«Ό,τι είναι νόμιμον είναι ηθικόν». Η ρήση είναι του πρώην υπουργού Βουλγαράκη και την έχουν καταδικάσει παντοιοτρόπως όλοι οι ιησουίτες που – ταυτόχρονα – την έχουν καταστήσει «οδηγό» των πολιτικών τους πεπραγμένων. Σημαιοφόροι, δε, του ιησουιτισμού, δεν είναι άλλοι από εκείνους που κάθε φορά εναλλάσσονται στις καρέκλες όσων παριστάνουν τους φορείς της «κάθαρσης»...
του ΝΙΚΟΥ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΥ
Η σαπίλα που κυριάρχησε στον τόπο τα προηγούμενα 40 χρόνια είναι πανθομολογούμενη. Ο ΣΥΡΙΖΑ σερφάρει ακριβώς στην σαπίλα των προηγούμενων για να εμφανίσει τις δικές του διευθετήσεις σαν «ρήξη» με το παρελθόν. Όμως άλλο ρήξη που σημαίνει ανατροπή της σαπίλας και άλλο διευθέτηση της σαπίλας που σημαίνει...
αναπαραγωγή της. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αφαιρεί τον άρτο όπως ακριβώς οι προηγούμενοι, γι’ αυτό το έχει ρίξει στα «θεάματα».
Την ώρα που εφαρμόζει Μνημόνια και κόφτες, την ώρα που ξεπουλάει από λιμάνια μέχρι αεροδρόμια κι από Ελληνικό μέχρι ΟΣΕ, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, όταν δεν πουλάει τρέλα πουλάει «κάθαρση», απλή (δήθεν) αναλογική, συνταγματική αναθεώρηση κοκ. Φυσικά στο τέλος του μήνα τον ΕΝΦΙΑ του φτωχού δεν θα τον πληρώσει ούτε ο παλιός, ούτε ο νέος καναλάρχης. Εκτός αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει μια κάποια «αριστερή»… πρόοδος εκ του γεγονότος ότι τις αξιολογήσεις του μισθού, της σύνταξης και της ζωής του ο λαός δεν θα τις μαθαίνει πλέον από τα μαρκούτσια του Μπόμπολα, αλλά από τα μαρκούτσια του Καλογρίτσα ή του Μαρινάκη.
Κι αυτοί που εξυμνούν τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες ως «τέλος της διαπλοκής» και οι προηγούμενοι χαλίφηδες που τον καταγγέλλουν ως «αντικατάσταση της παλιάς με τη νέα διαπλοκή», ομονοούν σε ένα: Υπήρχε διαπλοκή! Ωραία (τρόπος του λέγειν): Μπορούν οι πρώτοι να μας πουν: Ποιοι από τους διαπλεκόμενους καναλάρχες αποκλείστηκαν από τη νέα διαδικασία εξ αυτού – όπως θα έπρεπε – και μόνο του λόγου, ότι δηλαδή ήταν διαπλεκόμενοι;Απάντηση: Κανένας! Τι είδους αντιδιαπλοκή είναι αυτή, λοιπόν, που οικοδομείται με τα υλικά της προηγούμενης διαπλοκής; Που θεωρεί «παραγραμμένο» το αδίκημα όλων των πλευρών του διαπλεκόμενου τριγώνου (μιντιάρχες, τραπεζίτες, πολιτικό σύστημα) και εισηγείται την τάχα μου ευταξία του «πάμε γι’ άλλα»; Μπορούν, με τη σειρά τους, οι δεύτεροι να μας πουν: Αυτοί γιατί σκούζουν την ίδια ώρα που ομολογούν την «παλιά» – όπως οι ίδιοι την αποκαλούν – διαπλοκή και της οποίας οι ίδιοι αποτελούσαν μέρος του αμαρτωλού τριγώνου; Απάντηση: Διότι – όπως λένε στο χωριό μου – ο γάτος και γαμεί και σκούζει… Αλλά η τακτική αυτή από τον γάτο αντέχεται. Από τις «ακρίδες» που έχουν καταρημάξει τον τόπο, όχι.
Πριν από 80 χρόνια μια εκπομπή του Ορσον Ουέλς από τα ερτζιανά ήταν αρκετή να δημιουργήσει πανδαιμόνιο στην Αμερική. Χιλιάδες Αμερικανοί έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν, καθώς είχαν πιστέψει ότι άρχισε η επίθεση …των εξωγήινων.
Από την εποχή του ραδιοφώνου ακόμα, ένας Αυστριακός εθιμογράφος, έλεγε: «Δώστε μας τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του κόσμου και 100 ανθρώπους ικανούς στην προπαγάνδα και μέσα σε 2 μήνες θα έχουμε κάνει την Ελβετία κομμουνιστική και τους κατοίκους της Ονδούρας να βάφουν τα μαλλιά τους πράσινα».
Συνεπώς: Η δύναμη, η επιρροή και η επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων είναι τόσο μεγάλη που οι κάτοχοι της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δεν είναι φυσικά ανόητοι ώστε να αφήσουν αυτή τη δύναμη, αυτό το «όπλο», να περάσει στα χέρια εκείνων που θα ‘θελαν να δουν την Ελβετία κομμουνιστική…
Η δύναμη των ηλεκτρονικών ΜΜΕ είναι θηριώδης. Παράδειγμα: Ένας Πρόεδρος που το 2000 ήρθε δεύτερος και κέρδισε «πραξικοπηματικά» τις εκλογές στις ΗΠΑ, ο Μπους, κατάφερε στις εκλογές του 2004, και με τη βοήθεια των ΜΜΕ, να υπερκεράσει τον αντίπαλό του κατά 3 εκατ. ψήφους και να επανεκλεγεί.
Ωστόσο, την ίδια ώρα, στη Βενεζουέλα, παρότι όλα σχεδόν τα ΜΜΕ ήταν εναντίον του, ο Τσάβες κατάφερε να επικρατήσει σε 10 εκλογικές αναμετρήσεις.
Πρέπει, συνεπώς, να τονιστεί με έμφαση: Όσο μεγάλη κι αν είναι η επιρροή και η δύναμη των ΜΜΕ και του Τύπου να κατευθύνουν, να προπαγανδίζουν, να τρομοκρατούν, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια δύναμη σχετική, μια δύναμη που έχει όρια, μια δύναμη πολλές φορές κτηνώδης που, όμως, δεν είναι ανυπέρβλητη.
Παράδειγμα: Στην Ελλάδα, όσο κι αν ακούμε ότι εκδοτικά συγκροτήματα «ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις», αλλά τόσο ισχύει πως δεν καθόρισε τη στάση του ελληνικού λαού η τακτική «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας» που επέδειξε ο καθεστωτικός Τύπος στην Κατοχή. Ούτε τα ΜΜΕ κατάφεραν να επιβάλλουν την δική τους θέση στο δημοψήφισμα του 2015.
Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν: Η δύναμη των ΜΜΕ είναι τεράστια. Αλλά δεν είναι ανίκητη.
Ο δημοσιογράφος, στο πλαίσιο της ιδεολογίας του, της πολιτικής του άποψης, της προσωπικής του γνώμης, είναι το αδύναμο μέρος στη σχέση του με τον κάτοχο του ΜΜΕ. Αλλά αυτό δεν τον καθιστά ούτε άβουλο, ούτε πολύ περισσότερο τον απαλλάσσει της ευθύνης του. Θα είναι πάντα υπεύθυνος και υπόλογος κάθε φορά και κάθε στιγμή που θα συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να τον αφορούν οι στίχοι του Βάρναλη: «Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη, της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα, και συ πρόστυχη Πένα και ψοφίμι, του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα»…
Το ερώτημα «ποιος είναι πιο άθλιος, αυτός που δίνει την εντολή ή αυτός που την εκτελεί», θα αφορά πάντα τον δημοσιογράφο που δεν ασκεί το ρόλο του με αξιοπρέπεια. Κάθε άλλο παρά το υποδεέστερο της θέσης του τον απαλλάσσει από το καθήκον της ηθικής – επαγγελματικής αρτιότητας. Κάθε άλλο παρά αναιρεί το στοιχείο της προσωπικής ευθύνης οποιουδήποτε παίρνει ένα μαρκούτσι στο χέρι και δεν ξέρει τι λέει, ή αρπάζει έναν υπολογιστή και δεν ξέρει τι γράφει. Κάθε άλλο παρά αμφισβητεί το ουσιαστικό νόημα όσων έγραφε ο Καμύ το 1939, όταν στο μανιφέστο του για τον «ελεύθερο δημοσιογράφο» εξαιρούσε τη δημοσιογραφία που υπηρετεί τη «σαθρή ανοησία», την«οργανωμένη νωθρότητα» και την «επιθετική βλακεία». Αντίθετα, τα προηγούμενα, καταδεικνύουν ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: Ότι στο πλαίσιο της συστημικής λειτουργίας του Τύπου, που ορίζεται από το ιδιοκτησιακό του καθεστώς, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος για τους δημοσιογράφους να μετατραπούν, είτε ενσυνείδητα είτε εξ αντικειμένου, σε μέρος του προβλήματος.
Προφανώς, όταν αναφερόμαστε, στην ευθύνη του δημοσιογράφου, δεν μιλάμε για εκείνη την ομάδα που συγκροτεί το «ανφάντ γκατέ» αυτού που θα λέγαμε «συστημικά ενσωματωμένη δημοσιογραφία». Διότι, πολύ απλά, δεν τους θεωρούμε δημοσιογράφους, αλλά λακέδες. Πρόκειται για μια ομάδα που ένα μέρος της χρησιμοποιεί τη δημοσιογραφία ως πασαρέλα συμμετοχής της στο κλαμπ των «VIPs». Ένα άλλο αποτελεί κρίκο της αλυσίδας του θεάματος. Ένα τρίτο υπηρετεί δυο και τρεις «αφεντάδες» ταυτόχρονα, όχι γιατί πρέπει να βγάζει το ψωμί της, αλλά γιατί έτσι εξασφαλίζει το παντεσπάνι της.
***
Ας έρθουμε, τώρα, στο κυρίως θέμα μας: Τηλεοπτικές άδειες! Για άλλους αποτέλεσε μπιγκ-μπραδερίστικο καραγκιοζιλίκι. Γι’ άλλους τομή διαφάνειας. Για τους μεν, όπως είπαμε, είναι αναπαλαίωση της παλιάς διαπλοκής. Για τους άλλους επιτομή της νομιμότητας.
Επειδή, δε, κι αυτοί που κλείστηκαν στο κτίριο της Γενικής Γραμματείας, και αυτοί που δεν πήγαν, και εκείνοι που τους υπηρετούν με ή χωρίς δημοσιογραφική ταυτότητα, και αυτοί που οργάνωσαν τον διαγωνισμό και αυτοί που τον καταγγέλλουν, είναι σίγουρο ότι – όλοι τους – κάθε βράδυ πέφτουν για ύπνο με μια αγωνία, πως θα ξυπνήσουν το πρωί για να ενημερώσουν τον λαό… «αντικειμενικά», «ολόπλευρά» κι «πλουραλιστικά», γι’ αυτό θα το θέσουμε ευθέως:
ΠΡΩΤΟ: Για να εχεις ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι πρέπει να έχεις στην κωλότσεπη μερικά – πολλά – εκατομμύρια. Να έχεις φράγκα. Αυτό είναι το κριτήριο, το ύψιστο, το μέγιστο, το «αριστερό» (!), που έθεσε ο κύριος Τσίπρας.
Ας αφήσει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ την γελοία «αντιολιγαρχική» του ρητορεία. Ολιγάρχες και μεγαλοκαπιταλιστές είχαν πριν τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, ολιγάρχες και μεγαλοκαπιταλιστές θα τα έχουν και τώρα. Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή θεωρεί τα δικά του Μνημόνια «καλύτερα» από των άλλων μπορεί να θεωρεί και τους ολιγάρχες της δικής του μιντιακής εποχής «καλύτερους» από των προηγούμενων. Με γεια του με χαρά του, αλλά με τον ξαναζεσταμένο Πασοκισμό των «νέων τζακιών» και με τον «αριστερό σανό» των επικοινωνιακών του επιτελείων ας ταΐζει την κυρία Τζάκρη και το λοιπό Πασοκιστάν που θρέφει στον κόρφο του και όχι τον ελληνικό λαό.
ΔΕΥΤΕΡΟ: «Ναι, μα τώρα θα πληρώνουν», λένε οι ΣΥΡΙΖΑΙΟΙ. Το «νόμιμον και ηθικόν», που λέγαμε! Ρωτάμε: Κι επειδή θα πληρώνουν (θα δούμε αν, πώς και πόσο), αυτό τι σημαίνει; Αυτό αναιρεί ότι θέλουν τηλεοπτικά ΜΜΕ ώστε μέσω της μιντιακής εξουσίας να προωθούν τις άλλες δουλειές τους; Αν, δηλαδή, ο Μαντέλης τα ‘πιανε – όπως γίνεται στο Αμέρικα – φανερά από τη «Ζήμενς» κι είχε φορολογηθεί για τη «χορηγία», δεν θα υπήρχε θέμα; Τι πάει να πει «θα πληρώνουν»; Δηλαδή επειδή «θα πληρώνουν», θα είναι πιο «δημοκρατικά» ευκολοχώνευτο όταν θα βαφτίζουν «αντικειμενικότητα» την δική τους υποκειμενική και βαθύτατα στρατευμένη στο σύστημα άποψη που συμβαδίζει με τα συμφέροντα τους και λειτουργεί μονίμως ως προπαγανδιστής της εκάστοτε οικονομικοπολιτικής εξουσίας, που οι ίδιοι κατέχουν; Επειδή «θα πληρώνουν» θα πάψουν πίσω ακριβώς από αυτές ακριβώς τις μπαλαφάρες περί «αντικειμενικότητας» να υποδύονται τον «ελεγκτή της εξουσίας» ενώ στην πραγματικότητα είναι όχι μόνο βαστάζοι, αλλά και μέρος της εξουσίας; Επειδή «θα πληρώνουν» θα πάψει να ισχύει η μεγάλη αλήθεια που είχε παραδεχτεί και ομολογήσει ο Σταύρος Ψυχάρης: «Δεν υπάρχουν όμως εφημερίδες (σσ: και πολύ περισσότερο τηλεοπτικά δίκτυα, συμπληρώνουμε εμείς) που να εκδίδονται για να εκφράζουν απόψεις διαφορετικές από εκείνες του ιδιοκτήτη τους ή να υπηρετούν αλλότρια συμφέροντα». Η θέση αυτή διατυπώθηκε νέτα-σκέτα στο «Βήμα της Κυριακής» (8/1/2012). Και κάτι μας λέει πριν έτσι ισχύει και μετά τις… «γάτες Ιμαλαίων».
ΤΡΙΤΟ: Το τρίγωνο «οικονομική εξουσία – πολιτική εξουσία – μιντιακή εξουσία» δεν καταργείται, λοιπόν. Φοράει νέα φορεσιά. Αλλά όσες φορές κι αν βάλλει τα ρούχα του αλλιώς ο Μανωλιός, ο τόνος στην ενημέρωση – μιας και τόσος λόγος γίνεται γι’ αυτήν – θα δίνεται από αυτούς που ελέγχουν τον Τύπο και κυρίαρχα από αυτούς που ελέγχουν τα τηλεοπτικά ΜΜΕ. Και τα τηλεοπτικά ΜΜΕ – ανεξαρτήτως προσώπων, ομίλων, νέων ή παλιών «παικτών» – τα ελέγχει η οικονομική ολιγαρχία. Ισχύει παντού και όχι μόνο στην Ελλάδα (σσ: κάτι που το είχε «καταλάβει» πολύ καλά η κυβέρνηση Καραμανλή, όταν «τόλμησε» να πάει στην ΕΕ το νομοσχέδιο για τον «βασικό μέτοχο» και οι «αδέκαστοι» επίτροποι το έσκισαν πριν καν το δουν). Όσο, επομένως, θα είναι οι εργολάβοι, οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές και εν γένει οι κεφαλαιοκράτες που θα ελέγχουν τα κανάλια της ενημέρωσης, η αμεροληψία των πολλών δουλευτάδων του Τύπου ή των έντιμων εκδοτών, δεν είναι συνθήκη ικανή ώστε να εξασφαλίζεται μια ενημέρωση προσανατολισμένη στο πλευρό της κοινωνίας και της αλήθειας, αλλά θα έχει πάντα για πυξίδα την «αλήθεια» εκείνων που κατέχουν την στρόφιγγα της ενημέρωσης. Κι αυτοί τυγχάνει να είναι οι ίδιοι που εμπλέκονται με χίλια νήματα με το τραπεζικό σύστημα, είναι οι ίδιοι που νταραβαρίζονται με εκείνους που τους δίνουν τις άδειες για να «πουλάνε ενημέρωση».
***
Συνεπώς: Όταν το κουμάντο στο χώρο του Τύπου, και όχι μόνο, διαμορφώνεται με τους όρους των Χίρστ και των Μέρντοχ που περιέγραφε ο Όρσον Ουέλς στον «Πολίτη Κέιν», ήδη από το 1941, τότε όσοι «Τερτσέτηδες» και «Πολυζωίδηδες» κι αν υπάρχουν στο χώρο της δημοσιογραφίας (σσ: τέτοιοι υπήρχαν και θα υπάρχουν σε όλες τις συνθήκες), ας μην υπάρχουν αμφιβολίες: Θα κατισχύσει εκείνος που εκπροσωπεί την ισχύ των μίντια και τη διαβρωτική φύση της εξουσίας.
Που σημαίνει ότι: Αν τα συμφέροντα της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας είναι με το Μνημόνιο, τότε όσο κι αν τρέξει ο ρεπόρτερ για να καλύψει αντικειμενικά την απεργία, τη διαδήλωση, την κινητοποίηση ενάντια στο Μνημόνιο, εκείνο που θα μεταδοθεί το βράδυ ως είδηση θα είναι «ζήτω το Μνημόνιο, κάτω οι ταραξίες». Αν τα συμφέροντα της διεθνούς ελίτ εξυπηρετούνται από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, την ώρα που ο λαός θα πληρώνει «αθανάτους», ταυτόχρονα θα υφίσταται και την πλύση εγκεφάλου για το «εθνικό ολυμπιακό ιδεώδες». Ας αγανακτεί η κοινωνία με τις τράπεζες όσο θέλει. Αυτό που θα πλασαριστεί σαν «είδηση» θα είναι η «ανάγκη να ανακεφαλαιοποιηθούν». Ας φωνάζει η κοινωνία για τις αυξήσεις στα διόδια από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αν θυμηθείτε ένα ρεπορτάζ στο «Mega» στα 27 χρόνια που εκπέμπει που να καταγγέλλει τις αυξήσεις στα διόδια, τρυπήστε μου τη μύτη. Αν δείτε ρεπορτάζ στα κανάλια των εφοπλιστών για τους φόρους που (δεν) πληρώνουν οι εφοπλιστές, ξανατρυπήστε τη…
Πέρα και πάνω, λοιπόν, από τα φληναφήματα περί «κάθαρσης» στα οποία επιδίδονται παλιοί και νέοι κυβερνητικοί χαλίφηδες, βρίσκονται εν ισχύ και οι τρεις πλευρές του τριγώνου: «Οικονομική ελίτ – πολιτική εξουσία – μιντιακό κατεστημένο».
Η πρώτη, η οικονομική ελίτ, είναι αυτή που, αφενός, ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τα ΜΜΕ και βασικά την τηλεόραση (σσ: επιμένουμε στην τηλεόραση επειδή ακριβώς αποτελεί το σύγχρονο «εικονοστάσι» σε κάθε σαλόνι). Αφετέρου βρίσκεται σε σχέση απόλυτης συνάφειας με το καθεστωτικό πολιτικό σύστημα ανεξαρτήτως κυβερνητικού ενοίκου.
Κάπου εδώ φτάνουμε στη ρίζα της υπόθεσης: Η ενημέρωση είναι δημόσιο αγαθό. Αυτό το αγαθό δεν ανήκει στους καναλάρχες. Ανήκει στο λαό, και σε αυτόν πρέπει να επιστρέφει. Οι τηλεοπτικές συχνότητες είναι περιουσία του λαού, που έχει παραχωρηθεί στους καναλάρχες, με την προϋπόθεση ότι θα φροντίσουν στα ΜΜΕ που κατέχουν για «την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου…» (Σύνταγμα, άρθρο 15).
Όμως, οι διατάξεις του Συντάγματος, μαζί με τα ηχηρά περί «ποιότητας», «πλουραλισμού», «αντικειμενικότητας» κλπ. δεν είναι παρά ο «φερετζές. Όχι μόνο εδώ, παντού στον κόσμο, όπως επιβεβαιώνεται από την «ενσωματωμένη δημοσιογραφία» της εισβολής στο Ιρακ, τον «κορμοράνο» του Περσικού και τους «ομαδικούς τάφους της Τιμισοάρα» μέχρι τα «χοντρά βυζιά, χοντρά λεφτά» του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία.
Το ίδιο έργο παίζεται στην Ελλάδα καθημερινά και επί δεκαετίες:
Η πλειοψηφία της κοινωνίας εκφραζόταν έξι χρόνια ενάντια στην πολιτική του Μνημονίου, αλλά τηλεοπτικά το Μνημόνιο στηριζόταν και – μετά ΣΥΡΙΖΑ – στηρίζεται σχεδόν κατά 100%.
«Θεσμοί» όπως η ΕΕ κατακρημνίζονται σε αξιοπιστία, αλλά στην τηλεόραση εκείνο που βασιλεύει είναι η τρομοκρατία του «Ευρωπαϊκή Ένωση ή χάος».
Οι τράπεζες πίνουν το αίμα του κόσμου, αλλά αυτό που βασιλεύει στα κανάλια (με ή χωρίς ΣΥΡΙΖΑ) είναι το «δίκαιο της ανακεφαλαιοποίησης».
Το ΝΑΤΟ εγκληματεί όπου Γης αλλά εδώ στο Αιγαίο μας το εμφανίζουν σαν τον… ναυαγοσώστη των προσφύγων που τα κράτη – μέλη του τους βομβαρδίζουν στις χώρες τους.
Όσο για την «ποιότητα» του προγράμματος, εδώ είναι που το «τρίγωνο»… μεγαλουργεί επί 24ώρου βάσεως:
Το ξημέρωμα, όταν ξεφτιλίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη στα «πρωινάδικα».
Το μεσημέρι, όταν την ξεφτιλίζουν στα «μεσημεριανάδικα».
Το βράδυ, όταν την αλέθουν στα κάθε λογής «μπιγκ-μπραδεράδικα».
Και μεταμεσονύκτια, όταν την εκπορνεύουν στα «090»!
Οι ίδιοι που προΐστανται Μεγάρων, που εκπροσωπούν το Ολυμπιακό ιδεώδες ως «αθάνατοι», οι καναλάρχες που πρωταγωνιστούν στον αθλητισμό και στον… Πολιτισμό, είναι αυτοί που κατοχύρωσαν σαν προϊόντα …«του λόγου και της Τέχνης» τα κάθε λογής τηλε-ξεκατινιάσματα . Και που κατά καιρούς αναθέτουν την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας και την «ψυχαγωγία» του λαού από τον Μαστοράκη, τον Ψινάκη και την Πάνια μέχρι τις… αγελάδες που αφοδεύουν στα στούντιο.
«Ενημέρωση – εμπόρευμα»
Η ουσία της υπόθεσης έχει να κάνει με το γεγονός ότι η διαπλοκή του μεγάλου κεφαλαίου με τα ΜΜΕ αγγίζει την καρδιά του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Δηλαδή, είναι ένα ζήτημα που, τελικά, αγγίζει την καρδιά του καπιταλισμού, διότι άπτεται του θέματος της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας.
«Ελευθερία του Τύπου στην καπιταλιστική κοινωνία – αυτό σημαίνει να εμπορεύεσαι τον Τύπο και να ασκείς επίδραση πάνω στις λαϊκές μάζες. Ελευθερία του Τύπου – είναι η συντήρηση του Τύπου, πανίσχυρου μέσου επίδρασης πάνω στις λαϊκές μάζες, με έξοδα του κεφαλαίου». Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση θα πρέπει να περιμένουμε τη στιγμή όπου «δε θα υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα να υποτάσσεται ο Τύπος ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στην εξουσία του χρήματος και τίποτε δε θα εμποδίζει τον κάθε εργαζόμενο – ή ομάδα εργαζομένων ανεξάρτητα από τον αριθμό της – να έχει και να ασκεί το δικαίωμα χρησιμοποίησης των κοινωνικοποιημένων τυπογραφείων και του κοινωνικοποιημένου χαρτιού»(Λένιν, «Άπαντα», τόμος 37, σελ. 495-496, ομιλία στο 1ο Συνέδριο της 3ης Διεθνούς).
Μέχρι να γίνουν αυτά, μέχρι να ανατραπεί το καθεστώς που θέλει τα ΜΜΕ να λειτουργούν ως ιμάντας μεταφοράς της κρατούσας ιδεολογίας υπό οποιαδήποτε κυβερνητική αμφίεση, ισχύει ότι: Όπως οι δρόμοι και οι τηλεπικοινωνίες, ο ορυκτός πλούτος και οι παραλίες, η ενέργεια και τα πάντα που ως «εμπορεύματα» ανήκουν στην ιδιοκτησία των εργολάβων – τραπεζιτών – βιομήχανων, έτσι και η είδηση μετατρέπεται σε «εμπόρευμα» στα χέρια των καναλαρχών. Ένα «εμπόρευμα» που βρίσκεται διαρκώς στη διατίμηση της συναλλαγής μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Με άλλα λόγια: Εφόσον ο κεφαλαιοκράτης έχει τη δυνατότητα να κατέχει ΜΜΕ, τίποτα δεν μπορεί να του απαγορέψει να χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ σαν «όπλο» για τις μπίζνες του ή τις πολιτικές του επιλογές. Όσο θα συνεχίζεται το καθεστώς της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και της ιδιοποίησης του δημόσιου αγαθού που λέγεται «τηλεοπτική συχνότητα», τότε η διαπλοκή, τα μιντιακά πολιτικο-οικονομικά παιχνίδια, η υπαγωγή του δικαιώματος στην πληροφόρηση σε εργαλείο επιχειρηματικών και πολιτικών συναλλαγών, είναι δεδομένα.
Το «Α» και το «Ω» της διαπλοκής
Το θεμέλιο πάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί και διαιωνίζεται η κατάσταση στα ΜΜΕ, το δικαίωμα δηλαδή της οικονομικής ολιγαρχίας να μεταχειρίζεται ως «κτήμα» της ένα κοινωνικό αγαθό, όπως (θα έπρεπε να) είναι η ενημέρωση, η δυνατότητα των «αφεντικών» να ρυθμίζουν την πληροφόρηση πέρα από κάθε κοινωνικό έλεγχο και κοινωνική λογοδοσία, αποτελεί το «Α» και το Ω» τόσο της διαπλοκής, όσο και της μονοδιάστατης εκπομπής της δικής τους ταξικής και πολιτικής «αλήθειας».
Όποιος, επομένως, λέει ότι μπορεί να επιτευχθεί η δημοκρατία ή έστω να μπουν όρια στην ασυδοσία στο χώρο των ΜΜΕ, αλλά την ίδια ώρα εξυμνεί, υπηρετεί, συμβιβάζεται με την λειτουργία των ΜΜΕ υπό το καθεστώς των «κανόνων της ελεύθερης αγοράς» (του καθεστώτος, δηλαδή, που συνιστά τη βάση της ασυδοσίας των ολιγαρχών που τα ελέγχουν), τότε, είτε είναι πολιτικά αφελής, είτε είναι καθαρός ψεύτης, είτε – εφόσον υπό οποιαδήποτε ιδιότητα κινείται στο χώρο του Τύπου – θα αναγκαστεί να λειτουργεί ως πανταχόθεν βαλλόμενη «νησίδα».
Στην τελευταία περίπτωση, ακόμα κι αν τα καταφέρει να επιβιώσει, το μέτρο της δικής του αξιοπρέπειας δεν θα είναι αυτό που θα αλλάξει τους «κανόνες της αγοράς», ούτε θα καθορίσει το είδος της πληροφόρησης που, γενικά, θα εκπέμπεται προς την κοινωνία.