Σπύρος Παπαγιάννης
Λίγο πριν την μάχη και τον βέβαιο θάνατο οι τρακόσιοι λούστηκαν, κτενίσθηκαν, χωρίς καθρέφτες και σαμπουάν, με νερό κρύο, παγωμένο σαν την βεβαιότητα του θανάτου τους.
Δεν είχαν δημοκρατία. Δεν χρειάσθηκε να ψηφίσουν για να πούνε ελεύθερα αν κάποιος θέλει να ζήσει, ντροπιασμένος έστω, σαν Πέρσης ή σαν
δούλος, μα βέβαιος πως θα υπάρχει και θα ‘χει κάτι να μασουλάει, όπως η κόττα που μας φέρνει το αυγό.
Είχαν όμως βασιλιά παλικάρι, όπως ήταν κι’ αυτοί παλικάρια κι’ είχαν ψυχή ατσάλινη σαν τα όπλα τους και πατρίδα που δεν σήκωνε αστεία και ντροπές και δεν παζάρευε την λευτεριά και όταν τιμωρούσε, τιμωρούσε. Κι’ όταν τιμούσε, τιμούσε κι’ όταν έλεγε θάνατος, εννοούσε θάνατος και όχι ισόβια, ούτε κάτσε λίγο φυλακή και βλέπουμε κι’ όταν έλεγε λευτεριά εννοούσε λευτεριά για την καρδιά, το πνεύμα, την αρετή και την αγάπη και όχι την πονηριά, το ψέμμα και την απάτη και όσο πιο ενάρετος ήταν κανείς, τόσο πιο ελεύθερος ένιωθε στην συνείδησή του από το βάρος του καθήκοντος.
Και όταν πάλι έλεγε η πατρίδα αυτή ελευθερία ή θάνατος και έστελνε τα παιδιά της στον πόλεμο δεν ήθελε να ’ρθει ζωντανός πίσω μόνος του κανείς, αν δεν έρχονταν όλοι μαζί συντεταγμένοι οι ζωντανοί νικητές, αγκαλιά με τους νεκρούς τους ήρωες..
Όχι δεν ψήφισαν οι τρακόσιοι γιατί δεν είχαν λόγο να ψηφίσουν αν θα ήθελαν να ζήσουν μόνοι τους ή να πεθάνουν, γιατί δεν άλλαζε κάτι απ’ το μυαλό του ενός στον άλλο στον τρόπο που ονειρεύονταν το αύριο, γιατί το αύριο το ονειρεύονταν με όλους μαζί τους φίλους, τους γείτονες, τους συγγενείς, τους συμπατριώτες κι’ όχι μόνο με τους μισούς ή λιγότερους κι’ απ’ τους μισούς, ή με τον εαυτό τους να κουβαλάει στην ερημιά τα φλουριά του, μια που η ζωή, έξω απ’ την κοινή για όλους πόλη, ήταν γι’ αυτούς θάνατος. Τόσο είχαν μπλέξει τις καρδιές τους, τις ψυχές τους και τις μοίρες τους, που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις την του ενός από του άλλου, χωρίς να τους κάνεις όλους να ματώσουν.
Κι΄ ήταν αυτήν την κοινότητα ψυχής, αισθήσεων και αισθημάτων που ονόμαζαν πατρίδα κι από πίσω της ακολουθούσε η φύση, ο ψηλός Ταΰγετος, ο Ευρώτας, κι ο κάμπος ο γαλήνιος με τις κοινές παιδικές τους αναμνήσεις, όπου μαζί είχαν μάθει από παιδιά να μην φοβούνται τον θάνατο, μα την ντροπή, να μην φοβούνται τον εχθρό, μα να ντρέπονται την μάννα, τον δάσκαλο, τον στρατηγό βασιλιά και τα αμίλητα μάτια των συντρόφων, που σε κανέναν δεν χαρίζονταν..
Και είναι αλήθεια πως σπάνια μιλούσαν, γιατί σκέφτονταν πολύ πριν μιλήσουν αυτά που θα πούνε, αν θα ΄χουν ήθος μέσα τους, ειλικρίνεια και παλικαριά και σκέφτονταν το ίδιο πολύ αυτά που άκουγαν και έβλεπαν και μάθαιναν κι΄ αυτά που θα ΄πρεπε να απαντήσουν σε εκείνα που έφταναν στα αυτιά τους.
Κι’ όταν τους έβλεπες σιωπηλούς, ήξερες πως σιωπούν γιατί λογίζονται και κρίνουν και όχι γιατί δεν έχουν τι να πούνε και γιατί ξέρουν πως η γλώσσα είναι δρόμος κοινόχρηστος και τα λόγια είναι κτήμα όλων και επηρεάζουν την ψυχή των άλλων , γι΄ αυτό πρέπει να κουβαλούνε θάρρος, κουράγιο, καρτερία και καλωσύνη, για να παίρνει ο συνάνθρωπος δίδαγμα, και να νιώθει την συμπάθεια και την συμπαράσταση του άλλου.
Έτσι ένιωθαν την ευθύνη της ομιλίας και πόσο αντιμάχεται η φλυαρία την σοφία και πόση σοφία χρειάζεται κανείς για να μπορέσει να αποστάξει με τον καιρό την αλήθεια από την ζωή και τα γεγονότα της ιστορίας.
Δεν χρειάζονταν λοιπόν να μιλούν πολύ για να πείθουν τους άλλους για το δίκιο τους, όταν το δίκιο όλων συμπορεύονταν στην ζωή και στον πόλεμο και παρ’ όλο που ήταν διαρκώς επί ποδός πολέμου, είχαν ειρήνη στην κοινωνία τους και γαλήνη στις ψυχές τους, που δεν διχάζονταν και δεν δίχαζαν και δεν κομμάτιαζαν το πνεύμα της πατρίδας.
Θάνατος λοιπόν ήταν γι’ αυτούς η μοναξιά και η ντροπή, ή η απόρριψη των άλλων και όπως ήταν ενωμένοι στην ζωή, ήταν ενωμένοι μπρος στον κίνδυνο, γιατί δεν μπορούσαν να νοήσουν ζωή χωρίς αξιοπρέπεια, κι’ αξιοπρέπεια γι’ αυτούς δεν ήταν να ΄χουν χρυσούς δωρικούς στην τσέπη και να ταξιδεύουν κάθε τόσο σαν έμποροι στις Σάρδεις, στα Σούσα ή στην Περσέπολη, ούτε να φορούνε μεταξωτά και λευκές εσθήτες.
Αξιοπρέπεια γι’ αυτούς ήταν να ΄χουν την έξωθεν καλήν μαρτυρίαν, μα και η κοινή ζωή τους, το ίδιο και η πατρίδα τους κατ’ επέκταση και να μην τους λένε κάποιοι ξένοι, ο μέγας βασιλέας της Περσίας, ή ο κρεοφάγος Κρέων τι να κάνουν, μα να κάνουν αυτό που υπαγόρευε η αρετή της Αντιγόνης. Να μην παίρνουν αξιοπρέπεια από τα ρούχα τους και τα λεφτά τους, μα από τις πράξεις τους και να μην λένε εύκολα πολλά, αν δεν μπορούν να αποδείξουν με πράξεις ότι τα εννοούνε.
Δικαίωμα λόγου λοιπόν είχαν μόνο όσοι είχαν αποδείξεις αρετής και έργο κατατεθειμένο στην κοινωνία και όσοι ήταν νέοι ακόμα για να ’χουν περγαμηνές δράσης και ουλές από τραύματα στον πόλεμο σαν παράσημα στο κορμί τους, σιωπούσαν.
Έτσι μιλούσε η παλικαριά και τα κατορθώματα ενώ τα έξυπνα, γρήγορα και χειμαρρώδη λόγια δεν έχαιραν υπολήψεως. Ελευθερία λοιπόν δεν ήταν γι’ αυτούς να ξεχωρίζουν από τους άλλους και την κοινωνία μέσα απ’ τον πλούτο, τα ρούχα, την επίδειξη ή και τις γνώσεις ακόμη, μα να χουν την δυνατότητα στην ζωή τους να πάρουν και να δώσουν, παιδεία, αγωγή, σοφία και αρετή, καλωσύνη και αγάπη, αποδεικνύοντας μέσα απ’ αυτό το δώσε-πάρε των ανθρώπων και των γενεών πως ΄δώσαν περισσότερα απ’ όσα πήραν, πως παρέδωσαν μεγαλύτερη σε δόξα, ηρωϊσμούς και κατορθώματα πατρίδα απ’ όση παρέλαβαν, πως προσέθεσαν κάτι προσωπικό στον πολιτισμό, στις τέχνες και στην παγκόσμια παρακαταθήκη της ανθρωπότητας και δεν ζήσαν σα ζωϋφια ή παράσιτα, έστω κι’ αν τρώγαν και αφόδευαν χρυσό.
Τους θυμήθηκα λοιπόν τους τρακόσιους, έτσι που και μείς πορευόμαστε για Θερμοπύλες, εκεί στα εκλογικά στενά της στενόχωρης πατρίδος, όπου ακόμη ακούγεται το άσμα του Ρήγα, ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά. Απέναντί μας δεν βλέπεις εχθρούς, μα σκληρούς αμείλικτους αριθμούς, μιλιούνια τα μηδενικά τους, που ακολουθούν πειθαρχημένα το ένα το άλλο.
Μιλιούνια το χρέος που σκεπάζει τον ουρανό, τον ήλιο και το μέλλον μας. Σακούλια πολλά τα φλουριά του δανείου που έχει για δόλωμα για να μας ψαρέψει ο μέγας Βασιλέας των αγορών, για να τα βλέπουμε και να μας τρέχουν τα σάλια και μόλις δαγκώσουμε να μας σέρνει από την μύτη και να μας έχει σήκω κάτσε, να τον προσκυνούμε εξ’ αποστάσεως..
Και πρέπει να μας βοηθήσει ο Μέγας βασιλιάς για να σταθούμε στα πόδια μας και να μην πάρουμε με τις πέτρες εκείνους που μας κατήντησαν όπως μας κατήντησαν, τα περιφερόμενα στις κομματικές και τηλεοπτικές πασαρέλες μόντελ της πολιτικής, με την ξύλινη γλώσσα, την ρομποτική κομματική λογική και την υποταγμένη στον ιμπρεσάριο που τα ανέδειξε συνείδηση, τιμή και υπόληψη.
Πάνω σ’ αυτά τα μοντέλα έχει επενδύσει χρόνο και χρήμα ο Μέγας βασιλέας και τα χρύσωσε ξανά και ξανά, καθώς ο χρυσός είναι ο καλύτερος αγωγός των πάσης φύσεως κυκλωμάτων. Θα ήταν κρίμα λοιπόν να αφήσει τώρα να τα κάψει η λαϊκή οργή μαζί με όλους όσους μήδισαν μετά το άγγιγμα του Μίδα και κιτρίνισε, κάηκε η ψυχή τους..
Φλουριά λοιπόν μας δίνει ο Μέγας βασιλέας για να μπορέσουν οι πλούσιοι να μείνουν πλούσιοι, μα και να γίνουν πλουσιότεροι κι’ ακόμη περισσότερο δικοί του, από ότι ήταν μέχρι σήμερα και να μπορέσουν και οι πτωχοί να μείνουν πτωχοί, μα και να γίνουν πτωχότεροι κι’ ακόμη πιο πολλοί σε αριθμό απ’ ότι ήταν ποτέ άλλοτε μέχρι σήμερα στην ιστορία μας.
Θέλει όμως κι’ αυτός κάτι για τον κόπο του, λίγη γη και ύδωρ, όσο για να βάλει το πόδι του ανάμεσά μας, για να διαφεντεύει εσαεί τους πλουσίους μας και να μαστιγώνει εσαεί τους φτωχούς μας. Και θέλει ακόμα οι πτωχοί να μάθουν να μην μπερδεύονται στα πόδια των πλουσίων, και όλο και πιο πολύ να ξεχωρίζουνε στον δρόμο απ’ αυτούς και όλο και πιο δύσκολο να είναι να γίνει κάποιος πτωχός πλούσιος.
Γιατί είναι στην φύση του πλούτου να λάμπει πιο πολύ όσο αυξάνουν τα φλουριά του, μα και οι πτωχοί γύρω του και όσο πιο πεινασμένα είναι τα μάτια τους και πιο μικρή η ψυχή τους. Τι νόημα έχει ο πλούτος αν νιώθει τον κοινωνικό αποκλεισμό μιας Σπαρτιατικής ή Χριστιανικής αγωγής; Γι’ αυτό και οι μικροί στην ψυχή άνθρωποι, είναι απαραίτητοι για τους χαμάληδες του πλούτου που πήραν στην κοινωνία μας τις πρώτες θέσεις, και δώσαν στους νόμους τα δικά τους μέτρα και σταθμά και τύφλωσαν τα μάτια μας και δεν άφησαν τους ήρωες να βγούνε από μέσα μας να τους ντροπιάσουν.
Κι’ όταν λοιπόν θα είναι οι Έλληνες πτωχοί στην καρδιά, τι πλούσιοι, τι πτωχοί κι’ οι πλούσιοι θα ντρέπονται να λέγονται Έλληνες και οι πτωχοί θα τρώνε ένας τον άλλο, τότε θα πάρει ο Μέγας βασιλέας την κρύα εκδίκησή του και βλέποντάς τους αφ’ υψηλού από τον θρόνο του, θα ακουστεί να λέει:
να ποιοί με νίκησαν στον Μαραθώνα και στην Σαλαμίνα,
να ποιοί μου μπούκαραν με τον Μεγαλέξανδρο στα Σούσα και στην Περσέπολη,
να ποιοί μου κληρονόμησαν την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μ’ ανάγκασαν να τους κλέψω το όνομά της,
να ποιοί μου πήραν με την γλώσσα τους και τον πολιτισμό τους τον Χριστό με το μέρος τους και μ΄ ανάγκασαν να γίνω ο μέγας αιρετικός, εγώ ο φλογισμένος πάλαι πιστός του Ζωροάστρη, εγώ που έκαψα στην φωτιά μου τόσες γυναίκες σαν δήθεν μάγισσες και τόσους καλούς ανθρώπους σαν εχθρούς της εξουσίας του Θεού.
ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΜΟΝΟ
Αν λοιπόν τα λεφτά δεν νικούν πάντα στον πόλεμο, νικούν πάντα στην ειρήνη, όπου οι άνθρωποι λύνουν τοις φάλαγγες, χαλούν τις γραμμές τους και χαλαρώνουν την επαγρύπνησή τους. Αν ο Ξέρξης λοιπόν δεν μπορούσε εύκολα απ’ τα στενά των Θερμοπυλών να περάσει, τα λεφτά του περνάνε, αντίθετα απ’ αυτόν, πολύ εύκολα και πολύ πιο εύκολα πείθουν τις συνειδήσεις για το μάταιον του όποιου αγώνος, της όποιας αντίστασης ενάντια στα λεφτά, που δική τους είναι κάθε ειρήνη.
Λεφτά λοιπόν υπάρχουν πολλά από χρυσούς δωρικούς που μας περιμένουν να τους παραλάβουμε για να ΄χουν να συναλλάσσονται οι πτωχοί μας με τους πλούσιους μας και να μπορούν οι τελευταίοι να ταξιδεύουν και εκτός της πατρίδος μας, σαν πραγματικά ελεύθεροι άνθρωποι. Γιατί αυτή είναι η πραγματική κατ’ αυτούς ελευθερία του ανθρώπου, να μην εξαρτάται από την πατρίδα του, από το νόμισμά της και την φτώχεια της, σ’ αντίθεση με τους πτωχούς, που κολλούν σαν τα στρείδια στους βράχους της και τις ακροθαλασσιές της, κι’ αφήνουν άρωμα αγιοσύνης στα χώματα και την ιστορία..
Και επειδή η ιστορία, οι ιδέες και ο πολιτισμός δεν πάει εύκολα πίσω, και επειδή στην Ελλάδα είναι η μήτρα του πολιτισμού, από δώ στέλνει ο Μέγας βασιλέας των αγορών, των εγκληματικών γονιδίων και ιδεών, των αρρωστημένων χρυσοθήρων και χρυσολατρών την ειρηνική του πείνα, για να οδηγήσει όσο γίνεται ειρηνικά την ανθρωπότητα στην εποχή των σπηλαίων και της νομαδικής ζωής των κυνηγών, και των βαρβαρικών ορδών.
Και είναι για αυτούς τους χρυσολαμπυριστούς δωρικούς που πετάξαμε στα άχρηστα τα μεγάλα βαριά χάλκινα νομίσματα που μας είχε κόψει ο Λυκούργος για να μην μπορούμε να τα παίρνουμε εύκολα στην τσέπη και να την κοπανάμε σαν κλέφτες όταν μας χρειάζεται η πατρίδα κι’ ούτε να μπορούμε να βγάζουμε μεγάλη μούρη και πορτοφόλι.
Κι΄ είναι γι’ αυτούς τους δωρικούς που με ανάλαφρη καρδιά ανταλλάξαμε την πατρίδα μας την χάλκινη, με την Ευρώπη την επιχρυσωμένη. Και μας λένε οι πλούσιοι που μας κυβερνούν, γιατί τώρα δεν έχουμε βασιλιά, μα δημοκρατία, που όποιος πληρώνει εκλέγεται και όποιος είναι πάνω στην εξουσία είναι πίσω στον πόλεμο και τις θυσίες, μας λένε λοιπόν πως δεν είναι Έλληνες, ούτε αυτοί, ούτε εμείς που τους κάναμε πλούσιους, που τους κάναμε αφέντες, άρχοντες κι εργοδότες, στρατηγούς άκαπνους για τις μακράν του λαού και της ψυχής του εθνικές παρελάσεις της ευτελισμένης πατρίδος μας, που έγινε οικόπεδο, που πωλείται στο πόδι, κοψοχρονιά και που την σημαία της, μια την πνίγουν οι φλόγες, μια την παίρνει ο αγέρας.
Ποιοι είναι οι Έλληνες, δεν υπάρχουν μας λένε πια Έλληνες, είναι αιώνες που χάθηκαν και δεν μείναν παρά κάποιοι σαν την μούρη τους, που μιλούν Ελληνικά, όχι από την μάνα τους την φυσική, μα την θετή, κάποια φουκαριάρα που τους περιμάζεψε μωρά από τις σκάλες της Εκκλησίας και τους έκανε χριστιανούς με το ζόρι.
Όχι αυτοί δεν έχουν Ελληνικό αίμα, ούτε Θεϊκό, μα πηθικίσιο, δεν κρατούν από την γενιά του Ηρακλή και του Αχιλλέα, μα από την ζούγκλα της Αφρικής, δεν περιμένουν να πιεί ο λαός τους νερό για να πιούνε, μα του πουλάνε το νερό χρυσάφι, δεν στριμώχνονται μαζί του να κοινωνήσουν το σώμα και το αίμα του Θεανθρώπου, μα παίζουν με την γεωμετρία και τον διαβήτη, δεν τους αρέσει ο ήλιος, μα το σκοτάδι και η σελήνη.
Γι’ αυτό όταν έχει πανσέληνο σεληνιάζονται, και ουρλιάζουν σαν λυκάνθρωποι ή σηκώνονται σαν τον Δράκουλα από την κάσα τους για να πάνε στην βουλή να πιούνε το αίμα του κόσμου, γράφοντας και ψηφίζοντας νόμους που έχουν δόντια πριονωτά σαν του καρχαρία κι ‘ άπαξ κι’ αμοληθούν τρέχουν σαν δρεπανηφόρα άρματα στην κοινωνία κι’ όποιον πάρει ο χάρος.
Κι΄ όταν τους ρωτάς, αφού δεν είστε Έλληνες, τι είστε, σου απαντούν Ευρωπαίοι και σου δείχνουν τα ευρώ τους τα χρυσά και την ψυχή τους την μαύρη.
Μα όταν τους λές ποιά είναι η γλώσσα των Ευρωπαίων, μουγκρίζουν, όταν τους λες ποια είναι η ιστορία των Ευρωπαίων σου μιλούν για τις ορδές του Αττίλα, του Αλάριχου, των Αβάρων και των Μαγυάρων.
Όταν τους ρωτάς ποιός είναι ο Θεός των Ευρωπαίων, σου λένε ο Μαμμωνάς, όταν τους ρωτάς ποιος είναι ο πολιτισμός των Ευρωπαίων σου δείχνουν τα φουγάρα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, κι’ όταν τέλος τους στριμώχνεις λέγοντάς τους πως δεν ξέρεις κανένα Ευρωπαίο που να είναι μόνο Ευρωπαίος, χωρίς να είναι Άγγλος, Γάλλος, Πορτογάλος, σου λένε πως αυτοί είναι οι νέοι ιδεατοί Ευρωπαίοι της νέας τάξης πραγμάτων, χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς, ούτε φυλετικούς, ούτε γεωγραφικούς, σαν εκείνους που θέλουν να βάλουν στο όνομα των Μακεδόνων.
Και σου ομολογούν πως τώρα πλάθεται ο νέος λαός της Ευρώπης, που θα απαρτίζεται από δημοκρατικά υποταγμένους, κουτοπόνηρους ψωμολυσσασμένους και τυχάρπαστους κλακαδόρους χαφιέδες, νταβάδες, προαγωγούς, τοκογλύφους και ανθρώπους της νύχτας, μπράβους σεκιουριτάδες και κακοποιούς. Τώρα λοιπόν πλάθεται ο νέος υπεράνθρωπος των αγορών, μα και ο μπιστικός του και γι’ αυτό προσέρχονται οικειοθελώς όλοι οι άθλιοι της οικουμένης για να συνευρεθούν στο παγκόσμιο κυνήγι της αλεπούς, του κέρδους, της εργασίας και της ελπίδας, μα και της δημοκρατικής ελεύθερης ταυτόχρονα εξαθλίωσης, εξαχρείωσης και εξηλιθίωσης που εσάλπισαν οι πλουτοκράτες της δύσης, οι μυστικάνθρωποι των δημοκρατιών, οι ιεροεξεταστές των αγορών, οι ελεύθεροι κερδοσκόποι σκοπευτές των χρηματιστηρίων και οι πολιτικοί τους πράκτορες και αβανταδόροι, οι πατριδοκοπτόμενοι φεντεραλιστές, οι διεφθαρμένοι οραματιστές, οι μισάνθρωποι οικουμενιστές και προπαγανδιστές της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τους ανθρώπους, τον Θεό, την ηθική, το καθήκον και την συμπόνια ακόμη.
Γι’ αυτό και μπερδεύονται επί σκοπού τα γονίδια των ανθρώπων και των φυτών, η αλήθεια με το ψέμμα, η πληροφόρηση με την προπαγάνδα, η δημοκρατία με το δημόσιο παζάρεμα των συνειδήσεων, των ψήφων και των βουλευτών και η κοινωνία με τις αγορές του χρήματος.
Θερμοπύλες λοιπόν ξανά.
Μόνο που τώρα οι εχθροί δεν είναι απέναντι, μα παντού γύρω μας. Έχουν κάνει τον εφιάλτη αρχηγό μας και την πλουτοκρατία μας αβανταδόρο τους και την βουλή μας κουκλοθέατρο και δεν έχουν τίποτε ιερό και όσιο κι’ όλα τα παζαρεύουν κι’ όλα τα συζητούνε και τα υπογράφουν κι’ από την τηλεόραση βάζουν την μούρη τους και την ξετσιπωσιά τους στα σπίτια μας, τις σκέψεις μας και τις ψυχές μας.
Και μας λένε, Κορόϊδα, ο Μουσολίνι δεν ήτανε κορόϊδο, αλλά εσείς, κανείς που δεν θα μείνει, σ’ αυτόν τον δεύτερο λοιμό που τώρα στον λαό σας θα επιβάλλουνε αυτοί που διά της χειρός σας, μονάχοι σας ψηφίσατε και κάνατε αρχηγούς σας, χωρίς να τους διαλέξετε, ωσάν τους πρόγονούς σας, που όταν βλέπαν στρατηγό μετάξι να φοράει, νερό σε κύπελλο χρυσό να πίνει, να μιλάει πολύ και να καμώνεται τον υπερπατριώτη, αυτόν που την πατρίδα του ξεπέρασε την πρώτη, που είχε τον μόνο με ψωμί κι’ αλάτι μεγαλώσει, τρέχανε να τον κτίσουνε προτού να τους προδώσει.
Εσάς σας διαιρέσανε, και λίγο αγάλι αγάλι σας κάνανε να σβήσετε το εθνικό μαγκάλι, απ’ όπου παίρνατε φωτιά και στην καρδιά αγάπη, και έπειτα σας βάλανε να κάνετε τον Αράπη, στην μαύρη εργασία τους, στο μαύρο τους βασίλειο, που σαν ποντίκια οι άνθρωποι, θα ζούνε δίχως ήλιο.
Μα εμείς δεν τους φοβόμαστε, πιστοί στο όνομά μας, την ψήφο μας πριν ρίξουμε, την μία πιστολιά μας που βόλι άλλο δεν έχουμε, καλά θα το σκεφθούμε, ποίος για έθνος μίλησε πριν τον εμπιστευθούμε. Και ποιός το χώμα πρόδωσε, το ύδωρ της πατρίδος που τόσοι υπερασπίσθηκαν ως τη στερνή ρανίδα του αίματός τους, πριν εμείς στον κόσμο αυτό να ΄ρθούμε κι’ ως τελευταίοι στην σειρά του γένους μας, να πούμε. Πατρίδα μας είν’ τα βουνά κι’οι άνθρωποι παρέα, όσοι μιλούν Ελληνικά και σκέπτονται γενναία, και δεν φοβούνται αν αυτοί στο τέλος θα πεινάσουν, μα μην ψηφίσουν στρατηγούς δειλούς που θα ντροπιάσουν και πάλι την πατρίδα μας την τόσο δοξασμένη, που προσκυνούν οι άνθρωποι σ’ όλη την οικουμένη και την φθονούν ταυτόχρονα οι άπληστοι εγωλάτρες. Αυτοί που αρετή δεν έχουνε και πίσω από τις πλάτες του έθνους μας και του λαού εκλείσαν συμφωνίες και ξένους μας κουβάλησαν και ληστροεταιρείες για να μας πάρουνε την γή, το χώμα των προγόνων, γιατί μας υποτίμησαν και τον λαό μας ψώνιο θεωρούν που όσα ψέμματα του πούνε θα τα χάψει και που την καταδίκη του μόνος του θα υπογράψει. Αυτούς ξανά πιστεύοντας, που ιερό κανένα απέδειξαν δεν έχουνε κι’ ούτε Ελλήνων αίμα..
Τιμή λοιπόν σ’ αυτούς που διαθέτουν έναν έστω κόκκο πίστης , έναν ψήγμα αρετής, ένα ελάχιστον αιδούς, ανδρείας και αξιοπρέπειας, ένα κουκούτσι μυαλό, ένα ψίχουλο ανθρωπιάς και πατριωτισμού γιο να μην φοβούνται την σκιά τους, τα σκιάχτρα και τους μπαμπούλες και να τα καταθέσουνε στην κάλπη, που να γίνουν όλα τα μικρά τους ΟΧΙ, ένα μεγάλο, σαν εκείνο του Λεωνίδα, πού και να περάσει ο εχθρός, να μην περάσει η ντροπή μαζί του στις καρδιές των Ελλήνων.