Μετά από την πιεστική παρότρυνση φίλων, να διατυπώσω γραπτά τις διαφωνίες μου με κάποιες απόψεις περί της εξόδου από την ευρωζώνη ως πανάκειας για την αντιστροφή της πορείας της χώρας, με αύξηση εσχάτως της επιρροής τους, με το επιχείρημα ότι μόνο ότι υπάρχει γραπτώς με τη μορφή κειμένου ή βιβλίου και μάλιστα με πομπώδεις τίτλους («Η επανάσταση του GREXIT») μπορεί να έχει αξιώσεις ισχύος.
Αναφέρομαι στο παράδειγμα, του κατά τα άλλα συμπαθούς κ. Νίκου Ιγγλέση, ο οποίος έχει προσχωρήσει στο μόρφωμα της ΛΑ.Ε., δίνοντας τον τόνο για το τι μπορεί να σημαίνει το πρόταγμα της εξόδου από την ευρωζώνη που θέτει στην προμετωπίδα της η ΛΑ.Ε. Και γι΄ αυτό ίσως πιο επικίνδυνο σε σχέση με παραπλήσιες απόψεις που εκφέρονται από άλλους παράγοντες στο χώρο της δεξιάς ή του συστήματος εν γένει και μάλιστα εσχάτως και σε έντυπα και κύκλους που μέχρι προ τινος ήσαν φανατικοί υπέρμαχοι του ευρώ, και της πάση θυσία παραμονής τη χώρας μας σ΄ αυτό με οποιοδήποτε κόστος. Αποτελεί και την πιο ακραία θέση, αφού συνδέει αυτή την «έξοδο» αυτή με την ταυτόχρονη πρόσδεση (peg) του νέου νομίσματος με το ευρώ.
Καταρχάς θα πρέπει να σημειωθεί μια θεωρητική ασυνέπεια ως προς την πεμπτουσία της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα, το λεγόμενο «κλείδωμα» του νέου νομίσματος (της δραχμής) – «σταθερότητα» της συναλλαγματικής της ισοτιμίας. Αυτή η «ρηξικέλευθη» (sic!) πρόταση αποτελεί και στοιχείο, με το οποίο αντιπαρατίθεται σε οποιαδήποτε άλλη άποψη με απόλυτο τρόπο1. Δεν γνωρίζουμε αν το αστήρικτο στην πράξη αυτό επιχείρημα εδράζεται σε άγνοια του συγγραφέα για τη λειτουργία των οικονομικών μηχανισμών σε μια «ανοιχτή ελεύθερη οικονομία» (διεθνοποιημένος καπιταλισμός) ή σκοπίμως υιοθετείται παρά τη θεωρητική της ασυνέπεια προκειμένου να προωθήσει άλλες απόψεις, τις οποίες θα επισημάνουμε στη συνέχεια.
Επειδή ως γνωστό η λειτουργία μιας οικονομίας δεν εξαρτάται από τη βουλησιαρχική πράξη μιας κυβέρνησης, η ισχύς ενός νομίσματος εξαρτάται πρωτίστως, μεταξύ άλλων, από τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας μιας χώρας, τη διεθνή της ανταγωνιστικότητα, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, τα συναλλαγματικά ή άλλα αποθέματα (χρυσός, πολύτιμα μέταλλα), για να επιτευχθεί η οποιαδήποτε σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αν υποτεθεί ότι ένας τέτοιος στόχος είναι ευκταίος.
Ο λόγος που ένα νόμισμα δεν μπορεί να διατηρήσει την ισοτιμία του, ανεξάρτητα από την επιδίωξη των αρχών, είναι είτε διότι η κατάσταση του εξωτερικού ισοζυγίου, η διεθνής ανταγωνιστικότητα και οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας της εν λόγω χώρας δεν το επιτρέπουν και επιβάλλουν μια ακούσια ή εθελούσια υποτίμηση/διολίσθιση για την βελτίωση των παραγόντων αυτών, είτε ακόμη στο σημερινό σύνθετο κόσμο της πλήρους ελευθερίας στην κίνηση των κεφαλαίων και των χρηματο-οικονομικών εργαλείων λόγω κερδοσκοπικούς επίθεσης.
Για την αποφυγή τουλάχιστον του τελευταίου παράγοντα για τη διατήρηση της ισοτιμίας του είναι απαραίτητη η μη διεθνής διαπραγμάτευσή στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, γεγονός που αναγνώρισε πρόσφατα ο συγγραφέας για να είναι κατ’ ελάχιστο συνεπής με τη θέση του.
Αυτό, όμως, δεν αρκεί, διότι μπορεί έτσι να προστατευθεί εν μέρει από διεθνείς κερδοσκοπικές επιθέσεις, αλλά πρέπει επίσης να μπορεί να στηρίζεται από τον ισοσκελισμό τουλάχιστον του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Αν με βάση τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων η αξία των εξαγωγών τους δεν μπορεί να καλύψει την αξία των αναγκαίων τουλάχιστον για εισαγωγή προϊόντων, τότε το νόμισμα πρέπει να υποτιμηθεί/διολισθήσει, ώστε να εξισορροπηθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ή να χρησιμοποιηθούν πλεονάζοντα συναλλαγματικά διαθέσιμα. Τουλάχιστον μέχρι να κατορθώσει να βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα και η παραγωγική ικανότητα της οικονομίας (υποκατάσταση εισαγωγών, αύξηση εξαγωγών κλπ.). Κερδοσκοπικές κινήσεις, όμως, είτε από το εξωτερικό, είτε από το εσωτερικό, μπορεί να εκδηλωθούν και στην αγορά προϊόντων με τεχνητές ελλείψεις εισαγομένων ή μη αγαθών με ανεπιθύμητες πληθωριστικές πιέσεις που θα έχουν επίπτωση και στη δυνατότητα διατήρησης της ευκταίας κατά το συγγραφέα σταθερότητας της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων δεν αρκούν και απαιτείται πλέγμα ελέγχων, τόσο στις εισαγωγές και εξαγωγές – ακόμη και δασμολογικούς ή άλλους φραγμούς -, όσο και στην εσωτερική αγορά, γεγονός που αντιστρατεύεται κανόνες της Ε.Ε. και του Π.Ο.Ε. Για να μην αναφέρουμε την αναγκαιότητα του απόλυτου κεντρικού ελέγχου των τραπεζών σ’ αυτή την κατεύθυνση. Δεν το σημειώνουμε για λόγους κινδυνολογίας, αλλά για να επισημάνουμε την ανεπάρκεια του επιχειρήματος της ικανότητας του επιθυμητού κατά το συγγραφέα στόχου, χωρίς άλλες προϋποθέσεις. Το νόμισμα αναγκαστικής κυκλοφορίας που δεν στηρίζεται κυρίως σε κάποιας μορφής κανόνα χρυσού σε μια επικράτεια για να μπορέσει να λειτουργήσει πρέπει να χαίρει της εμπιστοσύνης, όσων συναλλάσσονται με αυτό εντός αυτής για να μην υποκατασταθεί από άλλα χρηματικά μέσα.
Ισχυρίζεται ο κ. Ιγγλέσης: Καμιά ανησυχία δεν πρέπει να υπάρχει για την επάρκεια συναλλάγματος. H χώρα διαθέτει το αναγκαίο συνάλλαγμα για να πληρώνει όλες τις εισαγωγές της, καμιά έλλειψη σε αγαθά και υπηρεσίες από το εξωτερικό δε θα υπάρξει. Το Ισοζύγιο Εξωτερικών Συναλλαγών το 2009 παρουσίαζε έλλειμμα 18 δις., ενώ το 2014 παρουσίασε πλεόνασμα 1.8 δις. ευρώ.2 Η βελτίωση του Ισοζυγίου οφείλεται στην εσωτερική υποτίμηση των τελευταίων πεντέμισι ετών. Γι’ αυτό λέμε ότι υποτίμηση δε χρειάζεται και δεν πρέπει να γίνει. Η υποτίμηση έχει γίνει ήδη και είναι η εσωτερική υποτίμηση, δεν απαιτείται και νομισματική υποτίμηση.
Τι αποκρύβει άραγε το παραπάνω σόφισμα;
Δεν μπορεί να μην κατανοεί ότι άλλο η πραγματική υποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και της εργασιακής δύναμης που έχει συμβεί και απέβη προς όφελος των ισχυρών του χρήματος (όσων δηλαδή κατέχουν χρηματικά μέσα – χρηματικό κεφάλαιο – που δεν χρειάζεται να μετατρέψουν σε κατανάλωση) και το αντίστροφό της η νομισματική υποτίμηση που θα επαναφέρει – σταδιακά βέβαια – σε καλύτερη θέση, όσους έχασαν δραματικά αυτά τα χρόνια; Εξ΄άλλου όπως έχει επιχειρηματολογήσει ο Θ. Μαριόλης οι πληθωριστικές επιπτώσεις μιας νομισματικής υποτίμησης της νέας «δραχμής» κατά 50% θα είναι πολύ μικρή 9% – 5% τον πρώτο χρόνο και βαίνοντας μειούμενες – ευκταίο το χαρακτηρίζω εγώ.3Άλλως το να βγούμε από το ευρώ «κλειδώνοντας» όπως λέει το νόμισμα σε αυτό σε τι θα ωφελήσει; Όπως ασφαλώς και λέει ο ίδιος μόνο τη ρευστότητα. Γιατί; Για τις επενδύσεις και το επιχειρείν; Και ποιοι θα αγοράσουν τα αγαθά; Μα οι ξένοι, ως εξαγωγές. Κλπ. Κλπ.
Δραχμικός νεοφιλελευθερισμός
Αν τώρα ξεπεράσουμε αυτή τη θεωρητική ασυνέπεια το υπόδειγμα2α που προτείνει ο κ. Ν. Ιγγλέσης αποδέχεται τα αποτελέσματα του αντιπληθωρισμού και της εσωτερικής υποτίμησης που επέφεραν όλα αυτά τα χρόνια των μνημονιακών πολιτικών αποδεχόμενος αυτά ως νέο σημείο οικονομικής ισορροπίας, προτείνοντας αύξηση της παραγωγής με επενδύσεις μέσω κρατικών ενισχύσεων που χωρίς αύξηση εισοδημάτων συνεπάγονται εξωστρέφεια της οικονομίας που στηρίζεται στις εξαγωγές. Εξ ου και το επιχείρημα της ισοσκέλισης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που επέφεραν με την κατάρρευση της ζήτησης και των εισαγομένων αγαθών και όχι τη βελτίωση των εξαγωγών, παρά τις μισθολογικές μειώσεις2. Εκφράζεται έτσι ένα οικονομικό μοντέλο τύπου Ταυλάνδης κ.ο.κ.
Εκεί που η ρητορική ΣΥΡΙΖΑ έδινε βάρος στην αντιμνημονιακή πολιτική (με την αντιστροφή της) εντός της ευρωζώνης πράγμα άτοπο, όπως και αποδείχθηκε περίτρανα, τώρα το ραβδί της λυγίζεται προς την άλλη πλευρά με την πρόταση εξόδου από την ευρωζώνη ως πανάκεια, χωρίς αντιστροφή των επιπτώσεων των μνημονιακών πολιτικών.
Η έξοδος από την ευρωζώνη με ταυτόχρονη στενή πρόσδεση του νέου εθνικού νομίσματος με το ευρώ, όπως προτείνει ο κ. Ιγγλέσης, αποτελεί ένα βήμα χωρίς αντίκρισμα, αφού το μοναδικό ενδεχόμενο αποτέλεσμα της ενίσχυσης της ρευστότητας στην οικονομία για το επιχειρείν και τις επενδύσεις είναι πολύ αμφίβολο.
Το προηγούμενο πρόσφατο παράδειγμα της σύνδεσης της δραχμής με την Ε.Λ.Μ. (E.C.U.) πρόδρομο του ευρώ στην περίοδο της «ισχυρής Ελλάδας» του Σημίτη που προετοίμασε την έλευση και ένταξη στο ευρώ, συνοδεύτηκε από μια περιοριστική νομισματική πολιτική, που είχε ως αποτέλεσμα αρχικά την αναδιάρθρωση με καταστροφή των πιο αδύναμων κεφαλαίων και στη συνέχεια με την ένταξη στο ευρώ την παραγωγική αποδιάρθρωση με την επικράτηση ενός παρασιτικού καπιταλισμού, της χρηματιστικοποίησης, των μεγάλων έργων και της οικονομίας των υπηρεσιών, που κατέληξε μεταξύ άλλων και στην κρατική υπερχρέωση. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βρίσκεται στο περιγραφόμενο από πολλούς σημείο, «να μην παράγει τίποτε», αλλά να εισάγει μόνον για την κάλυψη των αναγκών.
Ας μην λησμονούμε τη μεταπολεμική νομισματική ιστορία, την αντικατάσταση του διεθνούς συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (με μεγαλύτερες δυνατότητες ευελιξίας) του Bretton Woods το 1971 με ένα νέο σύστημα κυμαινομένων ισοτιμιών και ό, τι αυτό επέφερε στη συνέχεια (νέα χρηματο-οικονομικά εργαλεία, πλήρης ελευθερία στη διεθνή κίνηση χρηματικών κεφαλαίων, αύξηση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας παγκοσμίως κλπ). Το σύστημα αυτό, που έδινε έμφαση στις παραγωγικές δυνατότητες κάθε χώρας για το διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό, διατηρώντας ασφαλώς την ανισομερή ανάπτυξη του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, έδωσε τη θέση του στο σύστημα κυμαινομένων ισοτιμιών, που τροποποιούσε την ισχύ των νομισμάτων εισάγοντας παράγοντες της χρηματο-οικονομικής σφαίρας και αποτέλεσε την απαρχή της διόγκωσής της και της ταχύτατης μετακίνησης των χρηματικών κεφαλαίων διεθνώς σε ένα παγκόσμιο νομισματικό ανταγωνισμό.
Το ευρώ σχεδιάστηκε με βάση την παραγωγική ισχύ των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών καπιταλιστικών χωρών του κέντρου, με ανισότητες και μεταξύ τους, αλλά ιδίως με ορισμένες περιφερειακές πιο αδύναμες χώρες που εντάχθηκαν σ΄ αυτό – με ακραίο το παράδειγμα της Ελλάδας – και ήταν δεδομένο ότι θα κατέληγε στην ενίσχυση των πιο ισχυρών οικονομιών σε βάρος των πιο ανίσχυρων – παρά τη ρητορική της «σύγκλισης» -, διαδικασία που οξύνθηκε μεσούσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, και την κατίσχυση της ισχυρότερης εξ΄ αυτών της Γερμανίας.
Η πρόταση για την πρόσδεση – κλείδωμα του νέου νομίσματος με το ισχυρό – σκληρό ευρώ μετά την έξοδο από την ευρωζώνη μιας ήδη αδύναμης σχετικά οικονομίας, η οποία έχει μάλιστα υποστεί μια πρωτοφανή ύφεση και κοινωνική και οικονομική καταστροφή με τις μνημονιακές πολιτικές αποτελεί ως φάρμακο σχήμα οξύμωρο.
Ας θυμηθούμε και μια άλλη πρόσφατη ιστορία της πρόσδεσης του νομίσματος της Αργεντινής στο δολάριο που οδήγησε στη χρεοκοπία της το 2001, την οποία ο ίδιος ο κ. Ιγγλέσης αποδίδει αλλού, έχοντας εν μέρει μόνο δίκιο4.
Καταρχάς να σημειώσουμε ότι καμία από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν κατέστη ισχυρή εξαγωγική δύναμη, παρά αφού είχε επιτύχει σ΄ ένα πολύ μεγάλο βαθμό μια ισχυρή ενδογενή καπιταλιστική βιομηχανική ανάπτυξη.
Η εξωστρέφεια και ο εξαγωγικός προσανατολισμός μιας οικονομίας που δεν διαθέτει ισχυρές παραγωγικές βάσεις και ενδογενή ανάπτυξη, οδηγεί σε μια άλλη μορφή οικονομικής εξάρτησης, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις επικεντρώνεται σε προϊόντα βάσει συγκριτικού πλεονεκτήματος που αποτελούν συνήθως η φθηνή εργασιακή δύναμη και το εργασιακό κόστος και οι εγχώριες πρώτες ύλες, παρά τα όσα ισχυρίζεται ο ίδιος.
Βλ.: Οι παραγωγικές επενδύσεις ανάλογα τον κλάδο πρέπει να είναι εντάσεως κεφαλαίου και όχι εργασίας ώστε τα παραγόμενα προϊόντα να απευθύνονται και στις διεθνείς αγορές. Θα πρόκειται, δηλαδή, για εξωστρεφείς επενδύσεις τα προϊόντα των οποίων θα αγοράζονται, κατά σημαντικό ποσοστό, από ξένους καταναλωτές. Η Ελλάδα έχει το ανθρώπινο δυναμικό και θα έχει τα κεφάλαια για επενδύσεις που να παράγουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και ποιότητας.
Αντίθετα η επιλογή επενδύσεων εντάσεως εργασίας θα την οδηγούσε σε ανταγωνισμό με τρίτες χώρες πολύ φτηνού εργατικού κόστους και θα την υποχρέωνε να μειώνει τους πραγματικούς μισθούς για να είναι ανταγωνιστική με κράτη όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Μπαγκλαντές, η Ινδία κλπ.
Τίθεται το ερώτημα: γιατί δεν κατάφερε η χώρα, ούτε την περίοδο που είχε δικό της νόμισμα, είτε με την πρόσδεση στο E.C.U., ούτε με το ευρώ να έχει αξιόλογες παραγωγικές επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου – παρά τη μικρή περίοδο της μεταπολεμικής ανάπτυξης (1964 – 1970); Για να ανταγωνισθείς τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες με την εξαγωγή προϊόντων εντάσεως κεφαλαίου, θα πρέπει να έχεις και χαμηλότερο εργασιακό κόστος, δεν είναι πολλοί οι κλάδοι, απαιτείται δε χρόνος, σε ένα κόσμο που οι εμπορικοί ανταγωνισμοί οξύνονται. Γιατί να μην αξιοποιηθεί το όπλο της υποτίμησης;
Πέραν του γεγονότος της συνέχισης της εξάρτησης – όχι μόνο οικονομικής αλλά και θεσμικής – με την παράδοση των δημοσιονομικών και περιουσιακών στοιχείων της χώρας, και το διογκωθέν πλέον διακρατικό χρέος της στους μηχανισμούς της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ.
Ο κ. Ιγγλέσης δεν ασχολείται επί της ουσίας με όλα αυτά τα θέματα που θεωρεί δευτερεύοντα, όπως η άμεση αντιμετώπιση του εξωτερικού κρατικού χρέους που μπορεί να διευθετηθεί εν καιρώ αφού στο οικονομικό του υπόδειγμα του σταθερού νομίσματος δεν πρόκειται να διογκωθεί περαιτέρω. Το τραπεζικό σύστημα δεν χρειάζεται να εθνικοποιηθεί, αλλά απλά να τοποθετηθούν επίτροποι για τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων. Η υπερχρέωση των νοικοκυριών, των μικρών επαγγελματιών και επιχειρήσεων δεν χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης κ.ο.κ., ως αποτέλεσμα των μνημονιακών εισοδηματικών περικοπών και της τερατώδους ύφεσης. Η κατάρρευση των αξιών των εγχώριων περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων πώς θα αποκατασταθεί; Ποια κοινωνική πλειοψηφία και για ποιο λόγο μπορεί να εμπνεύσει η πρόταση αυτή;
Πέραν όλων των παραπάνω θεμελιωδών ελλείψεων που δεν κατατάσσουν την πρότασή του ούτε ως συνολική, ριζοσπαστική και φιλολαϊκή, πόσω μάλλον επαναστατική, όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος. Δεν αρκούν προς τούτο οι πομπώδεις χαρακτηρισμοί, όπως: ευρωκατοχή, γερμανική Ευρώπη, ευρω-μάρκο ευρωμονόδρομος, κλπ από τις οποίες βρίθουν τα κείμενά του, οι οποίοι προφανώς έχουν δημαγωγικό χαρακτήρα, αφού το νόμισμα αυτό επιλέγεται ως σταθερή ισοτιμία του νέου «εθνικού» νομίσματος. Δεν δίνουν απάντηση ως προς την παραγωγική ανασυγκρότηση που έχει ανάγκη ο ελληνικός λαός που πρέπει να είναι ενδογενής και δευτερευόντως να αντιμετωπίζει το ζήτημα των αναγκών του ισοζυγίου μέσα από μια άλλη παραγωγική κατεύθυνση για μια ουσιαστική απεξάρτηση. Η υποτιθέμενη ρευστότητα θα κατευθυνθεί σε τι είδους επενδύσεις;
Αν όπως μπορεί να υπονοηθεί σε εξαγωγική δραστηριότητα, η εκ των υστέρων αύξηση των εισοδημάτων που θα επέλθει μαγικά, που θα καταναλωθεί; Σε εισαγωγές; και που θα στηριχθεί η προτεινόμενη προοδευτική αύξηση των μισθών, όταν η διεθνής ανταγωνιστικότητα δεν θα μπορεί να υποστηριχθεί από το κλειδωμένο σε ευρώ νέο νόμισμα; Πόσο μπορεί να «μειώνεται η ανεργία με τις νέες επενδύσεις»; Τέλος πώς θα αντιμετωπισθούν τα τεράστια, συσσωρεμένα προβλήματα, όπως η βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης, η ανάταξη των δημόσιων δομών υγείας, παιδείας κλπ; Με ποιο φορολογικό σύστημα εσόδων θα εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση, όλων αυτών των κοινωνικών αναγκών;
Οι παθογένειες σε επίπεδο ρητορικής βέβαια, δεν φαίνεται να οφείλονται σε μια υποτιθέμενη ανάγκη να διαλύσουν τους φόβους της, μέχρι προ τινος, πλειονότητας του ελληνικού πληθυσμού από την έξοδο από το ευρώ, αλλά μάλλον υποκρύπτουν – όχι και τόσο έντεχνα την προετοιμασία ενός οικονομικού μοντέλου, όπως το περιγράψαμε, συνέχισης του νεοφιλελευθερισμού με εθνικό νόμισμα. Χαϊδεύοντας τα αυτιά των καταθετών ότι δεν θα απωλέσουν την αξία τους, ή των λιγότερο ευάλωτων στρωμάτων ότι θα εξακολουθήσουν να καταναλώνουν στις ίδιες τιμές τα εισαγόμενα προϊόντα της ανεπτυγμένης καπιταλιστικής δύσης. Αλλά μάλλον αποτελεί την πιο ακραία και ευρωλάγνα εξ αυτών.
Η λατρεία της νομισματικής σταθερότητας με τη δαιμονοποίηση του πληθωρισμού εν γένει (όχι μόνο του υπερπληθωρισμού ή του στασιμοπληθωρισμού) που επικαλείται ο μονεταρισμός, φθάνει σε ακραίο σημείο με την πρόταση του κ. Ιγγλέση μέσω του κλειδώματος του νομίσματος με ένα ισχυρό και «σκληρό» διεθνές νόμισμα, αγνοώντας τουλάχιστον ότι ο πληθωρισμός μπορεί να είναι όχι μόνον εισαγόμενος, αλλά και εσωτερικός και να εκδηλωθεί με ανεπιθύμητες μορφές και από εγχώριες κερδοσκοπικές πιέσεις (όπως επισημάνθηκε παραπάνω). Δέσμιος, ίσως, του καθαρού νεοκλασικού υποδείγματος οικονομικής θεωρίας σημαντική ασυνέπεια του οποίου αποτελεί η παραγνώριση του τεράστιου ρόλου που διαδραματίζουν στις οικονομικές διεργασίες, ως ενδογενείς μεταβλητές, δύο παράμετροι: ο χρόνος και το χρήμα.
Και βέβαια μπροστά το νέο τοπίο των διεθνών εξελίξεων, ανακατατάξεων και ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων, που εγκυμονούν τη διάλυση του συστήματος της ευρωζώνης τουλάχιστον με τη μορφή που τη γνωρίσαμε, που πιθανώς έχει αναγκάσει και τις εγχώριες κατεστημένες δυνάμεις να αναζητούν νέους δρόμους διατήρησης της ισχύος τους, ποιο νόμισμα θα επιλέξει για το κλείδωμα της δραχμής μαζί του ο κ. Ιγγλέσης;
Το ερώτημα είναι για ποιο λόγο η ΛΑ.Ε. δίνει άκριτο βήμα για τη διάδοση τέτοιων απόψεων, που προσφέρονται ως «οδηγίες προς ναυτιλομένους» για τη διαδικασία εξόδου από το ευρώ. Λόγοι πλουραλισμού έκφρασης απόψεων θα ήταν τουλάχιστον αστείοι, όταν αυτές αντί να προσανατολίζουν στο αναγκαίο σχέδιο, δημιουργούν σύγχυση και διασπείρουν πλάνες στην ελληνική κοινωνία που ήδη βρίσκεται σε φάση αύξουσας αμφισβήτησης του ευρώ.
Αν θεωρεί ότι με τέτοιες ψευδεπίγραφες προτάσεις, θα διευκολύνει τη διάλυση των φόβων περί υπερπληθωρισμού – καταστροφής κλπ της χρόνιας κατεστημένης ευρωλάγνας ρητορικής, όπως ο ίδιος ο κ. Ιγγλέσης υπαινίσσεται(!), θα μπορούσε πολύ καλύτερα να αξιοποιήσει τη εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη μελέτη του Θ. Μαριόλη που στο σενάριο υποτίμησης του νέου νομίσματος κατά 50% υπολογίζει τη βραχεία πληθωριστική επίπτωση σε πολύ χαμηλό, ανεκτό επίπεδο.
Το ζήτημα της ουσιαστικής ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας, εφόσον αντιμετωπισθεί στη σωστή του διάσταση ως εξόχως πολιτικό και ουδόλως στενά οικονομικό ή τεχνικό, οφείλει να αποτελεί πτυχή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου στόχων εντός των οποίων η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική δεν αποτελεί μια ανεξάρτητη μεταβλητή, αλλά ως στοιχείο που εντάσσεται στη επιθυμητή μορφή της οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας. Μόνο μια κυβέρνηση που θα προκύψει από ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα και θα στηρίζεται σ΄αυτό μπορεί να το φέρει σε πέρας.
Το αναγκαίο σήμερα αίτημα ανεξαρτησίας με την ανάκτηση όλων των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού κράτους που οφείλει να επανασυσταθεί δημοκρατικά με συντακτική συνέλευση, ως στοιχείο πλήρους απεμπλοκής από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, δεν μπορεί να περιλαμβάνει τίποτε λιγότερο από την άμεση παύση πληρωμών και μη αναγνώριση του υφιστάμενου εξωτερικού κρατικού χρέους, ουσιαστική ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας και παροχής κοινωνικών αγαθών, έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων και στις εισαγωγές και εξαγωγές και σταδιακή κατάργηση των μνημονίων με άμεση προτεραιότητα την ανάκτηση των δημοσιονομικών και περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού κράτους, έξοδο από την Ε.Ε, και επανεξέταση των διεθνών σχέσεων με μια καλοσχεδιασμένη σειρά ενεργειών που θα αξιοποιεί νέες διεθνείς συμμαχίες, με αποκατάσταση των εισοδημάτων για μια αξιοβίωτη ζωή σε συνδυασμό με την ελάφρυνση της υπερχρέωσης με γενναία διευθέτηση των ιδιωτικών χρεών των πολιτών. Η υλοποίηση του παραπάνω πλαισίου, υπόκειται σε προϋποθέσεις, διακυβεύματα και ερωτήματα προς ουσιαστική διερεύνηση των οποίων πρέπει να κατευθυνθεί η προσπάθεια.
Ο γράφων την παρούσα κριτική, άσημος ενεργός Έλληνας πολίτης με κριτική θέαση, έχει επίγνωση, της κυριαρχίας της διασημότητας του ονόματος που υπογράφει έναντι των ίδιων των απόψεων και της ποιότητας αυτών – την οποία βέβαια στερείται έναντι του κρινόμενου – που επικρατεί σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους της πολιτικής, όπως και της καλλιτεχνικής και εν γένει πνευματικής δημιουργίας, αποδέχθηκε ωστόσο την πρόκληση.
*Γιάννης Δουλφής
Οικονομολόγος κατά πτυχίο, Συνταξιούχος τραπεζικός κατ΄ επάγγελμα
Ο κ. Ιγγλέσης αρθρογράφος στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ του εκδοτικού Οργανισμού Λιβάνη, ξεκίνησε την πρότασή του με την έκδοση ενός μικρού – ολιγοσέλιδου βιβλίου, Επιστροφή στη δραχμή. Η απάντηση στην ευρω-κατοχή (Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2013) τα λευκά μέρη των σελίδων του οποίου ισοδυναμούν τουλάχιστον με τα τυπωμένα, για να συνεχίσει με μια πρόσφατη εμπλουτισμένη έκδοσή του Η επανάσταση του Grexit – Το σχέδιο (Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2015) με τα ίδια επιχειρήματα. Παράλληλα αναπαράγει αυτά τα επιχειρήματα αυτά επαναλαμβάνοντάς τα με διάφορους τρόπους με μορφή αρθρογραφίας στο Παρόν της Κυριακής σε διάφορα sites και την Iskra που τα φιλοξενεί αδιαλείπτως.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Στο αυτοκρατορικής λογικής δοκίμιο του συγγραφέα με τίτλο «Το νόμισμα και τα φετίχ του», απέναντι από το πέραν πάσης αμφισβήτησης αξίωμα του κλειδώματος, ταξινομείται λαθραία συλλήβδην ένα ολόκληρο σύμπαν απόψεων, είτε των υπερμάχων του ευρώ, είτε όσων προκρίνουν την αποδέσμευση από αυτό με άλλους όρους («Οι φετιχιστές της υποτίμησης»). Τα ψευδο-επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο κ. Ιγγλέσης για την υπεράσπιση της άποψής του, εδράζονται στην επιλογή της «ισοτιμίας του νομίσματος» ως απόλυτης και ανεξάρτητης μεταβλητής, παρακάμπτοντας την ουσία του ζητήματος ότι η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας της χώρας αποτελεί την άρση ενός εμποδίου για την άσκηση μιας συνολικής πολιτικής παραγωγικής, οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησής της και σ΄αυτά τα πλαίσια η ισοτιμία αποτελεί μια εξαρτημένη μεταβλητή. Χαρακτηριστικό είναι το τρομοκρατικού τύπου απόσπασμα:
- Το αριστερό πρόσημο
«Πολλοί από τους οπαδούς της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, από το χώρο της Αριστεράς, υποστηρίζουν ότι το Grexit πρέπει να έχει αριστερό πρόσημο. Με αυτό εννοούν ότι πρέπει να συνοδεύεται με παράλληλη έξοδο από την ΕΕ και μια φιλολαϊκή πολιτική που θα υποκαταστήσει τις απώλειες που υπέστησαν οι μισθοί και οι συντάξεις κατά τη εξαετή μνημονιακή περίοδο. Άλλοι προτείνουν μερική αποκατάσταση και άλλοι επαναφορά των εισοδημάτων στα επίπεδα του 2009.
Όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, οι προτάσεις αυτές αποσκοπούν στο να κερδηθεί η υποστήριξη της πλειοψηφίας των λαϊκών στρωμάτων στο εγχείρημα της εξόδου από το ευρώ. Από το χώρο της Αριστεράς υπάρχουν και πιο «προχωρημένες» θέσεις για άμεση έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, εθνικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων και επιβολή υψηλής φορολογίας στο μεγάλο κεφάλαιο συμπεριλαμβανομένου του εφοπλιστικού, προκειμένου να γίνει αναδιανομή του πλούτου.
Όλες αυτές οι απόψεις αναμφίβολα δεν προέρχονται από κάποιο σχέδιο προσαρμοσμένο στις σημερινές συνθήκες της ελληνικής οικονομίας αλλά απορρέουν από ιδεολογικές θέσεις, μερικές από τις οποίες διαμορφώθηκαν από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το Grexit, με πρόσημο ή όχι, από τη φύση του, είναι μια επανάσταση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, δηλαδή, ενάντια στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, γι’ αυτό είναι προοδευτικό και άρα αριστερό».
«Η επανάσταση του Grexit δεν είναι η ευκαιρία, όπως μερικοί φαντάζονται, για να εξοντώσουμε τις ελληνικές επιχειρήσεις που απέμειναν στη χώρα, ώστε να αναγκαστούν να μεταναστεύσουν και αυτές στο εξωτερικό ή να διώξουμε τους εφοπλιστές από τον Πειραιά μέσω μιας υψηλής φορολογίας. Όλοι αυτοί είναι απαραίτητοι για την επόμενη μέρα αν δε θέλουμε η Ελλάδα να μετατραπεί σε χώρα της υποσαχάριας Αφρικής χωρίς επιχειρηματική τάξη και χωρίς παραγωγικά κεφάλαια. Εκτός αν ορισμένοι ονειρεύονται το αποτυχημένο σοβιετικό Gosplan και τα σοβχόζ». Το προσαρμοσμένο στις σημερινές συνθήκες της ελληνικής οικονομίας είναι λοιπόν η «επανάσταση» του «κλειδώματος» της ισοτιμίας του νέου νομίσματος με το ευρώ. Σε μια ενδεχόμενη άλλου τύπου χαρτογράφηση απόψεων, θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να τοποθετήσει την άποψη του συγγραφέα στους υπέρμαχους του ευρώ.
2α. Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από την παράθεση στη συνέχεια, η μεγάλη μείωση του μισθολογικού κόστους, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης δεν οδήγησε στη βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης, λόγω της αποδιάρθρωσης που επέφερε αυτή. Η βελτίωση του ισοζυγίου οφείλεται στην καταβαράθρωση των εισαγωγών.
Βλ. Οι 8 δείκτες της κρίσης: Η ελληνική οικονομία από τον Κώστα Καραμανλή έως τον Αντώνη Σαμαρά
Κώστας Μαυραγάνης Huffington Post Greece Δημοσιεύθηκε: 22/01/2015
Στο πλαίσιο μιας ανασκόπησης σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας μέσα στα τελευταία κρίσιμα χρόνια, η HuffPost Greece παρουσιάζει τους «δείκτες» της κρίσης, τους οποίους εξηγούν και σχολιάζουν ο Νίκος Χριστοδουλάκης, πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας/ Οικονομικών (2001-2004) και Ανάπτυξης (2000-2001) και καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών) και ο Ηλίας Ιωακείμογλου, επιστημονικός σύμβουλος του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
«Το 2008 το έλλειμμα σχεδόν τριπλασιάστηκε σε σύγκριση με το 2004. Στην συνέχεια μειώθηκε, κυρίως όμως από την μείωση των εισαγωγών λόγω της ύφεσης. Οι εξαγωγές ελάχιστα επηρεάστηκαν παρά την δραστική μείωση μισθών του ιδιωτικού τομέα» σημειώνει ο κ. Χριστοδουλάκης.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (current account deficit) που ανερχόταν σε 16,3% του ΑΕΠ το 2008, έχει μειωθεί σε 2,8% του ΑΕΠ, επισημαίνει ο κ. Ιωακείμογλου. «Αυτό εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται ως επιτυχία της οικονομικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα όμως δεν οφείλεται σε αύξηση των εξαγωγών, αλλά στη μείωση των εισαγωγών που κατέρρευσαν υπό το βάρος της συρρίκνωσης της εσωτερικής ζήτησης. Αυτό δεν αποτελεί θετική εξέλιξη, διότι οι εισαγωγές θα επιστρέψουν αμέσως μόλις εκκινήσει η διαδικασία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και τα ελλείμματα θα επανεμφανιστούν.
Εάν το ισοζύγιο δεν μπορέσει να στηριχθεί στις εξαγωγές, θα αποτελεί έναν μόνιμο περιοριστικό παράγοντα της αύξησης του ΑΕΠ και η ελληνική οικονομία θα παραμένει «κλειδωμένη σε χαμηλά επίπεδα παραγωγής», αναφέρει.
Σύμφωνα με τον κ. Ιωακείμογλου, «η αύξηση των εξαγωγικών επιδόσεων αποτέλεσε κύριο στόχο της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, επιταχύνθηκαν οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας ώστε να μειωθεί το κόστος εργασίας. Έτσι, μεταξύ 2010 και 2014, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε κατά 17% έναντι των κυριότερων 37 ανταγωνισττριών χωρών της Ελλάδας. Αυτή όμως η πολιτική αποδείχθηκε μια κακή επιλογή, διότι η μεν εξαγωγική επίδοση παρέμεινε απελπιστικά χαμηλή, ενώ η εγχώρια ζήτηση δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από τη μείωση των μισθών».
Συνεχίζοντας, επισημαίνει ότι «έτσι, χωρίς αύξηση της εξωτερικής ζήτησης και με την εγχώρια ζήτηση να καταρρέει, η Ελλάδα απώλεσε το 1/4 του ΑΕΠ (από τα 240 στα 180 δισ. ), έχασε το 1/10 του κεφαλαιακού αποθέματός της και έθεσε σε αναγκαστική αργία το 1/4 περίπου του εργατικού της δυναμικού που απαξιώνεται τώρα εξαιτίας της υπερμεγέθους μακροχρόνιας ανεργίας».
2β. ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 19/12/2008 – Ισοζύγιο Πληρωμών: ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2008
Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
Το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2008 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 4.357 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2007 και διαμορφώθηκε σε 28,4 δισεκ. ευρώ.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 20/01/2017 – Ισοζύγιο Πληρωμών: Νοέμβριος 2016
Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
Το Νοέμβριο του 2016, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε έλλειμμα 1,2 δισεκ. ευρώ, περίπου στο ίδιο επίπεδο με εκείνο του ίδιου μήνα του 2015.
Την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2016, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε μικρό έλλειμμα 171 εκατ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 990 εκατ. ευρώ την ίδια περίοδο του 2015.
3α Μαριόλης, Θ. και Κάτσινος, Α. (2011) «Επιστροφή σε υποτιμημένη δραχμή, πληθωρισμός κόστους και διεθνής ανταγωνιστικότητα: μία μελέτη εισροών-εκροών», Praxis. Μαρξιστική επιθεώρηση θεωρίας και πολιτικής, 18 Ιουλίου 2011,
3β Θοδωρής Μαριόλης: Η Οικονομική Πολιτική Εντός και Εκτός Ευρώ (Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου 2011)
4. Στις 27 Μαρτίου του 1991 ψηφίστηκε και έγινε νόμος του κράτους υπό την προεδρία του Κάρλος Μένεμ η Αρχή της Μετατρεψιμότητας (Ley de la Convertibilidad), η αυθαίρετη πρόσδεση του πέσο με το δολάριο ΗΠΑ σε ισοτιμία 1 προς 1 και η πλήρης μετατρεψιμότητα του με αυτή, σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τις αρχές του Washington Consensus, που αργότερα ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός. Η πρόσδεση αυτή πέραν των χρηματο-οικονομικών επιπτώσεων έκανε το πέσο τόσο ακριβό σε διεθνές επίπεδο που, ενώ αρχικά τιθάσευσε τον υπερπληθωρισμό προσδίδοντας εμπιστοσύνη στο νόμισμα, μετά τα μέσα της δεκαετίας κατέστρεψε την οικονομία της χώρας, αφού μαράζωσε τις εξαγωγές, την εγχώρια παραγωγή και όλο το σύστημα, ενώ είχε ήδη αυξήσει δραματικά τις οικονομικές ανισότητες μειώσει δραματικά τους μισθούς και φτωχοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Το κρατικό χρέος επίσης αυξήθηκε απότομα. Απρόθυμη ή ανίκανη να αυξήσει τους φόρους, και αποκλειόμενης της εκτύπωσης χρήματος από το σύστημα του νομισματικού συμβουλίου, μόνη άλλη προσφυγή της κυβέρνησης για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού ήταν να εκδώσει χρεόγραφα στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων.
Το κρατικό χρέος αυξήθηκε απότομα από 29,5% του ΑΕΠ το 1993 σε 50,3% το 1999. Επιπλέον, το χρέος αυτό ήταν σε ξένο νόμισμα, δεδομένου ότι οι εγχώριες ιδιωτικές αποταμιεύσεις παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα, και έγινε παρά την μεγάλη εισροή εσόδων από την ιδιωτικοποίηση της πρώην καταστάσεων εταιρείες που ανήκουν.
Αποτέλεσμα ήταν η επιδείνωση του δείκτη εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο αυξήθηκε από το 22% των εξαγωγών το 1993 σε 35,2% το 1999, γεγονός που επιδείνωσε την αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Στο πρόγραμμα του Μένεμ περιλαμβάνονταν μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις των κρατικών επιχειρήσεων. Λόγω της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι συμφωνίες ιδιωτικοποίησης γενικά συνδέθηκαν με αύξηση της τιμής σύμφωνα με το ποσοστό του πληθωρισμού των ΗΠΑ, που ήταν συχνά υψηλότερο από εκείνο στην Αργεντινή. Οι σχετικές τιμές των υπηρεσιών κοινής ωφελείας αυξήθηκαν έτσι και μετατοπίστηκε πλούτος από το κράτος προς τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις – οι οποίες, χωρίς περιορισμούς συναλλαγματικών ελέγχων, ήταν ελεύθερες να εκπατρίσουν αυτά τα έκτακτα κέρδη και να επενδύσουν αλλού.
Οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις την έφεραν σε ακόμη δυσμενέστερη θέση, λόγω της πρόσδεσης του νομίσματός της με το δολάριο. Η πρώτη ήταν η μεξικανική κρίση του 1994-1995, με αποτέλεσμα μια κρίση ρευστότητας που οδήγησε στην σημαντική άνοδο των επιτοκίων, την οικονομική στασιμότητα και τη μεγάλη διόγκωση της ανεργίας. Διαδοχικά, η επακόλουθες οικονομικές κρίσεις το 1997 στη Ν.Α. Ασία και το 1998 στη Ρωσία σφυροκόπησαν στην οικονομία από την περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων καθώς οι ξένοι επενδυτές έγιναν πολύ επιφυλακτικοί στις χρηματο-οικονομικές επενδύσεις των περιουσιακών τους στοιχείων, συνεχίζοντας να διατηρούν το κόστος δανεισμού υψηλού για την Αργεντινή.
Την πιο σοβαρή επίπτωση είχε μάλλον η Βραζιλιάνικη κρίση του 1999, επειδή η Βραζιλία είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αργεντινής, και η κρίση σε συνδυασμό με την ανατίμηση του δολαρίου ΗΠΑ και η πτώση των διεθνών τιμών των πρωτογενών προϊόντων. έπληξαν σοβαρά την ανταγωνιστικότητα της Αργεντινής στις παγκόσμιες αγορές, δεδομένου της σύνδεσης του πέσο με το ανατιμημένο δολάριο ΗΠΑ και την εξασθένηση της ζήτησης στο βόρειο εμπορικό εταίρο της. Ως αποτέλεσμα, η οικονομία περιήλθε σε αδιέξοδο και στη συνέχεια συρρικνώθηκε σοβαρά. Ενώ η Αργεντινή είχε ως επί το πλείστον συναλλαγές με τις χώρες της Ευρώπης και τη Βραζιλία που δεν έχουν το δολάριο ως νόμισμα, το πέσο κυμαινόταν ανάλογα με το δολάριο ΗΠΑ, και όχι με βάση την πραγματική οικονομική θέση της Αργεντινής. Με απλά λόγια, η πρόσδεση του πέσο στο υπερτιμημένο δολάριο το κατέστησε ακριβότερο στον υπόλοιπο κόσμο, ειδικά έναντι σε ένα αδύναμο ευρώ και το ρεάλ της Βραζιλίας με δραματική μείωση της ανταγωνιστικότητας της Αργεντινής επιδεινώνοντας το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το 1999 η κυβέρνηση Μένεμ υπέγραψε συμφωνία με το ΔΝΤ για 12 δισ. δολάρια. Και το τότε Μνημόνιο θύμιζε Ελλάδα του 2011. Προέβλεπε σκληρές ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, όπως η πετρελαϊκή εταιρεία, οι κρατικές αερογραμμές, φυσικό αέριο και πλήθος άλλων. Έγιναν περίπου 150.000 απολύσεις από το Δημόσιο. Ύφεση, ανέχεια και διαφθορά χόρευαν αργεντίνικο τάνγκο μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90, με το εξωτερικό χρέος να φτάνει τα 130 δισεκατομμύρια δολάρια. Για παράδειγμα, η εθνική εταιρεία πετρελαίου πουλήθηκε σε ιδιώτες για να πληρωθούν οι συντάξεις. Και το 2001 έγινε το μεγάλο μπαμ. Οι διεθνείς αγορές εξισορρόπησαν την ισοτιμία σε 1:0,25
Αμέσως μετά την πτώχευση του 2002 μια σειρά από εξωστρεφείς πολιτικές και οι εξαγωγές αγαθών συνέβαλαν σε αύξηση του ΑΕΠ, μια τάση η οποία οδήγησε σε ανάπτυξη της οικονομίας της Αργεντινής με σταθερό ρυθμό 9% μέχρι το 2008 και κατά 7% το 2008. Η παγκόσμια οικονομική κρίση επηρέασε την οικονομία της χώρας, που σημείωσε ύφεση της οικονομίας κατά 0,8% το 2009, για να επανέλθει όμως σε υψηλά νούμερα ξανά το 2010 και 2011. Την πενταετία της ανάπτυξης (2003-2008) δημιουργήθηκαν στη χώρα πάνω από 5 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, υποστηρίζοντας την εσωτερική κατανάλωση και έγινε σημαντική προσπάθεια να βελτιωθεί η κατάσταση με τις έντονες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες. Το ποσοστό αστικής φτώχειας μειώθηκε στο 18% στα μέσα του 2008, φτάνοντας το 1/3 από την εκτίμηση του 2002, αν και παρέμενε σε επίπεδα μεγαλύτερα του 1976. Το κύριο και διαχρονικό πρόβλημα της χώρας παρέμενε ο υψηλός πληθωρισμός ο οποίος, αν και επίσημα ανερχόταν στο 9% το 2006, εκτιμάτο από άλλες πηγές στο 12-15% για το ίδιο έτος, και περισσότερο από 15% το 2008.
Η Αργεντινή αντιμετώπισε την ελάττωση των ρυθμών ανάπτυξης στο πλαίσιο της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης μέσω ενός πρωτοποριακού προγράμματος δημοσίων έργων της τάξης των 32 δις δολαρίων για το διάστημα 2009 – 10, και με νέες περικοπές φόρων της τάξης των 4 δις δολαρίων. Παράλληλα, προχώρησε στην εθνικοποίηση ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, τα οποία απαιτούσαν οικονομικές επιβαρύνσεις, σε μία κίνηση χρηματοδότησης των εθνικών χρεών. Τον Ιούνιο του 2010 ο υπουργός Οικονομίας Αρμάντο Μπουντού ανακοίνωσε ότι η χώρα πέτυχε να επιστρέψει στο δανεισμό από τις χρηματαγορές για πρώτη φορά από το 2001, εισπράττοντας 12,1 δισ. Δολάρια
Η χώρα προσπάθησε με εθνικοποιήσεις μεγάλων εταιριών να προσεγγίσει νέους επενδυτές, σχέδιο που όμως, σε αρκετές περιπτώσεις δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, εμποδίζοντας την πλήρη επάνοδο στις διεθνείς αγορές. Στις αρχές του 2013 η χώρα αντιμετώπισε μια μίνι-κρίση, που την ανάγκασε να προχωρήσει σε μέτρα όπως η εισαγωγή νέου δείκτη μέτρησης του προϋπολογισμού και σε αύξηση των επιτοκίων.
Ωστόσο, το 2014 η χώρα τέθηκε ξανά σε κατάσταση (επιλεκτικής) χρεοκοπίας, για δεύτερη φορά μέσα 12 χρόνια, αν και με διαφορετικούς όρους σε σχέση με την κατάσταση του 2002. Τα κερδοσκοπικά ταμεία (hedge funds) NML και Aurelious από τις ΗΠΑ, που είχαν αρνηθεί να δεχθούν την αναδιάρθρωση του χρέους της Αργεντινής μετά τη χρεοκοπία της χώρας το 2002, αφού δικαιώθηκαν δικαστικά στις ΗΠΑ, απαίτησαν την άμεση αποπληρωμή 1,3 δισ. δολαρίων σε αυτά, πετυχαίνοντας να μπλοκάρουν την αποπληρωμή δόσης ομολόγων ύψους 539 εκατομμυρίων ευρώ σε πιστωτές που είχαν συμφωνήσει με το κούρεμα ομολόγων το 2002 πριν ικανοποιηθούν τα ίδια. Οι συζητήσεις που ακολούθησαν τους μήνες μετά την απόφαση δεν οδήγησαν σε κάποιου είδους συμφωνία και στα τέλη Ιουλίου του 2014 η χώρα τέθηκε εκ νέου σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Ο επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου της χώρας, Χόρχε Κάπιτανιτς (Jorge Capitanich), δεν συμφώνησε, απορρίπτοντας τον όρο «χρεοκοπία» και αποκαλώντας ταυτόχρονα «ανίκανο» τον Αμερικανό μεσολαβητή Ντανιέλ Πόλακ. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο-καθηγητή Κ. Λαπαβίτσα «Η απόφαση της Αργεντινής να μην δεχτεί κανένα συμβιβασμό εκτός από την υποστήριξη των συμφερόντων της, είναι και μια γενναία πράξη που θα έπρεπε να υποστηριχτεί από όλους, ιδιαίτερα από τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης»