20-1-2017
Η επιχειρούμενη «λύση» στο Κυπριακό θα σημάνει την απαρχή ενός «νεο-οθωμανικού μνημονίου»
Άρδην
Μια σύντομη εξιστόρηση της μνημονιακής μας περιπέτειας, από το 2011 κι έπειτα, θα μπορούσε να είναι και η εξής: Πιαστήκαμε στο δόκανο μιας σχέσης φτηνού χρήματος/ακριβού χρέους (που ουσιαστικά αποτέλεσε τη μέγιστη συνέπεια της εισόδου μας στην ΟΝΕ) και περιπέσαμε σε οικονομική δουλεία με το να ανοίξουμε διάπλατες όλες τις κερκόπορτες της κατασπατάλησης δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, της πολιτικής μόχλευσης μιας κίβδηλης ευημερίας για το κράτος, τα κόμματα, τα νοικοκυριά και τα άτομα. Τώρα πληρώνουμε το τίμημα με το να εισπράττουμε ως «εξυγίανση» μια πολιτική διαρπαγής του φυσικών και ανθρώπινων πόρων, του δημόσιου πλούτου, και ένα βίαιο ξεπάτωμα της οικονομικής και κοινωνικής φυσιογνωμίας της χώρας – μικρομεσαίας, με ήπιες ανισότητες και υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας των πολιτών της.
Η κίνηση αυτού του εκκρεμούς, όμως, μεταξύ φτηνού χρήματος και ακριβού χρέους, ψεύτικης ευημερίας και ραγδαίας φτωχοποίησης έχει και την εξωτερική της διάσταση: Η οικονομική δουλεία δεν πρόκειται να παραμείνει ως τέτοια, αλλά ήδη μετασχηματίζεται σε γεωπολιτική υποταγή· και εδώ θα καταρρεύσει και η τελευταία αυταπάτη της προηγούμενης περιόδου: έτσι, με την ίδια κίνηση, ο φαντασιακός εθνομηδενιστικός ευρωπαϊσμός απειλεί να καταλήξει σε… πραγματικό νεο-οθωμανισμό!
Αυτό είναι το δράμα το οποίο παίζεται σήμερα με τις διαπραγματεύσεις για μια «γρήγορη λύση» στο κυπριακό: με τις μέριμνες για το περιουσιακό, το εδαφικό, τις εγγυήσεις, τις προβλέψεις για το πολίτευμα και την οικονομική πολιτική του νέου κράτους να φαντάζουν τόσο εξωφρενικές ώστε μόνον μια ερμηνεία να μπορεί να τις αντιμετωπίσει: Ότι αποτελούν επί της ουσίας την απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός ασταθούς προτεκτοράτου υπό δυτικο-τουρκική κηδεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο. Όπου η σημερινή ελληνοκυπριακή δημοκρατία υποβαθμίζεται σε ένα είδους «φόρου υποτελή κοινότητα», ένα μόρφωμα που στην πραγματικότητα αποτελεί μια από τις πρώτες μετακρατικές «ηγεμονίες» του 21ου αιώνα.
Ο δε Ερντογάν πολύ ορθώς συνέδεσε τις εξελίξεις στο Κυπριακό –κατά την ομιλία του στο νέο, «μεταπραξικοπηματικό» Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας– με μια ευρύτερη εκστρατεία αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης. Μας υπενθυμίζει αυτό που οι ελλαδικές και κυπριακές ηγεσίες είχαν «ξεχάσει», θεμελιώνοντας μάλιστα σε αυτήν την λήθη το ελλαδικό και κυπριακό κατεστημένο των τελευταίων δεκαετιών: ότι δηλαδή «Η Κύπρος δεν είναι μακριά», τουλάχιστον δεν είναι «μακριά» για τον τουρκικό επεκτατισμό, που θέλει τώρα την Κύπρο και θέτει ζήτημα Θράκης, Αιγαίου, θα θέλει αύριο τη Θράκη θέτοντας ζήτημα Αιγαίου και Θεσσαλονίκης κ.ο.κ.
Έτσι, αυτό που σήμερα προβάλλεται ως «λύση» του κυπριακού δεν είναι τίποτα άλλο από μια πρώτη πράξη επιστροφής της άμεσης τουρκικής δικαιοδοσίας πάνω στον ελληνισμό. Αυτό που επιχειρεί η νεο-οθωμανική πολιτική είναι να αντιστρέψει σταδιακά τα αρνητικά γι’ αυτήν αποτελέσματα που προέκυψαν από τον αγώνα του ’55-’59, σε ό,τι αφορά στην Κύπρο, από τη συνθήκη της Λωζάνης, σε ό,τι αφορά στο Αιγαίο, από την εκστρατεία των Βαλκανικών πολέμων, σε ό,τι αφορά στη Βόρειο Ελλάδα και την Ήπειρο. Προφανώς, απώτερο τέλος αυτής της στρατηγικής είναι η αναίρεση της Ελευθερίας σύσσωμου του ελληνισμού, που επιτεύχθηκε με την επανάσταση του 1821.
Αυτό το νόημα έχουν και οι αλλεπάλληλες δηλώσεις του περί Θράκης, Αιγαίου και Θεσσαλονίκης. Και για όποιον γνωρίζει τι συμβαίνει σήμερα στην Βόρειο Ελλάδα, είναι απολύτως σαφές ότι δεν πρόκειται περί «κούφιων δηλώσεων» που πραγματοποιούνται για εσωτερική κατανάλωση, αλλά για μια στρατηγική που ήδη εφαρμόζεται υπόγεια και παράγει επιχειρήματα για τις τουρκικές διεκδικήσεις· εδώ και πάρα πολλά χρόνια, το τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή δρα ως κράτος εν κράτει, ενώ σε ό,τι αφορά στην υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη μια εκστρατεία… τουριστικής διείσδυσης που επικεντρώνεται γύρω από την ανάδειξη/αξιοποίηση των οθωμανικών μνημείων στην Καβάλα, τις Σέρρες, τα Γιαννιτσά, τη Θεσσαλονίκη – ακόμα και στα Ιωάννινα, με μικρότερη ακόμα ένταση. Επίκεντρο αυτής της στρατηγικής είναι η Θεσσαλονίκη και το υποτιθέμενο «σπίτι του Κεμάλ» όπου προσέρχονται δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες ετησίως για να «προσκυνήσουν» το μουσείο που είναι αφιερωμένο στον ιδρυτή του σύγχρονου τουρκικού κράτους και θύτη της γενοκτονίας του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου, των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Οι δε τοπικές κοινωνίες, με τις τοπικές αρχές να πρωτοστατούν, όπως συμβαίνει κατ’ εξοχήν στην περίπτωση του Δημάρχου Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη, υποδέχονται αυτό το κύμα ως «ευκαιρία για τουριστική ανάπτυξη» και «αξιοποίηση» μιας τοπικής κληρονομιάς [που στην πραγματικότητα αποτελεί μια ιστορία κατάκτησης και διαρπαγής από την οποία απελευθερωθήκαμε με δάκρυα και αίμα].
Και πάλι ο Ερντογάν ήταν εκείνος που ξεκαθάρισε τα πράγματα, ώστε να μην έχουμε καμία αμφιβολία ότι αυτή η εκστρατεία για την προώθηση του πολιτιστικού τουρισμού στα οθωμανικά μνημεία συνδέεται αναπόσπαστα με τον τουρκικό επεκτατισμό: Με αφορμή τη συμπλήρωση 93 χρόνων από την ίδρυση του τουρκικού κράτους, στις 28 Οκτωβρίου 2016,
δήλωσε:
«Εγώ εδώ δίνω μάθημα ιστορίας […] Εγώ μίλησα για τη Λωζάννη και ενοχλήθηκαν. Γιατί; Τα νησιά που βρίσκονται μπροστά στη μύτη μας, το φωνάζω, ήταν δικά μας τα νησιά αυτά. Σε αυτά τα νησιά έχουμε ιστορία μας, μνημεία μας, τζαμιά μας. Ακόμα ενοχλούνται όταν τα λέμε. Γιατί;»
Στη δε Θεσσαλονίκη, η πολιτική αυτή φαίνεται να αποδίδει καρπούς. Στο όνομα της τουριστικής προσόδου, συντελείται εδώ και μερικά χρόνια μια σταδιακή διολίσθηση σε καθεστώς πολιτικής αυτολογοκρισίας ή, χειρότερα, στην ταύτιση της τοπικής εξουσίας με την εκστρατεία ιστορικού αναθεωρητισμού που επιχειρεί ο τουρκικός επεκτατισμός. Έτσι, στις 26 Οκτωβρίου του 2016, ανήμερα της επετείου απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης, ο δήμαρχός της, Γιάννης Μπουτάρης, που βρισκόταν σε επίσκεψη στη γειτονική χώρα για να προωθήσει την υπόθεση της ακτοπλοϊκής σύνδεσης Θεσσαλονίκης-Σμύρνης,
δήλωσε στην εφημερίδα Χουριέτ:
«Έχουμε δημιουργήσει έναν μύθο για τον Κεμάλ Ατατούρκ ότι ήταν φονιάς. Τώρα, αυτό που λέω στους πολίτες είναι ότι δεν με ενδιαφέρει αν ο Κεμάλ Ατατούρκ ήταν φονιάς ή όχι. Δεν με ενδιαφέρει αν ήταν καλός ή όχι […] Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι, όπως οι Έλληνες επισκέπτονται την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα, και αποτείνουμε σεβασμό στη γη των προγόνων μας, έτσι και οι Τούρκοι έχουν το ίδιο συναίσθημα για τον Κεμάλ Ατατούρκ. Είναι ο πατέρας της Τουρκίας. Θέλουν να έλθουν να επισκεφτούν τη γενέτειρά του. Επομένως, θα σας δώσω την ευκαιρία αυτή. Όσο οι Τούρκοι έρχονται εδώ, ο λαός της Θεσσαλονίκης θα δει ότι οι Τούρκοι δεν θέλουν να μας σκοτώσουν και ότι δεν θέλουν πόλεμο. Νοιώθουν ότι είναι πολύ κοντά ο ένας στον άλλον και ότι τα πράγματα αμβλύνονται. Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει μία διαφορετική ατμόσφαιρα τώρα».
Τι κι αν η δήλωσή του περί «μύθου» του σφαγέα Ατατούρκ (γενοκτόνου της Μικράς Ασίας και εμπνευστή του… Χίτλερ) έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την απόφαση της Ελληνικής Δημοκρατίας να αναγνωρίσει και επίσημα τη Γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας; Το μέτρο της πολιτικής ορθότητας για την τοπική εξουσία της Θεσσαλονίκης δεν προσδιορίζεται πλέον από τους άξονες που έχει θέσει η ελληνική πολιτεία αλλά από τον τζίρο της τουριστικής διείσδυσης που επιχειρείται.
Την ίδια στιγμή, σε ό,τι αφορά στο Αιγαίο, και ιδίως στα νησιά που συνορεύουν με την Τουρκία, οι μέθοδοι της νεο-οθωμανικής επέκτασης είναι λιγότερο βελούδινες. Εκεί έχουμε να κάνουμε με τον ανοιχτό εκβιασμό του προσφυγικού ζητήματος, όπου το τουρκικό κράτος απειλεί την Ελλάδα και την Ε.Ε. να ακυρώσει εν τοις πράγμασι την περίφημη συμφωνία για το πάγωμα των προσφυγικών εισροών στην χώρα μας. Και αν ο εκβιασμός απέναντι στην Ε.Ε. έχει ως αντικείμενο τη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, απέναντι στην Ελλάδα, σχετίζεται
άμεσα με τις διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό, και σε δεύτερο χρόνο θα επανέλθει σε ό,τι αφορά στις διεκδικήσεις στο Αιγαίο, τις γκρίζες ζώνες κ.ο.κ.
Τέλος, υπάρχει και το ζήτημα της Ηπείρου· εκεί, η τουρκική στρατηγική ενορχηστρώνεται υποδαυλίζοντας τις αλβανικές διεκδικήσεις περί
Τσάμικου: Μέσα από την προώθηση των αλβανικών διεκδικήσεων επιχειρείται η σχετικοποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στην Ήπειρο και η εγκατάσταση μουσουλμανικών πληθυσμών στο εσωτερικό της, προκειμένου να εξελιχθούν στο μέλλον σε ιμάντες μεταβίβασης της τουρκικής δικαιοδοσίας στην περιοχή. Για την εμπλοκή του Ερντογάν στις ελληνο-αλβανικές σχέσεις και τη μόχλευση του ζητήματος των Τσάμηδων είχε μιλήσει προ μηνός περίπου [23/10/2016], στην εφημερίδα
Καθημερινή, ο αντιπρόεδρος της αλβανικής βουλής, και πρόεδρος του Κόμματος Ένωσης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων,
Βαγγέλης Ντούλες:
«Διαθέτουν χρήμα, εξαγοράζουν ψήφους και βέβαια έχουν τη στήριξη της Τουρκίας. Μην ξεχνάτε ότι ο Ερντογάν, κατά την επίσκεψή του στα Τίρανα, πέρα από την κυβερνητική και πολιτειακή ηγεσία, τον μόνο ηγέτη κόμματος που είδε ήταν ο Ιντρίζι», λέει στην «Κ» με νόημα ο Βαγγέλης Ντούλες επισημαίνοντας, όσον αφορά τον ρόλο της Τουρκίας στις χειμαζόμενες ελληνοαλβανικές σχέσεις, την καταγγελία πριν από λίγες μέρες του τέως πρωθυπουργού Σαλί Μπερίσα, ότι μια τρίτη ξένη δύναμη ήταν αυτή που τορπίλισε τη συμφωνία για την ΑΟΖ. Απλώς φωτογράφιζε τον Ερντογάν.
Όσο για τον βαθμό της εμπλοκής των Νεο-οθωμανών στην εσωτερική πολιτική ζωή της Αλβανίας, πέραν του γεγονότος ότι αποτελούν βασική εγγυήτρια δύναμη του κοσοβάρικου κρατιδίου, και διατηρούν ταυτόχρονα ναυτική βάση στο Δυρράχιο, είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν φτάσει ακόμα και στο σημείο να…
«ντύνουν» τους Αλβανούς αστυνομικούς, με… πανομοιότυπες στολές με εκείνες της τουρκικής ασυτυνομίας! Το περιστατικό δεν αποτελεί μόνον ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα του βαθμού της διείσδυσης που έχουν επιτύχει οι Νεο-οθωμανοί στο αλβανικό κράτος, αλλά διατηρεί και πολύ έντονους ιστορικούς συμβολισμούς, καθώς θέλει να σηματοδοτήσει την
ολική επαναφορά της «ειδικής σχέσης» που διατηρούσαν οι Τουρκαλβανοί με την Υψηλή Πύλη καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τους όρους του 21
ου αιώνα βέβαια.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πολύ απλά, με τον ίδιο τρόπο που οι «φούσκες» της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, ο οικονομικός παρασιτισμός, το πελατειακό κράτος, το φαύλο πολιτικό σύστημα «έσκασαν» το 2010 –οδηγώντας τη χώρα σε καθεστώς ξένης επιστασίας από τη γερμανική Ευρώπη, έτσι και τώρα «σκάει» η «γεωπολιτική φούσκα» που είχε οικοδομήσει η κυριαρχία των εθνομηδενιστών στην ελληνική εξωτερική πολιτική, στα ΜΜΕ και τα πανεπιστήμια. Οι πρόσφατες εξελίξεις στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό δίνουν το σήμα ότι όλες αυτές οι αρνητικές εξελίξεις έχουν ωριμάσει και τείνουν να παράγουν πλέον διπλωματικό αποτέλεσμα: Το νέο κυπριακό μετα-κρατικό μόρφωμα, που συζητείται στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, προορίζεται να αποτελέσει «πιλότο» για τη γενικευμένη εφαρμογή του πάνω σε ολόκληρο τον ελληνισμό τα επόμενα χρόνια. Οι όροι πάνω στους οποίους θα πατήσει αυτή η «γενίκευση» του κυπριακού μοντέλου προετοιμάζονται σταδιακά αλλά σταθερά ήδη από σήμερα.
Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να γίνουμε
απολύτως ρεαλιστές: Σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονται οι «υπερθεματιστές» μιας συμφωνίας στο Κυπριακό, με προεξάρχοντα τον πρόεδρο Αναστασιάδη, ένα «ΟΧΙ» στη λύση που προετοιμάζεται θα οδηγήσει σε «πάγωμα» αυτής της πολυπλόκαμης στρατηγικής που περιγράψαμε· και υπ’ αυτήν την έννοια, θα λειτουργήσει
σωτήρια για όλο τον ελληνισμό – έστω κι αν υπάρξουν κάποιοι πρόσκαιροι διπλωματικοί μικρο-κλυδωνισμοί που θα συνοδεύονται από τα απαραίτητα «γαυγίσματα» των Νεο-Οθωμανών. Όλα αυτά είναι πολύ πιο
ελέγξιμα από ελληνικής πλευράς, σε σχέση με τον ασκό του Αιόλου που θα ανοίξει στο ενδεχόμενο μιας διπλωματικής επιτυχίας της Άγκυρας στο κυπριακό μέτωπο. Διότι, τότε, θα έχει συντελεστεί η πρώτη πράξη του γεωπολιτικού νεο-οθωμανικού μνημονίου.
Σήμερα η Κύπρος, λοιπόν, αύριο όλη η Ελλάδα.
Άρδην