του Γιάννη Ραχιώτη
22.05.2017 | από Σύνταξη
Δημοσίευση: Φύλλο 359 - 13/5/2017 του δρόμου της αριστεράς
Αφορμή γι’ αυτές τις γραμμές έδωσε σειρά άρθρων στις φιλόξενες στήλες του Δρόμου που ενώ υποστηρίζουν την πρωταρχική σημασία της ανάκτησης της κρατικής μας κυριαρχίας, ταυτόχρονα ισχυρίζονται ότι πρέπει να παραμείνουμε εντός των μεγάλων δυτικών ολοκληρώσεων, ακόμη και εντός της Ευρωζώνης, παρόλο που αυτές καταστατικά προϋποθέτουν ευρύτατη εκχώρηση κυριαρχίας. Η προφανής αντίφαση δικαιολογείται με τρείς ομάδες επιχειρημάτων:
Πρώτη, αυτή της καταστροφής που θα πάθουμε σε περίπτωση ανάκτησης έστω και μόνο της νομισματικής κυριαρχίας γιατί «δεν έχουμε κράτος εν λειτουργία, έχουμε υποστεί τεράστια καταστροφή, έχουμε επικίνδυνους γείτονες, θα αντιμετωπίσουμε οικονομικό πόλεμο, το χρέος είναι μη βιώσιμο, υπογράψαμε και μνημόνια και το χειρότερο δεν έχουμε ανεξάρτητη πολιτική ηγεσία». Συνοψίζεται στο «πολύ θα το θέλαμε, αλλά δεν γίνεται». Οι συνέπειες της μετατροπής μας σε προτεκτοράτο, η καταστροφή που προκάλεσαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, απότοκο της συμμετοχής μας στις δυτικές ολοκληρώσεις, γίνεται επιχείρημα για την συνέχιση του εγκλωβισμού μας.
Δεύτερη, αυτή του «να δώσουμε τη μάχη από μέσα» για μια «Ευρώπη όπως τη θέλουμε». Δε διευκρινίζεται αν συμπεριλαμβάνεται και κάποιο ΝΑΤΟ «όπως το θέλουμε». Ζητάει να αξιοποιήσουμε το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. για προστασία μας από την Τουρκία. Πρόκειται για την πιο εμβληματική θέση των αλήστου μνήμης ευρωκομμουνιστών, δυτικοευρωπαίων και ντόπιων. Αυτή που τους οδήγησε να υποστηρίξουν την ένταξη των χωρών τους στην τότε ΕΟΚ, μετά να υπερψηφίσουν τη συνθήκη του Μάαστριχτ και, τελικά, τους έστειλε στον πούρο νεοφιλελευθερισμό και την υπεράσπιση της παγκοσμιοποίησης.
Τρίτη, αυτή του χλευασμού της ανάγκης ανάκτησης νομισματικής κυριαρχίας: Όσοι υποστηρίζουν την αποδέσμευση από την Ευρωζώνη είναι «νομισματική αριστερά», «δραχμιστές», «νομίζουν ότι το νόμισμα είναι υπερόπλο που συγκροτεί τον ίδιο το στρατό». Η ελαφρότητα αυτής της ομάδας επιχειρημάτων κυριολεκτικά εκπλήσσει. Πώς, άραγε, φανταζόμαστε την Ελλάδα ως κυρίαρχο κράτος; Με νόμισμα προσαρμοσμένο στη δυναμικότητα των κεντροευρωπαϊκών οικονομιών; Χωρίς κεντρική Τράπεζα; Με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αποφασίζει την ισοτιμία, τη νομισματική κυκλοφορία, τον τρόπο και την έκταση του κρατικού δανεισμού, τους κανόνες λειτουργίας των εμπορικών τραπεζών; Με δικαίωμα της ΕΚΤ επιβάλει capital controls όποτε επιθυμούν οι Γερμανοί; Αυτά -και όχι μόνο- συγκροτούν την νομισματική κυριαρχία και εν τέλει την έννοια του νομίσματος. Δεν πρόκειται απλά για εκτύπωση ντόπιων χρωματιστών χαρτιών…
***
Σήμερα, οποιαδήποτε έστω και περιορισμένη προοδευτική εξέλιξη, στην κατεύθυνση της σταθεροποίησης και ανάκαμψης της παραγωγής και της βελτίωσης της θέσης των λαϊκών στρωμάτων, προϋποθέτει κυρίαρχο κράτος, ελεύθερο από τη νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης, ελεύθερο από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ε.Ε., με έλεγχο των επιλογών του στο στρατιωτικό τομέα και την εξωτερική πολιτική, δηλαδή εκτός ΝΑΤΟ. Αναλόγως των δυνατοτήτων που θα υπάρχουν σε κάθε χρονική συγκυρία και των συμπράξεων που μπορεί να επιτευχθούν, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η αποχώρηση από άλλους οργανισμούς που καθορίζονται από τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις, αλλά και η προσχώρηση σε ενώσεις κρατών και οργανισμούς που δεν απαιτούν εκχώρηση κρατικής κυριαρχίας.
Ειδικά, όμως, για την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ πρέπει να είναι καθαρό ότι είναι κεντρικές συστημικές επιλογές. Η Ε.Ε. είναι ο θεσμικός μηχανισμός επιβολής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στο ευρωπαϊκό έδαφος και το ΝΑΤΟ, ο βασικός στρατιωτικός μηχανισμός των ιμπεριαλιστικών χωρών. Η δράση τους δεν είναι μόνο εξωτερική, είναι ληστρικοί μηχανισμοί και προς τα περιφερειακά τους μέλη. Γι’ αυτό και είναι τουλάχιστον αφελές να αντιμετωπίζεται η παραμονή μας σ’ αυτούς με όρους… αλληλεγγύης, κοινών αξιών, κοινών συμφερόντων, «δημοκρατικού κεκτημένου» κ.λπ.
Οι αυταπάτες της πλειοψηφίας της Αριστεράς περί «Ευρώπης των λαών» την οδήγησε σε ταύτιση με τον ευρωνατοϊκό προσανατολισμό της αστικής τάξης. Μόνο που στους αστούς ήταν σαφές ότι εκχωρούν τη διοίκηση της χώρας, αλλά διασφαλίζουν τα προνόμια και τη θέση τους έναντι του εσωτερικού εχθρού.
Το όποιο προοδευτικό πολιτικό ρεύμα ανασυγκροτηθεί στην Ελλάδα οφείλει να δεσμευτεί για την άμεση καταγγελία των συνθηκών ένταξης στην Ευρωζώνη, στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, επειδή αυτό είναι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής οποιουδήποτε φιλολαϊκού προγράμματος.
Η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και η ρύθμιση της νομισματικής ισοτιμίας σε επίπεδα ανάλογα της δυναμικότητας της δικής μας οικονομίας –όχι της γερμανικής- είναι αναγκαία για την ανάκτηση της εσωτερικής μας αγοράς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα, ακόμη και σ’ αυτές τις συνθήκες της επιβεβλημένης από τα έξω παραγωγικής συρρίκνωσης, διατηρεί ένα σχετικά υψηλό ΑΕΠ, σημαντική βιομηχανική βάση και την τεχνογνωσία που απαιτείται για την επανεκκίνηση των παραγωγικών κλάδων που τους επιβλήθηκε παύση λειτουργίας από τους μηχανισμούς της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Με δεδομένο ότι ο οικονομικός κύκλος ανά κλάδο κυμαίνεται από μερικούς μήνες μέχρι ένα χρόνο, ένα εθνικό νόμισμα, προσαρμοσμένο στις παραγωγικές μας δυνατότητες, θα οδηγήσει σε γρήγορη αύξηση της εγχώριας παραγωγής και σε αντίστοιχη πτώση των εισαγωγών και συνεπώς σε μείωση της ανεργίας. Χωρίς εθνική νομισματική πολιτική, τα περί παραγωγικής ανασυγκρότησης είναι απλώς φληναφήματα.
Απ’ την άλλη, κανείς μέχρι σήμερα δεν προτείνει ένα μοντέλο που να επιβεβαιώνει την καταστροφολογία γύρω από την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Αντίθετα όσες χώρες αποσύνδεσαν το νόμισμά τους από το κλείδωμα με ένα ξένο είδαν σύντομα θετικά αποτελέσματα.
Η έξοδος από το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. είναι η αναγκαία συνθήκη για οποιοδήποτε φιλολαϊκό πολιτικό ή οικονομικό πρόγραμμα. Αντινεοφιλελεύθερα μέτρα και ακόμη περισσότερο εθνικοποιήσεις, κρατικός έλεγχος τραπεζών ή περιορισμοί στο ξένο κεφάλαιο, στο ενωσιακό πλαίσιο είναι απλώς παράνομα και η Ε.Ε. έχει πλέον τα εργαλεία να τιμωρεί τους «παραβάτες». Συνεπώς, υποσχέσεις για προοδευτικές πολιτικές στο νομικοπολιτικό πλαίσιο της Ε.Ε. μόνο ως πολιτική απάτη μπορούν να θεωρηθούν.
***
Η γεωπολιτική απειλή που συχνά αναλύεται από τις στήλες του Δρόμου είναι πράγματι υπαρκτή και η υποβάθμισή της θα αποβεί ολέθρια. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να αντιμετωπιστεί στο ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο μια απειλή που προέρχεται από ΝΑΤΟϊκή δύναμη. Οι δύο προηγούμενες στρατιωτικές εμπλοκές με την Τουρκία (Κύπρος και Ίμια) που διατηρήθηκαν σε ΝΑΤΟϊκά πλαίσια κατέληξαν σε ταπεινωτικές ήττες και απώλεια εδαφών. Αντίθετα, η εμπλοκή του 1987 που η τότε κυβέρνηση διαχειρίστηκε με αποφασιστικότητα εκτός ΝΑΤΟϊκού πλαισίου, με τη συνδρομή της Βουλγαρίας του Ζίφκοφ και της Συρίας του πατέρα Άσαντ, κατέληξε σε τουρκική υποχώρηση.
Πέρα από τα ελληνοτουρκικά, η απεμπλοκή από την ιμπεριαλιστική πολεμική μηχανή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που δίνει σήμερα το διεθνές πλαίσιο που τείνει να διαμορφωθεί. Νέα εμπορικά και χρηματοοικονομικά δίκτυα δημιουργούνται έξω από τον έλεγχο της δύσης παρά τις τεράστιες δυσκολίες και τα προσκόμματα που αντιμετωπίζουν τέτοια εγχειρήματα
Παρά το λουτρό αίματος που συνεχίζει να επιβάλει στον πλανήτη και τις συνεχείς απειλές για πυρηνικό πλήγμα που βαυκαλίζονται ότι θα είναι ατιμώρητο λόγω της αντιπυραυλικής ασπίδας, δύσκολα θα ισχυριστεί κάποιος ότι η παγκόσμια δυτική δικτατορία συνεχίζει αμέριμνη το δρόμο της. Ένας πολυπολικός κόσμος αναδύεται. Η Ρωσία και η Κίνα δείχνουν να αντέχουν την πίεση. Ακόμη και σε μικρότερες χώρες, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και η ανατροπή κυβερνήσεων δεν είναι πλέον περίπατος. Οι δυνατότητες, λοιπόν, για μια ανεξάρτητη πολιτική υπάρχουν, μένει να δούμε αν η ελληνική κοινωνία μπορεί να αναδείξει τα ανάλογα πολιτικά υποκείμενα.