκοσμίως η Αριστερά βιώνει στις μέρες μας μια βαθύτατη κρίση υπαρξιακής επιβίωσης, ανάλογη του καιρού της πτώσης των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Τα σημάδια της εποχής προδιαθέτουν ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο ιστορικής καμπής. Ο νεοσυντηρητισμός και ο νεοφιλελευθερισμός επελαύνουν, τη στιγμή που ο φανατισμός, η βία και η μισαλλοδοξία βρίσκονται στο επίκεντρο του δημόσιου βίου. Το μέλλον φαντάζει απελπιστικά δυσοίωνο για τον κόσμο και ιδιαίτερα για τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις.
Η ελληνική περίπτωση
Χρόνια πριν, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε μια προσπάθεια να ξεφύγει από το καλούπι του «καλού παιδιού του συστήματος. Στην πορεία όμως, προς την διακυβέρνηση της χώρας, άλλαξε ρότα. Από τη στιγμή που φάνηκε ότι είναι η διάδοχη κατάσταση της κυβέρνησης Σαμαρά, δεν αμφισβήτησε ποτέ την αστική πολιτική στρατηγική. Εντάχθηκε σε αυτή ως μια προοδευτική- δημοκρατική εκδοχή της, προσπαθώντας αυτό το διάστημα να κατακτήσει την κρατική εξουσία, γινόμενος μέρα με τη μέρα ο ίδιος κρατική μηχανή. Η ηγετική του ομάδα δεν κατόρθωσε ποτέ να θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής της μια αντίληψη βασιζόμενη στα δεδομένα της κρίσης, η οποία θα άνοιγε το δρόμο στην αντικαπιταλιστική προοπτική. Περιορίστηκε σε κοντόφθαλμες και βραχυπρόθεσμες «απαντήσεις» με αποτέλεσμα την ανακύκλωση των αδιεξόδων. Απέτυχε να καταργήσει την υπάρχουσα μορφή της κοινωνικής ιεραρχίας, αφομοιώθηκε και δεν διανοήθηκε στιγμή να αμφισβητήσει πραγματικά τα δομικά χαρακτηριστικά της Ε.Ε. και της ευρωζώνης.
Στη δύση του 2016, η αντίστροφη μέτρηση για τον ΣΥΡΙΖΑ (και τους ΑΝΕΛ) έχει ξεκινήσει και τίποτα πια δεν φαίνεται ικανό να αντιστρέψει την κατάσταση, ακόμη- ακόμη και οι πρόσφατες δηλώσεις Ομπάμα στην Αθήνα.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ στην… αποχή
Το 2011, λίγους μόνο μήνες μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου από την κυβέρνηση Παπανδρέου, οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ μετακινούνταν αθρόα σε άλλα κόμματα και κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα, το ίδιο σκηνικό- οι ψηφοφόροι να εγκαταλείπουν ένα κόμμα που εκλέχθηκε με άλλες προσδοκίες και άλλα να εφαρμόζει- επαναλαμβάνεται, με τη βασική διαφορά ότι οι περισσότεροι απογοητευμένοι ψηφοφόροι από την κυβέρνηση Τσίπρα, παραμένουν, στον κύριο όγκο τους, είτε στη «δεξαμενή» της αδιευκρίνιστης ψήφου, είτε οδηγούνται στην αποχή.
Είναι ευδιάκριτο πως η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται στο συλλογικό υποσυνείδητο ως ήττα συνολικά των δυνάμεων της Αριστεράς και του πολιτικού συστήματος εν γένει. Έτσι, με την  αποτυχία του ίδιου να εφαρμόσει μια εναλλακτική πολιτική πέρα από τη λιτότητα και την ύφεση,  ανοίγει τον δρόμο στην Ν.Δ. του Μητσοτάκη, γεννά τυφλά χτυπήματα και ενισχύει την ακροδεξιά. Συνεπώς, δεν είναι το «σύστημα»- μέρος του οποίου είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-, αλλά η πολιτική που ασκεί η  κυβέρνηση, η οποία ευθύνεται για την καθημερινή φθορά και την προδιαγεγραμμένη κατάρρευσή του.
Κι εδώ τίθεται το ζήτημα, πως αν στην περίπτωση του ΚΚΕ μπορεί κανείς να εντοπίσει τη ρίζα του προβλήματος- για ποιο λόγο οι αριστεροί ψηφοφόροι δεν στρέφονται σε αυτό- στο ρόλο που έχει επιλέξει για το ίδιο η ηγεσία του εδώ και χρόνια- ρόλο υποστηρικτή του αστικού συστήματος-, το ζητούμενο είναι τι γίνεται από κει και πέρα.
Με δίχως ιδέες και δίχως σημαίες
Μετά από πολύχρονους αγώνες, οι οποίοι έχουν ατονήσει, σε μια κοινωνία που πλήττεται από τη λιτότητα και τη φτώχεια, τα αριστερά σχήματα παραμένουν δυνάμεις, σχεδόν, περιθωριακές. Διαιρεμένες τόσο μεταξύ τους, όσο και στο εσωτερικό τους, αδυνατώντας να καρπωθούν το μέγιστο από την λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η επόμενη μέρα της υπογραφής του τρίτου μνημονίου από την πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έδωσε σε κανέναν- απ’ όσους ακολούθησαν άλλο δρόμο- τη σιγουριά για το ποιο πρέπει να είναι το επόμενο βήμα. Κι έτσι πορεύονται πολλοί εξ ημών μέχρι τώρα. Αριστεροί χωρίς κόμμα, χωρίς Αριστερά.
Κι αν οι αριστεροί περασμένων γενεών ήταν δοσμένοι στην υπόθεση της Αριστεράς ολοκληρωτικά, με ψυχή και σώμα. Τα επόμενα χρόνια, η οργανωτική σχέση των αριστερών με τις κομματικές δομές όλο και περισσότερο χαλάρωνε. Σήμερα, η αποχή από τις οργανωτικές και πολιτικές διαδικασίες, τις κινηματικές διεργασίες και τον συνδικαλισμό, κυριαρχεί. Στο πολιτικό πεδίο παραμένουν οι επαγγελματίες της πολιτικής, ενώ πολλοί που πίστεψαν στην υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζουν να   βιώνουν τη μελαγχολία της μεγάλης διάψευσης.
Μέσα όμως, σε όλη αυτή την κατάσταση, δεν είναι μόνο η κομματική στέγη που χάθηκε. Είναι η αίσθηση της ένταξης σε μια συλλογικότητα που συγκροτούσε την αριστερή ταυτότητα του σήμερα. Η πεποίθηση ότι τα πράγματα μπορούν και θα αλλάξουν.
Μπορεί το μέλλον να είναι η συνέχιση του παρελθόντος;
Σε αυτό το πλαίσιο και καθώς η Αριστερά έχει συνδεθεί με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και τις άγριες πολιτικές λιτότητας, θα ήταν σκόπιμο για ορισμένους να αποβάλλουμε την Αριστερά από το πολιτικό μας λεξιλόγιο, καθότι υπεύθυνη για τα δεινά μας. Οι τυχοδιωκτισμοί όμως και οι εύκολες λύσεις της στιγμής, δεν μπορούν να σε οδηγήσουν στο τέλος της διαδρομής.
Επειδή η σημερινή απόληξη της Αριστεράς, δεν είναι μοιραία, οφείλουμε να ξαναδούμε τα πράγματα από άλλη οπτική. Να διαμορφώσουμε με σαφήνεια την φυσιογνωμία και τον πολιτικό λόγο μιας Αριστεράς όχι κακέκτυπο ή επανάληψη του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε όμως και αγκιστρωμένη στην παρελθοντολογία, με άρωμα μαυσωλείου, όπως του ΚΚΕ. Μιας νέας Αριστεράς μακριά από ατέρμονες συζητήσεις, απωθητικές εκδηλώσεις, ανάλωσης στα οργανωτικά ζητήματα και ψυχαναγκαστικής ενασχόλησης με τα ίδια και τα ίδια. Μιας Αριστεράς ανοιχτών οριζόντων, απομακρυσμένη από κάθε είδους δογματισμό και λογικές «καθαρότητας», με διάθεση να ξαναδεί τη μεγάλη εικόνα, την οποία οφείλει να στοιχειοθετήσει. Μιας Αριστεράς η οποία θα  ξεφύγει οριστικά από τη γοητεία της «πιασάρικης» ατάκας, του εύκολου αφορισμού και της καταγγελίας, της οργάνωσης των κλειστών οριζόντων και της υπερπολιτικοποίησης.
Στο σημείο που βρισκόμαστε, όλα πρέπει να φτιαχτούν από την αρχή. Να οργανώσουμε τη σκέψη μας στη βάση της νέας πραγματικότητας, να μιλήσουμε για την πολιτική με νέο τρόπο, να ξαναδώσουμε νόημα στις λέξεις, να στηριχθούμε και να ζωντανέψουμε μορφές αγώνα, κοινωνικής αλληλεγγύης και συνεργασίας.
«Όλος ο κόσμος ξέρει»
Πέρα όμως από την απλή και εύκολη κριτική η Αριστερά πρέπει να δώσει σαφείς και κατανοητές απαντήσεις σε δύσκολα και με κόστος ερωτήματα. Εκεί θα κριθεί εν πολλοίς και η σημασία της ύπαρξής της.
Στο μονοπάτι, που θέλοντας ή μη θα βαδίσει, η αοριστία δεν έχει χώρο. Κάποτε, στην Σοβιετική Ένωση, κυκλοφορούσε ένα ανέκδοτο για κάποιον αντιφρονούντα, ο οποίος βλέποντας την κατάσταση πως ήταν αναγκάστηκε να μοιράσει προκηρύξεις στην Κόκκινη Πλατεία χωρίς όμως κείμενο. Όταν τον συνέλαβαν έδωσε την εξήγηση πως «δεν υπάρχει λόγος να γράφει κανείς, όλος ο κόσμος ξέρει». Μπορεί το ανέκδοτο να προκαλούσε γέλιο, αν το καλοσκεφτεί όμως κανείς δεν είναι αστείο, για το λόγο ότι ο απερίσκεπτος αντιφρονών δεν ήξερε στην πραγματικότητα τι να γράψει. Μεταφερόμενοι στην σημερινή πραγματικότητα, το ζητούμενο είναι να μη βρεθούμε στην ίδια θέση, μιλώντας με λόγο κενό. Από το «όλος ο κόσμος ξέρει» μέχρι το τι λέμε, υπάρχει δρόμος πολύς να διανύσουμε, αλλά με τα περιθώρια του πολιτικού χρόνου να μας περιορίζουν.
Με την Αριστερά
Ανάμεσα στα προβλήματα και τους ατέρμονους συμβιβασμούς που έχουμε να διανύσουμε το ζήτημα δεν είναι το ποιος θα αντέξει και το ποιος όχι. Ούτε όμως και  χωράνε μελοδραματισμοί του στυλ ότι « εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτοι, κόντρα στο καιρό». Σημασία έχει ότι παρά τις διαβεβαιώσεις των νέων θεολόγων της ιστορίας περί του ενός δρόμου, η υπόθεση της Αριστεράς, όσο υπάρχει η ανάγκη του ανθρώπου να δώσει λύσεις στα προβλήματά του, δεν παύει να υπάρχει.
Είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι όπως η πολυεπίπεδη κρίση που βιώνουμε δεν είναι αποτέλεσμα μιας γραμμικής πορείας, αλλά εντάσσεται σε μια δραματική διαδικασία με μεγάλο κόστος, έτσι θα είναι και η διαδικασία υπέρβασής της.
Μια Αριστερά βγαλμένη από την ιστορία της, τα κινήματα και τους νέους αγώνες που θα έρθουν, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα γεγονότα χωρίς απελπισία, αλλά και χωρίς αυταπάτες.
Για να αντιταχθεί και να υπερνικήσει ένα πανίσχυρο, όπως φάνηκε, σύστημα, χρειάζεται, όπως έγραφε κάποτε και ο Λούτσιο Μάγκρι, ένα εξίσου συνεκτικό εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα και ένα ριζοσπαστικό σύστημα αξιών, τη δύναμη να τα επιβάλλει και την ικανότητα να τα διαχειριστεί. Ένα κοινωνικό μπλοκ που να τα υποστηρίζει, καθώς επίσης τα αναγκαία πολιτικά βήματα και τις συμμαχίες που θα εξυπηρετούν αυτό το στόχο. Χρειάζεται, να επανασυστήσουμε τη διαδρομή ενός τιτάνιου εγχειρήματος…, χωρίς να αξιώνουμε μια αδύνατη ουδετερότητα και χωρίς εκπτώσεις, αλλά αναζητώντας μια προσέγγιση της αλήθειας.
Στην αυγή μιας νέας εποχής, κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη  βρίσκονται σε πλήρη περιδίνηση, χρειαζόμαστε έναν πολιτικό χώρο που δεν θα διεκδικεί απλά να είναι μια κουκκίδα στον κοινοβουλευτικό χάρτη, αλλά θα επιδιώκει να αναδειχθεί στον κεντρικό παράγοντας μιας ιστορικής διαδικασίας σε εξέλιξη. Ένα ανατρεπτικό κίνημα που να μπορεί να συγκρουστεί και να αλλάξει την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, προς όφελος όσων δεν έχουν να χάσουν τίποτα.
Πηγή: tvxs

Η Κύπρος στα πρόθυρα ολοκληρωτικής τουρκοποίησης





Του Γιώργου Καραμπελιά, πρωτοδημοσιεύτηκε στο newpost.gr 
Η Κύπρος αποτελεί το τελευταίο προπύργιο/υπόλειμμα του ιστορικού ελληνισμού στην ανατολική Μεσόγειο. Και όμως, οι ηγεσίες της Ελλάδας, κλεισμένες στον μικροελλαδισμό και τα φοβικά τους σύνδρομα απέναντι στην Τουρκία, την εκχωρούν σταδιακά, βήμα το βήμα, εδώ και δεκαετίες στη ζώνη επιρροής του νεοθωμανισμού, με προοπτική τον πλήρη εκτουρκισμό της.
Οποιεσδήποτε άλλες ηγέτιδες τάξεις, σε οποιοδήποτε μήκος ή πλάτος του πλανήτη, θα θεωρούσαν την ελληνική Κύπρο ως το σημαντικότερο μέρος του χώρου τους και θα έκαναν τα πάντα για να διασφαλιστεί, τουλάχιστον, η στενή σχέση κυπριακού και ελλαδικού ελληνισμού. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τον χάρτη για να διαπιστώσει την τεράστια γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου, η οποία με την ύπαρξή της και μόνο καθιστά τον ελληνισμό υπολογίσιμη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Αντίθετα η έκλειψή της, ή ακόμα χειρότερα η παράδοσή της στα χέρια των διαχρονικών αντιπάλων του ελληνισμού, θα οδηγήσει στη μεταβολή της Ελλάδας σε συρρικνούμενο και ανίσχυρο βαλκανικό κρατίδιο.
Αυτό το γνωρίζει ολόκληρος ο πλανήτης και πριν απ’ όλους οι μεγάλες αποικιακές δυνάμεις. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, επικεφαλής των σταυροφόρων του, κατέλαβε την Κύπρο το 1192 και οι Άγγλοι συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να διατηρούν τις μεγαλύτερες και τελευταίες σημαντικές βάσεις τους στην Κύπρο. Οι Αμερικανοίθεωρούν την Κύπρο αποφασιστικής σημασίας για τον έλεγχο της Μ. Ανατολής, ενώ και οι Ρώσοι έχουν καταδείξει σε αναρίθμητες ευκαιρίες, τα τελευταία εξήντα χρόνια, το ενδιαφέρον τους για το νησί.
Και όμως, οι ελλαδικές ηγεσίες –συνεπικουρούμενες συχνά από κάποιες μικροσυμφεροντολογικές κυπριακές ελίτ– κάνουν ό,τι μπορούν ήδη από το 1956 για να «ξεφορτωθούν» την Κύπρο, αγνοώντας και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της με στόχο την Αυτοδιάθεση-Ένωση και την τεράστια γεωστρατηγική σημασία της.
Έτσι, από υποχώρηση σε υποχώρηση, από ήττα σε ήττα, φθάσαμε στην εισβολή του 1974 και  στη συνέχεια στην εδραίωση της τουρκικής κατοχικής παρουσίας στο νησί. Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν σαράντα δύο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η Κύπρος απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Ελλάδα και προσεγγίζει πλησίστια στην τουρκοποίησή της. Από το ενιαίο αμυντικό δόγμα και τα κοινά εκπαιδευτικά προγράμματα Ελλάδας-Κύπρου, φθάσαμε σε μια υλική και ψυχολογική απομάκρυνση χωρίς προηγούμενο και μια σταδιακή αποσύνδεση των δύο τμημάτων του ελληνισμού.
Το ελληνικό κράτος δεν τόλμησε ποτέ, ούτε για μία ημέρα, «έστω και για τα μάτια», να ανακαλέσει τον Έλληνα πρέσβη από την Άγκυρα, παρά την εισβολή και παρά τις αναρίθμητες τουρκικές προκλήσεις, παραμονή των τούρκικων στρατευμάτων, εποικισμός, εξαφάνιση των «αγνοουμένων», δολοφονίες Ελλήνων – Σολωμός ΣολωμούΤάσος ΙσαάκΘεόφιλος Γεωργιάδης. Αντ’ αυτού, απομακρύνεται σταδιακά και ανοίγει τον δρόμο για την πλήρη τουρκοποίηση του νησιού.
Και τα τεκταινόμενα είναι προφανή. Οι μεγάλες δυνάμεις και κατ’ εξοχήν οι αγγλοαμερικανοί χρησιμοποιούν την Κύπρο τόσο σαν βάση για τον έλεγχο της Μ. Ανατολής όσο και ως ενέχυρο για την εξασφάλιση της πρόσδεσης της Τουρκίας στο δυτικό άρμα. Και όσο πιο ισχυρή και επιθετική γίνεται η Τουρκία τόσο περισσότερα της παραχωρούν, έτσι ώστε να μην στραφεί προς τη Ρωσία ή προς την Ασία. Το ίδιο είχε γίνει με το σχέδιο Ανάν, όταν οι Τούρκοι δεν είχαν συναινέσει στη χρήση των βάσεων τους από τις «συμμαχικές» δυνάμεις κατά την επίθεσή τους στο Ιράκ. Από τότε, η παραχώρηση της Κύπρου αποτελεί το μόνιμο αντάλλαγμα για την τουρκική δυτικοφροσύνη.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, σε ακόμα χειρότερες συνθήκες. Η Τουρκία έχει ενισχυθεί ακόμα περισσότερο, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια μακροχρόνια και καθολική κρίση, η Μ. Ανατολή φλέγεται και απειλείται με οριστική ρήξη ο άξονας Τουρκίας-Ισραήλ. Παράλληλα, ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την απειλή της ενίσχυσης των σχέσεων με την Ρωσία και της προσχώρησης στο ρωσοκινεζικό σύμφωνο της Σαγκάης, για να κερδίσει, σε αντάλλαγμα της νομιμοφροσύνης του, όσα περισσότερα μπορεί έναντι της Ελλάδας και του ελληνισμού, αρχικώς στην Κύπρο και εν συνεχεία στη Θράκη, το Αιγαίο και τα νησιά.
Ένας από τους βασικούς ίσως ο βασικότερος λόγος της επίσκεψης Ομπάμα στην Αθήνα ήταν η επίσπευση των επονείδιστων συνομιλιών μεταξύ ενός κυρίαρχου κράτους, όπως η Κυπριακή Δημοκρατία που μεταβάλλεται σε μια εθνοτική κοινότητα, και των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων, που εμφανίζονται ως «τουρκοκυπριακή κοινότητα».
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, επιχειρείται να οργανωθεί και το τελευταίο βήμα στην τελεσίδικη απομάκρυνση του ελληνικού κράτους από την Κύπρο, έτσι ώστε να μπορούν ανενόχλητοι να την ελέγχουν οι Τούρκοι. Με κατάργηση της παρουσίας –έστω και ισχνής– του ελληνικού στρατού, ως εγγυήτριας δύναμης, από την Κύπρο, ενώ θα παραμένουν σε μια «μεταβατική περίοδο», όπως είπε και ο «φιλέλληνας» Ομπάμα, οι τουρκικές δυνάμεις. Πρόκειται, εάν αυτές οι συνομιλίες ευοδωθούν, για την τελική πράξη της απομάκρυνσης των δύο τελευταίων ιστορικών υπολειμμάτων του ελληνισμού, έτσι ώστε το μικρότερο, η Κύπρος, να παραδοθεί άμεσα στους Τούρκους και το μεγαλύτερο, η Ελλάδα, να μεταβληθεί σε τουρκικό προτεκτοράτο, διακόσια χρόνια μετά την επανάσταση του 1821.
Αν οι ελληνικές άρχουσες τάξεις στην Ελλάδα και την Κύπρο διέθεταν κουκούτσι μυαλό θα έκαναν τα πάντα για να διατηρηθούν και να ενισχυθούν οι δεσμοί των δύο ελληνικών κρατών. Διότι μόνο έτσι θα μπορούσαν να επιβιώσουν και οι ίδιες. Όμως, επειδή το μυαλό τους είναι απαίδευτο και προσκολλημένο αποκλειστικά σε ό,τι τους υπαγορεύουν οι κύριοί τους, αγωνίζονται να ξεφορτωθούν την ταυτότητά τους. Πράγματι, ο ελληνισμός κατέστη ένα ασήκωτο φορτίο για τους ώμους τους και βαδίζουν ασύγγνωστα προς την τελική πράξη: τη συρρίκνωση μέχρις εξαφανίσεως.
Και όμως, τα πράγματα είναι πολύ απλά. Η Τουρκία έχει διαπράξει στην Κύπρο εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εισβολήεθνοκάθαρσηεποικισμό. Αυτά έχουν αναγνωριστεί και από τον ΟΗΕ και αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία έπρεπε και μπορούσαν να κινηθούν τόσο οι ελλαδίτες όσο και οι ελληνοκύπριοι. Και δεν θα πρέπει να αφήσουμε αυτή την πραγματική βάση να την εκμηδενίσουν ανίκανοι και μικρονοϊκοί ηγέτες, που δεν θεωρούν την εξαφάνιση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως αφανισμό αλλά ως «ευκαιρία». «Κύπρον ού μ’ εθέσπισεν».


*Ο Γ. Καραμπελιάς είναι συγγραφέας, επικεφαλής του Κινήματος Άρδην