Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επιβολή των τεσσάρων βασικών κανόνων της ευρωπαϊκής ένωσης σε παγκόσμιο επίπεδο είναι το εθνικό κράτος – οπότε γίνονται προσπάθειες κατάλυσης του αφενός μεν με τη βοήθεια των υπερχρεωμένων χωρών, αφετέρου με τη δημιουργία πολυπολιτισμικών κοινωνιών μέσω της μετανάστευσης.
.
«Οι φανατικοί οπαδοί της παγκοσμιοποίησης (αγορές, ελίτ) χρησιμοποιούν (α) τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη, (β) εκείνα τα κράτη που, έχοντας υπερχρεωθεί, δεν είναι σε θέση να αντιδράσουν όπως η Ελλάδα, (γ) τις πλεονασματικές χώρες όπως η Κίνα και η Γερμανία, καθώς επίσης (δ) τους πρόσφυγες για τη δημιουργία πολυπολιτισμικών κοινωνιών όπως τη Σουηδία, για να καταφέρουν να την επιβάλλουν – όπου όμως το μεγαλύτερο εμπόδιο τους είναι ο οικονομικός εθνικισμός, τον οποίο έχει εγκαινιάσει στην εξουσία ο πρόεδρος Trump«.
.
Ανάλυση
Οι εντάσεις, οι οποίες πηγάζουν από την παγκοσμιοποίηση, συναντώνται επίσης εντός της ΕΕ και της Ευρωζώνης – όπου έχουμε αναφέρει στο παρελθόν ότι, υπάρχει ένα πολιτικό «τρίλημμα», καθώς επίσης ένα αντίστοιχο οικονομικό, πολύ δύσκολα και τα δύο στην επίλυση τους. Ειδικότερα υπενθυμίζουμε τα εξής:
Εν προκειμένω, οι τρεις διαφορετικοί στόχοι είναι οι εξής: (α) Μία ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, η οποία να προσανατολίζεται στις εσωτερικές ανάγκες της χώρας –γεγονός που σημαίνει ότι, θα πρέπει αφενός μεν να εμποδίζει τον πληθωρισμό, αφετέρου να καταπολεμάει την οφειλόμενη στο ρυθμό ανάπτυξης αποπληθωριστική ανεργία, (β) Η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων και (γ) οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αναλυτικότερα τα παρακάτω:
(α) Ο πρώτος στόχος δεν επιτυγχάνεται μαζί με το δεύτερο και τον τρίτο: Ειδικότερα, εάν μία χώρα συνδέσει την ισοτιμία του νομίσματος της με μία άλλη, επιτρέποντας ταυτόχρονα την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, τότε είναι αδύνατη η ανεξάρτητη νομισματική πολιτική εκ μέρους της.
Η αιτία είναι το ότι εάν, για παράδειγμα, η χώρα αύξανε τα βασικά της επιτόκια, έστω για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, τότε οι εισροές κεφαλαίων λόγω των υψηλότερων επιτοκίων θα οδηγούσαν στην ανατίμηση του νομίσματος της. Για να διατηρήσει λοιπόν τη σύνδεση της ισοτιμίας του νομίσματος της, είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει την ίδια ακριβώς νομισματική πολιτική, την οποία έχει υιοθετήσει η χώρα με την οποία έχει συνδέσει το νόμισμα της – γεγονός που επεξηγεί γιατί η Αργεντινή χρεοκόπησε, συνδέοντας το νόμισμα της με το δολάριο, οπότε με την πολιτική της Fed.
(β) Ο δεύτερος στόχος, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί μαζί με τον πρώτο και τον τρίτο: Στην προκειμένη περίπτωση, ο μοναδικός τρόπος για να διατηρεί μία χώρα μία ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, ταυτόχρονα με τη σύνδεση του νομίσματος της, είναι η απαγόρευση της ελεύθερης διακίνησης των κεφαλαίων.
Εύλογα λοιπόν, εάν αύξανε τα επιτόκια της δεν θα ακολουθούσαν εισροές κεφαλαίων που θα την υποχρέωναν στην ανατίμηση του νομίσματος της, αφού θα απαγορευόταν – ενώ κάτι ανάλογο θα συνέβαινε και με τη μείωση των επιτοκίων, όπου θα σημειώνονταν μαζικές εκροές κεφαλαίων προς τις χώρες με υψηλότερα επιτόκια, εάν δεν τις απαγόρευε.
(γ) Ο τρίτος στόχος, δεν μπορεί να επιτευχθεί ταυτόχρονα με τον πρώτο και το δεύτερο: Η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων μπορεί τότε μόνο να συνδυαστεί με μία ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, όταν η ισοτιμία του νομίσματος κυμαίνεται ελεύθερα, με βάση την αγορά – οπότε μόνο όταν δεν είναι συνδεδεμένο το νόμισμα με κάποιο άλλο. Προφανώς εδώ η ανατίμηση του νομίσματος από τις εισροές ή η υποτίμηση του από τις εκροές δεν θα εμποδιζόταν από τη σταθερή ισοτιμία του.
Περαιτέρω, σε σχέση με την Ευρωζώνη, η κατάργηση των εθνικών νομισμάτων, με την υιοθέτηση του ευρώ, αποτελεί τον πλέον ριζοσπαστικό τύπο της σύνδεσης ενός νομίσματος με κάποιο άλλο – ενώ την ίδια στιγμή είναι ελεύθερη η διακίνηση των κεφαλαίων στην κοινή οικονομική περιοχή, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η εφαρμογή μίας νομισματικής πολιτικής, προσαρμοσμένης στις εσωτερικές ανάγκες των κρατών-μελών.
Εάν θα ήθελε κανείς τώρα να εμποδίσει τις
φυγόκεντρες οικονομικές εξελίξεις εντός της νομισματικής ένωσης,
θα έπρεπε να υιοθετήσει μία δημοσιονομική πολιτική, η οποία να εξισορροπεί την έλλειψη της νομισματικής πολιτικής – έναν χρηματοοικονομικό μηχανισμό λοιπόν, ο οποίος θα ήταν υπερεθνικός, για όλες τις χώρες ο ίδιος δηλαδή, όπως ακριβώς η νομισματική πολιτική.
Επομένως, θα ήταν απαραίτητη η ομοσπονδιακή ένωση της Ευρωζώνης, όπως η αντίστοιχη της Γερμανίας – όπου τα ελλείμματα του Βερολίνου καλύπτονται, για παράδειγμα, από τα πλεονάσματα του Μονάχου (transfer union). Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί την πολιτική και οικονομική ένωση των χωρών της Ευρωζώνης, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης – ενδεχόμενο που οδηγεί στο δεύτερο τρίλημμα.
Το πολιτικό τρίλημμα
Το δεύτερο αυτό τρίλημμα, το οποίο έχει περιγραφεί από έναν οικονομολόγο, έχει τους εξής τρεις στόχους, οι οποίοι είναι ανάλογα ασύμβατοι μεταξύ τους: (α) Μία βαθιά οικονομική ένωση πολλών χωρών, η οποία αναφέρεται ως υπέρ-παγκοσμιοποίηση (α) Τη Δημοκρατία και (γ) Μία πολιτική που προσανατολίζεται στα ενδιαφέροντα/συμφέροντα ενός εθνικού κράτους.
(α) Ο πρώτος στόχος δεν επιτυγχάνεται ταυτόχρονα με τον δεύτερο και τον τρίτο: Η βαθιά οικονομική ένωση σημαίνει πως οι κανόνες, οι ρυθμίσεις, καθώς επίσης οι νόμοι μίας χώρας δεν πρέπει να εμποδίζουν τον ανταγωνισμό των κινητών συντελεστών παραγωγής, όπως είναι το κεφάλαιο και οι εργαζόμενοι – ενώ είναι υποχρεωτικό το πλήρες άνοιγμα των αγορών.
Κάτι τέτοιο περιορίζει όμως αναγκαστικά την ισχύ των δημοκρατικών διαδικασιών εντός ενός εθνικού κράτους – αφού οι επιχειρήσεις, οι απασχολούμενοι, ακόμη και τα περιουσιακά τους στοιχεία, μπορούν να αποφεύγουν τους κανόνες που τοποθετούνται μετά από εθνικές δημοκρατικές αποφάσεις (διαφεύγοντας στο εξωτερικό κλπ.), προκαλώντας δυσκολίες στη χώρα τους.
(β) Ο δεύτερος στόχος δεν εφαρμόζεται μαζί με τον πρώτο και τον τρίτο: Είναι προφανές ότι, τα εθνικά συμφέροντα, δεν συμβαδίζουν με τη Δημοκρατία, σε ένα πλαίσιο εξελιγμένης οικονομικής παγκοσμιοποίησης.
(γ) Ο τρίτος στόχος είναι αδύνατος, μαζί με τον πρώτο και το δεύτερο: Η βαθιά οικονομική ένωση, η υπέρ-παγκοσμιοποίηση δηλαδή, μπορεί τότε μόνο να «συμβαδίσει» με τη Δημοκρατία, όταν και η Δημοκρατία παγκοσμιοποιείται – γεγονός που σημαίνει ότι, οι δημοκρατικές διαδικασίες θα καθορίζουν τους κανόνες σε υπερεθνικό επίπεδο και όχι σε εθνικό.
Περαιτέρω,
το πολιτικό τρίλημμα επιλύθηκε μέχρι σήμερα στην Ευρωζώνη, με την κατάργηση της Δημοκρατίας στο σημαντικότερο πολιτικό τομέα: στη νομισματική πολιτική, η οποία καθορίζεται δικτατορικά από την
ΕΚΤ. Επομένως από μη εκλεγμένους τεχνοκράτες, οι οποίοι ενεργούν χωρίς τον έλεγχο καμίας εκλεγμένης κυβέρνησης .
Εν τούτοις, η εξέλιξη προς την κατεύθυνση μίας «μεταβιβαστικής ένωσης» (transfer union), σε συνδυασμό με μία βαθιά οικονομική και πολιτική ενοποίηση της Ευρωζώνης, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, πόσο μάλλον να διατηρηθεί, χωρίς τη δημοκρατική νομιμοποίηση της – κάτι που ήδη διαφαίνεται πολύ καθαρά, με τη συνεχή αύξηση των φυγόκεντρων δυνάμεων εντός της.
Συμπέρασμα για την Ευρώπη
Για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι «
Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης»,
θα έπρεπε να υπάρξει εν πρώτοις μία μαζική δημοκρατική συμμετοχή όλων, σε όλα τα επίπεδα των ευρωπαϊκών Θεσμών – αμέσως μετά, να σέβονται οι Ευρωπαίοι Πολίτες αυτούς τους Θεσμούς περισσότερο από τους εκάστοτε εθνικούς τους, να τους δίνουν δηλαδή μεγαλύτερη βαρύτητα.
Όπως φαίνεται τώρα, οι αποφάσεις των Ευρωπαίων πολιτικών είναι προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μίας «μεταβιβαστικής ένωσης» (transfer union) – η οποία θα έλυνε το οικονομικό τρίλημμα.
Το πολιτικό τρίλημμα παραμένει όμως άλυτο – μεταξύ άλλων, επειδή η Ευρωζώνη συνολικά σημαίνει πολύ λιγότερα για τους Ευρωπαίους Πολίτες, από το εκάστοτε κράτος τους. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται καθημερινά, σε πολλές χώρες – ιδίως από τη σύγκρουση της Γερμανίας με την Ελλάδα.
Όσον αφορά δε τη δημοκρατική συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα των Θεσμών της νομισματικής ένωσης, δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτή από τις ισχυρές χώρες – ιδίως από τη Γερμανία,
πρόθεση της οποίας δεν είναι οι δημοκρατικές «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», αλλά ένα τέταρτο Ράιχ, όπου ενδεχομένως θα προηγηθεί μία Ευρώπη δύο ταχυτήτων, χωρισμένη σε σκλάβους χρέους (ευρωπαϊκός νότος) και αυλικούς (ευρωπαϊκός βοράς).
Η παγκοσμιοποίηση
Συνεχίζοντας, από την πλευρά του οικονομικού «τριλήμματος» είναι φανερό ότι, δεν μπορεί να λειτουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο – αφού έχει ήδη αποτύχει παταγωδώς το πείραμα της Ευρωζώνης, αποδεικνύοντας πως ένα κοινό νόμισμα είναι καταστροφικό όταν δεν υπάρχει η τραπεζική, η δημοσιονομική και η πολιτική ένωση της περιοχής, η οποία το υιοθετεί.
Ως εκ τούτου, επειδή είναι αδύνατον να συμβεί κάτι τέτοιο σε παγκόσμιο επίπεδο, οφείλει κανείς να το ξεχάσει εντελώς – με μοναδική εξαίρεση τη δημιουργία ενός νομίσματος από το ΔΝΤ για την αντικατάσταση του δολαρίου ως παγκοσμίου αποθεματικού, με τη συγκεκριμένη λειτουργία του .
Από την πλευρά τώρα του πολιτικού τριλήμματος σε παγκόσμιο επίπεδη, δεν μπορεί να συνδυάσει κανείς ταυτόχρονα τη δημοκρατία, την εθνική κυριαρχία και την παγκοσμιοποίηση – επειδή μία διεύρυνση/εμβάθυνση της παγκοσμιοποίησης μπορεί να συνδυαστεί λειτουργικά είτε με μία (διεθνή) δημοκρατία, χωρίς το εθνικό κράτος, είτε με το εθνικό κράτος αλλά χωρίς τη δημοκρατία.
Ειδικότερα, μία ολοκληρωμένη παγκοσμιοποίηση θα σήμαινε ουσιαστικά πως τα τέσσερα βασικά συστατικά της ΕΕ (ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, υπηρεσιών, εργαζομένων και κεφαλαίων), θα έπρεπε να επιτευχθούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα βρισκόταν αντιμέτωπο με ένα πλήθος επί μέρους συμφερόντων των εκάστοτε κοινωνιών – από τα συνδικάτα των εργαζομένων, τους συνδέσμους των επιχειρήσεων και τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ, έως τα εθνικιστικά ή/και απλά συντηρητικά πολιτικά ρεύματα.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο όμως στην επιβολή των παραπάνω τεσσάρων βασικών συστατικών της ΕΕ σε παγκόσμιο επίπεδο, υπενθυμίζοντας τις προσπάθειες δημιουργίας ενός
οικονομικού ΝΑΤΟ, θα ήταν το δημοκρατικό εθνικό κράτος –
όπου χώρες όπως η Σουηδία θεωρείται ότι, χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωο για την κατάλυση του, μέσα από τη δημιουργία πολυπολιτισμικών κοινωνιών.
Περαιτέρω, επειδή οι φανατικοί θιασώτες της πλήρους παγκοσμιοποίησης (χρηματαγορές, ελίτ) θεωρούν αυτά τα εμπόδια ως «σκουπίδι στο μάτι», προσπαθούν να τα αποφύγουν, επιδιώκοντας να εναρμονίσουν την παγκοσμιοποίηση με τις ιδέες των οπαδών της ελεύθερης αγοράς – έτσι ώστε να προωθήσουν καλύτερα τα συμφέροντα τους, συνδέοντας τα με μία πολιτική ιδεολογία.
Εν προκειμένω, για πολλούς φιλελεύθερους πολιτικούς και οικονομολόγους, θέματα όπως οι κατώτεροι βασικοί μισθοί, η προοδευτική φορολόγηση, η απαγόρευση των μαζικών απολύσεων, η προστασία των εργαζομένων από το κράτος, τα επιδόματα ανεργίας, το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα κοκ., αντιμετωπίζονται ως «κρατικές αυθαιρεσίες» – οι οποίες παρεμβαίνουν στο αόρατο χέρι της αγοράς, εμποδίζοντας τη σωστή λειτουργία του. Η αντίληψη τους αυτή ταιριάζει απόλυτα με τα συμφέροντα των θιασωτών της πλήρους παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι θέλουν να καταργήσουν όλα τα παραπάνω – εμποδιζόμενοι όμως από τα εθνικά κράτη και τις νομοθεσίες τους.
Στα πλαίσια αυτά χρησιμοποιούν τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη, καθώς επίσης εκείνα τα κράτη που, έχοντας υπερχρεωθεί, δεν είναι σε θέση να αντιδράσουν, για να τα καταφέρουν – υπενθυμίζοντας πως ένα από τα μεγαλύτερα φιλελεύθερα πνεύματα του 20ου αιώνα, ο Friedrich Hayek, είχε απαιτήσει την πρωτοκαθεδρία των δυνάμεων της ελεύθερης αγοράς, την τοποθέτηση τους δηλαδή πάνω από τις δημοκρατικές αποφάσεις.
Χρησιμοποιούν επίσης χώρες όπως η Γερμανία και η Κίνα οι οποίες, λόγω των μεγάλων πλεονασμάτων στο εξωτερικό τους εμπόριο, τάσσονται φανατικά υπέρ της παγκοσμιοποίησης – επί πλέον υπέρ της κατάργησης των «κρατικών αυθαιρεσιών», όπως το κοινωνικό κράτος. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται με ποιές χώρες έχει πλεονάσματα η Γερμανία (δεξιά) και με ποιές ελλείμματα.
Επεξήγηση γραφήματος: Πλεονάσματα (δεξιά) και ελλείμματα (αριστερά) της Γερμανίας σε δις € ανά χώρα (αριστερή κάθετος – Βρετανία, Η.Π.Α., Γαλλία, Αυστρία, ΗΑΕ, Ισπανία, Σουηδία, Ιταλία, Ν. Κορέα, Λοιπές χώρες, Πολωνία, Μαλαισία, Ιαπωνία, Νορβηγία, Τσεχία, Μπανγκλαντές, Ολλανδία, Ρωσία, Ιρλανδία, Βιετνάμ, Κίνα) και κατηγορία (οριζόντια γραμμή – τρόφιμα, πρώτες ύλες και ενέργεια, χημικά, επεξεργασμένα προϊόντα, μηχανές και αυτοκίνητα, έτοιμα προϊόντα, συνολικά). Το 59% των εξαγωγών της αφορούν την ΕΕ, το 10% την υπόλοιπη Ευρώπη, το 17% την Ασία, το 10% τη Βόρεια Αμερική και το 4% τον υπόλοιπο πλανήτη).
.
Ολοκληρώνοντας το πρώτο μέρος,
το μεγαλύτερο εμπόδιο για τους φανατικούς οπαδούς της παγκοσμιοποίησης είναι τα κράτη που υιοθετούν τον οικονομικό εθνικισμό, με κυριότερο τις Η.Π.Α. υπό τον πρόεδρο Trump – κάτι που θα αναλύσουμε στο δεύτερο μέρος του κειμένου μας, με τον τίτλο «Ο ανταγωνισμός των Εθνών».
http://www.analyst.gr/