Κομμάτια και θρύψαλα, ένας χρόνος Σύριζα

flamp
by 17-2-2016
Ένας χρόνος κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
Εδώ και ένα χρόνο, σχεδόν καθημερινά, διαπιστώνουμε όλοι εμείς, ψηφοφόροι ή μη του Τσίπρα, ότι η σύγκρουση της κυβέρνησης με την πραγματικότητα αποδεικνύει πάντα πως η πραγματικότητα είναι λάθος. Αν σιχαίνομαι κάτι στις ανθρώπινες συμπεριφορές αυτό είναι ο φθόνος και η μιζέρια, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται τεχνηέντως για να στρέψουν τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης.
Δυστυχώς αυτό κάνει τώρα η κυβέρνηση για να καλύψει την πολιτική της φτωχοποίησης την οποία το πτωχευμένο κράτος οφείλει να επιβάλει. Προσωπικά ποτέ δεν ζήλεψα τους πλούσιους, αλλά μάλλον λυπόμουν τους νεόπλουτους για την αγραμματοσύνη και την κουφότητά τους. Πίστευα επίσης ανέκαθεν πως τα πράγματα προάγονται από την ταξική αγάπη και όχι το μονόπαντο ταξικό μίσος. Ντρέπομαι λοιπόν που μερικοί νεόπλουτοι σαν τον Σταθάκη, τον Σκουρλέτη, τον Φλαμπουράρη, τον Κατρούγκαλο, αλλά και τον Δρίτσα κ.λπ. διαλύουν τη χώρα εκ του ασφαλούς, μιλώντας για δήθεν ταξική συνείδηση και πουλώντας, αντί στρατηγικών, ιδεοληψίες (ξεπουλώντας συγχρόνως τη χώρα χωρίς αντιστάσεις, χωρίς αιδώ, χωρίς φόβο Ιστορίας).
Διαπιστώνει επίσης κανείς πως και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ ισχύει ο ιστορικός νόμος: η αριστερή ιδεολογία γίνεται φασίζουσα διακυβέρνηση. Δυστυχώς. Παρακολουθούσα έντρομος το προπαγανδιστικό φιλμάκι στη φιέστα του Ταέ Κβον Ντο και δεν πίστευα τα μάτια μου. Κυρίως δεν πίστευα πως θα ερχόταν η στιγμή να υπερασπίσω εγώ τον Πρετεντέρη ή τον Πορτοσάλτε! Επειδή τους «εχθρούς» μας στη Δημοκρατία δεν τους λυντσάρουμε ούτε καν φραστικά, αλλά τους στέλνουμε στον εισαγγελέα αν έχουμε στοιχεία. Όμως ξέχασα. Μας κυβερνάει σήμερα η χειρότερη εκδοχή του ΠΑΣΟΚ, μια λαϊκίστικη δημοκρατία και ένας κομματικός μηχανισμός που μοιράζει εκ περιτροπής τις προσόδους που πια δεν έχει. Γι’ αυτό και κυριαρχεί το αποκρουστικό δόγμα, «Ο καθένας για τον εαυτό του». Ή, η κατάχρηση ατομικών παραδείσων οδηγεί αφεύκτως σε συλλογική κόλαση.
Επίσης αποδεικνύεται πως η έλλειψη θεωρίας και συγκεκριμένης στρατηγικής ανατρέπει το όποιο αριστερό πρόσημο, μεταμορφώνοντας τους «δηλωσίες αριστερούς» στη χειρότερη μορφή εκτελεστικής εξουσίας. Αυτό που ζούμε ένα χρόνο τώρα είναι ένα μοναδικό ρεσιτάλ λαϊκισμού και υποσχεσιολογίας που οδηγεί σε ψεύδη επί ψευδών και στην αποκρουστική διαστρέβλωση των όποιων προεκλογικών δεσμεύσεων προγραμμάτων κ.λπ. Το ήθος και η παράδοση της αριστεράς υποβιβάζονται στις μούτες του Κατρούγκαλου, τον κυνισμό του Σταθάκη και τις γελοιότητες του Φλαμπουράρη.
Κι άλλο ένα συμπέρασμα: η ιδεοληψία, σε συνδυασμό με την αγραμματοσύνη, οδηγούν σε παραλογισμούς του τύπου «καταδικάζουμε» τα πρότυπα σχολεία και την αριστεία, ή στο όνομα του ασύλου επαναφέρουμε τον νόμο-πλαίσιο του Ανδρέα Παπανδρέου καταδικάζοντας τα πανεπιστήμια σε περαιτέρω απαξίωση. Λεπτομέρεια: Σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, που η φύλαξη είναι περιορισμένη, γίνεται ντου στα κτίρια της Πανεπιστημιούπολης Ζωγράφου από ομάδες ληστών, γιατί βέβαια υπάρχει εύκολο κέρδος (ιδιαίτερα από την κλοπή υπολογιστών και λοιπών ηλεκτρονικών μηχανημάτων) και κανένα ρίσκο… λόγω ασύλου. Μόλις πριν από μια εβδομάδα, τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής, άγνωστοι έσπασαν την κεντρική γυάλινη θύρα της Φιλοσοφικής Σχολής και προσπάθησαν ανεπιτυχώς να παραβιάσουν τα εστιατόρια και κάποιες γραμματείες. Ενημερώνω σχετικά τον κ. Φίλη, επειδή όπως πάντα συμβαίνει τέτοιες ειδήσεις δεν διαρρέουν στον Τύπο.
Η προσωπική μου απογοήτευση κορυφώνεται όταν σκέφτομαι πως ούτε καν στον πολιτισμό, τον άλλοτε προνομιακό χώρο της αριστεράς, έχει επιτευχθεί το παραμικρό έργο. Ούτε η παραμικρή ανατροπή ή καινούρια ιδέα. Κάτι, διάβολε, που να μας διαφοροποιεί από τους επαγγελματίες της εξουσίας. Αντ’ αυτών κυριαρχούν ο νεποτισμός, η αναξιοκρατική προώθηση των ημετέρων, οι τραμπουκισμοί που εκλαμβάνονται ως «αγώνες», η συνδικαλιστική αυθαιρεσία που βαφτίζεται εργασιακό δικαίωμα και εν τέλει ο τρόμος απέναντι στην οποιαδήποτε αξιολόγηση, την οποιαδήποτε αξιοκρατία.
Η τεράστια κωλοτούμπα του Τσίπρα τον κατέστησε άκρως ευάλωτο και χειραγωγούμενο στο εξωτερικό και εντελώς αναξιόπιστο και πολιτικά αφερέγγυο στο εσωτερικό. Το προφανές πολιτικό του έλλειμμα επιβεβαιώνεται στην παντελή αδυναμία του να διαπραγματευθεί, να επιλέξει ικανούς συνεργάτες, να αποκαταστήσει το σμπαραλιασμένο κύρος της χώρας, να εμπνεύσει ένα στοιχειώδες όραμα σε μια κοινωνία που παρουσιάζεται κατακερματισμένη, φοβική, κατατονική. Έντρομη εμπρός σε οποιαδήποτε αλλαγή ή μεταρρύθμιση, εθισμένη στη στατικότητα και την αναβολή. Γιατί μπορεί να μην τα φάγαμε όλοι μαζί, αλλά σίγουρα όλοι μαζί και συνειδητά τρώμε το μέλλον των επόμενων γενιών.
Τούτων δοθέντων, το μέλλον προοιωνίζεται ακόμα πιο ζοφερό, χωρίς καμιά προοπτική εξόδου από το τέλμα. Τα ψέματα και οι υπεκφυγές συνεχίζονται και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, με αποτέλεσμα η χώρα να αλυσοδένεται ακόμη πιο σφικτά στη σκληρότητα των μνημονίων και στην αυθαιρεσία των δανειστών. Ο κρατικιστής Τσίπρας απεμπολεί και τις τελευταίες ευκαιρίες παραγωγής πλούτου και επιχειρηματικότητας στη χώρα, παίζοντας ἐν οὐ παικτοῖς και διακυβεύοντας πράγματα που είναι a priori εκτός διαπραγμάτευσης, όπως π.χ. η παραμονή μας στο Σένγκεν ή το ευρώ. Κι όλα αυτά τη στιγμή που και η ίδια η Ευρώπη νοσεί βαθύτατα, αυτοδιαλυόμενη βελούδινα, με ηγεσίες κατώτερες των περιστάσεων, χωρίς συνείδηση ή προοπτική ιστορίας. Ο βορράς εξακολουθεί να απομυζά τον νότο, η Γερμανία να επωφελείται τα μέγιστα από την ελληνική κρίση, η Μεγάλη Βρετανία να προσβλέπει ήδη στην έξοδό της, η Γαλλία να μην μπορεί να αναχαιτίσει την ακροδεξιά πλημμυρίδα και η Δανία να προχωρεί σε κατασχέσεις των τιμαλφών των μεταναστών! Η κτηνωδία υποδύεται τον πολιτικό ρεαλισμό. Δηλαδή η Ευρώπη η ίδια απεμπολεί εκείνον τον πολιτισμό στον οποίον υποτίθεται ότι στηρίζεται.
Και μέσα σ’ αυτό το δυσώδες όσο και ζοφερό σκηνικό, η Ελλάδα μοιάζει με οχληρό κομπάρσο τον οποίο πλέον κανείς δεν εμπιστεύεται και που οι πάντες αισθάνονται πως εύκολα μπορούν να εκμεταλλευτούν. Τελευταία πρόταση των σοφών της ευρωπαϊκής ηγεσίας είναι να μεταμορφωθεί η Ελλάδα, εξαγοραζόμενη, σε ένα απέραντο κρατητήριο ψυχών, με τις θάλασσές της υγρό νεκροταφείο για όσους αποτολμούν να διεκδικήσουν την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και το άσυλο που ένας ανώτερος πολιτισμός υποτίθεται πως παρέχει προς κάθε χειμαζόμενο. Και είναι αυτό ακριβώς το ζήτημα στο οποίο η χώρα μας έχει βραχυκυκλωθεί δραματικά. Και πρόκειται ακριβώς για προβλήματα που σαφώς την υπερβαίνουν. Και είναι ακριβώς η στιγμή που οι εταίροι μας, προσφέροντάς μας καθρεφτάκια, θα μας πιέσουν για τα χειρότερα. Πιο συγκεκριμένα, θα πιέσουν μια κυβέρνηση μαθητευόμενων μάγων, που ούτε μπορεί, αλλά ούτε και ξέρει πώς να αντισταθεί. Άρα τα χειρότερα είναι ήδη εδώ ενώ η πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου είναι σαφώς απούσες.
ΥΓ. Και ενώ δημοσιεύτηκε το συνταρακτικό πόρισμα Ρακιντζή για τα οικονομικά σκάνδαλα του ΕΛΚΕ, σώφρων σιωπή και από πλευράς υπουργείου Παιδείας, αλλά και ακαδημαϊκής κοινότητας. Διερωτώμαι: Μαζί τα φάγαμε;
Περιοδικό Άρδην – Εφημερίδα Ρήξη

“Αριστεροί” ικανοί για όλα!

17-2-2016

Γράφει: Νίκος Μπογιόπουλος

   Οι άνθρωποι έχουν απασφαλίσει. Για τους κυβερνώντες μιλάμε. Ο ένας δηλώνει ότι οι συμβασιούχοι κινητοποιούνται για να κάνουν σόου στις τηλεοράσεις και όχι γιατί είναι 5 και 7 μήνες απλήρωτοι. 
    Ο άλλος ισχυρίζεται ότι οι αγρότες που διαδηλώνουν είναι «επιχειρηματίες με πολλά κέρδη» και τους εμφανίζει σαν ρατσιστές νεοτσιφλικάδες.

    Ο τρίτος λέει ότι «οι αγρότες δεν ξέρουν τι θέλουν». Και ο επόμενος ότι «ο Τσίπρας δεν υποσχέθηκε τίποτα» και συνεπώς κακώς ο κόσμος διαμαρτύρεται…
    Όμως, δεν ήταν ο Τσίπρας που κατήγγειλε την προηγούμενη κυβέρνηση ότι θα έριχνε τις συντάξεις στα 360 ευρώ, αλλά σήμερα τις συντάξεις τις κατακρεουργεί ο ίδιος;
    Αυτός δεν ήταν που κατηγορούσε τους προηγούμενους ότι θα εξαΰλωναν τις επικουρικές και τα εφάπαξ, αλλά σήμερα τα εξαϋλώνει ο ίδιος;
    Αυτός δεν ήταν που κατηγορούσε τους άλλους ότι θα απελευθέρωναν τις ομαδικές απολύσεις, αλλά σήμερα την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων την συζητάει εκείνος με την τρόικα;
    Ο Τσίπρας δεν υποσχέθηκε τίποτα, λοιπόν… Μάλιστα. Δηλαδή δεν ήταν ο Τσίπρας που παραμονές των εκλογών του Γενάρη έλεγε ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν πρώτος τότε, από το ίδιο βράδυ των εκλογών, το Μνημόνιο δεν θα υπήρχε…
    Ούτε, φυσικά, με το δημοψήφισμα υποσχέθηκε τίποτα…  
    Σήμερα, αντίθετα, ο Τσίπρας υποστηρίζει ότι το δικό του Μνημόνιο είναι καλό. Και έχει και ένα ακόμα «επιχείρημα»: Ότι ο λαός δεν πρέπει να διαμαρτύρεται γιατί τον Σεπτέμβρη ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ψηφίσει Μνημόνιο.
    Άρα: Αφού ο λαός ψήφισε τον Τσίπρα γνωρίζοντας ότι είναι ψεύτης, αφού τον ψήφισε γνωρίζοντας ότι και εκείνος είχε φέρει Μνημόνιο, τότε ο λαός δεν πρέπει να μιλάει!
    Παρατήρηση 1η: Είναι ίσως η πρώτη φορά που η ίδια η ιδιότητα του «πολιτικού απατεώνα» επιστρατεύεται ως υπερασπιστικό άλλοθι της πολιτικής απάτης! Μπίνγκο!
    Παρατήρηση 2η: Με αυτήν την - και «πρώτη φορά αριστερή» - λογική, οι εκλογές ανάγονται και επισήμως σε κολυμβήθρα του Σιλωάμ της αναξιοπιστίας και σε συγχωροχάρτι της εξαπάτησης.
    Πρόκειται για εκείνο το είδος - «αριστερής» πάντα – λογικής, που προφανώς ευδοκιμεί στα παράλληλα σύμπαντα, εκεί ακριβώς που φύονται και τα «παράλληλα προγράμματα»… 
    Οι κυβερνώντες μας λένε ότι ο λαός πρέπει να ξεχάσει όσα υποσχόταν ο Τσίπρας όταν έλεγε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταργούσε σε ένα νόμο με ένα άρθρο όλα τα μέτρα λιτότητας.  
    Και ότι τώρα θα πρέπει να δοξάζει τον Τσίπρα
  • όταν ο Τσίπρας ψηφίζει το δικά του τερατώδη πολυνομοσχέδια και τις δικές του ΠΝΠ,
  • όταν στο όνομα των «αξιολογήσεων» προσθέσει τα δικά του αποκαΐδια πάνω στα ερείπια των προηγούμενων,
  • όταν το όνομα της «σωτηρίας» τετραγωνίζει την αγριότητα που θα καταργούσε,
  • όταν στο όνομα της «εθνικής κυριαρχίας» διαιωνίζει την ξεφτίλα της επιτήρησης, του ξεπουλήματος και της φοροαφαίμαξης.  
    Θαυμάστε πως οι «αριστεροί» τροχονόμοι του ίδιου παλιού οδοστρωτήρα υλοποιούν τις δεσμεύσεις τους για την κατάργηση του «παλιού» και την επιστροφή της «περηφάνιας» στους Έλληνες:
    Ο Τσίπρας μετά τις πρώτες εκλογές του 2015 έβγαζε λόγους στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ υποσχόμενος ότι βάζει «οριστικό τέλος στην τρόικα και τις πολιτικές της».
    Ήταν τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούσε «χαρτογιακάδες» τους τροικανούς, στους οποίους θα απαγορευόταν να συναντούν υπουργούς και να σουλατσάρουν στα υπουργεία.  
    Σήμερα, είναι η «τελειωμένη» και «καταργημένη» τρόικα που πάει κι έρχεται στην Αθήνα.
    Σήμερα είναι οι «αριστεροί» υπουργοί, εξίσου υπάκουοι και επιμελείς με τους προκατόχους τους, που σπεύδουν να παράσχουν διαπιστευτήρια στους «θεσμούς» ζητώντας λίγα ψίχουλα θετικής «αξιολόγησης» από τους χαρτογιακάδες του Τόμσεν και του Γιούνκερ…   
    ***

    Και δίπλα σε όλα αυτά προσθέστε και το τελευταίο αγλάισμα «εθνικής ανεξαρτησίας»:
  • Μια «αριστερή» κυβέρνηση να υποδέχεται το ΝΑΤΟ σαν τον καλύτερο φίλο της Ελλάδας!
  • Να παρουσιάζει έναν εγκληματικό μηχανισμό σαν «ανθρωπιστική» ΜΚΟ!
  • Να εμφανίζει το ΝΑΤΟ της διαλυμένης Γιουγκοσλαβίας, της κτηνωδίας του Ιρακ και του κατεστραμμένου Αφγανιστάν σαν… «ναυαγοσώστη» των προσφύγων!
  • Να προσκαλεί το ΝΑΤΟ στο Αιγαίο σαν εγγυητή της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, την οποία πρώτο το ΝΑΤΟ αμφισβητεί!
    Ο ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα πανηγυρίζει διότι το ΝΑΤΟ κάνει απόβαση στο Αιγαίο, αλλά με… Γερμανό διοικητή – άλλωστε «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας» - είναι το ίδιο κόμμα που στην «Πολιτική Απόφαση» του Ιδρυτικού Συνεδρίου του (Ιούλιος 2013), έλεγε τα εξής:
«…η απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ, η κατάργηση των ξένων στρατιωτικών βάσεων, η αποτροπή της στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ και η εφαρμογή της αρχής “κανείς Έλληνας στρατιώτης σε πολεμικά μέτωπα έξω από τα σύνορα της χώρας” συνιστούν άξονες της εξωτερικής μας πολιτικής».
    Όσο για το «Εκλογικό Πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ (Μάης 2012), εκεί ήταν που το κόμμα του κ.Τσίπρα υποσχόταν – μεταξύ άλλων:
«Το κλείσιμο όλων των ξένων βάσεων στην Ελλάδα. Αμεση κατ΄λαργηση των βάσεωντης Σούδας και του Ακτίου. Δεν θέουμε την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, ούτε το ΝΑΤΟ στην Ελλάδα και αγωνιζόμαστε για την διάλυσή του»


Αυτά έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ για το ΝΑΤΟ εκείνο το «μακρινό» 2012…

    Το έχουμε ξαναγράψει και επιμένουμε: Όσο κι αν πολλές φορές γίνεται λόγος για τους «ανίκανους» πολιτικούς, εμείς πιστεύουμε ότι υπάρχουν χειρότεροι από τους «ανίκανους». Αυτοί που είναι ικανοί για όλα…

 ΠΗΓΗ! 
http://www.enikos.gr/mpogiopoulos/371087,Aristeroi-ikanoi-gia-ola.html

Τι δεν έχουν καταλάβει οι Γραβάτες


    17-2-2016
  • Γράφτηκε από τον 
  • Σπύρος Στάλιας, Οικονομολόγος Ph.D για το σχέδιο Β 


Τι δεν έχουν καταλάβει οι ΓραβάτεςΠριν λίγες μέρες κατέβηκαν σε πορεία διαμαρτυρίας, κατά του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου, οι κατά τεκμήριο πλέον μορφωμένες επαγγελματικές τάξεις τις χώρας. Οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι μηχανικοί και τέλος πάντων οι επαγγελματίες που είναι απόφοιτοι των ΤΕΙ και των Ανώτατων Εκπαιδευτηρίων του Κράτους. Η συγκέντρωση όλων αυτών των εκπαιδευμένων ανθρώπων στους δρόμους ονομάστηκε ‘η διαδήλωση της γραβάτας’. Συνθήματα: ‘κάτω τα χέρια από τις συντάξεις’, ‘όχι άλλες περικοπές στις συντάξεις’, ‘όχι διάλυση των επικουρικών ταμείων’ και άλλα παρόμοια. Πρέπει να πω ευθύς εξ αρχής ότι τα συνθήματα με παραξένεψαν και με ανησύχησαν. Τα συνθήματα ήσαν εκτός πνεύματος ευρώ, με την έννοια ότι σε μια χώρα, χρήστη ξένου νομίσματος, του ευρώ, κανένα σύστημα ασφάλισης ή αμοιβής δεν είναι εγγυημένο. Κατά συνέπεια, τι έννοια είχαν αυτά τα συνθήματα. Αυτό έπρεπε να το γνωρίζουν οι μορφωμένοι διαδηλωτές. Έχει ενδιαφέρον να δούμε τους διαδοχικούς συλλογισμούς που καταλήγουν σε αυτό το συμπέρασμα.
Το οικοδόμημα του ευρώ, στηρίχτηκε στην διαπίστωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, τραπεζιτών και πολιτικών της αριστεράς στις ευρωπαϊκές αναζητήσεις τους, ότι το επικυρίαρχο κεϋνσιανό κράτος πράττει αντιφατικά αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα, να διατηρεί και να δημιουργεί τους όρους κερδοφόρας συσσώρευσης κεφαλαίου για τους καπιταλιστές από την μια, και από την άλλη, να διατηρεί και να δημιουργεί όρους κοινωνικής αρμονίας, μέσω της πλήρους απασχόλησης. Αυτό συνεπάγεται εξαιρετικά υψηλές δαπάνες, τις οποίες το κράτος μπορεί να εξασφαλίσει μόνο μέσω μιας διαρκώς αυξανόμενης φορολογίας και δανεισμού, με αποτέλεσμα να προκύψει κρίση. Προσθέτοντας στο παραπάνω σκεπτικό και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι η δημοσιονομική αδυναμία του κράτους και η παγκοσμιοποίηση, αποτελούν εμπόδια για ένα εθνικό κράτος να δαπανά και να διατηρεί την πλήρη απασχόληση.
Ξεπέρασαν τις θέσεις των Μαρξ και Κέϋνς, που ερμήνευαν την κρίση μέσω της έλλειψης επαρκών δαπανών για την στήριξη δημιουργίας κεφαλαίου, παραγωγής και πλήρους απασχόλησης.
Δεδομένης αυτής της ερμηνείας, ο αποκλεισμός του κράτους από την έκδοση νομίσματος, ήταν κατ’ ανάγκη το επόμενο βήμα για την ολοκλήρωση της ΕΕ.
Η έκδοση και η διαχείριση του χρήματος ανετέθη στην ΕΚΤ, έναν υπερεθνικό ιδιωτικό οργανισμό. Υπέρτατο καθήκον αυτού του οργανισμού είναι η διατήρηση της αξίας του ευρώ χωρίς καμία πολιτική παρέμβαση.
Αφού το χρήμα έγινε ιδιωτικό επόμενο βήμα ήταν και τα κράτη να γίνουν ιδιωτικά. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη, θα πρέπει να απέχουν από την δημιουργία χρήματος, να έχουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και να ασκούν εισοδηματική πολιτική που δεν θα προκαλεί πληθωρισμό. Εφ’ όσον έχουν δανειακές ανάγκες, θα πρέπει σαν ιδιωτικές εταιρείες ή σαν νοικοκυριά να προσφεύγουν στο Τραπεζικό σύστημα, ικανοποιώντας τα κριτήρια των τραπεζών για δανεισμό.
Συνοψίζοντας, σε ένα τέτοιο τοπίο, η πολιτική είναι απούσα αφού το επικυρίαρχο κράτος δεν μπορεί να ασκήσει καμία πολιτική (δημοσιονομική, νομισματική, εισοδηματική συναλλαγματική, εμπορική), ερήμην της ΕΚΤ. Με άλλα λόγια οι πολιτικοί και οι λαοί είναι υπόδουλοι στους διεθνείς κατόχους κεφαλαίων. Η χρήση του ευρώ απαιτεί διαρκή λιτότητα και υψηλή ανεργία. Η πραγματική αξία του ευρώ στηρίζεται στον αποθησαυρισμό του και όχι στη δαπάνη του. Δηλαδή πλήρης απασχόληση και ευρώ είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες έννοιες.
Ας δούμε τώρα τον αντίκτυπο των παραπάνω στο ασφαλιστικό. Δεδομένου ότι η αξία του ευρώ είναι συνδεδεμένη με ένα ποσοστό ανεργίας, που ποικίλει από χώρα σε χώρα, ανάλογα με την παραγωγικότητα της, το πρώτο χτύπημα στο ασφαλιστικό είναι η διαρκής ανεργία για την προστασία της αξίας του ευρώ.
Πέραν αυτού υπάρχει ένας δείκτης που λέγεται δείκτης αλληλεξάρτησης των γενεών (=dependencyratio). Αυτός ο δείκτης μας δίνει το βαθμό εξάρτησης εκείνων που είναι από 65 ετών και πάνω και εκείνων που είναι από 1-15 ετών, από αυτούς που είναι από 15-65 ετών. Δηλαδή [{(πληθυσμός από 1-15 ετών) + (πληθυσμός από 65-και άνω)}/ (πληθυσμός από 15-65) ] x 100.
Αν προσθέσουμε στον αριθμητή του δείκτη, φοιτητές, ανέργους, ημιαπασχολούμενος και άλλους ανήμπορους προς εργασία που είναι μεταξύ 15-65, έχουμε μια καλή εικόνα για την σχέση των οικονομικά ενεργών και μη. Όσο αυτός ο δείκτης μεγαλώνει, δεδομένου ότι οι χώρες της ευρωζώνης έχουν δημοσιονομικούς περιορισμούς, οι νεοφιλελεύθεροι τρελαίνονται. Αν ο δείκτης μεγαλώνει (οι μη εργαζόμενοι αυξάνονται) σημαίνει ότι το κράτος θα εισπράττει λιγότερους φόρους και από την άλλη οι εργαζόμενοι θα πρέπει να φορολογηθούν πιο πολύ για να στηρίξουν τους μεγάλους και μικρούς της οικονομίας, που πιθανότατα θα οδηγήσει το κράτος σε νέα ελλείμματα, σε νέους φόρους και νέο δανεισμό. Έτσι αρχίζουν οι ανόητες προτάσεις, η κοινωνική ασφάλιση να ιδιωτικοποιηθεί (δεν έχουν ιδέα πως το σύστημα λειτουργεί) ή για να βελτιωθεί ο δείκτης να εισάγουμε ξένους εργάτες. Ας αφήσουμε αυτές τις ανοησίες κατά μέρους.
Το πρόβλημα λοιπόν στη σκέψη τους είναι ‘χρηματοδοτικό’. Πως θα εξασφαλίσουμε χρήματα για τους νέους και τους συνταξιούχους να μπορούν να αγοράζουν υπηρεσίες και προϊόντα στο μέλλον.
Με βάση αυτό το σκεπτικό το πρόβλημα το κάνουν χειρότερο. Η σκέψη και η πράξη που ακολουθεί είναι του τύπου ‘κατά συνέπεια η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει δραστικές μειώσεις στις δαπάνες της, να αυξήσει του φόρους, να μειώσει τις παρούσες συντάξεις, να διαλύσει τα επικουρικά ταμεία έτσι ώστε να συσσωρευτούν κεφάλαια για το μέλλον’.
Αυτό το τελευταίο είναι η αποθέωση της υπέρτατης βλακείας. Δηλαδή με στόχο να αποταμιεύσουμε κεφάλαια για ένα καλύτερο μέλλον, κόβουμε τις σημερινές δαπάνες γενικώς, με αποτέλεσμα να μειώνουμε το ΑΕΠ, να αυξάνουμε την ανεργία. Ενώ ο στόχος είναι να πάμε στο μέλλον πλουσιότεροι πηγαίνουμε φτωχότεροι και με τους νέους εκείνης της εποχής αμόρφωτους τουλάχιστον παραγωγικά.
Μας πως μπλέξαμε έτσι; Μπλέξαμε λόγω ευρώ. Είπαμε το ευρώ αντλεί την άξια του από την σπανιότητα του. Για να έχουμε όμως ανάπτυξη, προηγούνται οι δαπάνες που δημιουργούν αποταμιεύσεις στο τέλος, και όχι οι αποταμιεύσεις που δημιουργούν φτώχεια. Αυτή όμως είναι η φιλοσοφία του ευρώ. Η άξια του ευρώ προηγείται. Και έτσι μπλέξαμε. Συντάξεις και ευρώ δεν μπορούν να συνυπάρξουν
Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι όλα αυτά τα κεφάλαια που θα μαζεύονται, αλλά που κάθε χρόνο θα λιγοστεύουν λόγω πτώσης του ΑΕΠ, θα τα έχουμε επενδύσει σε ασφαλή ομολόγα κάποιας αξιόπιστης ξένης χώρας (αλήθεια, σήμερα τα χρήματα των ασφαλισμένων που επενδύονται;), αυτά θα εξαφανιστούν, όπως το βραστό νερό στην κατσαρόλα. Σε μια χώρα που δεν παράγει, τα κεφάλαια αυτά θα τα εξατμίσει ο πληθωρισμός.
Άρα το ασφαλιστικό πρόβλημα δεν έχει σχέση με την χρηματοδότηση του, όπως αυτοί της ‘πρώτης φοράς αριστεράς’ μας λένε, μαζί με τους άλλους τους ευρωχτυπημένους και με τους σοφούς τους. Είναι θέμα της πραγματικής οικονομίας. Έχει να κάνει με τις παραγωγικές δαπάνες μιας χώρας που εκδίδει το δικό της νόμισμα.
Ας έχουμε κατά νου, στο οποίο δεν χωρά αμφισβήτηση, ότι μια χώρα που εκδίδει το δικό της νόμισμα ποτέ δεν πτωχεύει και ότι έχει απεριόριστη δυνατότητα δαπάνης, δηλαδή να αγοράσει οτιδήποτε μπορεί να παραχθεί στη χώρα σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης. Αυτό το κάνει με απλό τρόπο. Πληκτρολογεί χρήμα στους λογαριασμούς των πολιτών της. Τόσο απλά γίνεται.
Δεδομένου αυτού, όταν μια χώρα φαίνεται ότι θα έχει πρόβλημα με τον δείκτη αλληλεξάρτησης των γενεών στο μέλλον, χαράσει από τώρα εκείνη την οικονομική πολιτική έτσι ώστε, οι δαπάνες της από σήμερα, να δημιουργούν εκείνες τις συνθήκες, που οι εργαζόμενοι στο μέλλον να μπορούν να παράγουν σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης και να ικανοποιούν τις ανάγκες όλου του πληθυσμού εκείνης της εποχής. Με άλλα λόγια δεν περικόπτεις δαπάνες για την παιδεία, γιατί στο μέλλον θα έχεις εργατικό προσωπικό και ελάχιστο επιστημονικό προσωπικό χωρίς γνώση και τεχνολογία για να ‘τρέξουν’ την οικονομία της εποχής τους.
Άρα όλοι πρέπει να κατανοήσουν ότι το πρόβλημα με τους συνταξιούχους δεν είναι πρόβλημα που έχει σχέση με την χρηματοδότηση τους. Το επικυρίαρχο κράτος κάθε πρώτη του μηνός έχει την δυνατότητα να ‘βάζει’ όσα χρήματα απαιτούνται να ζουν μια καλή ζωή.
Το θέμα είναι αν η χώρα θα παράγει και τότε το ερώτημα γίνεται πολιτικό με την έννοια, πόσα αγαθά θα δώσουμε για κατανάλωση στους συνταξιούχους; Πόση υγεία; Πόσες διακοπές; Πόσα ρούχα; Πόση ενέργεια; Πόσο πολιτισμό; και οτιδήποτε άλλο. Όλα αυτά συνιστούν το πραγματικό κόστος για μας, και όχι τα χρήματα που δεν είναι τίποτα άλλο παρά αριθμοί σε λογαριασμούς τραπεζών.
Δυστυχώς έχουμε να κάνουμε με πολιτικές ηγεσίες στη χώρα μας που έχουν παντελή έλλειψη γνώσης για το πώς το νόμισμα λειτουργεί στην οικονομία. Έτσι ζούμε στο ψεύδος και στο φόβο του ευρώ, με όλες τις καταστροφές που μας έχει επιφέρει ως σήμερα, και που δεν θα έχουν τελειωμό απ ότι φαίνεται, αν σθεναρά δεν αντιδράσουμε σε αυτή την λαίλαπα των ευρωδούλων, που υποψιάζομαι πια ότι είναι ιδιοτελείς με πολύ ύπουλο τρόπο. Πιθανολογώ ότι είναι ‘πολλά τα λεφτά’ κάτω από το τραπέζι.
Νομίζω ότι η παρουσίαση ήταν ξεκάθαρη. Ευρώ και συντάξεις είναι παραμύθι. Δραχμή, συντάξεις και αξιοπρεπής βιός είναι στόχος εφικτός. Κατά συνέπεια, στην επόμενη διαδήλωση οι γραβάτες μας ας βροντοφωνάξουν το σωστό σύνθημα ‘Επιστροφή στο Εθνικό Νόμισμα’ σαν ένα πρώτο βήμα για την λύτρωση μας. Από τους μορφωμένους του Έθνους μας έχουμε απαιτήσεις.
NewYork 12-2-2016
spyridonstalias@hotmail.com

Το ασύμμετρο τοπίο της ευρωπαϊκής εξουσίας


2:0Το ασύμμετρο τοπίο της ευρωπαϊκής εξουσίαςΗ πρόσφατη στάση της ιταλικής κυβέρνησης απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Ορισμένοι σχολιαστές αντιμετώπισαν θετικά την κυβέρνηση Renzi στη διεκδίκηση ίσων όρων για τη χώρα μας. Άλλοι, όπως ο Wolfgang Munchau, στο Eurointelligence στις 2 Φεβρουαρίου, έκανε λόγο για μείγμα δειλίας με ανικανότητα: πράγματι δεν έχει νόημα να εναντιώνεσαι στην εφαρμογή κανόνων που έγιναν δεκτές με σκυμμένο κεφάλι (να υπενθυμίσουμε ότι η ευθύνη αυτή δεν είναι της σημερινής κυβέρνησης), λαμβάνοντας υπόψη, κάτι που έγινε σαφές από την αρχή, ότι θα ήταν επιζήμιοι για τη χώρα. Άλλοι επίσης θεωρούν ακραία και υπερβολικά φιλόδοξη την προσέγγιση της κυβέρνησης γιατί θα έπρεπε πριν έρθει αντιμέτωπη με την «Ευρώπη» (την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), να έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο συμμαχιών που θα της επιτρέπεται να αντιταχθεί στη Γερμανία με επαρκή διαπραγματευτική ισχύ.Επιμένουμε σε αυτή την τελευταία κριτική, η οποία κατά τη γνώμη μας είναι αντιφατική και επιφανειακή (κάτι που φυσικά δεν σημαίνει, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι η συμπεριφορά της κυβέρνησης Renzi είναι και η πλέον ενδεδειγμένη).Οι ενστάσεις που εγείρουμε είναι δύο. Από τη μια, αν η Ευρώπη είναι ένα μέρος όπου για να διεκδικήσει κανείς τα δικαιώματά του είναι απαραίτητο να πολεμήσεις, τότε, πώς να το πω, ένα μέρος σαν κι αυτό υπήρχε, χωρίς να χρειαζόταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν και λιγότερο πολιτικά και οικονομικά δυσλειτουργικό και χωρίς να επιβάλει, μέσω Συνθηκών που υπερκαλύπτουν των δημοκρατικά συνταγμάτα των χωρών μελών, εξαιρετικά παράλογους οικονομικού κανόνες (όπως άλλωστε η επιστημονική βιβλιογραφία έχει καταστήσει σαφές καιρό πριν). Έτσι, οποίος ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση Renzi δεν προσπαθεί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για την οικοδόμηση μιας «άλλης Ευρώπης», συμμαχώντας με άλλες «αδύναμες» χώρες, στην πραγματικότητα καταδεικνύει χωρίς καν να το συνειδητοποιεί, τα βαθιά αίτια για τα οποίας αυτή η μυστηριώδης «άλλη Ευρώπη» δεν είναι εφικτή. Από εδώ προκύπτει η αντιφατική φύση αυτών των επικρίσεων. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση σαν ιδέα συλλαμβάνεται με σκοπό να εξαλείψει τις συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών, έχει μετατραπεί σε ένα εργαλείο που εξαλείφει τη δυνατότητα δημοκρατικής διαμεσολάβησης αυτών των συγκρούσεων, επανέρχεται έτσι ο παλιός τρόπος επίλυσης διαφορών βασισμένος στον συσχετισμό δυνάμεων – συμμαχώντας, και «χτυπώντας γροθιές στο τραπέζι» Αλλά τραπέζι δεν υπάρχει.Δεύτερον, όσοι επικρίνουν την ανικανότητα της κυβέρνησης Renzi να υφάνει ένα δίκτυο συμμαχιών στην Ευρώπη δείχνει μια πολύ ρηχή γνώση της ευρωπαϊκής εξουσίας. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ιταλία, στην πραγματικότητα, δεν είναι η έλλειψη των συμμαχιών, αλλά το γεγονός ότι σε όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έχουν διεισδύσει στοιχεία Γερμανικής επιλογής (και ιδίως του κόμματος της κας Merkel). Θα ήταν χρήσιμη μια γρήγορη ανασκόπηση. Ξεκινάμε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του οποίου το μακροβιότερο μέλος, η πρώτη εκλογή το 1979, είναι οHans-Gert Pöttering. Ο Pöttering (γεννημένος το 1945) είναι μέλος του CDU- CSU, το κόμμα της Angela Merkel. Διετέλεσε, επίσης, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μεταξύ του 2007 και του 2009, αλλά αυτό που τον καθιστά έναν από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στις Βρυξέλλες, είναι το γεγονός ότι είναι το δεξί χέρι της Angela Merkel για όλα τα ευρωπαϊκά θέματα. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, επικεφαλής του επιτελείου του ήταν ο Klaus Welle, ο οποίος στη συνέχεια, τι έκπληξη, έγινε ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου, ο πλέον υψηλόβαθμος υπάλληλος σε ολόκληρη την διοίκηση. Γεννημένος το 1964, ο Welle ήταν υπεύθυνος για τις ευρωπαϊκές πολιτικές στο κόμμα του το ίδιο του Pöttering και της Merkel, στη συνέχεια, τη δεκαετία του '90, πέρασε στην αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του ΛΕΚ( Λαϊκό ευρωπαϊκό κόμμα), κατόπιν εργάστηκε με τον Pöttering για να καταλήξει στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας του ευρωκοινοβουλίου. Αν περάσουμε στην Επιτροπή, γνωστό ακόμη και στις ιταλικές εφημερίδες (συνήθως όχι τόσο καλά ενημερωμένες σχετικά με τις κοινοτικές υποθέσεις) ότι ο νέος επικεφαλής του επιτελείου του προέδρου Juncker είναι πραγματικά ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές(factotum) της Επιτροπής 2014-2019, αυτός που με μια ασυνήθιστα αυταρχική διαχείριση επιβάλλει μια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή, παρακάμπτοντας μερικές φορές ακόμη και τον Πρόεδρο. ΟMartin Selmayr, γεννήθηκε το 1970, είναι δικηγόρος και έχει μελετήσει τις νομικές πτυχές της νομισματικής ένωσης, εργάστηκε καταρχάς στην ΕΚΤ και στη συνέχεια στις Βρυξέλλες στα γραφεία του Γερμανικού Ιδρύματος Bertelsmann. Ήταν αυτός και όχι ο Γιούνκερ που καθόρισε το πλαίσιο εντός του οποίου όλα τα μέλη του κοινοτικού εκτελεστικού σώματος, Επίτροποι και Αντιπρόεδροι μπορούν να κινούνται. Μια άλλη κίνηση που ο Selmayr υποστήριξε σθεναρά και ολοκλήρωσε, λίγους μήνες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, αρκετά αντισυμβατική και σημαντική, ήταν η κυκλική εναλλαγή των γενικών διευθυντών.Ευκαιρίας αυτής δοθείσης, τοποθέτησε με έξυπνο τρόπο τον προκάτοχο και συμπατριώτη του Johannes Laitenberger, πρώην επικεφαλής του επιτελείου του Barroso, ως υπεύθυνο Ανταγωνισμού, ένα από τα πιο σημαντικά χαρτοφυλάκια, ο Johannes Laitenberger έχει πολλά κοινά με τον Selmayr. Και οι δύο είναι δικηγόροι, πολύ κοντά στο κόμμα της Angela Merkel, το CDU-CSU. Ο Laitenberger τοποθετήθηκε από την καγκελάριο ως τοποτηρητής του Μπαρόζο κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του (2010-2014), σε αντάλλαγμα για την επανεκλογή του στην Προεδρεία της Επιτροπής. Επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το έργο της Επιτροπής σε πλήρη αρμονία με το Βερολίνο. Έχει μεταφερθεί ως επικεφαλής στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού από τον Selmayr κάτι που δεν ενθουσίασε ιδιαίτερα την αρμόδια Επίτροπο. Για να εξηγούμαστε, είναι από αυτόν που θα περάσουν όλες οι αποφάσεις σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, όπως αυτές για τον τραπεζικό τομέα που η Ιταλία προσπαθεί απεγνωσμένα να πετύχει. Μια θέση τυπικά λιγότερο σημαντική, αλλά ουσιαστικά καθοριστική για την Επιτροπή είναι αυτή που κατέχει οStefan Pflueger, ο οποίος είναι ο Γραμματέας της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής και της Ευρωομάδας. Οικονομολόγος, εργάστηκε στο γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών, στο τμήμα διεθνών υποθέσεων, την  περίοδο της κρίσης του ΕΝΣ(Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα) και κατά την υπογραφή τη Συνθήκης του Μάαστριχτ. Το 1999 ο Pflueger πέρασε στην Επιτροπή και σήμερα είναι ο υπεύθυνος στη διεύθυνση της Ευρωομάδας. Γνώστης της λειτουργίας αυτού του οργάνου του σημαντικού, ωστόσο, λιγότερο ελεγχόμενο από τις Συνθήκες, οπότε γίνεται σαφής ο καθοριστικός ρόλος του. Στο Συμβούλιο, πολιτικά το πιο σημαντικό θεσμικό όργανο που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εθνικών κυβερνήσεων, ο Carsten Pillath κατέχει τη θέση του Γενικού Διευθυντή Οικονομικών και Χρηματοδοτικών υποθέσεων. Υπό την ευθύνη του, όχι τυχαία, βρίσκεται η διαχείριση των εργασιών της Ευρωομάδας. Ο Pillath γεννήθηκε το 1956, επίσης γερμανός οικονομολόγος με μακρά εμπειρία στο Υπουργείο Οικονομικών, αρμόδιος για τις σχέσεις με την ευρωζώνη. Το 2006 διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕ), το 2008 βρίσκεται στις Βρυξέλλες στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, πριν από το 2012 αναλαμβάνει την τωρινή του θέση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο σημαντικότεροι αξιωματούχοι αρμόδιοι για την οργάνωση των εργασιών της Ευρωομάδας, τόσο από την πλευρά της Επιτροπής όσο και εκείνης του Συμβουλίου, είναι δύο πρώην αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας. Και στο Συμβούλιο ο πιο υψηλόβαθμος υπάλληλος, ο Γενικός Γραμματέας, είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης του Βερολίνου, όχι ένας κοινοτικός υπάλληλος καριέρας, αλλά ένα στέλεχος της γερμανικής διοίκησης «προσωρινά» από το 2011 στην κοινοτική διοίκηση ως επικεφαλής του πολιτικά πιο σημαντικού θεσμού: ο Uwe Corsepius. Κλάσης του 1960 κι αυτός επίσης οικονομολόγος, μαθητής του Horst Steinmann, από το 1994 στη γερμανική Καγκελαρία, πρώτα με τον Helmut Kohl, στη συνέχεια, με τον Gerhard Schröder και τέλος, με την AngelaMerkel. Με την τελευταία ο Corsepius αναλαμβάνει την ευθύνη για όλα τα θέματα της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης και τις διαπραγματεύσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Το 2011 για ένα σύντομο χρονικό διάστημα υπήρξε ο άνθρωπος ειδικών αποστολών(Sherpa) της AngelaMerkel στο G8, αντικαθιστώντας τον προηγούμενο σύμβουλο της Καγκελαρίου, Jens Weidmann, ο οποίος τοποθετήθηκε πρόεδρος της Bundesbank. Επίσης, το 2011, μετά αφού είχε διαπραγματευτεί εξ ονόματος της γερμανικής κυβέρνησης όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά ζητήματα, αψηφώντας κάθε αρχής αμεροληψίας, ο Corsepius γίνεται Γενικός Γραμματέας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, με αποστολή να διασφαλίσει την αμεροληψία στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών μελών. Διάδοχός του ως επικεφαλής σύμβουλος για την ευρωπαϊκή πολιτική της AngelaMerkel γίνεται oNikolaus Meyer-Landrut, γεννημένος το 1960, διπλωμάτης ικανός με σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ της Γερμανικής και Γαλλικής Κυβέρνησης και υπεύθυνος για τις σχέσεις με τους κοινοτικούς θεσμούς. Πριν από λίγους μήνες ο Meyer-Landrut μετακινήθηκε στο πιο καυτό μέτωπο για τις γερμανικές σχέσεις, τοποθετήθηκε πρεσβευτής στο Παρίσι. Στη θέση του δίπλα στην AngelaMerkelεπέστρεψε Corsepius. Η θέση του βασικού σύμβουλου της AngelaMerkelείναι προφανώς ένα σημαντικό σκαλοπάτι, όπως αποδεικνύεται για παράδειγμα από την καριέρα του Jens Weidmann. Ο Weidmann, γεννημένος το 1968, οικονομολόγος και μαθητής του Vaubel Neumann, συμμετείχε ως σύμβουλος για την προετοιμασία του Agenta 2010: το πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης Schröder. Από το 2006 γίνεται σύμβουλος της AngelaMerkelκαι ο άνθρωπος της ειδικών αποστολών(Sherpa) στο G8. Το 2011, κατά παράβαση της αρχής της ανεξαρτησίας της εθνικής κεντρικής τράπεζας, ο σύμβουλος του επικεφαλής της κυβέρνησης γίνεται πρόεδρος της Bundesbank. Αφήνω τον αναγνώστη να φανταστεί τις αντιδράσεις που θα ξεσπούσαν στην Ιταλία, εάν ο πρωθυπουργός της είχε διορίσει σύμβουλο του ως διοικητής στην Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας. Θα έχει ενδιαφέρον και δεν θα πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας την εξέλιξη του Weidmann, ιδίως ενόψει της διαδοχής Mario Draghi το 2019. Μετά κιόλας από το γεγονός που το 2011 ο επικεφαλής της Bundesbank, Axel Weber, απέτυχε να γίνει ο πρόεδρος της ΕΚΤ, αναμένουμε ότι ο Weidmann το 2019 θα τα καταφέρει. Ο ρόλος του Weidmann στη Bundesbank, αλλά κυρίως στο Δ.Σ. της ΕΚΤ, είναι γνωστός. Ίσως λιγότερο γνωστός είναι εκείνος της Sabine Lautenschläger της ευνοούμενής του. Η Lautenschläger, γεννήθηκε το 1964 και είναι δικηγόρος, πρώην επικεφαλής της Αρχής Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, την επέλεξε ο Weidmann ως αντιπρόεδρό του στην Bundesbank και ως δεύτερο μέλος εκ μέρους της Γερμανίας στο διοικητικό συμβουλίου της ΕΚΤ, για να αντικαταστήσει τον Jörg Asmussen, οι θέσεις του οποίου ήταν πάρα πολύ συχνά σε συμφωνία με εκείνες του Mario Draghi. Ένας ακόμη από τους ανθρώπους κλειδιά του Βερολίνου (και Φρανκφούρτης) για όλα τα οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα στην Ευρώπη είναι και ο Klaus Regling. Ο Regling είναι ο εκτελεστικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), αργότερα έγινε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ), δηλαδή το ταμείο με τα στεγανά και χωρίς κανένα δημοκρατικό έλεγχο που αποφασίζει για τις προϋποθέσεις που πρέπει να επιβάλλονται στα κράτη μέλη που ζητούν οικονομική ενίσχυση από τις Βρυξέλλες. Ο Regling, γεννήθηκε το 1950, ακόμη ένας Γερμανός οικονομολόγος του οποίου το βιογραφικό καταγράφει πάνω από είκοσι χρόνια παρουσίας μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας, με μια παρένθεση στην ένωση των γερμανικών τραπεζών και σε μια εμπορική τράπεζα του Λονδίνου. Το 2001 θήτευσε στην κοινοτική διοίκηση, διορίστηκε ως Γενικός Διευθυντής Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπου και παρέμεινε μέχρι το 2008. Την περίοδο 2008 - 2010 επέστρεψε στο Βερολίνο ως σύμβουλος της Merkel, και στη συνέχεια, το 2010 έγινε ο επικεφαλής των διαφόρων χρηματοδοτικών μηχανισμών μέσω των οποίων η Ευρωζώνη παρέχει δάνεια στα κράτη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Αυτός είναι ο αρχιτέκτονας των «σχεδίων διάσωσης» της Ελλάδα, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, και των άλλων που θα ακολουθήσουν... Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 2010 επέκρινε δριμύτατα την Επιτροπή γιατί δεν παρακολούθησε επαρκώς τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας, ξεχνώντας όμως να αναφέρει ότι γενικός διευθυντής αρμόδιος από το 2001 ως το 2008 ήταν ο ίδιος του. Το 2011 το όνομά του συζητήθηκε επίσης ως υποψηφίου για την προεδρία της ΕΚΤ. Για να ολοκληρώσω με τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς των Βρυξελλών, στην κορυφή του ενιαίου μηχανισμού για την εξυγίανση των τραπεζών, που δημιουργήθηκε πρόσφατα, ως ο πρώτος πυλώνας της τραπεζικής Ένωσης, βρέθηκε η Elke König. Η König είναι επίσης γερμανίδα οικονομολόγος, η οποία αφού εργάστηκε επί τριάντα χρόνια στον χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό κλάδο στην Γερμανία, το 2012 αντικατέστησε την Lautenschläger ως επικεφαλής της ομοσπονδιακής εποπτεύουσας αρχής του. Από το 2015 είναι η υπεύθυνη για την εποπτεία του κοινοτικού χρηματοπιστωτικού τομέα και του μηχανισμού εξυγίανσης των τραπεζών. Οι περιπτώσεις που αναφέρονται είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου ενός δικτύου, πανταχού παρόντος, που έχει καταλάβει όλα τα κομβικά σημεία όπου λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις στην Ευρώπη, ιδιαίτερα αυτές που αφορούν στα οικονομικά και δημόσια οικονομικά. Η κυριαρχία αυτή τώρα είναι χωρίς αντίβαρα, καθώς η παραδοσιακή ισορροπία μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας δεν υπάρχει πια μετά τη σταδιακή εξαφάνιση των γάλλων από τις θέσεις κλειδιά της Κοινοτικής διοίκησης. Αυτή η ασυμμετρία δεν έχει περάσει απαρατήρητη στους Γάλλους πολιτικούς, παρά ότι ανησύχησαν έστω και κάπως καθυστερημένα. Το διαδυκτιακό περιοδικό Politico.eu μας πληροφορεί σε ένα ενδιαφέρον άρθρο, με τον Προυστιανό τίτλο Αναζητώντας τη χαμένη Γαλλική επιρροή, το γεγονός ότι οι Christophe Caresche και Pierre Lequiller, δύο γάλλοι βουλευτές, από τη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση αντίστοιχα, έχουν αφιερώσει σε αυτό το φλέγον ζήτημα μια έκθεση πάνω από εκατό σελίδες, η οποία αναζητά τους λόγους για τη σταδιακή αποδυνάμωση της Γαλλίας στην Ευρώπη. Οι αιτίες ποικίλουν και δύσκολα μπορούν να αντιμετωπιστούν βραχυπρόθεσμα, έχουν να κάνουν αφενός με τη διεύρυνση Ε.Ε. προς ανατολάς, κάτι που θέλησε επίμονα η Γερμανία για να δημιουργήσει μια σειρά υποτελών κρατών, κάτι που της επέτρεψε να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων σε διάφορους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αφετέρου με την μη αντικατάσταση των Γάλλων εκπροσώπων, που έχει να κάνει με την προοδευτική απώλεια ενδιαφέροντος των γαλλικών ελίτ για ευρωπαϊκή σταδιοδρομία. Μια διαδικασία, εκφυλιστική, γιατί στις Βρυξέλλες μειώνεται το κύρος των αξιωμάτων (και τα καθιστά λιγότερο ελκυστικά) καθώς οι διορισμοί όλο και περισσότερο εξαρτώνται από τη Γερμανία (κάτι που αναπόφευκτα συμβαίνει όταν το ικανότερο δυναμικό των άλλων χωρών στρέφει την πλάτη σε θέσεις της ευρωπαϊκής εξουσίας). Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά η Γερμανία απολαμβάνει μια άνευ προηγουμένου κυριαρχία στην ιστορία της ΕΕ, κυριαρχία που φυσικά προστίθεται επίσης στο ενεργητικό της. Να φτάσει κάποιος σε αυτό το σημείο απαιτούνται χρόνια, αν όχι δεκαετίες συνεχούς προσπάθειας από μια χώρα να «γαλουχήσει» και να τοποθετήσει την κατάλληλη στιγμή μια δική της άρχουσα τάξη πιστή στα εθνικά συμφέροντα, ακόμα κι αν χρειαστεί να ποδοπατήσει αυτά τα κοινοτικά, όπως γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανές. Ωστόσο, η δημιουργία ενός τέτοιου δικτύου, ικανού να κάμψει την ευρωπαϊκή γραφειοκρατική μηχανή για να εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα, είναι μια πολύ αργή διαδικασία, που απαιτεί συνεχή προσπάθεια, όπως θα απαιτούσε επίσης και μια ενδεχόμενη αναστροφή πορείας, εάν και όταν κάποιες χώρες προσπαθήσουν να το κάνουν. Δεν μιλάμε για την Ένωση που ονειρεύτηκαν αυτοί που πιστεύουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά πρόκειται για μια πραγματικότητα στην οποία καταλήξαμε. Όπως διδάσκει η βρετανική εμπειρία, ακόμη και σε περίπτωση μια υποτιθέμενης μιας ευρωσκεπτικιστικής κυβέρνησης, για να επιτευχθεί κάτι στις σχέσεις με τις Βρυξέλλες, είναι απαραίτητο ένα ευρύ και αποτελεσματικό δίκτυο, μια προετοιμασία καλύτερη από τους άλλους και μια ικανότητα πρόβλεψης όλων των θεμάτων στρατηγικής σημασίας. Η ιταλική κυβέρνηση σήμερα, όπως και οι προηγούμενες, φαίνεται τραγικά απροετοίμαστη να ακολουθήσει μια οποιαδήποτε στρατηγική που δεν είναι άλλη από την απόλυτη υποταγή. Από την άλλη πλευρά, όπως δείχνει η σύντομη και όχι εξαντλητική απογραφή μας, αλλά και η ανάλυση του Politico.eu επιβεβαιώνει, η αναζήτηση συμμαχιών σήμερα θα χρησίμευε πραγματικά λίγο, δεδομένου ότι η μόνη μεσογειακή χώρα με μια σχετική ισχύ στην ευρωπαϊκή σκακιέρα, δηλαδή η Γαλλία, αποδεικνύεται, εκ των πραγμάτων, ουσιαστικά υποταγμένη στα γερμανικά συμφέροντα, ή τέλος πάντων ανίκανη να αλλάξει πλευρά, να αντιταχθεί και να αναζητήσει μια αποτελεσματική διαμεσολάβηση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Καταλήγοντας λοιπόν, μπορούμε μόνο να πούμε πως, αυτοί που κάνουν κριτική στην κυβέρνηση Renzi ότι δεν έχει πετύχει ένα κατάλληλο δίκτυο συμμαχιών πριν ξεκινήσει τη διεκδίκηση του δικαιώματος της χώρας μας για ίση μεταχείριση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, την κατηγορούν για κάτι που τώρα, εκ των πραγμάτων, θα ήταν ουσιαστικά χωρίς αντίκρισμα. Καμιά συμμαχία, στην πραγματικότητα, δεν θα ήταν ικανή βραχυπρόθεσμα να εξισορροπήσει τη βαθιά ασυμμετρία που έχει δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, στο χάρτη της ευρωπαϊκής εξουσίας.Πηγή:http://www.asimmetrie.org/opinions/la-mappa-asimmetrica-del-potere-europeo/
Μετάφραση Μουρατίδης Γιώργος

Έξοδος από το Eυρώ, υποτίμηση, νέες τιμές- μια απάντηση στις τερατολογίες




    17-2-2016
  •  Έξοδος από το Eυρώ, υποτίμηση, νέες τιμές- μια απάντηση στις τερατολογίες
*






 Το κείμενο γράφτηκε μετά από συζήτηση στην οικονομική επιτροπή του Σχεδίου Β.
Μια από τις τερατολογίες της παράταξης του ευρώ-μονόδρομου και των συνοδοιπόρων του, είναι   και η θέση ότι το κόστος ζωής θα εκτοξευθεί (διπλασιαστεί ή τριπλασιαστεί) με την έξοδο από την ζώνη του ευρώ, εξ αιτίας της υποτίμησης της νέας δραχμής. Πρόκειται για α-νόητη θέση που δεν βρίσκει κανένα επιχείρημα για να στηριχθεί.
Το πρώτο βέβαια ζήτημα που ανακύπτει είναι το εύρος της υποτίμησης. Οι οικονομικές αρχές ενός κράτους προβαίνουν σε μία υποτίμηση για δύο κυρίως λόγους. Είτε για να επανέλθει ισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, είτε για τόνωση της οικονομίας, είτε συνήθως και για τα δύο μαζί.
Είναι σαφές ότι το εύρος του εξωτερικού ελλείμματος της χώρας καθορίζει και την απαραίτητη υποτίμηση, πολλές φορές την επιβάλλει, κάτι που δεν μπορεί να γίνει βέβαια σε συνθήκες ενιαίου νομίσματος. Για το 2010 είχαμε υπολογίσει (ο Θ. Μαριόλης, σε συμφωνία και με διάφορους φορείς του εξωτερικού), ότι στο βαθμό που η χώρα προβεί σε στάση πληρωμών, τότε θα είναι αναγκασμένη να κάνει μια υποτίμηση 56,66% ή και περισσότερο, δηλαδή ένα ευρώ θα αντιστοιχεί σε 1,5666 δρχ. Το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας τα χρόνια αυτά 2008, 2009, 2010 αντιστοιχούσε σε ιλιγγιώδη νούμερα που προσέγγισαν και το 10-15% του ΑΕΠ και καλύπτονταν με εξωτερικό δανεισμό.
Σήμερα το εξωτερικό έλλειμμα, λόγω της μείωσης των συνολικών (ιδιωτικών και δημόσιων) καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών και της ανάλογης μείωσης των εισαγωγών έχει σχεδόν μηδενιστεί. Η ανεργία όμως είναι τώρα που φτάνει σε ιλιγγιώδη νούμερα. Η υποτίμηση όπως και η δημιουργία ελλειμματικού προϋπολογισμού είναι τα βασικά μέσα οικονομικής πολιτικής για την ανάσχεση της ανεργίας. Η υποτίμηση στην Ελλάδα, μπορεί να δώσει την απαραίτητη αρχική ώθηση για την έξοδο από την ύφεση. Η Ελλάδα λόγω και σκληρού νομίσματος, όπως και λόγω συμμετοχής της στην ΟΝΕ, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο διεθνή ανταγωνισμό με συνέπεια την τραγική υποβάθμισή της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Κανείς σήμερα -ούτε οι αγορές- δεν θα προεξοφλήσουν μια υποτίμηση της τάξης του 50% , γιατί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφανίζει ισορροπία. Συνεπώς το εύρος της υποτίμησης θα είναι απόφαση των οικονομικών αρχών της Ελλάδας, οι οποίες όμως θα πρέπει να βάλουν ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, για να εμποδίσουν κερδοσκοπικά παιχνίδια. Θα μπορούσαμε έτσι υπό προϋποθέσεις να δεχτούμε σήμερα, ότι μια κυβέρνηση θα κινηθεί από μια δυνατότητα υποτίμησης που ξεκινάει από το κατώφλι του 20%. Το πόσο προς τα πάνω πρέπει να κινηθεί, εξαρτάται από το σχέδιο οικονομικής της πολιτικής, τις ανάγκες της και την ανάλυση που θα κάνει. Ο Ζιν, λ.χ., ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα χρειάζεται μια υποτίμηση της τάξης του 30%. Για χάριν της συζήτησης, ας δεχτούμε ότι η υποτίμηση που θα αποφασίσει η ελληνική   κυβέρνηση που θα βγάλει την χώρα από το ευρώ θα είναι 25%, δηλαδή ένα ευρώ θα ισούται με 1,25 δρχ.
Αν βέβαια ο εισαγόμενος πληθωρισμός εξ αιτίας της υποτίμησης, ανέβαινε κατά 25%, τότε και μόνο τότε, το κόστος ζωής θα ανέβαινε και αυτό κατά 25%. Όμως αν συνέβαινε αυτό, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να γίνει υποτίμηση μια που το κέρδος της ανταγωνιστικότητας θα μηδενιζόταν αμέσως. Το κόστος ζωής θα ανεβεί κατά 25%, μόνο σε κάποιον που ζει με δραχμές στο εξωτερικό, αλλά όχι εντός της Ελλάδας. Αντίθετα ο πολύς κόσμος δεν το καταλαβαίνει αυτό. Στην άγνοια αυτή πατάει και στηρίζεται, η σπέκουλα και η τερατολογία της παράταξης του ευρώ και της Ε.Ε..
Για να επιβεβαιώσει κανείς τα παραπάνω, όπως και τα παρακάτω, αρκεί να γυρίσει το ρολόι 4 χρόνια πριν την είσοδο στο ευρώ. Εκεί μπορεί να κοιτάξει, πόσο ανέβηκε ο πληθωρισμός εξ αιτίας της υποτίμησης της κυβέρνησης Σημίτη. Έτσι μπορεί να καταλάβει ποιος τερατολογεί και ποιος ψάχνει την αλήθεια .
Τα οικονομικά που διδάσκονται στα πανεπιστήμια λένε, ότι ο πληθωρισμός κόστους μετά από μία υποτίμηση εισάγεται στην χώρα κατά κύματα και για να φτάσει να εξατμίσει την υποτίμηση μπορεί να χρειαστεί και 15 χρόνια. Η υποτίμηση δίνει λοιπόν «χρόνο» σε μία οικονομία να ανασυνταχθεί. Για να γίνει κατανοητό αυτό, ας σκεφτούμε ότι ένα κομμάτι του ήδη υπάρχοντος κεφαλαίου είναι εισαγόμενο. Όμως αυτό αντικαθίσταται σιγά-σιγά, έτσι αργά-αργά η υποτίμηση μπαίνει στο κόστος παραγωγής. Π.χ., στην Ελλάδα υπάρχουν τρακτέρ. Για να αντικατασταθούν όλα και να περάσει το σύνολο της επίπτωσης της υποτίμησης στο κόστος παραγωγής στον κλάδο της γεωργίας δεν χρειάζονται λίγα χρόνια.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μιας υποτίμησης 25%, δηλαδή όπως είπαμε 1 ευρώ=1,25 δραχμές, το πληθωριστικό κύμα θα είναι -με το χειρότερο σενάριο- 4,6% τον 1ο χρόνο, 2,9% τον 2ο, 2,1% τον 3ο, 1,6% τον 4ο, και 1,3% τον 5ο. (βλ: μελέτη Μαριόλη-Κάτσινου, «Επιστροφή σε υποτιμημένη δραχμή, εισαγόμενος πληθωρισμός κόστους και διεθνής ανταγωνιστικότητα, μια μελέτη εισροών-εκροών.») Εδώ έχουν υπολογισθεί αυξήσεις μισθών ανάλογες με τον πληθωρισμό. Αν φυσικά αποφασιστεί να κοπεί χρήμα για να χρηματοδοτηθεί δημόσιο έλλειμμα και δημιουργηθεί μια επιπλέον μικρή πληθωριστική πίεση, αυτό είναι ζήτημα άλλης τάξης, που δεν συνδέεται με τις επιπτώσεις της υποτίμησης στις τιμές.
Σε περίπτωση μιας υποτίμησης 20% είναι 3,7%, 2,4%, 1,7%,1,3% ,1%. Ενώ στην περίπτωση μιας μεγάλης υποτίμησης 50% θα έχουμε αντίστοιχα 9,3%, 6%, 4,3%, 3,2%, 2,6%. Άρα μιλάμε για ένα μονοψήφιο εισαγόμενο πληθωρισμό 4%-9% ως τίμημα της υποτίμησης κατά τον 1ο χρόνο, με το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό, ότι οι τιμές δεν θα αλλάξουν το ίδιο για όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες. Το αντίθετο, θα αλλάξουν πολύ ασύμμετρα. Π.χ., οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες δεν θα επηρεαστούν, γιατί δεν περιέχουν τίποτα σχεδόν εισαγόμενο. Αντίστροφα, ένα αυτοκίνητο θα ακριβύνει αμέσως. Θα αλλάξει η σύνθεση του καλαθιού της κατανάλωσης, αυξάνοντας την ζήτηση για εγχώρια αγαθά, ενώ συνάμα νέα παραγωγή θα υποκαθιστά τις εισαγωγές.
Κάποιος με τον ίδιο πραγματικό μισθό ή διαθέσιμο εισόδημα σε δραχμές που είχε πριν με ευρώ (χωρίς δηλαδή να λάβουμε υπ’ όψιν ευνοϊκές φορολογικές αλλαγές), μετά από ένα έτος θα αποκτήσει π.χ. μεγαλύτερη αγοραστική δυνατότητα για αγορά εγχώριων τροφίμων, ή για να νοικιάσει ένα σπίτι, την ίδια για να κάνει ένα μάθημα κιθάρας, και μικρότερη για να αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Με την ανάκαμψη της οικονομίας θα υπάρξουν δημόσια έσοδα που σε συνδυασμό με την ανάκτηση του εκδοτικού προνομίου, τις αλλαγές στην φορολογία που θα εξυπηρετούν την ανάγκη για τόνωση της εγχώριας ζήτησης και παραγωγής, την σύγκρουση με τα μεγάλα συμφέροντα και τις μονοπωλιακές τιμές της αγοράς, τις χαμηλές τιμές για τα αναγκαία αγαθά, την αναδιανομή του εισοδήματος, την κατάργηση των χαρατσιών, θα ενισχύσουν σημαντικά την αγοραστική δυνατότητα για την πλειοψηφία. Για ένα μεσοπρόθεσμο διάστημα, μέχρι η Ελλάδα να αποκτήσει ισχυρή παραγωγική βάση, ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα παραμένει σχετικά ακριβό. Όμως η ζωή στην Ελλάδα θα είναι εύκολη.
Δεν είναι επίσης απαραίτητο, όλα τα εισαγόμενα αγαθά, να αυξηθούν αναλογικά. Αυτό είναι ζήτημα πολιτικής. Π.χ., 1λτ βενζίνη κοστίζει σήμερα 1,5 ευρώ, από το οποίο ας πούμε ότι το 0,40 είναι η αγορά του προϊόντος από το εξωτερικό, 0,20 κέρδος από μεταπώληση και επεξεργασία και 0,90 ευρώ φόροι. Για να αυξηθεί αναλογικά με την υποτίμηση και να πάει από 1,5 ευρώ σε 1,875 δρχ θα πρέπει όλα να αυξηθούν αναλογικά κατά 25%. Όμως μπορεί μόνο το εισαγόμενο μέρος της τιμής να ανεβεί αναγκαστικά κατά 25%, δηλαδή να γίνει 0,50 δρχ, το περιθώριο κέρδους να μειωθεί σε 0,15 δρχ και οι φόροι να μειωθούν σε 0,65 δρχ και τελικά η συνολική τιμή να γίνει 1,35 δρχ από 1,50 ευρώ. Αυτό θα εξυπηρετήσει την συγκράτηση και του πληθωρισμού, μια που τα καύσιμα μπαίνουν μέσα σε όλα τα προϊόντα. Σε μια φιάλη π.χ. σκληρού αλκοόλ που θέλουμε κιόλας να υποκαταστήσουμε, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, με κατανάλωση-παραγωγή ελληνικού τσίπουρου, μπορούμε και να μεγαλώσουμε τους φόρους και αν σήμερα κοστίζει 20 ευρώ 10 το εισαγόμενο μέρος της τιμής, 8 οι φόροι και 2 το κέρδος από την πώληση, να φτάσει τις 27 δρχ, 12,5 το εισαγόμενο μέρος της τιμής λόγω της υποτίμησης, 2 το κέρδος και 12,5 οι φόροι. Το ίδιο σε ένα βαθμό μπορεί να γίνει με τα αυτοκίνητα (αναλόγως κυβισμού) και τα αγαθά πολυτελείας.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η αλλαγή της έμμεσης φορολογίας με υψηλούς φόρους σε αγαθά εισαγόμενα-πολυτελείας και χαμηλούς σε είδη πρώτης ανάγκης, μαζί με τις άλλες φορολογικές αλλαγές, μπορεί να εγγυηθεί την αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δυνατότητας για αγαθά ανάγκης που στερούνται, ή αγοράζουν με δυσκολία, τουλάχιστον τα 2/3 της ελληνικής κοινωνίας. Όταν λέμε αγαθά ανάγκης, δεν εννοούμε μόνο την δυνατότητα να αγοράσει κανείς πετρέλαιο, αλλά και να βγει για φαγητό, να πάει στο θέατρο, ή να κάνει διακοπές στο εσωτερικό. Η αγοραστική δυνατότητα θα μειωθεί μόνο για ένα τμήμα της κοινωνίας (που σήμερα πρέπει να είναι πολύ μικρότερο από το 1/3) που έχει την δυνατότητα να καταναλώνει ακριβά και εισαγόμενα αγαθά πολυτελείας και εισπράττει το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος.
Τέλος οι ξένοι, που πουλούν προϊόντα στην ελληνική αγορά δεν αποκλείεται να ρίξουν τις τιμές τους για να συγκρατήσουν τμήμα της αγοράς (ή/και επειδή τα όποια εμπορεύματά μας χρησιμοποιούνται στην παραγωγή δικών τους εμπορευμάτων, θα έχουν χαμηλότερη τιμή σε ξένο νόμισμα). Αυτή είναι μια ενδεχομένως ευνοϊκή παράμετρος που δεν έχει παρθεί υπ’ όψιν στην μελέτη που αναφερθήκαμε. Άλλωστε όλοι γνωρίζουμε ότι οι τιμές στα σουπερ μάρκετ της Γερμανίας είναι πολύ μικρότερες της Ελλάδας.
Όλη λοιπόν η φασαρία περί διπλασιασμού του κόστους ζωής με την οποία η παράταξη του ευρώ και της Ε.Ε. τρομοκρατεί τον ελληνικό λαό έχει την αντιστοιχία της σε έναν εισαγόμενο πληθωρισμό το πολύ 4,6% τον πρώτο χρόνο μετά μια υποτίμηση της τάξης του 25%. Ακόμη και αν η υποτίμηση έφτανε σε μεγάλο ύψος, ο εισαγόμενος πληθωρισμός δεν θα γινόταν διψήφιος. Αξίζει λοιπόν, για την αποφυγή ενός μονοψήφιου εισαγόμενου πληθωρισμού που μπορεί να κινηθεί και σε επίπεδα κάτω από το 5% (και αυτό κατά τον 1ο χρόνο, γιατί μετά μειώνεται σημαντικά) να παραμένει ο ελληνικός λαός δεμένος, ταπεινωμένος, και τσακισμένος από την τρόικα. Να παραμείνει η Ελλάδα μια χώρα ναυτικών γεμάτη ναυαγούς;
Υ.Γ: Αν και δεν είναι του παρόντος, πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα κομμάτι της παράταξης του ευρώ-μονόδρομου ισχυρίζεται ότι η ελληνική οικονομία δεν κέρδισε και πολλά πράγματα από την δυνατότητα της συναλλαγματικής πολιτικής που είχε στο παρελθόν. Το να ισχυρίζεται βέβαια κανείς ότι η συναλλαγματική πολιτική δεν παίζει ρόλο στην οικονομική πολιτική θέλει από μόνο του ιδιαίτερη φαντασία και κάποιος μπορεί να τους συγχαρεί αλλά μόνο για την φαντασία τους και τίποτα παραπάνω. Γιατί το ερώτημα δεν είναι τι κέρδισε η ελληνική οικονομία όταν από 1$=30 δρχ, το 1974 έφτασε στο 1$=360 δρχ όταν μπήκε στο ευρώ, αλλά τι θα γινόταν αν από το 1974 έως το 2000 το 1$ παρέμενε στις 30 δρχ. Την απάντηση την έδωσε η ιστορία, όταν ακριβώς η Ελλάδα κατάργησε την συναλλαγματική της πολιτική (ήδη από την εποχή της πολιτικής της σκληρής δραχμής) και εισήλθε με αμετάκλητη ονομαστική ισοτιμία στην ζώνη του ευρώ. Και αν εντός της ζώνης του ευρώ καταποντίσθηκε, τι κέρδισε στις συναλλαγές της με τις χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ, όταν το ευρώ από 1ευρώ=0,9$, έφτασε το 1ευρώ=1,6$ το 2008; Τελικά για τους υποστηρικτές της ΟΝΕ, και τους θιασώτες του σκληρού νομίσματος, είναι πολύ θλιβερή η διαπίστωση, ότι η Ελλάδα θα ήταν πολύ καλύτερα αν το 2001 συνέδεε το νόμισμά της με το δολάριο παρά με το ευρώ.
Υπενθυμίζουμε ότι εμείς δεν υποστηρίζουμε απλώς την ανάκτηση των πλεονεκτημάτων και των μέσων της οικονομικής πολιτικής, της δημοσιονομικής, της συναλλαγματικής, της νομισματικής που είναι απαραίτητα για να αναχαιτίσουμε την κρίση, αλλά υποστηρίζουμε και την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τα δεσμά του χρέους, όπως και τον μακροχρόνιο οικονομικό σχεδιασμό της ανάπτυξης της χώρας σε σύγκρουση με τα μεγάλα εγχώρια συμφέροντα αλλά και την Ε.Ε.. Άρα, δεν θέλουμε να γυρίσουμε στο «παρελθόν» της δραχμής όπως μας κατηγορούν (που δεν καταλαβαίνει κανείς γιατί δεν είναι και αυτό από μόνο του μια σωτηρία), αλλά να βαδίσουμε προς το μέλλον, δημιουργώντας ένα παράδειγμα για τις εργαζόμενες τάξεις της νότιας Ευρώπης και της Μεσογείου.
Πηγή: Σχέδιο Β