Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει σήμερα το 7ο μέρος της σειράς των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.
Η προετοιμασία του ΕΑΜικού κινήματος για τον Δεκέμβρη
Αν οι Εγγλέζοι και η ντόπια αστική τάξη επιδίωξαν τον Δεκέμβρη και προετοιμάστηκαν πλήρως γι’ αυτόν, δεν ισχύει το ίδιο για το ΕΑΜικό κίνημα και το ΚΚΕ. Αν πιστέψουμε αυτά που λέει ο Γιάννης Ιωαννίδης στα απομνημονεύματά του, το δεύτερο δεκαήμερο Νοεμβρίου του 1944 έγινε μια σύντομη συνεδρίαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν καθώς ήταν άρρωστος. Εκεί αποφασίστηκε ότι δεν θα γινόταν ανεκτό το αίτημα των Εγγλέζων και του Παπανδρέου για διάλυση του ΕΛΑΣ κι ότι «στην ανάγκη, εάν δεν κατορθώσουμε να βρούμε άλλες πολιτικές λύσεις στο ζήτημα (σ.σ. Το στρατιωτικό ζήτημα) θα συγκρουστούμε». Ο Ιωαννίδης, μάλιστα λέει ότι το ΠΓ εκτιμούσε στην απόφασή του ότι «εμείς θα χτυπηθούμε με τους Εγγλέζους»[1].
Ο Βασίλης Μπαρτζιώτας (μέλος, τότε, του ΠΓ) υποστηρίζει πως αυτή η συνεδρίαση δεν ήταν στην ουσία συνεδρίαση του ΠΓ αλλά επίσκεψη 4, από τα 9 μέλη του οργάνου στον Ιωαννίδη.[2] Όπως κι αν έχει το ζήτημα στα ανώτατα κλιμάκια του ΚΚΕ φαίνεται πως συζητούνταν έντονα ότι αν τα πράγματα πήγαιναν σε σύγκρουση αυτή η σύγκρουση θα ήταν με τους Άγγλους. Παρόλα αυτά ανάλογη στρατιωτική προετοιμασία για σύγκρουση με τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν προκύπτει από πουθενά ότι υπήρξε.
Στην πραγματικότητα φαίνεται πως κυριαρχούσε η ψευδαίσθηση ότι αν τα πράγματα έφταναν σε ρήξη, η Μ. Βρετανία δεν θα τολμούσε να επέμβει στρατιωτικά είτε γιατί ήταν σύμμαχος, είτε γιατί ο πόλεμος ενάντια στο φασισμό δεν είχε τελειώσει, είτε και για τα δύο μαζί. Καταρχήν καμιά υποψία δεν υπήρχε ότι ο βρετανικός ιμπεριαλισμός διαρκούντος του πολέμου θα επιδίωκε και θα απαιτούσε μονομερώς τον αφοπλισμό και την αποστράτευση του ΕΛΑΣ. Επιπλέον η ηγεσία του κινήματος ευελπιστούσε ότι αργά ή γρήγορα τα πράγματα θα οδηγούνταν σε εκλογές και ο λαός θα έπαιρνε πίσω όσα είχε χάσει με τις κατά καιρούς υποχωρήσεις.
Η αντίληψη που περιγράψαμε πιο πριν διαπερνά όλη τη συμπεριφορά του ΕΑΜικού κινήματος μετά τον συμβιβασμό του Λιβάνου.
Τάξη και ησυχία…
Από την στιγμή της εισόδου των ΕΑΜικών υπουργών στην κυβέρνηση, οι κατευθύνσεις πάνω στις οποίες κινείται το αντιστασιακό κίνημα στη χώρα, και η καθοδήγησή του, είναι κυρίως δύο. Η πρώτη αφορά την συνέχιση και ένταση των προσπαθειών ώστε να απελευθερωθεί η χώρα από τον κατακτητή με όσο το δυνατόν μεγαλύτερες απώλειες για τις δυνάμεις του τελευταίου. Η δεύτερη, σχετίζεται με την λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων ώστε την αποχώρηση των Γερμανών να διαδεχτεί η τάξη, η ομαλότητα και η πειθαρχία και μέσα σ' αυτό το κλίμα να αναλάβει καθήκοντα η λεγόμενη κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γ. Παπανδρέου. Αναμφίβολα ανάγκη για τάξη και πειθαρχία οπωσδήποτε υπήρχε, μπροστά στο ενδεχόμενο της απελευθέρωσης της χώρας, για να αποφευχθούν πράξεις αντιδικίας- αυτοδικίας και άναρχες καταστάσεις που μπορούσαν να κοστίσουν στο κίνημα αφού σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι δυνατό να ελέγξει κανείς την έκταση όλων των λαϊκών ξεσπασμάτων- που κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν απολύτως λογικές- αλλά και πιθανές προβοκάτσιες. Όμως δεν επρόκειτο για κάτι τέτοιο. Αν παίρνονταν μέτρα για κάτι τέτοιο στο πλαίσιο εγκαθίδρυσης μιας λαϊκής εξουσίας- όπως αυτή αναδείχτηκε μέσα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα- δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Επρόκειτο, όμως, για μέτρα τάξης, πειθαρχίας και ομαλότητας που έδωσαν την δυνατότητα στους Βρετανούς και την ντόπια αντίδραση να πατήσουν το πόδι τους στη χώρα και να αποκτήσουν ερείσματα νομιμότητας.
Μέσα στον Σεπτέμβρη του 1944 κάνουν την εμφάνισή τους στη χώρα τα πρώτα κυβερνητικά κλιμάκια της κυβέρνησης Παπανδρέου. Αρχικά εμφανίστηκε στην Πελοπόννησο ο Π. Κανελλόπουλος και προς τα τέλη του μήνα ήρθαν ο Γ. Ζεύγος με τον Θ. Τσάτσο. Οι Εγγλέζοι έβλεπαν με φόβο της αποστολή του Κανελλόπουλου στην Πελοπόννησο. Συγκεκριμένα φοβούνταν την πιθανότητα ο Α. Βελουχιώτης λόγω των γνωστών αντιαγγλικών του απόψεων να μην συνεργαστεί μαζί του. Για την αποστολή Κανελλόπουλου το Φόρεϊν Οφις εκτιμούσε: «Αν ο Άρης είναι ειλικρινά διατεθειμένος να συνεργαστεί με τον κ. Κανελλόπουλο αυτό είναι το πιο ενθαρρυντικό σημάδι»[3].
Την ευθύνη να πειθαρχήσει ο Άρης ανέλαβε ο Γ. Ζέβγος ο οποίος του έστειλε ένα γράμμα- με ημερομηνία 11/9/44- στο οποίο έλεγε:
«Αγαπητέ μου Άρη,
Μάθαμε με άπειρη χαρά την απελευθέρωση της Καλαμάτας και του Πύργου. Με κρυφή ελπίδα πιστεύουμε πως γρήγορα θα λευτερωθεί ολόκληρη η Πελοπόννησο, ολόκληρη η Ελλάδα προτού φτάσουν σε ενίσχυσή μας οι σύμμαχοι κι έτσι η τιμή της απελευθέρωσης θα μείνει ακέρια στον ηρωικό μας λαό και το ΕΑΜ. Από την κυβέρνηση έρχεται σαν αντιπροσωπεία της ο κ. Π. Κανελλόπουλος, συνεπίκουρος στο έργο της επιβολής της τάξης. Θα ξέρετε ίσως την πολιτική της Κυβέρνησης: συνένωση όλου του λαού στον αγώνα της απελευθέρωσης, στην εξασφάλιση της λαϊκής κυριαρχίας και των λαϊκών δικαιωμάτων. Σύλληψη και αυστηρή νόμιμη τιμωρία όλων των προδοτών που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές.
Σ' αυτό το έργο ο κ. Κανελλόπουλος θα συνεργαστεί με όλες τις υπηρεσίες και θεσμούς- απ' τη διοικητική επιτροπή ως την αυτοδιοίκηση- που δημιούργησε το εθνικό- λαϊκό κίνημα και θα προσθέσει το ηθικό κύρος και την επιβολή της κυβέρνησης. Στο πρόσωπό του θα βρείτε την απαιτούμενη κατανόηση και είμαι σίγουρος ότι η συνεργασία σας θάναι γόνιμη όπως θάναι αρμονική και η συνεργασία όλου του λαού απέναντι στα συμμαχικά τμήματα που έρχονται σε ενίσχυση»[4].
Η γραμμή αυτή, της τάξης και της ομαλότητας, κυριάρχησε παντού σ' όλες τις εκδηλώσεις της ηγεσίας του κινήματος εκείνη την εποχή. «Ενότητα και πειθαρχία στην κυβέρνηση» ζητούσαν με τον χαιρετισμό τους προς τον μαχόμενο ελληνικό λαό οι Ζέβγος και Τσάτσος με την είσοδό τους στη χώρα στις 29/9/44 και το ΠΓ του ΚΚΕ με μήνυμά του που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη την 1η Οκτωβρίου 1944, ανάμεσα στα άλλα, έλεγε: «Όσοι διασπούν την ενότητα, όσοι συμβάλλουν στο διχασμό και την ανωμαλία τούτη την ιερή στιγμή πρέπει να στιγματιστούν σαν εχθροί του έθνους»[5]. Επίσης στις 11/10/1944, μια μέρα πριν την απελευθέρωση της Αθήνας, ο Ριζοσπάστης στον τίτλο του κύριου άρθρου του έγραφε: «Η εξασφάλιση της τάξης είνε εθνικό καθήκον». Αλλά και στις 17/10/1944, μια μέρα πριν έρθει η κυβέρνηση Παπανδρέου στην Αθήνα, το ΠΓ του ΚΚΕ με ανακοίνωσή του έλεγε: «Ο ελληνικός λαός και ιδιαίτερα ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά με τους ηρωικούς αγώνες του κέρδισε δύο περίλαμπρες νίκες. Νίκη εναντίον τριών κατακτητών. Νίκη στην περιφρούρηση της τάξης και της ασφάλειας κατά την ώρα της απελευθέρωσης.». Ακόμη σε άλλο σημείο αυτής της ανακοίνωσης υπογραμμιζόταν: «Ο λαός μας κάτω από τις σημαίες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ μ' ενθουσιασμό χαιρέτησε και φιλοξενεί τα τμήματα ενόπλων δυνάμεων των συμμάχων, που ήρθαν εδώ για να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον του εχθρού που υποχωρεί. Τα γεναία τέκνα της φιλελευθερης και συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας θάβρουν την πιο θερμή υποδοχή και υποστήριξη από το σύμμαχο, φιλελευθερο και φιλοπρόοδο ελληνικό λαό»[6].
Μέχρι τη στιγμή που το θέμα της μονομερούς αποστράτευσης του ΕΛΑΣ θα μπεί ανοικτά και εκβιαστικά στην ηγεσία του κινήματος, εκδηλώσεις σαν αυτές που περιγράψαμε παραπάνω όσον αφορά την τάξη και την ομαλότητα δεν θα σταματήσουν. Κι αυτό, φυσικά, έδινε την δυνατότητα στους αντιπάλους του ΕΑΜ να προετοιμάζονται για να μπορούν να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στη σύγκρουση. Έχει πάντως σημασία, σε αντιδιαστολή με τις αυταπάτες της ηγεσίας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, να σημειώσουμε ότι πολλοί κορυφαίοι βρετανοί παράγοντες εκτιμούσαν πως αν το ΕΑΜ τολμούσε τις μέρες της απελευθέρωσης να πάρει την εξουσία θα το κατάφερνε. Ο Χάρολντ Μακμίλλαν, π.χ, υπεύθυνος της βρετανικής κυβερνήσεως για την Ιταλία και τα Βαλκάνια, που έζησε από κοντά τις μέρες της απελευθέρωσης γράφει στα απομνημονεύματά του: «Αν οι κομμουνιστές είχαν κινηθεί εκείνη τη μέρα, με μια συνδυασμένη προσπάθεια σε όλη τη χώρα, θα είχαν πιθανώς καταλάβει την εξουσία. Ευτυχώς για μας, περίμεναν έξι εβδομάδες ώσπου να αποπειραθούνε»[7]. Αλλά και ο αρχηγός της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα Κρις Γουντχάουζ σημειώνει: «Δεν υπάρχει ικανοποιητική απάντηση λόγου χάρη για δύο βασικά αινίγματα του 1944: αν το ΚΚΕ σκόπευε να καταλάβει δυναμικά την εξουσία, γιατί δεν το αποφάσισε την πιο κατάλληλη στιγμή, όταν αποχωρούσαν οι Γερμανοί; Κι αν δεν ήταν αυτός ο αρχικός του σκοπός, τι το έκαμε ν' αλλάξει γνώμη και να το αποφασίσει στην πιο ακατάλληλη στιγμή, το Δεκέμβρη του 1944;»[8].
Ήταν μια μάχη οπισθοφυλακής
Από τα προηγούμενα που αναφέραμε φαίνεται καθαρά πως το ΕΑΜικό κίνημα έφτασε κοντά στη σύγκρουση του Δεκέμβρη χωρίς ουσιαστικά να προετοιμάζεται γι’ αυτό το ενδεχόμενο και χωρίς να έχει κάνει ότι μπορούσε, ώστε ένα τέτοιο ενδεχόμενο να αποκλείεται εν τη γενέσει του. Αν π.χ. δεν είχαν γίνει τα λάθη και οι απαράδεκτες υποχωρήσεις του Λιβάνου και της Καζέρτας ή αν έστω και την τελευταία στιγμή, την αποχώρηση των Γερμανών διαδεχόταν το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, της ΠΕΕΑ και του ΚΚΕ τότε αναμφίβολα άλλη τροπή θα είχαν πάρει τα πράγματα. Τίποτα, όμως απ' αυτά δεν έγινε. Μένει επομένως να εξετάσουμε το πως προετοιμάστηκε το ΕΑΜικό κίνημα από την στιγμή που η ηγεσία του αντιλήφθηκε ότι οι εξελίξεις οδηγούσαν στη Δεκεμβριανή σύγκρουση, από τη στιγμή που κατάλαβε πως οι προσπάθειές της για τη αποτροπή αυτής της σύγκρουσης έβαιναν άκαρπες.
Από την εξέταση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν τον Δεκέμβρη του '44, τόσο από στρατιωτική όσο και από πολιτικοϊδεολογική άποψη προκύπτουν αβίαστα τα εξής συμπεράσματα: α) Δεν υπήρχε καμιά ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ- που ήταν η καθοδηγητική δύναμη- για την σύγκρουση. Αντίθετα όλη η πολιτικοϊδεολογική δουλεία ως τη στιγμή της ρήξης λειτουργούσε αποπροσανατολιστικά δημιουργώντας τεράστιες αυταπάτες στις λαϊκές μάζες. β) Δεν υπήρχε καμιά εκτίμηση για την κατάστασης στο στρατόπεδο του αντιπάλου και των δυνάμεων που το συγκροτούσαν με αποτέλεσμα να μην γίνεται αντιληπτό ότι η κύρια δύναμη του εχθρού ήταν οι Άγγλοι. Κι αυτό παρόλο που το ενδεχόμενο σύγκρουσης με τους Άγγλους δεν βρισκόταν έξω από το οπτικό πεδίο των ηγετών του κινήματος. Όπως αποδεικνύεται από αδιάψευστα ιστορικά ντοκουμέντα που θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, το ΕΑΜικό κίνημα ρίχτηκε στη μάχη του Δεκέμβρη με διαταγές να αποφύγει την σύγκρουση με τα βρετανικά στρατεύματα και όπου αυτό δεν ήταν δυνατό, απλώς, να αμυνθεί. Έτσι αντί να υπάρχει στάση επίθεσης με σκοπό την αχρήστευση- στο μέτρο του δυνατού- των βρετανικών δυνάμεων επιλέχθηκε η θέση της άμυνας. γ) Δεν υπήρχε σχέδιο με σαφή προσανατολισμό για τους στόχους που έπρεπε να έχει το κίνημα στη Δεκεμβριανή σύγκρουση. Σε τέτοιες περιπτώσεις ένας είναι ο δρόμος: Ή πας να νικήσεις πάση θυσία ή είσαι χαμένος από χέρι. Ουσιαστικά, όμως τον Δεκέμβρη του ’44 το ΕΑΜικό κίνημα έδωσε μάχες οπισθοφυλακής, με κύριο στόχο την άσκησης πίεσης στον αντίπαλο και με αντικειμενικό, ίσως, σκοπό την επίτευξη συμφέρουσας συμβιβαστικής λύσης. Δεν υπήρχε στόχος πάλης με σκοπό ριζικές αλλαγές στην υπάρχουσα κατάσταση, αλλαγές δηλαδή συμβατές με τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων. Μ' άλλα λόγια δεν υπήρχε- και ούτε τέθηκε ποτέ- ως άμεσος στόχος η εξουσία παρόλο που η μάχη του Δεκέμβρη εξ αντικειμένου ήταν μάχη για την εξουσία.
Έτσι: 1) Με το ξεκίνημα της σύγκρουσης ανασυγκροτήθηκε η ΚΕ του ΕΛΑΣ, χωρίς επιτελείο και μηχανισμό και ανέλαβε να διευθύνει την μάχη της Αθήνας παραμερίζοντας το Γενικό Στρατηγείο που και επιτελείο είχε και μηχανισμό και ικανότατους στρατιωτικούς ηγέτες. Προφανώς ο Σιάντος και η στενή κομματική ηγεσία που έλαβε αυτή την απόφαση ήθελαν να έχουν τον πλήρη έλεγχο των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα χέρια τους και γι’ αυτό το σκοπό δεν είχε την απαιτούμενη εμπιστοσύνη στη στρατιωτική ηγεσία του ΕΛΑΣ. 2) Ανατέθηκε στις κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, στο Σαράφη και τον Άρη δευτερεύουσα αποστολή εναντίον του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Γι’ αυτό το γεγονός έχει εκφραστεί η δικαιολογία ότι η ηγεσία του κινήματος φοβόταν απόβαση βρετανικών δυνάμεων στις ελληνοαλβανικές ακτές και συνένωσή τους με τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ πράγμα που θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο όχι μόνο τη μάχη της Αθήνας αλλά και την προοπτική του αγώνα γενικά. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αλλά κι αν γινόταν δεν χρειάζονταν τόσες πολλές δυνάμεις για να αντιμετωπιστεί. Συνεπώς στρατιωτικοπολιτικά ήταν απαράδεκτη ενέργεια αυτή η διασπορά δυνάμεων και η μη συγκέντρωση του βασικού όγκου τους στο κύριο μέτωπο. 3) Δεν πάρθηκαν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδιστεί η μεταφορά βρετανικών στρατευμάτων από άλλα μέρη της Ελλάδας στην Αθήνα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το αποτέλεσμα του Δεκέμβρη, η ήττα δηλαδή του ΕΛΑΣ δεν μπορεί να προκαλεί καμία κατάπληξη.
Στο επόμενο: Η ΕΑΜική προπαγάνδα στους Βρετανούς
Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος
[1] Γιάννης Ιωαννίδης: «Αναμνήσεις», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1979, σελ. 329- 332
[2] Β. Μπαρτζιώτα: «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, σελ. 319.
[3] Φ. Οικονομίδη: «Οι Προστάτες- Η αληθινή ιστορία της αντίστασης», Εκδόσεις Ορφέας, Τρίτη έκδοση 1990- 1991 σελ. 276
[4] Ημερολόγιο Γ. Ζεύγου, βλέπε: Δ. Παρτσαλίδη: «Διπλή αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης», σελ. 242
[5] «Ριζοσπάστης περίοδος 1941- 1945- Κατοχή- Δεκεμβριανά», Εκδόσεις Ριζοσπάστης- Σύγχρονη Εποχή, σελ. 191, και "Επίσημα κείμενα ΚΚΕ, τόμος Ε', έκδοση ΚΚΕ Εσωτερικού, Ρώμη 1973 και Αθήνα 1974, σε επιμέλεια Α. Παπαπαναγιώτου, σελ. 262
[6] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», τόμος 5ος, Εκδόσεις Σύγχρονη εποχή, σελ. 232
[7] Γιάννης Ανδρικόπουλος: «1944 Κρίσιμη Χρονιά», εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1974, τόμος Β', σελ. 175 και Φ. Οικονομίδη, «Οι Προστάτες», σελ. 279
[8] Κρις Γουντχάουζ: «Το μήλο της έριδος», εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, σελ.16