9-3-2017-γράφτηκε στον Τοίχο
Η απόφαση του Αρείου Πάγου που κρίνει πως είναι συνταγματικό και νόμιμο οι εργοδότες να χρησιμοποιήσουν για ποινική και αστική διεκδίκηση τα στοιχεία που είναι καταγεγραμμένα στον σκληρό δίσκο των υπολογιστών των απασχολουμένων στην επιχείρησή τους, με την προϋπόθεση ωστόσο οι εργαζόμενοι να παραιτήθηκαν και ανέλαβαν εργασία σε άλλη ανταγωνιστική επιχείρηση, φαίνεται να είναι σωστή σε πρώτη ανάγνωση.
Ο επαγγελματικός υπολογιστής που χορηγείται στον εργαζόμενο είναι εργαλείο δουλειάς και ιδιοκτησία της εταιρείας οπότε μπορεί και να τον κάνει ότι θέλει. Να τον ανοίξει, να τον ψάξει, να τον σπάσει. Όμως ας την δούμε και από την σκοπιά του εργαζόμενου.
Φυσικά ο εργαζόμενος που άλλαξε εργοδότη και εργάζεται πια σε ανταγωνιστική εταιρεία θα ήταν βλάκας να αποστέλλει από τον εταιρικό υπολογιστή τα προϊόντα κλοπής αλλά αυτό μάλλον δεν το «σκέφτηκαν» οι δικαστές. Επίσης εκείνο που δεν έλαβαν υπ' όψιν τους είναι πως σήμερα μπορεί ο καθένας να «φυτέψει» στον υπολογιστή του ύποπτουό,τι θέλει και με όποια χρονολογία τον συμφέρει.
Ουσιαστικά η απόφαση είναι κόλαφος για ένα και μόνο λόγο: Για τον φόβο που θα προκαλέσει στον εργαζόμενο κρατώντας τον δέσμιο της επιχείρησης η οποία με την σειρά της μπορεί αυτό να το εκμεταλλευτεί εις βάρος του από τις συνθήκες εργασίας μέχρι την αμοιβή.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προσαρμόζοντας τις αποφάσεις της στην εποχή του εργαζόμενου-σκλάβου, έρχεται παρακάτω και χειραγωγεί τον άνθρωπο-εργαζόμενο με θρησκευτικού τύπου νουθεσίες:
«Οι εργαζόμενοι έχουν καθήκον πίστης προς τον εργοδότη τους και υποχρεούνται να μην ενεργούν ανταγωνιστικές πράξεις οι οποίες να βλάπτουν τα συμφέροντα του εργοδότη τους, όπως είναι η άσκηση για δικό τους λογαριασμό και με άγνοια του εργοδότη, εμπορικών εργασιών, ομοίων ή παρομοίων με αυτών του εργοδότη που απασχολούνται».
Φυσικά το «καθήκον πίστης» έχει τον χαρακτήρα εμπιστοσύνης στην απόφαση αλλά η αγαπητή μας δικαιοσύνη ξεχνά βασικά πράγματα που αφορούν την εργασία μεταμορφώνοντας τον εργαζόμενο σε κολίγο. Διότι αυτό που γνωρίζαμε μέχρι χτες είναι το πώς ο εργαζόμενος πουλούσε το μυαλό του ή την μυϊκή του δύναμη και κάποιος αγόραζε με ένα αντίτιμο που το έλεγαν μεροκάματο ή μισθό. Γι' αυτό και στο σύστημα που υπήρχε ο κάθε εργαζόμενος όπου έβρισκε καλύτερη αμοιβή πούλαγε και την «δουλειά» του.
Η δικαιοσύνη έρχεται με την απόφαση αυτή να καθιερώσει νεοσκλάβους και να φοβίσει περισσότερο τον εργαζόμενο ζητώντας του πίστη μόνο, σε μια αγορά που η εργασία είναι ανύπαρκτη. Η κατάργηση όλων των εργασιακών δικαιωμάτων ανάγκασε ανθρώπους να βιώσουν την αγριότητα της ανεργίας αλλά και την εκμετάλλευση της μαύρης εργασίας από το νέο καθεστώς.
Στο νέο σύστημα οικονομίας-αγοράς που καθιερώνεται ο φόβος αναγκάζει τους εργαζόμενους να απαρνηθούν ακόμη και την αξιοπρέπειά τους πολλές φορές για τα προς το ζην, όμως δεν φτάνουν μόνο αυτά. Πρέπει να είναι και «νόμιμα» όλα όσα θα χρησιμοποιήσει η επιχείρηση εναντίον του «εχθρού». Μόνο που ο νόμος στην προκειμένη περίπτωση είναι φόβος και υπηρετεί την μια πλευρά.
Το δυστύχημα είναι πως δεν καθιερώνουν μια κι έξω το νέο μοντέλο αγοράς εργασίας, αφ' ενός για να αποφεύγονται οι εξευτελισμοί της ιδέας της δικαιοσύνης και αφ΄ ετέρου να πάρουν τις αποφάσεις τους οι εργαζόμενοι άνθρωποι (μονάδες) για το πώς θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Είναι λογικό να περάσουν κάποια χρόνια για την επιβολή των νέων συνθηκών, αλλά είναι και λογικό να σκεφτεί ειδικά η δικαιοσύνη, πως θυσιάζονται ζωές στον βωμό των ολίγων.
Παρότι τυφλή βλέπει πολύ καλά πως αυτό δεν είναι δίκαιο και θα ήταν καλό να μην την αναγκάσουν οι σημερινοί αδύναμοι να επιτελέσει το καθήκον της αν δεν πάνε τα πράγματα όπως τα σχεδίασαν αυτοί που τους βολεύουν οι αποφάσεις αυτές
http://www.stontoixo.com/