9-11-2016
Δεν υπάρχει πια καμία απολύτως δυνατότητα κοινοβουλευτικής, ειρηνικής άμυνας των Ελλήνων – ενώ περιττεύουν οι αναλύσεις και οι διαπιστώσεις, αφού μοιάζουν πια με νεκροψία και όχι με συνταγές ανάρρωσης του ασθενούς.
.
«Εάν περιμένει κανείς ότι η χώρα θα σωθεί από μία επόμενη κυβέρνηση-υποχείριο, απλά και μόνο με την αλλαγή του «μίγματος πολιτικής», όπως συνέβαινε όλο το προηγούμενο διάστημα μετά την επιβολή των μνημονίων, τότε απλά αυταπατάται – αφού φαίνεται πλέον ολοκάθαρα πως δεν υπάρχει καμία απολύτως προοπτική για το μέλλον, υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις.Το μόνο που θα συμβεί θα είναι η πλήρης απώλεια των περιουσιακών στοιχείων τόσο του κράτους, όσο και των Πολιτών του, τα οποία θα δημευθούν ουσιαστικά, αφού θα εξαγορασθούν σε εξευτελιστικές τιμές – ενώ, όταν ολοκληρωθεί η ληστεία, η Ελλάδα θα επανέλθει μεν σε πορεία ανάπτυξης, χωρίς όμως καμία ωφέλεια για τους «ιθαγενείς», οι οποίοι θα μετατραπούν σε σκλάβους χρέους των δανειστών τους στο διηνεκές.Θα «μεταλλαχτούν» δηλαδή σε εξαθλιωμένους, φθηνούς εργάτες μίας κατεχόμενης χώρας, η οποία θα ευημερεί μεν, αλλά όχι για τους ίδιους – με εξαιρέσεις φυσικά, ανάλογες με αυτές που παρατηρήθηκαν στην εποχή της τουρκοκρατίας, όπου ορισμένοι κατάφερναν να επιβιώνουν, ακόμη και να πλουτίζουν, με διάφορα τεχνάσματα«.
.
Ανάλυση
Ανήκοντας κανείς στους φιλελεύθερους οικονομολόγους οφείλει να αποσαφηνίζει τις θέσεις του, επειδή συχνά παρανοούνται – τονίζοντας πως ο φιλελευθερισμός δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, όπως ο σοσιαλισμός και η αληθινά αναθεωρητική αριστερά δεν έχουν καμία σχέση με τον κρατισμό.
Ο νεοφιλελευθερισμός (έτσι όπως έχει δυστυχώς εξελιχθεί μετά το 1980, όπου επικράτησε η σχολή του Σικάγο), στις οικονομικά ισχυρές χώρες, είναι πλέον συνώνυμος με το «μονοπωλιακό καπιταλισμό» – όπου σχεδόν όλοι οι επιχειρηματικοί κλάδοι, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας, της παιδείας, της υγείας, της εσωτερικής ασφάλειας όπως οι φυλακές κοκ. «οφείλουν» να ανήκουν στους ιδιώτες.
Κάποια στιγμή λοιπόν δημιουργούνται πολυεθνικά τέρατα, τα οποία μονοπωλούν την αγορά, ενώ πληρώνουν μηδαμινούς φόρους εκμεταλλευόμενα τις φορολογικές οάσεις – με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται με τους φόρους που λείπουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι Πολίτες, να μειώνονται τα εισοδήματα τους, να περιορίζεται το κοινωνικό κράτος κοκ.
Εκτός αυτού, οι πολυεθνικές μονοπωλιακές επιχειρήσεις «χειραγωγούν» την πολιτική, με στόχο την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων – ενώ εκβιάζουν με το μέγεθος τους (too big to fail) ή/και με τις επενδυτικές τους δυνατότητες τα κράτη, αυξάνουν τις τιμές πώλησης τους (ειδικά στις κοινωφελείς επιχειρήσεις που εξαγοράζουν) κοκ.
Στις οικονομικά αδύναμες χώρες τώρα ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλεται με την πολιτική λιτότητας, με τα μνημόνια, με τις διατλαντικές συμφωνίες κοκ. – με στόχο αφενός μεν τη λεηλασία τους, αφετέρου την υποταγή τους στις πρακτικές του. Παράδειγμα η TiSA, μέσω της οποίας επιδιώκεται η απαγόρευση της εθνικοποίησης κοινωφελών επιχειρήσεων που έχουν προηγουμένως ιδιωτικοποιηθεί – καθώς επίσης μία σειρά άλλων πραγμάτων.
Φυσικά ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός χρησιμοποιεί ως θρησκεία του (η θρησκεία στα οικονομικά είναι συνώνυμη με το δογματισμό) το αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς – η οποία δήθεν ρυθμίζει αυτόματα τα πάντα χωρίς κανένα λάθος, αρκεί να μην επεμβαίνει το κράτος στη λειτουργία της. Δηλαδή την «πεφωτισμένη ιδιοτέλεια» του Adam Smith, σύμφωνα με τον οποίο μέσα στο σύστημα του καπιταλισμού ένα άτομο που δρα για το ατομικό του συμφέρον, προωθεί νομοτελειακά και το συμφέρον της κοινότητας .
Εν τούτοις έχει τεκμηριωθεί πλέον πως αυτά που ίσχυαν στην εποχή του A. Smith έχουν πάψει να ισχύουν σήμερα, μεταξύ άλλων λόγω του μεγέθους των επιχειρήσεων – ενώ το αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς κάνει πάρα πολλά λάθη, όταν δεν ελέγχεται από κανέναν,λειτουργώντας ως εκ τούτου ασύδοτα.
Ειδικά όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο αύξησε τη δύναμη του μετά τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά εκ μέρους του, κατασκεύασε την παγίδα του χρέους (άρθρο), ενώ αποθρασύνθηκε μετά την κατάργηση του νόμου που διαχώριζε τις επενδυτικές από τις καθαρά τραπεζικές δραστηριότητες (Glass-Steagall), η ελεύθερη αγορά δεν είναι καθόλου σε θέση να λειτουργήσει – οπότε χωρίς τη ρύθμιση του/της από τα κράτη, τελικά θα καταστρέψει τον πλανήτη.
Στα πλαίσια αυτά, ανήκουμε σε εκείνους τους φιλελεύθερους οικονομολόγους που δεν συμφωνούν με την ασύδοτη αγορά – θεωρώντας πως τα κράτη πρέπει να επεμβαίνουν ρυθμιστικά στη λειτουργία της, ενώ ειδικά σε περιόδους ύφεσης οφείλουν να λαμβάνονται δημοσιονομικά μέτρα (κρατικές επενδύσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις κλπ.).
Πιστεύουμε δηλαδή στη μικτή οικονομία, στη χρυσή μεσότητα κατά κάποιον τρόπο, όπου οι κοινωφελείς (παιδεία, υγεία, άμυνα, ηλεκτρισμός, ύδρευση, εσωτερική ασφάλεια, κεντρική τράπεζα κλπ), οι στρατηγικές (αεροδρόμια στα σύνορα κα.), καθώς επίσης οι μονοπωλιακές κερδοφόρες επιχειρήσεις (τυχερά παιχνίδια κλπ.), πρέπει να ανήκουν στο κράτος – ενώ όλες οι υπόλοιπες στους ιδιώτες, οι οποίοι όμως πρέπει να ελέγχονται πολύ αυστηρά από το Κράτος Δικαίου και τους υπόλοιπους Θεσμούς. Προφανώς δε, χωρίς να εμποδίζεται η λειτουργία τους από τα μη ορθολογικά φορολογικά, γραφειοκρατικά, περιβαλλοντικά και λοιπά δημόσια συστήματα.
Το βασικό επιχείρημα βέβαια των νεοφιλελεύθερων είναι πως τα κράτη είναι διεφθαρμένα, οι πολιτικοί διαπλέκονται, είναι δημαγωγοί που προωθούν το κομματικό τους συμφέρον κοκ. – οπότε πρέπει όλα να ανήκουν στους ιδιώτες που (δήθεν) δεν έχουν τέτοια ελαττώματα. Με απλά λόγια πως όταν πονάει το κεφάλι, πρέπει να το κόβεις, παρά το ότι έτσι ο άρρωστος πεθαίνει.
Εμείς όμως θεωρούμε αντίθετα ότι, η μοναδική προστασία των ανθρώπων απέναντι στην οικονομική εξουσία είναι η Πολιτική – η οποία, όταν δεν ανταποκρίνεται στο λειτούργημα της, πρέπει να υποχρεώνεται να το κάνει από τους ίδιους τους Πολίτες, με τελικό στόχο τους την άμεση δημοκρατία.
Η σημερινή Ελλάδα και η πολιτική λιτότητας
Περαιτέρω, υπό τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην Ελλάδα, ειδικά μετά την πρωτοφανή κυβίστηση της «αριστεράς» που αποτελούσε το ύστατο ανάχωμα των Πολιτών, είναι προφανώς δύσκολο να αμυνθεί κανείς απέναντι στην σφοδρή επίθεση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού – ο οποίος χρησιμοποιεί ως όπλα αιχμής την πολιτική λιτότητας και τα εξοντωτικά μνημόνια, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες της χώρας λόγω της υπερχρέωσης της, των θεσμικών της ελλειμμάτων, της πολιτικής διαφθοράς και ανικανότητας, του κομματικού κράτους, του ενδοτισμού, της γεωπολιτικής της ανασφάλειας κοκ.
Πόσο μάλλον όταν το ασφαλιστικό καταρρέει και οι κοινωφελείς επιχειρήσεις είναι επίσης υπερχρεωμένες, όπως στο παράδειγμα της ΔΕΗ με επισφάλειες που υπερβαίνουν τα 2,5 δις € – ενώ στα πλαίσια του PSI έχουν αποδεχθεί ορισμένες το αγγλικό δίκαιο στα ομόλογα τους, παρά το ότι δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος.
Ακόμη περισσότερο όταν έχει αφελληνισθεί εντελώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας της χώρας, με αποκλειστική ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης – ενώ οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε επιθετικά κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds) διαχείρισης κόκκινων δανείων, με αμέτρητες κατασχέσεις και πλειστηριασμούς προ των πυλών. Οι μεγάλες εκκρεμότητες δε παραμένουν: οι εγγυήσεις δηλαδή του δημοσίου που ευχόμαστε να μην κληθούν ξανά οι Έλληνες να τις πληρώσουν, καθώς επίσης η ανάγκη νέων κεφαλαίων εκ μέρους τους.
Ακόμη λοιπόν και αν τεκμηριώσει κανείς πως οι ιδιωτικοποιήσεις των κοινωφελών επιχειρήσεων είναι καταστροφικές, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της Γερμανίας που τις εθνικοποιεί ξανά, έχοντας διαπιστώσει πως το κόστος για τους Πολίτες της ήταν τεράστιο, ενώ κάτι ανάλογο ισχύει επίσης για τις συμπράξεις του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα, δεν πρόκειται να επιτύχει τίποτα – πολύ περισσότερο επειδή οι Έλληνες έχουν πια συνθηκολογήσει, επιλέγοντας τη συλλογική αποχαύνωση.
Απλούστατα, με το κράτος σε άθλια κατάσταση, με τον ιδιωτικό τομέα να καταρρέει, καθώς επίσης με τους Πολίτες να σιωπούν όπως τα πρόβατα, έστω αιτιολογημένα , δεν έχει κανένα νόημα η τεκμηρίωση του ότι, ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός θα αποβεί καταστροφικός για την πατρίδα μας – όποιο από τα κόμματα εξουσίας και αν αναλάβει τη διαχείριση του, κατ’ εντολή των κατ’ επίφαση δανειστών.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται ξανά από το γράφημα που ακολουθεί – στο οποίο φαίνεται η αρνητική σχέση μεταξύ των μέτρων ισοσκέλισης του προϋπολογισμού (λιτότητα) και της ανάπτυξηςστις χώρες της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, στον οριζόντιο άξονα καταγράφεται το μέγεθος της δημοσιονομικής εξυγίανσης (μετρούμενο με τις αλλαγές στα διαρθρωτικά ισοζύγια κάθε χώρας για την περίοδο 2011-2013), ενώ στον κάθετο τα δεδομένα σχετικά με την αθροιστική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ. Η αρνητική κλίση της (γαλάζιας) γραμμής παλινδρόμησης τεκμηριώνει ότι, το βάθος της κρίσης ήταν ανάλογο με την αυστηρότητα των μέτρων λιτότητας. Από το γράφημα συμπεραίνεται λοιπόν ότι, η πολιτική λιτότητας προκαλεί μία πολύ ισχυρή ύφεση – αφού η αύξηση των δημοσιονομικών μέτρων κατά 1% του ΑΕΠ, μειώνει την ανάπτυξη κατά 1,9% (μέσος όρος). Πρόκειται εδώ για τον εσφαλμένο πολλαπλασιαστή του ΔΝΤ, όπως το ίδιο παραδέχθηκε – με την Ελλάδα στο απόλυτο βάθος του γκρεμού.
Συμπερασματικά λοιπόν, το να περιμένει κανείς πως η χώρα μας θα επιστρέψει σε μία βιώσιμη πορεία ανάπτυξης, με τη σημερινή ή με την επόμενη κυβέρνηση, όταν επιβάλλονται συνεχώς νέα δημοσιονομικά μέτρα, αποτελεί το άκρον άωτο της ανοησίας – για να μην χρησιμοποιήσουμε το σωστό όρο που λογικά προσβάλλει τους ιθαγενείς.
Επίλογος
Με κριτήριο τα παραπάνω είναι εμφανές ότι, δεν υπάρχει πια καμία απολύτως δυνατότητα κοινοβουλευτικής, ειρηνικής άμυνας των Ελλήνων – παρά το ότι δεν πρέπει να χάνει κανείς ποτέ την αισιοδοξία και την ελπίδα του για ένα καλύτερο μέλλον.
Στα πλαίσια αυτά, όλες οι πολιτικές και οικονομικές συζητήσεις περί συστημάτων διακυβέρνησης, είναι κενές πρακτικού νοήματος – ενώ περιττεύουν επίσης οι αναλύσεις και οι διαπιστώσεις, αφού μοιάζουν πια με νεκροψία και όχι με συνταγές ανάρρωσης του ασθενούς.
Ολοκληρώνοντας, έχουν πέσει πια οι «τίτλοι τέλους», με νέα αφετηρία την παλαιότερη επιδεινωμένη: μία οδύνη δίχως τέλος.Εκτός εάν βέβαια οι Έλληνες αντιδράσουν κάποια στιγμή συλλογικά, έστω στην άκρη του γκρεμού – επιλέγοντας ένα οδυνηρό τέλος που είναι συνήθως συνώνυμο με την ανατολή της ελπίδας.