Το ασύμμετρο τοπίο της ευρωπαϊκής εξουσίας


2:0Το ασύμμετρο τοπίο της ευρωπαϊκής εξουσίαςΗ πρόσφατη στάση της ιταλικής κυβέρνησης απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Ορισμένοι σχολιαστές αντιμετώπισαν θετικά την κυβέρνηση Renzi στη διεκδίκηση ίσων όρων για τη χώρα μας. Άλλοι, όπως ο Wolfgang Munchau, στο Eurointelligence στις 2 Φεβρουαρίου, έκανε λόγο για μείγμα δειλίας με ανικανότητα: πράγματι δεν έχει νόημα να εναντιώνεσαι στην εφαρμογή κανόνων που έγιναν δεκτές με σκυμμένο κεφάλι (να υπενθυμίσουμε ότι η ευθύνη αυτή δεν είναι της σημερινής κυβέρνησης), λαμβάνοντας υπόψη, κάτι που έγινε σαφές από την αρχή, ότι θα ήταν επιζήμιοι για τη χώρα. Άλλοι επίσης θεωρούν ακραία και υπερβολικά φιλόδοξη την προσέγγιση της κυβέρνησης γιατί θα έπρεπε πριν έρθει αντιμέτωπη με την «Ευρώπη» (την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), να έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο συμμαχιών που θα της επιτρέπεται να αντιταχθεί στη Γερμανία με επαρκή διαπραγματευτική ισχύ.Επιμένουμε σε αυτή την τελευταία κριτική, η οποία κατά τη γνώμη μας είναι αντιφατική και επιφανειακή (κάτι που φυσικά δεν σημαίνει, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι η συμπεριφορά της κυβέρνησης Renzi είναι και η πλέον ενδεδειγμένη).Οι ενστάσεις που εγείρουμε είναι δύο. Από τη μια, αν η Ευρώπη είναι ένα μέρος όπου για να διεκδικήσει κανείς τα δικαιώματά του είναι απαραίτητο να πολεμήσεις, τότε, πώς να το πω, ένα μέρος σαν κι αυτό υπήρχε, χωρίς να χρειαζόταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν και λιγότερο πολιτικά και οικονομικά δυσλειτουργικό και χωρίς να επιβάλει, μέσω Συνθηκών που υπερκαλύπτουν των δημοκρατικά συνταγμάτα των χωρών μελών, εξαιρετικά παράλογους οικονομικού κανόνες (όπως άλλωστε η επιστημονική βιβλιογραφία έχει καταστήσει σαφές καιρό πριν). Έτσι, οποίος ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση Renzi δεν προσπαθεί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για την οικοδόμηση μιας «άλλης Ευρώπης», συμμαχώντας με άλλες «αδύναμες» χώρες, στην πραγματικότητα καταδεικνύει χωρίς καν να το συνειδητοποιεί, τα βαθιά αίτια για τα οποίας αυτή η μυστηριώδης «άλλη Ευρώπη» δεν είναι εφικτή. Από εδώ προκύπτει η αντιφατική φύση αυτών των επικρίσεων. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση σαν ιδέα συλλαμβάνεται με σκοπό να εξαλείψει τις συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών, έχει μετατραπεί σε ένα εργαλείο που εξαλείφει τη δυνατότητα δημοκρατικής διαμεσολάβησης αυτών των συγκρούσεων, επανέρχεται έτσι ο παλιός τρόπος επίλυσης διαφορών βασισμένος στον συσχετισμό δυνάμεων – συμμαχώντας, και «χτυπώντας γροθιές στο τραπέζι» Αλλά τραπέζι δεν υπάρχει.Δεύτερον, όσοι επικρίνουν την ανικανότητα της κυβέρνησης Renzi να υφάνει ένα δίκτυο συμμαχιών στην Ευρώπη δείχνει μια πολύ ρηχή γνώση της ευρωπαϊκής εξουσίας. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ιταλία, στην πραγματικότητα, δεν είναι η έλλειψη των συμμαχιών, αλλά το γεγονός ότι σε όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έχουν διεισδύσει στοιχεία Γερμανικής επιλογής (και ιδίως του κόμματος της κας Merkel). Θα ήταν χρήσιμη μια γρήγορη ανασκόπηση. Ξεκινάμε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του οποίου το μακροβιότερο μέλος, η πρώτη εκλογή το 1979, είναι οHans-Gert Pöttering. Ο Pöttering (γεννημένος το 1945) είναι μέλος του CDU- CSU, το κόμμα της Angela Merkel. Διετέλεσε, επίσης, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μεταξύ του 2007 και του 2009, αλλά αυτό που τον καθιστά έναν από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στις Βρυξέλλες, είναι το γεγονός ότι είναι το δεξί χέρι της Angela Merkel για όλα τα ευρωπαϊκά θέματα. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, επικεφαλής του επιτελείου του ήταν ο Klaus Welle, ο οποίος στη συνέχεια, τι έκπληξη, έγινε ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου, ο πλέον υψηλόβαθμος υπάλληλος σε ολόκληρη την διοίκηση. Γεννημένος το 1964, ο Welle ήταν υπεύθυνος για τις ευρωπαϊκές πολιτικές στο κόμμα του το ίδιο του Pöttering και της Merkel, στη συνέχεια, τη δεκαετία του '90, πέρασε στην αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του ΛΕΚ( Λαϊκό ευρωπαϊκό κόμμα), κατόπιν εργάστηκε με τον Pöttering για να καταλήξει στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας του ευρωκοινοβουλίου. Αν περάσουμε στην Επιτροπή, γνωστό ακόμη και στις ιταλικές εφημερίδες (συνήθως όχι τόσο καλά ενημερωμένες σχετικά με τις κοινοτικές υποθέσεις) ότι ο νέος επικεφαλής του επιτελείου του προέδρου Juncker είναι πραγματικά ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές(factotum) της Επιτροπής 2014-2019, αυτός που με μια ασυνήθιστα αυταρχική διαχείριση επιβάλλει μια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή, παρακάμπτοντας μερικές φορές ακόμη και τον Πρόεδρο. ΟMartin Selmayr, γεννήθηκε το 1970, είναι δικηγόρος και έχει μελετήσει τις νομικές πτυχές της νομισματικής ένωσης, εργάστηκε καταρχάς στην ΕΚΤ και στη συνέχεια στις Βρυξέλλες στα γραφεία του Γερμανικού Ιδρύματος Bertelsmann. Ήταν αυτός και όχι ο Γιούνκερ που καθόρισε το πλαίσιο εντός του οποίου όλα τα μέλη του κοινοτικού εκτελεστικού σώματος, Επίτροποι και Αντιπρόεδροι μπορούν να κινούνται. Μια άλλη κίνηση που ο Selmayr υποστήριξε σθεναρά και ολοκλήρωσε, λίγους μήνες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, αρκετά αντισυμβατική και σημαντική, ήταν η κυκλική εναλλαγή των γενικών διευθυντών.Ευκαιρίας αυτής δοθείσης, τοποθέτησε με έξυπνο τρόπο τον προκάτοχο και συμπατριώτη του Johannes Laitenberger, πρώην επικεφαλής του επιτελείου του Barroso, ως υπεύθυνο Ανταγωνισμού, ένα από τα πιο σημαντικά χαρτοφυλάκια, ο Johannes Laitenberger έχει πολλά κοινά με τον Selmayr. Και οι δύο είναι δικηγόροι, πολύ κοντά στο κόμμα της Angela Merkel, το CDU-CSU. Ο Laitenberger τοποθετήθηκε από την καγκελάριο ως τοποτηρητής του Μπαρόζο κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του (2010-2014), σε αντάλλαγμα για την επανεκλογή του στην Προεδρεία της Επιτροπής. Επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το έργο της Επιτροπής σε πλήρη αρμονία με το Βερολίνο. Έχει μεταφερθεί ως επικεφαλής στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού από τον Selmayr κάτι που δεν ενθουσίασε ιδιαίτερα την αρμόδια Επίτροπο. Για να εξηγούμαστε, είναι από αυτόν που θα περάσουν όλες οι αποφάσεις σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, όπως αυτές για τον τραπεζικό τομέα που η Ιταλία προσπαθεί απεγνωσμένα να πετύχει. Μια θέση τυπικά λιγότερο σημαντική, αλλά ουσιαστικά καθοριστική για την Επιτροπή είναι αυτή που κατέχει οStefan Pflueger, ο οποίος είναι ο Γραμματέας της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής και της Ευρωομάδας. Οικονομολόγος, εργάστηκε στο γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών, στο τμήμα διεθνών υποθέσεων, την  περίοδο της κρίσης του ΕΝΣ(Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα) και κατά την υπογραφή τη Συνθήκης του Μάαστριχτ. Το 1999 ο Pflueger πέρασε στην Επιτροπή και σήμερα είναι ο υπεύθυνος στη διεύθυνση της Ευρωομάδας. Γνώστης της λειτουργίας αυτού του οργάνου του σημαντικού, ωστόσο, λιγότερο ελεγχόμενο από τις Συνθήκες, οπότε γίνεται σαφής ο καθοριστικός ρόλος του. Στο Συμβούλιο, πολιτικά το πιο σημαντικό θεσμικό όργανο που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εθνικών κυβερνήσεων, ο Carsten Pillath κατέχει τη θέση του Γενικού Διευθυντή Οικονομικών και Χρηματοδοτικών υποθέσεων. Υπό την ευθύνη του, όχι τυχαία, βρίσκεται η διαχείριση των εργασιών της Ευρωομάδας. Ο Pillath γεννήθηκε το 1956, επίσης γερμανός οικονομολόγος με μακρά εμπειρία στο Υπουργείο Οικονομικών, αρμόδιος για τις σχέσεις με την ευρωζώνη. Το 2006 διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕ), το 2008 βρίσκεται στις Βρυξέλλες στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, πριν από το 2012 αναλαμβάνει την τωρινή του θέση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο σημαντικότεροι αξιωματούχοι αρμόδιοι για την οργάνωση των εργασιών της Ευρωομάδας, τόσο από την πλευρά της Επιτροπής όσο και εκείνης του Συμβουλίου, είναι δύο πρώην αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας. Και στο Συμβούλιο ο πιο υψηλόβαθμος υπάλληλος, ο Γενικός Γραμματέας, είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης του Βερολίνου, όχι ένας κοινοτικός υπάλληλος καριέρας, αλλά ένα στέλεχος της γερμανικής διοίκησης «προσωρινά» από το 2011 στην κοινοτική διοίκηση ως επικεφαλής του πολιτικά πιο σημαντικού θεσμού: ο Uwe Corsepius. Κλάσης του 1960 κι αυτός επίσης οικονομολόγος, μαθητής του Horst Steinmann, από το 1994 στη γερμανική Καγκελαρία, πρώτα με τον Helmut Kohl, στη συνέχεια, με τον Gerhard Schröder και τέλος, με την AngelaMerkel. Με την τελευταία ο Corsepius αναλαμβάνει την ευθύνη για όλα τα θέματα της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης και τις διαπραγματεύσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Το 2011 για ένα σύντομο χρονικό διάστημα υπήρξε ο άνθρωπος ειδικών αποστολών(Sherpa) της AngelaMerkel στο G8, αντικαθιστώντας τον προηγούμενο σύμβουλο της Καγκελαρίου, Jens Weidmann, ο οποίος τοποθετήθηκε πρόεδρος της Bundesbank. Επίσης, το 2011, μετά αφού είχε διαπραγματευτεί εξ ονόματος της γερμανικής κυβέρνησης όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά ζητήματα, αψηφώντας κάθε αρχής αμεροληψίας, ο Corsepius γίνεται Γενικός Γραμματέας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, με αποστολή να διασφαλίσει την αμεροληψία στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών μελών. Διάδοχός του ως επικεφαλής σύμβουλος για την ευρωπαϊκή πολιτική της AngelaMerkel γίνεται oNikolaus Meyer-Landrut, γεννημένος το 1960, διπλωμάτης ικανός με σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ της Γερμανικής και Γαλλικής Κυβέρνησης και υπεύθυνος για τις σχέσεις με τους κοινοτικούς θεσμούς. Πριν από λίγους μήνες ο Meyer-Landrut μετακινήθηκε στο πιο καυτό μέτωπο για τις γερμανικές σχέσεις, τοποθετήθηκε πρεσβευτής στο Παρίσι. Στη θέση του δίπλα στην AngelaMerkelεπέστρεψε Corsepius. Η θέση του βασικού σύμβουλου της AngelaMerkelείναι προφανώς ένα σημαντικό σκαλοπάτι, όπως αποδεικνύεται για παράδειγμα από την καριέρα του Jens Weidmann. Ο Weidmann, γεννημένος το 1968, οικονομολόγος και μαθητής του Vaubel Neumann, συμμετείχε ως σύμβουλος για την προετοιμασία του Agenta 2010: το πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης Schröder. Από το 2006 γίνεται σύμβουλος της AngelaMerkelκαι ο άνθρωπος της ειδικών αποστολών(Sherpa) στο G8. Το 2011, κατά παράβαση της αρχής της ανεξαρτησίας της εθνικής κεντρικής τράπεζας, ο σύμβουλος του επικεφαλής της κυβέρνησης γίνεται πρόεδρος της Bundesbank. Αφήνω τον αναγνώστη να φανταστεί τις αντιδράσεις που θα ξεσπούσαν στην Ιταλία, εάν ο πρωθυπουργός της είχε διορίσει σύμβουλο του ως διοικητής στην Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας. Θα έχει ενδιαφέρον και δεν θα πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας την εξέλιξη του Weidmann, ιδίως ενόψει της διαδοχής Mario Draghi το 2019. Μετά κιόλας από το γεγονός που το 2011 ο επικεφαλής της Bundesbank, Axel Weber, απέτυχε να γίνει ο πρόεδρος της ΕΚΤ, αναμένουμε ότι ο Weidmann το 2019 θα τα καταφέρει. Ο ρόλος του Weidmann στη Bundesbank, αλλά κυρίως στο Δ.Σ. της ΕΚΤ, είναι γνωστός. Ίσως λιγότερο γνωστός είναι εκείνος της Sabine Lautenschläger της ευνοούμενής του. Η Lautenschläger, γεννήθηκε το 1964 και είναι δικηγόρος, πρώην επικεφαλής της Αρχής Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, την επέλεξε ο Weidmann ως αντιπρόεδρό του στην Bundesbank και ως δεύτερο μέλος εκ μέρους της Γερμανίας στο διοικητικό συμβουλίου της ΕΚΤ, για να αντικαταστήσει τον Jörg Asmussen, οι θέσεις του οποίου ήταν πάρα πολύ συχνά σε συμφωνία με εκείνες του Mario Draghi. Ένας ακόμη από τους ανθρώπους κλειδιά του Βερολίνου (και Φρανκφούρτης) για όλα τα οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα στην Ευρώπη είναι και ο Klaus Regling. Ο Regling είναι ο εκτελεστικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), αργότερα έγινε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ), δηλαδή το ταμείο με τα στεγανά και χωρίς κανένα δημοκρατικό έλεγχο που αποφασίζει για τις προϋποθέσεις που πρέπει να επιβάλλονται στα κράτη μέλη που ζητούν οικονομική ενίσχυση από τις Βρυξέλλες. Ο Regling, γεννήθηκε το 1950, ακόμη ένας Γερμανός οικονομολόγος του οποίου το βιογραφικό καταγράφει πάνω από είκοσι χρόνια παρουσίας μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας, με μια παρένθεση στην ένωση των γερμανικών τραπεζών και σε μια εμπορική τράπεζα του Λονδίνου. Το 2001 θήτευσε στην κοινοτική διοίκηση, διορίστηκε ως Γενικός Διευθυντής Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπου και παρέμεινε μέχρι το 2008. Την περίοδο 2008 - 2010 επέστρεψε στο Βερολίνο ως σύμβουλος της Merkel, και στη συνέχεια, το 2010 έγινε ο επικεφαλής των διαφόρων χρηματοδοτικών μηχανισμών μέσω των οποίων η Ευρωζώνη παρέχει δάνεια στα κράτη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Αυτός είναι ο αρχιτέκτονας των «σχεδίων διάσωσης» της Ελλάδα, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, και των άλλων που θα ακολουθήσουν... Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 2010 επέκρινε δριμύτατα την Επιτροπή γιατί δεν παρακολούθησε επαρκώς τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας, ξεχνώντας όμως να αναφέρει ότι γενικός διευθυντής αρμόδιος από το 2001 ως το 2008 ήταν ο ίδιος του. Το 2011 το όνομά του συζητήθηκε επίσης ως υποψηφίου για την προεδρία της ΕΚΤ. Για να ολοκληρώσω με τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς των Βρυξελλών, στην κορυφή του ενιαίου μηχανισμού για την εξυγίανση των τραπεζών, που δημιουργήθηκε πρόσφατα, ως ο πρώτος πυλώνας της τραπεζικής Ένωσης, βρέθηκε η Elke König. Η König είναι επίσης γερμανίδα οικονομολόγος, η οποία αφού εργάστηκε επί τριάντα χρόνια στον χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό κλάδο στην Γερμανία, το 2012 αντικατέστησε την Lautenschläger ως επικεφαλής της ομοσπονδιακής εποπτεύουσας αρχής του. Από το 2015 είναι η υπεύθυνη για την εποπτεία του κοινοτικού χρηματοπιστωτικού τομέα και του μηχανισμού εξυγίανσης των τραπεζών. Οι περιπτώσεις που αναφέρονται είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου ενός δικτύου, πανταχού παρόντος, που έχει καταλάβει όλα τα κομβικά σημεία όπου λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις στην Ευρώπη, ιδιαίτερα αυτές που αφορούν στα οικονομικά και δημόσια οικονομικά. Η κυριαρχία αυτή τώρα είναι χωρίς αντίβαρα, καθώς η παραδοσιακή ισορροπία μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας δεν υπάρχει πια μετά τη σταδιακή εξαφάνιση των γάλλων από τις θέσεις κλειδιά της Κοινοτικής διοίκησης. Αυτή η ασυμμετρία δεν έχει περάσει απαρατήρητη στους Γάλλους πολιτικούς, παρά ότι ανησύχησαν έστω και κάπως καθυστερημένα. Το διαδυκτιακό περιοδικό Politico.eu μας πληροφορεί σε ένα ενδιαφέρον άρθρο, με τον Προυστιανό τίτλο Αναζητώντας τη χαμένη Γαλλική επιρροή, το γεγονός ότι οι Christophe Caresche και Pierre Lequiller, δύο γάλλοι βουλευτές, από τη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση αντίστοιχα, έχουν αφιερώσει σε αυτό το φλέγον ζήτημα μια έκθεση πάνω από εκατό σελίδες, η οποία αναζητά τους λόγους για τη σταδιακή αποδυνάμωση της Γαλλίας στην Ευρώπη. Οι αιτίες ποικίλουν και δύσκολα μπορούν να αντιμετωπιστούν βραχυπρόθεσμα, έχουν να κάνουν αφενός με τη διεύρυνση Ε.Ε. προς ανατολάς, κάτι που θέλησε επίμονα η Γερμανία για να δημιουργήσει μια σειρά υποτελών κρατών, κάτι που της επέτρεψε να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων σε διάφορους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αφετέρου με την μη αντικατάσταση των Γάλλων εκπροσώπων, που έχει να κάνει με την προοδευτική απώλεια ενδιαφέροντος των γαλλικών ελίτ για ευρωπαϊκή σταδιοδρομία. Μια διαδικασία, εκφυλιστική, γιατί στις Βρυξέλλες μειώνεται το κύρος των αξιωμάτων (και τα καθιστά λιγότερο ελκυστικά) καθώς οι διορισμοί όλο και περισσότερο εξαρτώνται από τη Γερμανία (κάτι που αναπόφευκτα συμβαίνει όταν το ικανότερο δυναμικό των άλλων χωρών στρέφει την πλάτη σε θέσεις της ευρωπαϊκής εξουσίας). Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά η Γερμανία απολαμβάνει μια άνευ προηγουμένου κυριαρχία στην ιστορία της ΕΕ, κυριαρχία που φυσικά προστίθεται επίσης στο ενεργητικό της. Να φτάσει κάποιος σε αυτό το σημείο απαιτούνται χρόνια, αν όχι δεκαετίες συνεχούς προσπάθειας από μια χώρα να «γαλουχήσει» και να τοποθετήσει την κατάλληλη στιγμή μια δική της άρχουσα τάξη πιστή στα εθνικά συμφέροντα, ακόμα κι αν χρειαστεί να ποδοπατήσει αυτά τα κοινοτικά, όπως γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανές. Ωστόσο, η δημιουργία ενός τέτοιου δικτύου, ικανού να κάμψει την ευρωπαϊκή γραφειοκρατική μηχανή για να εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα, είναι μια πολύ αργή διαδικασία, που απαιτεί συνεχή προσπάθεια, όπως θα απαιτούσε επίσης και μια ενδεχόμενη αναστροφή πορείας, εάν και όταν κάποιες χώρες προσπαθήσουν να το κάνουν. Δεν μιλάμε για την Ένωση που ονειρεύτηκαν αυτοί που πιστεύουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά πρόκειται για μια πραγματικότητα στην οποία καταλήξαμε. Όπως διδάσκει η βρετανική εμπειρία, ακόμη και σε περίπτωση μια υποτιθέμενης μιας ευρωσκεπτικιστικής κυβέρνησης, για να επιτευχθεί κάτι στις σχέσεις με τις Βρυξέλλες, είναι απαραίτητο ένα ευρύ και αποτελεσματικό δίκτυο, μια προετοιμασία καλύτερη από τους άλλους και μια ικανότητα πρόβλεψης όλων των θεμάτων στρατηγικής σημασίας. Η ιταλική κυβέρνηση σήμερα, όπως και οι προηγούμενες, φαίνεται τραγικά απροετοίμαστη να ακολουθήσει μια οποιαδήποτε στρατηγική που δεν είναι άλλη από την απόλυτη υποταγή. Από την άλλη πλευρά, όπως δείχνει η σύντομη και όχι εξαντλητική απογραφή μας, αλλά και η ανάλυση του Politico.eu επιβεβαιώνει, η αναζήτηση συμμαχιών σήμερα θα χρησίμευε πραγματικά λίγο, δεδομένου ότι η μόνη μεσογειακή χώρα με μια σχετική ισχύ στην ευρωπαϊκή σκακιέρα, δηλαδή η Γαλλία, αποδεικνύεται, εκ των πραγμάτων, ουσιαστικά υποταγμένη στα γερμανικά συμφέροντα, ή τέλος πάντων ανίκανη να αλλάξει πλευρά, να αντιταχθεί και να αναζητήσει μια αποτελεσματική διαμεσολάβηση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Καταλήγοντας λοιπόν, μπορούμε μόνο να πούμε πως, αυτοί που κάνουν κριτική στην κυβέρνηση Renzi ότι δεν έχει πετύχει ένα κατάλληλο δίκτυο συμμαχιών πριν ξεκινήσει τη διεκδίκηση του δικαιώματος της χώρας μας για ίση μεταχείριση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, την κατηγορούν για κάτι που τώρα, εκ των πραγμάτων, θα ήταν ουσιαστικά χωρίς αντίκρισμα. Καμιά συμμαχία, στην πραγματικότητα, δεν θα ήταν ικανή βραχυπρόθεσμα να εξισορροπήσει τη βαθιά ασυμμετρία που έχει δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, στο χάρτη της ευρωπαϊκής εξουσίας.Πηγή:http://www.asimmetrie.org/opinions/la-mappa-asimmetrica-del-potere-europeo/
Μετάφραση Μουρατίδης Γιώργος

Δεν υπάρχουν σχόλια: