Έρευνα – Υπάρχει διατροφική επάρκεια στην Ελλάδα;


elia11
Μύθος η διατροφική εξάρτηση της Ελλάδας από άλλες χώρες
(του Νίκου Παπαδόπουλου*)
Ίσως τα πιο δημοφιλή σλόγκαν τον καιρό της κρίσης να είναι τα εξής: «Η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα» ή «Αν πάψουν οι εισαγωγές, τελειώσαμε, θα πεινάσουμε». Οι παραπάνω φράσεις, εκτός από ενδείξεις εθνικής μειονεξίας, μαρτυρούν και ένα τεράστιο έλλειμμα πληροφόρησης ή, καλύτερα, μια συστηματική παραπληροφόρηση του κοινού σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας.
pinakas1
Ο μύθος της έλλειψης τροφίμων στην Ελλάδα Όπως προκύπτει από την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 79% των Ελλήνων (και το 47% των Κυπρίων) θεωρεί πως δεν υπάρχουν επαρκή επίπεδα παραγωγής τροφίμων για τον ευρωπαϊκό πληθυσμό σε επίπεδο ΕΕ, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (ποσοστό 94% – το μεγαλύτερο σε όλη την Ευρώπη) πιστεύει ότι η εθνική παραγωγή τροφίμων δεν είναι επαρκής για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού.
 Οι παραπάνω φόβοι των Ελλήνων είναι εντελώς αδικαιολόγητοι.
 Σύμφωνα με έρευνα της ΠΑΣΕΓΕΣ, η οποία πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας, η Ελλάδα, ακόμα κι αν κοπούν τελείως οι εισαγωγές τροφίμων (όπως έγινε στην Αργεντινή), δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πεινάσει. Έτσι, λοιπόν, όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ, κ. Τζανέτος Καραμίχας, το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε μια σειρά βασικών αγροτικών-διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής για το 2010, ανήλθε κατά μέσο όρο στο 94% περίπου!Ειδικότερα, από την παραπάνω έρευνα προκύπτει ότι το ποσοστό αυτάρκειας στη φυτική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο περίπου στο 99%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο μαλακό σιτάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171 %).
Στο ελαιόλαδο και τις ελιές, τα οποία είναι βασικά είδη διατροφής, η αυτάρκεια εμφανίζει υψηλό ποσοστό, μια και η χώρα παραμένει έντονα εξαγωγική στα δυο αυτά προϊόντα.
Η αυτάρκεια βρώσιμης ελιάς αυξήθηκε κατά το τελευταίο έτος κατά 61,8%, με αποτέλεσμα να καλύπτουμε το 996%(!) της ζήτησης, με το 88,3% όμως να εξάγεται. Στο λάδι η παραγωγή φτάνει επίσημα το 151% της κατανάλωσης. Στο ποσοστό αυτό, όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και μια τεράστια ποσότητα ατυποποίητου λαδιού που εξάγεται παρανόμως κυρίως σε γειτονικές χώρες, καθώς και ένα μικρό ποσοστό της τάξεως του 4,33% ελαιολάδου που εισάγεται ετησίως, χωρίς κανείς να ξέρει την αιτία.
Συνυπολογίζοντας αυτά τα ποσοστά, θα μπορούσαμε να τροφοδοτούμε με λάδι σχεδόν όλη την Ευρώπη! Φέτος, μάλιστα, παρατηρήθηκε υπερπαραγωγή ελιάς σε Πήλιο και Χαλκιδική, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να μην έχουν τι να κάνουν το προϊόν τους και να το αποθηκεύουν προκειμένου να πιάσουν καλύτερες τιμές μετά από κάποιους μήνες.
Το ψωμί, ψωμάκι;
Στο μαλακό σιτάρι, από το οποίο γίνεται το ψωμί, εισάγουμε ετησίως πάνω από 1.000.000 τόνους αξίας εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία. Οι εισαγωγές αυτές είναι τελείως άσκοπες και καταστροφικές για την ελληνική Οικονομία – πρόκειται για σιτηρά αμφίβολης ποιότητας, αφού κάποιες ανατολικές χώρες υποχρεούνται βάσει κοινοτικής νομοθεσίας να κάνουν ακόμα και ελέγχους για ίχνη ραδιενέργειας! Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1957(!) η Ελλάδα πέτυχε την αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι, με την ποικιλία Γ 38290 που δημιούργησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Σιτηρών. Μάλιστα, προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα που διατηρήθηκε μέχρι το 1984!
Έκτοτε αρχίζει ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα είναι από τότε ελλειμματική σε μαλακό σιτάρι και πλεονασματική σε σκληρό, από το οποίο γίνονται τα ζυμαρικά. Αυτό οφείλεται στην Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε., η οποία έδωσε ισχυρά κίνητρα στους παραγωγούς σκληρού σιταριού (35 ευρώ το στρέμμα). Δηλαδή μας αύξησαν την παραγωγή μακαρονιών και μάς μείωσαν την παραγωγή ψωμιού, που από την Αρχαιότητα είναι βασικό είδος διατροφής.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων) που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, αυξήθηκαν το 2001 σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων) ενώ, αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων) που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, μειώθηκαν το 2001 σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων). Η τεράστια μείωση της παραγωγής του ελληνικού μαλακού σιταριού και του κριθαριού αύξησε σημαντικά την εισαγωγή τους και οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στο κλάδο των δημητριακών που έφθασε το 2008 τα 365 εκατ. ευρώ, ενώ και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των ζωοτροφών έφθασε την ίδια χρονιά στα 354 εκατ.
Αυτή η ραγδαία ανατροπή συνοδεύτηκε από μετακίνηση του μαλακού σιταριού στα πιο άγονα και του σκληρού στα πιο γόνιμα εδάφη, με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσης του πρώτου και την υποβάθμιση της ποιότητας του δεύτερου. Συνολικά, η έκταση του σιταριού την τελευταία εικοσαετία έχει μειωθεί κατά 1.650.000 στρέμματα. Μεγάλο τμήμα αυτής της έκτασης βρίσκεται σε υποχρεωτική αγρανάπαυση ή έχει φυτευτεί με ορισμένα είδη δένδρων, όπως ακακίες και καρυδιές, συνεπεία των «πεφωτισμένων» προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση στην Ευρώπη στην παραγωγή σιτηρών με 9 εκατ. στρέμματα, από τα οποία περίπου τα 6 εκατ. είναι με σκληρό και μαλακό σιτάρι! Μπορεί, λοιπόν, στο μαλακό σιτάρι να είμαστε ελλειμματικοί με μόνο το 1/3 της ζήτησης να παράγεται στην Ελλάδα, αλλά είμαστε πλεονασματικοί όσον αφορά την παραγωγή του σκληρού σιταριού. Η Ελλάδα παράγει πάνω από 1,1 εκατ. τόνους σκληρό σιτάρι και, σύμφωνα με τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Τσαυτάρη, φέτος είμαστε αυτάρκεις κατά 143%. Η κατανάλωση ανέρχεται περίπου στους 700.000 τόνους. Το υπόλοιπο περίπου 400.000 τόνοι (340.000 τόνοι για το 2011), εξάγεται σε διάφορες χώρες, κυρίως στην Ιταλία. Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι διάσημα ζυμαρικά που παράγονται στην Ιταλία γίνονται από ελληνικό σιτάρι.
Αν από τα 4 περίπου εκατ. στρέμματα που καλλιεργούνται με σκληρό σιτάρι (στοιχεία 2011) αφιερώσουμε το 1/3 (δηλαδή εκτάσεις περίπου 1,35 εκατ. στρεμμάτων) για την παραγωγή μαλακού σιταριού, τότε θα έχουμε σχεδόν 2,8 εκατ. καλλιέργειας μαλακού σιταριού, οπότε η παραγωγή του θα διπλασιαστεί. Έτσι, από 450.000 τόνοι που ήταν το 2011, θα φτάσει τους 900.000 και πλέον τόνους. Με λίγα λόγια, θα έχουμε μείωση των εισαγωγών σε μαλακό σιτάρι κατά 50% (περίπου 500.000 τόνοι), με αύξηση της αυτάρκειάς μας σε μαλακό σιτάρι σε πάνω από 62%! Το μαλακό σιτάρι έχει μεγαλύτερη στρεμματική απόδοση (ακόμα και 700 κιλά/ στρέμμα σε αρδευόμενες καλλιέργειες) από το σκληρό (μέχρι 400 κιλά/στρέμμα). Επίσης δεδομένου ότι λόγω επιλεκτικών επιδοτήσεων τα σκληρά σιτάρια καλλιεργούνται στα πιο εύφορα εδάφη, είναι πολύ πιθανό με την καλλιέργεια των μαλακών σιταριών σε αυτά να έχουμε υψηλότερες στρεμματικές αποδόσεις, οπότε το ποσοστό αυτάρκειας σε μαλακό σιτάρι να φτάσει ακόμα και το 80%. Οι εξαγωγές, βέβαια, του σκληρού σιταριού θα μειωθούν (πιθανόν να μηδενιστούν κατά το πρώτο έτος), αλλά με δεδομένο ότι θα παύσουν οι εισαγωγές σκληρού σιταριού (περίπου 53.000 τόνοι) καθώς και οι εξαγωγές μαλακού σιταριού (95.000 τόνοι) που γίνονται ασκόπως, θα εξισορροπήσει το εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο μέσα σε λίγα χρόνια.
Θα μπορέσουμε, λοιπόν, να εξάγουμε ξανά. Αυτό θα ευνοήσει και τους παραγωγούς, αφού θα απολαμβάνουν υψηλότερες τιμές για το προϊόν τους και όχι τις εξευτελιστικές τιμές που δίνουν συχνά οι ξένοι εισαγωγείς. Στην προσπάθειά μας αυτή, καλό είναι να μιμηθούμε τους Βούλγαρους που, αφού πρώτα εξασφάλισαν σιτάρκεια, κάνουν τώρα εξαγωγές μέχρι και 50% της παραγωγής τους.
Αν, ταυτόχρονα με αυτή την προσπάθεια, αρχίσουν και προγράμματα καλλιέργειας και άλλων ξεχα­σμένων σιτηρών, όπως η σίκαλη, το κριθάρι και η ζέα, τα οποία παράγουν υπέροχα και απείρως πιο θρεπτικά ψωμιά, είναι κάτι πα­ραπάνω από βέβαιο ότι οι “Ελληνες όχι απλά δεν θα πεινάσουν, αλλά θα τρώνε και τις πιο υγιεινές τροφές που υπάρχουν.
Η χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας
Στα εσπεριδοειδή, τη μεγαλύτερη αυτάρκεια κατέχουν τα πορτοκάλια με ποσοστό 167%, ενώ στα λεμόνια η αυτάρκεια περιορίζεται στο 63%. Αλλά και στα υπόλοιπα φρούτα η αυτάρκεια παραμένει υψηλή (128%). Αντί, λοιπόν, να τρώμε μπανάνες, ανανάδες και παπάγια(;), είναι προτιμότερο να στραφούμε στα ελληνικά φρούτα, τα οποία είναι απεί­ρως πιο θρεπτικά και, ευτυχώς, δεν πρόκει­ται να μας λείψουν ποτέ. Είναι ενδεικτικό ότι στο ροδάκινο η Ελλάδα κατέχει πάνω από 60% των εξαγωγών παγκοσμίως! Επιπλέον, υπάρχουν και φρούτα ανεκμετάλλευτα, τα οποία δεν είναι ευρέως γνωστά, όπως το κορόμηλο, το άγριο βατόμουρο, το άγριο αχλάδι (αγκορτσιά), το τσάπουρνο, το μούρο κ.α., που σαπίζουν κάθε χρόνο στα χωριά μας.
Έλλειψη παρατηρείται στη ζάχαρη, με την εγχώρια παρα­γωγή να καλύπτει μόνο το 14,3% των αναγκών, που υπολο­γίζονται στους 320.000 τόνους. Ενώ ως το 2005 η ελληνική ζάχαρη εξασφάλιζε κερδοφορία, το 2006 υπογράφηκε η ταφόπλακά της, όταν η Ελλάδα συμφώνησε με την ΕΕ να πα­ράγει σχεδόν τη μισή παραγωγή από τις ανάγκες της και να πάει σε εισαγωγές! Η ΕΕ έλαβε απόφαση για μείωση της πα­ραγωγής ζάχαρης από τις χώρες-μέλη της κατά 50%, με το σκεπτικό ότι η αγορά ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο από τρί­τες χώρες, αντί για ζαχαρότευτλο, συνέφερε περισσότερο, ώ­στε να διευκολυνθούν οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων στις ζαχαροπαραγωγούς Βραζιλία και Ινδία. Η Ελλάδα υπέ­γραψε να της δοθεί ποσόστωση 158.000 τόνους από την ΕΕ και -ανεπαρκή- αντισταθμιστικά οφέλη, μολονότι ως χώρα ήμασταν αυτάρκεις και πραγματοποιούσαμε και εξαγωγές. Ορισμένοι παραγωγοί αποζημιώθηκαν και στράφηκαν σε άλλες καλλιέργειες.
ebz3
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με το κλείσιμο πολλών εργο­στασίων της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, λόγω κακο­διαχείρισης. Με δεδομένο, βέβαια, ότι η ζάχαρη δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης, αλλά και με την καλλιέργεια στέβιας, η οποία έχει έως 300 φορές μεγαλύτερη γλυκαντική δράση, σε μια πιθανή παύση των εισαγωγών δεν αναμένεται να αν­τιμετωπίσει η χώρα σοβαρό πρόβλημα.
Πολύ χαμηλή αυτάρκεια διαπιστώνεται στην κατηγορία των οσπρίων, με ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%. Συγκεκριμένα, παράγουμε περίπου 8.000 τόνους φακές και εισάγουμε ακόμα 10.000 τόνους, κυρίως από Τουρκία, προκειμένου να καλύψουμε την εγχώρια ζήτηση. Αντίστοιχο πρόβλημα υπάρχει και στα φασόλια: καταναλώνουμε 35.000 τό­νους, εκ των οποίων οι 25.000 τόνοι είναι εισαγωγής. Σημειωτέον ότι το 1981 η ετή­σια παραγωγή φασολιών ήταν 31.500 τόνοι!
Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί εύκολα, με μια αναδιάταξη της πα­ραγωγής, ακόμα και με επιδότηση, ώστε σε εκτάσεις που καλλιεργούνται σήμερα άλλα προϊόντα, π.χ. ρύζι (στο οποίο εί­μαστε πλεονασματικοί), να καλλιεργηθούν όσπρια, πολλά από τα οποία, όπως τα ρεβύθια ή τα μαυρομάτικα φασόλια, έχουν και μικρότερες ανάγκες σε νερό.
Και στις πατάτες υπάρχει αυτάρκεια κατά 82%, με μόνιμη μάστιγα όμως τις «ελληνοποιήσεις» πατάτας από Αίγυπτο, αλλά και τις άσκοπες εισαγωγές κατεψυγμένης πατάτας από χώρες όπως οι ΗΠΑ, επειδή δήθεν τηγανίζεται πιο εύκολα.
ampeliaΗ ελληνική αμπελουργία είναι επίσης σε πολύ καλό επί­πεδο, αφού στα επιτραπέζια σταφύλια (αυτάρκεια 133,45%) έχουμε πλεόνασμα, δηλαδή μπορούμε άφοβα να κάνουμε εξαγωγές, χωρίς να μας λείψουν ποτέ. Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών, η Ελλάδα παράγει έως 5 εκατ. λίτρα κρασί ετησίως και καταναλώνει μόλις 3 εκατ. λίτρα, ενώ το 2011 εξήγαγε κρασί αξίας 57 εκατ. ευρώ. Παρόλο που το ελληνικό κρασί αρκεί να καλύψει τις ανάγκες των Ελλήνων, το 2010 πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές σε αξία 12 εκατ. ευρώ, καθώς οι “Ελληνες φαίνεται ότι δεν προ­τιμούν μόνο τα ελληνικά κρασιά.
Αναφέρεται ότι μπορεί το κρασί να καλύπτει τις ανάγκες των Ελλήνων καταναλωτών, αλλά αυτοί δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο ουίσκι (το ουίσκι καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος κατανάλωσης ποτών, καταλαμβάνοντας ποσοστό πε­ρίπου 42% το 2010, σύμφωνα με έρευνα της ICAP), το οποίο βεβαίως εισάγεται. Ταυτόχρονα διαθέτουμε και μια πολύ ση­μαντική (μικρότερη, βέβαια, από το παρελθόν) παραγωγή σταφίδας (σουλτανίνα και κορινθιακή) άνω των 50.000 τόνων ετησίως, η οποία υπερεπαρκεί για τις ανάγκες μας (αυτάρκεια 274,8%) και μας καθιστά ικανούς για εξαγωγές. Στο μέλι, επίσης, καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας της τάξεως 92%.
Αρνάκι άσπρο και παχύ
probataΌπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της ελληνικής τροφοεξάρ­τησης, το βασικό πρόβλημα της χώρας, ως προς την αυτάρκεια, είναι κυρίως η ζωική παραγωγή. Αυτό, όμως, είναι ένας μύθος – ή, μάλλον, μια μισή αλήθεια. Το ποσοστό αυτάρκειας στη ζωική παραγωγή-αλιεία ανέρχεται, κατά μέσο όρο, περίπου στο 76,11%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως το κρέας, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 56% περίπου, με το μικρότερο ποσο­στό να καταγράφεται στο βόειο κρέας (13%) και το υψηλό­τερο στο αιγοπρόβειο κρέας (94%). Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως σε μοσχαρίσιο κρέας, στην Ελλάδα παράγουμε μόλις τους 20.000 τόνους. Στο χοιρινό κρέας η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, αφού από τους 290.000 τόνους που καταναλώ­νουμε,παράγουμε μόνο τους 111.000, δηλαδή το 38%.
Η έλλειψη αυτή σε μοσχαρίσιο και χοίρειο κρέας είναι αποτέλεσμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε. Χα­ρακτηριστικό είναι ότι πριν το 1980, δηλαδή πριν μπούμε στην τότε ΕΟΚ, η Ελλάδα είχε φτάσει σε αυτάρκεια στο χοι­ρινό κρέας 84%, στο μοσχαρίσιο σε 66%, ενώ το αιγοπρόβειο κρέας ήταν στα σημερινά επίπεδα αυτάρκειας – περί­που 94%. Γιατί, όμως, ενώ είμαστε ελλειμματικοί σε βόειο κρέας, συνεχίζουμε να το καταναλώνουμε, σκορπώντας εκα­τομμύρια ευρώ στο εξωτερικό;
Η Ελλάδα μεταπολεμικά σχεδόν υποχρεώθηκε να κατανα­λώνει μοσχαρίσιο κρέας, με τη λογική ότι είναι πιο ογκώδες ζώο, με μεγαλύτερη γαλακτοπαραγωγή σε σχέση με τα αιγο­πρόβατα, και άρα είναι πιο συμφέρον για την Ελλάδα. Χαρα­κτηριστικό είναι ότι εισήχθησαν και νέες φυλές βοοειδών από βορειο-ευρωπαΐκές χώρες (π.χ. Ελβετία, Βέλγιο), ακόμα και από Αμερική, εκτοπίζοντας εγχώριες φυλές βοοειδών, όπως η ελληνική βραχυκερατική φυλή, που απαντάται στις Πρέσπες, αλλά και άλλες φυλές, όπως οι αγελάδες Κατερίνης, Τήνου και Κέας στις Κυκλάδες, Ζακύνθου, Συκιάς στη Χαλ­κιδική, Κύμης, Φλώρινας, οι σαρακατσάνικες και οι αγελάδες Γλώσσας Σκοπέλου. Οι εγχώριες αυτές φυλές έχουν μικρότερο μέγεθος, αλλά μέσω της γενετικής επιλογής είχαν προσαρμο­στεί πλήρως στις ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες. Το ίδιο συνέβη και με τον ελληνικό βούβαλο, που κάποτε κατέ­κλυζε τους υδροβιότοπους της βόρειας Ελλάδας και ο πληθυ­σμός του έφτασε τα όρια της εξαφάνισης τη δεκαετία του ’90. Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μια σημαντική προσπάθεια ανά­καμψης του αριθμού των βουβαλιών, η οποία έχει φέρει απο­τελέσματα στην περιοχή της Κερκίνης στον νομό Σερρών.
Με επιδοτήσεις της Ε.Ε. εξαφανίστηκαν οι εγχώριες ράτσες βοοειδών και ενισχύθηκε η εκτροφή βοοειδών έναντι της αιγοπροβατοτροφίας και άλλων παραδοσιακών μορφών κτηνο­τροφίας, απείρως πιο αποδοτικών, όπως η κονικλοτροφία.Αυτό ήταν ένα ολέθριο σφάλμα, καθώς τα αιγοπρόβατα είναι ιδανικά για τη μορφολογία του ελληνικού εδάφους που έχει ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις, σε αντίθεση με τα βοοειδή και κυρίως τις εισαγόμενες ράτσες, που θέλουν ανοιχτές πε­διάδες (τύπου Ολλανδίας). Ταυτόχρονα, έγινε συνήθεια στον Έλληνα η κατανάλωση μοσχαρίσιου κρέατος, κάτι που δεν συνέβαινε σε τέτοια έκταση κατά το παρελθόν. Το μοσχαρίσιο κρέας δεν πλεονεκτεί σε θρεπτικά συστατικά, έναντι του αι­γοπρόβειου, ενώ αν λάβουμε υπόψη και τις σύγχρονες συν­θήκες εντατικής εκτροφής των βοοειδών (αντιβιοτικά, μεταλ­λαγμένες ζωοτροφές, ενσταυλισμός σχεδόν καθόλη τη διάρ­κεια του έτους), το μοσχαρίσιο κρέας είναι μάλλον επιβαρυ­μένο και κακής ποιότητας. Αντίθετα, το αιγοπρόβειο κρέας και κάποιες εγχώριες φυλές βοοειδών προέρχονται στην πλειοψηφία τους από κοπάδια ζώων που βόσκουν τον περισσό­τερο χρόνο ελεύθερα σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές, εκμε­ταλλευόμενα πλήρως την πλούσια ελληνική χλωρίδα.
Στο αιγοπρόβειο κρέας είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, αφού σύμφωνα με στοιχεία για το 2009 η Ελλάδα διαθέτει περίπου 8,9 εκατ. πρόβατα και 4,8 εκατ. κατσίκια, δηλαδή αντιστοι­χούν περίπου ένα πρόβατο και μισή κατσίκα για κάθε Έλ­ληνα. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηνοτροφών, κ. Δημήτρη Καμπούρη, «Σε ένα με δύο χρόνια, μπορούμε να έχουμε 20 εκατ. αιγοπρόβατα. Αυτό για την Οι­κονομία σημαίνει διπλάσια παραγωγή κρέατος και γάλα­κτος, μείωση των εισαγωγών, αύξηση των εξαγωγών και αύ­ξηση των θέσεων εργασίας. Η αύξηση του ζωικού κεφαλαίου μπορεί να γίνει με ελάχιστα οικονομικά κίνητρα. Τα αρνιά και τα κατσίκια πωλούνται κυρίως το Πάσχα. Αν για μία- δύο χρονιές δεν δώσουμε τα θηλυκά στους εμπόρους, τότε τα ζώα θα διπλασιαστούν».
Σημαντικός τομέας είναι και η πτηνοτροφία, στην οποία είμαστε αυτάρκεις κατά 85% στο κρέας και κατά 91% στα αυγά.Ιδιαίτερα για τα αυγά, υπάρχει τόση παραγωγή, ώστε το 2011 οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά. 2134%!
psaria
Στη δε αλιεία το ποσοστό αυτάρκειας, χωρίς να υπολογί­σουμε τις ιχθυοκαλλιέργειες, αγγίζει περίπου το 125,6%, με πάνω από 160.000 τόνους ψαριών τον χρόνο. Μαζί με τις ι­χθυοκαλλιέργειες (120.000 τόνοι), το ποσοστό σε αυτάρκεια των αλιευμάτων φτάνει το 221,3%! Μια πιθανή, λοιπόν, παύση των εισαγωγών κρέατος μάλλον καλό θα έκανε στη χώρα, αφού θα επανερχόμασταν στη μεσογειακή διατροφή, μειώνοντας την κατανάλωση κόκκινου κρέατος, η οποία μα­κροπρόθεσμα έχει και επιπτώσεις στην υγεία και θεωρείται υπεύθυνη για την εκδήλωση πολλών μορφών καρκίνου (π.χ. στομάχου ή παχέως εντέρου). Μεσούσης της κρίσης, ο μέσος Έλληνας καταναλώνει ετησίως 100 κιλά κόκκινου κρέατος – γεγονός που τον κατατάσσει στην 7η θέση παγκοσμίως, ξεπερνώντας Αμερικανούς, Καναδούς και Γερμανούς!
Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών-τυροκομικών προϊό­ντων, η φέτα -με ποσοστό αυτάρκειας 147%- περίπου υπερ­βαίνει τον μέσο όρο της κατηγορίας, ο οποίος κυμαίνεται στο 80%. Γενικότερα στο γάλα, η Ελλάδα κατά το παρελθόν ήταν πλεονασματική. Σήμερα είναι ελλειμματική, αφού η παρα­γωγή αγελαδινού γάλακτος κυμαίνεται στους 638 χιλιάδες τόνους, καλύπτοντας μόνο το 58,2% της ζήτησης (στοιχεία ΕΛΟΓΑΚ 2011). Βέβαια, στο αιγοπρόβειο γάλα που έχει καιμεγαλύτερη θρεπτική αξία, είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, με πα­ραγωγή που καλύπτει το 98% της ζήτησης. Αυτό που δε γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι η σχετικά μειωμένη παραγωγή γάλακτος δεν οφείλεται στη μη παραγωγικότητα της ελληνικής κτηνοτροφίας αλλά στο καθεστώς των ποσοστώσεων που επέβαλε η ΕΕ. Μέχρι τις αρχές του 2000, η χώρα πλήρωνε πρόστιμα στην ΕΕ, επειδή οι παραγόμενες ποσότητες γάλακτος ήταν υψηλότερες από το πλαφόν που είχε δέσει αυθαίρετα η ΕΕ – κι αυτό διότι δεν είναι αναλογικές ούτε με τον πληθυσμό, ούτε με το ζωικό κεφάλαιο κάθε χώρας.
Το 1996 γαλακτοπαραγωγοί νομοί, όπως η Φλώρινα, πλήρωσαν πρόστιμα, επειδή η ποσόστωση ήταν 47.000 τόνοι και οι κτηνοτρόφοι παρήγαγαν 55.000 τόνους. Το 1999 η χώρα πλήρωσε συνολικά 2,5 δισ. δραχμές πρόστιμο, επειδή είχε παραγωγή 22.000 τόνους μεγαλύτερη από την ποσόστωση. Ταυτόχρονα, ενώ μας επέβαλαν χαμηλή παραγωγή, εισήγαμε χιλιάδες τόνους συμπυκνωμένου γάλακτος από Ολλανδία και Γερμανία, πετώντας εκατομμύρια ευρώ στο εξωτερικό. Το καθεστώς αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των ζωοτροφών και την έλλειψη στήριξης από την πολιτεία, αποθάρρυνε πολλούς κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα την τελευταία δεκαετία να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους το 63,5% των κτηνοτρόφων. Έτσι σήμερα, αν και έχουν αυξηθεί οι ποσοστώσεις από 650.000 τόνους κατά το παρελθόν, σε 861.000 τόνους, η παραγωγή έχει μειωθεί στο ελάχιστο.
Αν, λοιπόν, παύσουν οι εισαγωγές στο αγελαδινό γάλα, θα παρατηρηθεί μια πρόσκαιρη έλλειψη, η οποία όμως μπορεί να αναπληρωθεί εύκολα αν μάθουμε να καταναλώνουμε αιγοπρόβειο γάλα. Αν πάρουμε μια ποσότητα αιγοπρόβειου γάλακτος (που έχει μεγαλύτερη θρεπτική αξία από το αγελαδινό) από την παραγωγή φέτας και την αξιοποιήσουμε για την κατανάλωση ως νωπό γάλα, είναι σίγουρο ότι δεν θα υπάρξει έλλειψη στην αγορά. Και αν δοθούν τα λεφτά που ξοδεύονται στις εισαγωγές συμπυκνωμένου γάλακτος αμφίβολης θρεπτικής αξίας στους Έλληνες παραγωγούς, θα αυξηθεί το ζωικό κεφάλαιο και σύντομα θα δημιουργηθεί υπερεπάρκεια σε γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα.
Η Ελλάδα «υπερδύναμη» τροφίμων
Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία (στοιχεία 2009), η Ελλάδα καλλιεργεί 32.693 χιλιάδες στρέμματα, από τα 37.324 χιλιάδες στρέμματα (25% της έκτασής μας) που είναι η συνολική καλλιεργήσιμη έκτασή μας, δηλαδή καλλιεργείται περίπου το 87,6% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Τα υπόλοιπα 4.631 χιλιάδες στρέμματα είναι αναξιοποίητα, αφού βρίσκονται σε αγρανάπαυση, η οποία μάλιστα είναι και συμφέρουσα, αφού είναι επιδοτούμενη από την ΕΕ. Στον αριθμό αυτό μπορούν να προστεθούν και εκατομμύρια άλλα στρέμματα ανά την επικράτεια, τα οποία έχουν εγκαταληφθεί εδώ και δεκαετίες, και έχουν μετατραπεί σε λιβαδικές, θαμνώδεις ή και δασώδεις εκτάσεις. Σε πολλούς νομούς, όπως στον νομό Σερρών, η εγκατάλειψη είναι τόσο μεγάλη, που αγγίζει ποσοστά πάνω από το 40%!
Αυτές οι χαμένες αγροτικές εκτάσεις βρίσκονται στα βοσκοτόπια και στα βουνά (43% της έκτασης), και σε μικρότερο ποσοστό στα δάση (21% της ελληνικής γης). Επειδή τα δάση δεν πρέπει να μειωθούν για χάρη της γεωργίας, θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε μέρος από τις χορτολιβαδικές εκτάσεις, πολλές από τις οποίες κάποτε ήταν χωράφια και μάλιστα πολύ εύφορα. Με καλλιέργεια μόνο στο 1/4 της έκτασης της Ελλάδας, η χώρα είναι σχεδόν αυτάρκης. Αν διπλασιάζαμε τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, φτάνοντας στο 50% της ελληνικής γης, θα μπορούσαμε να θρέψουμε τουλάχιστον διπλάσιο πληθυσμό ή, αλλιώς, να τροφοδοτούμε εξ ολοκλήρου χώρες με παραπλήσιο πληθυσμό, όπως η Πορτογαλία.
Το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε σε ορεινές ή και ημιορεινές περιοχές είναι αστείο, αφού κάποιες καλλιέργειες, όπως τα αρωματικά φυτά, πολλά από τα οπωροκηπευτικά, δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως οι καστανιές, οι κερασιές, οι φουντουκιές, οι καρυδιές κ.ά. αναπτύσσονται καλύτερα σε υψηλό υψόμετρο και σε επικλινή εδάφη.
Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας είναι η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, με άμεση συνέπεια την υποβάθμιση πρώην αγροτικών εκτάσεων. Για να μεταβληθεί αυτή η κατάσταση απαιτούνται σοβαρά κίνητρα για τους νέους. Θα πρέπει να γίνει όχι ενοικίαση εκτάσεων, όπως προωθεί το Υπουργείο και πρόσφατα η εκκλησία, αλλά πλήρης απαλλοτρίωση και «χάρισμα» γης σε άτομα, με την αυστηρή προϋπόθεση οι εκτάσεις αυτές να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για αγροτικούς σκοπούς. Ο αγρότης, για να είναι αποδοτικός και να παραμείνει στο επάγγελμα, πρέπει να έχει ιδιόκτητη γη και όχι ενοικιαζόμενη. Με πάνω από ένα εκατομμύριο επίσημα ανέργους, σκεφτείτε τι ώθηση δα έδινε στον γερασμένο αγροτικό κόσμο, αν μόνο μισό εκατομμύριο νέοι, αντί να σκέφτονται τη φυγή, στρέφονταν στη γεωργία.
Με μόνο 300.000 κατά κύριο επάγγελμα αγρότες σήμερα (και περίπου 2 εκατ. που δηλώνουν συμπληρωματικό εισόδημα), με άλλο μισό εκατομμύριο, θα είχαμε αύξηση κατά 266% τουλάχιστον του αγροτικού πληθυσμού, ενώ η ποιοτική διαφορά θα ήταν ασύγκριτη, αφού στη γεωργία θα έμπαινε ανθρώπινο δυναμικό μικρής ηλικίας και μορφωμένο, προάγοντας την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.
Μην ξεχνάμε ότι, μόλις 50 χρόνια πριν (1961), στην Ελλάδα οι αγρότες αντιπροσώπευαν το 53% του πληθυσμού!
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιτάχθηκαν και απαλλοτριώθηκαν σχεδόν 10 εκατ. στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε όλη τη χώρα και διατέθηκαν για την αποκατάσταση προσφύγων και γηγενών. Η διανομή της γης είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθούν εδάφη που πρώτα χρησιμοποιούνταν ως βοσκές ή έμεναν ακαλλιέργητα και να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή, ιδιαίτερα των σιτηρών, στα οποία ένα ποσοστό 93% της αύξησης προήλθε από τις περιοχές στις οποίες η γη διανεμήθηκε στους ακτήμονες. Στην Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, οι εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν με σιτηρά διπλασιάστηκαν από το 1915 έως το 1932!
Παράλληλα πρέπει να γίνουν προγράμματα ολοκληρωμένης διαχείρισης, στα οποία η ανάγκη σε ζωοτροφές, λιπάσματα, νερό, ακόμα και ενέργεια, να καλύπτεται από την ίδια την αγροτική επιχείρηση. Η χρήση των οργανικών υπολειμμάτων των ζώων, αλλά και χορταριού σε αποσύνθεση για λίπασμα, η επιδότηση των κτηνοτροφών για καλλιέργεια των ζωοτροφών που χρειάζονται, η δημιουργία συστημάτων συλλογής βρόχινου νερού, αλλά και η επέκταση των προγραμμάτων φιλικής για το περιβάλλον ενέργειας (π.χ. φωτοβολταϊκά) σε κάθε ιδιόκτητη φάρμα, θα απάλλασσε πολλούς αγρότες από ένα μεγάλο τμήμα του κόστους παραγωγής. Επιπλέον, απαιτείται μείωση της τιμής του αγροτικού πετρελαίου, αλλά και μια καθετοποιημένη παραγωγή με πλήρη επιδότηση μεταποιητικών μονάδων κοντά στα χωράφια, ώστε ο κόσμος να παραμείνει στην επαρχία και το κέρδος από το προϊόν να το απολαμβάνει ο παραγωγός και όχι οι μεσάζοντες.
Ένας ακόμα τομέας ανάπτυξης είναι και η εκτατική μορφή κτηνοτροφίας. Η Ελλάδα διαθέτει λιβάδια σε ποσοστό 35% του εδάφους της, τη στιγμή που στην Ιταλία είναι το 15%, στην Πορτογαλία το 16% και στην Ισπανία το 24%. Στα λιβάδια αυτά μπορούν να βόσκουν κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους αιγοπρόβατα ή και εγχώριες φυλές βοοειδών και χοίρων, χωρίς να έχουν καμία ανάγκη για ζωοτροφές. Ειδικά για τα αιγοπρόβατα, θα μπορούσαμε να μετατραπούμε σε Νέα Ζηλανδία, αφού η ημιορεινή φύση της χώρας είναι ιδανική για την ανάπτυξή τους, ενώ οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες δεν απαιτούν ενσταυλισμό, παρά μόνο για λίγους μήνες κατά τη διάρκεια του έτους. Αυτό θα μείωνε τις τεράστιες εισαγωγές ζωοτροφών, ενώ θα έδινε ένα κρέας εξαιρετικής ποιότητας. Σύμφωνα με τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, η αξιοποίηση των βοσκοτόπων στην Ελλάδα μπορεί να αποφέρει 4,5 δισ. ευρώ ετησίως!
Ένας ακόμα αναξιοποίητος πλούτος είναι και η αλιεία. Η Ελλάδα, με τα 15.000 χιλιόμετρα ακτογραμμών, τα 300 θαλάσσια είδη, τα ποτάμια (ο Αλιάκμονας έχει 33 είδη ψαριών και ο Αξιός 36), τις λίμνες, τους εκατοντάδες κόλπους, καθώς και τα 3.000 νησιά, είναι ένα φυσικό ιχθυοτροφείο. Ήδη η χώρα διαθέτει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο στην Ε.Ε. Ταυτόχρονα, μπορούν να αναπτυχθούν και οι υδατοκαλλιέργειες. Σύμφωνα με έρευνες Καναδών επιστημόνων που διεξήχθησαν για την Google Earth, από τους 21.200 περίπου κλωβούς ιχθυοτροφείων που βρίσκονται στη Μεσόγειο (δορυφορικές εικόνες), οι μισοί περίπου (49%) βρίσκονται στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να υποεκτιμούμε τη συνολική παραγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας κατά τουλάχιστον 30%! Η Ελλάδα με μόνο ελάχιστα ιχθυοτροφεία, σε σχέση με αυτά που θα μπορούσε να έχει, παράγει το 60% της συνολικής παραγωγής σε συναγρίδα και λαβράκι που εκτρέφονται στην Ε.Ε. και σχεδόν τη μισή από την παγκόσμια παραγωγή!
Αναπτυξιακές προοπτικές
Η χώρα θα έπρεπε εδώ και δεκαετίες να επενδύσει όχι μόνο στη διατροφική της αυτάρκεια, κάτι που ήδη υφίσταται παρόλη την γεωργοκτόνα πολιτική των τελευταίων ετών, αλλά και στην εξάρτηση σε τρόφιμα άλλων χωρών από εμάς, ώστε σε μια πιθανή κρίση να έχουμε συμμάχους τους εμπορικούς μας εταίρους.
Ο φιλότιμος Έλληνας αγρότης, που κατάφερε εδώ και αιώνες να θρέψει τον ελληνικό πληθυσμό, ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες, είναι σίγουρο ότι και τώρα θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα καταφέρει να θρέψει τους Έλληνες. Παρόλα αυτά, όμως, η αυτάρκεια σε τρόφιμα απαιτεί συντονισμένη δράση όλων – από τους κρατικούς φορείς και τις αρμόδιες υπηρεσίες, μέχρι τον τελευταίο καταναλωτή, ο οποίος θα πρέπει να αποκτήσει εθνική συνείδηση και να πάψει να καταναλώνει εισαγόμενα, κυρίως τυποποιημένα τρόφιμα αμφίβολης ποιότητας, που ενισχύουν παραγωγούς και οικονομίες άλλων κρατών. Ακόμα και αν οι τιμές των ελληνικών προϊόντων είναι υψηλότερες, θα πρέπει να στηρίξουμε τον αγώνα και τον μόχθο του Έλληνα γεωργού. Η επιστροφή στη μεσογειακή διατροφή, που όλοι αναφέρουν αλλά κανείς δεν εφαρμόζει, είναι αυτή που θα μας προστατεύσει σε πιθανή παύση των εισαγωγών.
Η Ελλάδα δεν είναι απλά μια πλούσια χώρα, αλλά μια κοιμισμένη υπερδύναμη, η οποία θα πρέπει να κάποτε να ξυπνήσει και να ορθοποδήσει, πάντα στηριγμένη στα δικά της πόδια. Με δεδομένη την παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού, τα τρόφιμα είναι ένας τομέας ζωτικής σημασίας, που μελλοντικά θα αποτελέσει παγκοσμίως τη μέγιστη προτεραιότητα για κάθε κράτος, αλλά και το υπ’ αριθμόν ένα μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Η αυτονομία στα τρόφιμα είναι η μόνη λύση για την επίτευξη της ελευθερίας των λαών, αλλά και της εθνικής ανεξαρτησίας, αφού η χειρότερη μορφή εξάρτησης είναι εκείνη της διατροφής του πληθυσμού.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές γιατί η παγκοσμιοποίηση, το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και οι πολιτικές της Ε.Ε., του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Παγκόσμιας Τράπεζας χτύπησαν αρχικά την αυτάρκεια σε τρόφιμα των κρατών.Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που δεν μας θέλουν ελεύθερους.
* Πτυχιούχος του Τμήματος Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Αναπτυξιακό ξεζούμισμα ή παραγωγική ανασυγκρότηση;

Του Βασίλη Ξυδιά

14.10.2015 | από Σύνταξη
Αναπτυξιακό ξεζούμισμα ή παραγωγική ανασυγκρότηση; Του Βασίλη Ξυδιά
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δημοσίευση: Φύλλο 281 - 10/10/2015
       
Αναζητείται ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση απέναντι στο δυστοπικό μέλλον

Υποθέτω πως οι αναγνώστες του Δρόμου είναι ενήμεροι για το επεισόδιο του περασμένου Σαββάτου (3/10), όπου οι συγκεντρωμένοι Κρητικοί έστειλαν πίσω τις τρεις ανεμογεννήτριες που επρόκειτο να τοποθετηθούν στο υπερμέγεθες αιολικό πάρκο, στα νότια του Ψηλορείτη. Ήταν μεγάλη επιτυχία· κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί. Είναι όμως προφανές, πως, αν η αντίσταση παραμείνει σ’ αυτό το επίπεδο, οι ενδιαφερόμενες εταιρίες, επικουρούμενες και από τους νόμους και τους αστυνόμους, θα επαναλάβουν την προσπάθειά τους -μία και δύο, και όσες φορές χρειαστεί- μέχρι τελικά να πετύχουν τον στόχο τους.
Ανάλογη απαισιοδοξία προκαλεί και η αντιπαράθεση που ακολούθησε, μεταξύ αυτών που υπερασπίστηκαν την αντίδραση των ντόπιων στις ανεμογεννήτριες και αυτών που υπεραμύνθηκαν του αιολικού πάρκου (μεταξύ των τελευταίων ήταν και πολλοί νεοΣΥΡΖΑίοι, που έχουν αποχαλινωθεί στην υπεράσπιση της μνημονιακής λογικής). Ζούμε και σ’ αυτήν την περίπτωση μια επανάληψη του σεναρίου με τις Σκουριές. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε αυτά που συμβαίνουν τώρα, μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε όσα συνέβαιναν πριν απ’ αυτό, επί υπουργίας Π. Λαφαζάνη. Γίνεται φανερό ότι η Αριστερά ως πολιτική δύναμη, αλλά και τα κοινωνικά κινήματα από τη δική τους μεριά, αποδεικνύονται πολλές φορές ισχυρά και αποτελεσματικά στο επίπεδο της αντίστασης, αλλά αποδεικνύονται αδύναμα και αναποτελεσματικά όταν το πράγμα φτάνει στο επίπεδο της διακυβέρνησης ή της εναλλακτικής λύσης.
Στην προκειμένη περίπτωση γίνεται φανερή η έλλειψη μιας ριζοσπαστικής αντιπρότασης για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας – διότι περί αυτού πρόκειται. Με τις ανεμογεννήτριες το θέμα είναι ο ενεργειακός σχεδιασμός, αλλά το ίδιο πάνω κάτω συμβαίνει σε όλους τους παραγωγικούς τομείς. Είναι φανερή η έλλειψη της αντιπρότασης, τόσο στο επίπεδο ενός αντιπάλου σχεδίου διακυβέρνησης, όσο και στο επίπεδο μιας άμεσης κινηματικής πράξης, που να αναδεικνύει με θετικό τρόπο τη δυνατότητα της εναλλακτικής διακυβέρνησης «εδώ και τώρα».

Φιλελεύθερη νεοφεουδαρχία
Βεβαίως, οι κυβερνητικοί νεοΣΥΡΙΖΑίοι δεν χάνουν πλέον τον καιρό τους με τέτοιου είδους εναλλακτικές αναζητήσεις και αριστερές ονειροπολήσεις. Πλέον κυβερνούν! Μπορεί να μην αποφασίζουν, αλλά σ’ αυτήν τη ζωή δεν μπορεί να τα έχει κανείς όλα. Κυβερνούν διεκπεραιωτικά, υλοποιώντας τη νεοφιλελεύθερη «ανάπτυξη» όπως την προβλέπει το μνημόνιο, και όπως την περιμένουν με πολλή αγωνία οι νομείς της ολιγαρχικής εξουσίας. Κάνουν μ’ άλλα λόγια αυτό ακριβώς που κάνανε και οι προηγούμενοι.
Βάζουν μπρος να ξεπουλήσουν ό,τι μπορεί να ξεπουληθεί από τον φυσικό πλούτο και τις υποδομές της χώρας και στρώνουν το έδαφος για να έρθουν σε δεύτερο χρόνο οι λεγόμενοι επενδυτές· τεράστιοι νεοφεουδαρχικοί όμιλοι (πολυεθνικές εταιρίες, μαφιόζοι μεγιστάνες κ.λπ.) που βασισμένοι στην ισχύ του χρήματος, αλλά και στην άμεση ή έμμεση κρατική συνέργεια και διαπλοκή, θα νέμονται με ολιγοπωλιακό ή μονοπωλιακό κατά περίπτωση τρόπο όλους ουσιαστικά τους οικονομικούς κλάδους, αντικαθιστώντας την εξαφανιζόμενη από τα μνημόνια μικροεπαγγελματική μέση τάξη. Αυτό είναι το μνημονιακό αναπτυξιακό όραμα.
Προς το παρόν το μεγάλο παζάρι γίνεται στις υποδομές και τα δημόσια έργα, αλλά πολύ γρήγορα θα εξαπλωθεί στο real-estate (εξού και οι αναμενόμενες εξώσεις και οι πλειστηριασμοί) και κυρίως στη γεωργία-κτηνοτροφία. Αυτό το τελευταίο είναι ένα τεράστιο ζήτημα και δεν το έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει επαρκώς. Δεν αποκλείεται να δούμε ξαφνικά τα ενυπόθηκα κτήματα του κάμπου της Θεσσαλίας ή άλλων περιοχών της χώρας να περνάνε με μία κίνηση στην κατοχή κάποιου πολυεθνικού κολοσσού του γεωργικού τομέα (Syngenta, Monsanto κ.λπ.), γεγονός που θα εξηγεί εκ των υστέρων την απορρόφηση τής κατά τα άλλα προβληματικής Αγροτικής Τράπεζας από την Τράπεζα Πειραιώς, καθώς και κάποια από τα μέτρα του τρίτου μνημονίου.
Στην ίδια λογική προβλέπεται να «αναπτυχθούν» και πολλοί άλλοι κλάδοι στο εμπόριο και τις υπηρεσίες. Η περιβόητη «απελευθέρωση» των λεγομένων «κλειστών» επαγγελμάτων (φαρμακοποιοί, ταξί, περιπτεράδες, μεταφορείς κ.λπ.) δεν είναι τίποτα άλλο από την αποπροσωποποίηση αυτών των επαγγελμάτων προς χάριν του εγγενώς απροσώπου κεφαλαίου.

Εναλλακτική παραγωγική πρόταση
Απέναντι σ’ αυτό το δυστοπικό μέλλον -όχι πολύ μακριά από σήμερα- δεν έχει δυστυχώς διατυπωθεί ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση. Γιατί δεν είναι βέβαια λύση οι μονομερείς κρατιστικές εμμονές ή οι περιθωριακές, σ’ αυτή τη φάση, δράσεις συνεργατικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Πολύ περισσότερο δεν είναι λύση οι νεο-κεϊνσιανές πολιτικές αναδιανομής (τα παίρνουμε από τους πλούσιους και φτιάχνουμε κοινωνικό κράτος). Και δεν αρκεί ως απάντηση στο παραγωγικό ζήτημα η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα σαν μια εκ των άνω τεχνική ρύθμιση.
Τίποτα, βέβαια, από τα παραπάνω δεν απορρίπτεται. Ούτε η κρατική παρέμβαση, ούτε οι εναλλακτικοί θεσμοί, ούτε η ανάγκη της αναδιανομής, ούτε και η ανάγκη δημοσιονομικής ευελιξίας. Δεν μπορεί, όμως, να υπάρξει διέξοδος από τη νεοφιλελεύθερη δυστοπία χωρίς την επιβίωση της μέσης τάξης και την ανασυγκρότηση της μεσαίας και μικρής ιδιοκτησίας, της μεσαίας και μικρής επιχείρησης(1). Ανοικτό είναι επίσης το ζήτημα της φορολογίας, που στάθηκε η αχίλλειος πτέρνα του προηγούμενου μνημονιακού καθεστώτος. Μπορούν οι αυθόρμητες ατομικές αντιστάσεις που ξεκινούν από τη φυσική αδυναμία πληρωμής να οδηγήσουν σε μια θετική εναλλακτική προσέγγιση του φορολογικού συστήματος;
Πρέπει, επιτέλους, να ανοίξει σοβαρά ο διάλογος γι’ αυτά τα ζητήματα. Να συζητηθούν όλες οι πλευρές ενός οιονεί κυβερνητικού προγράμματος για την παραγωγική ανασυγκρότηση και παράλληλα να αρχίσουν να αναπτύσσονται άμεσες κινηματικές και επιχειρηματικές δράσεις στις ίδιες κατευθύνσεις. Ασφαλώς δεν είναι εύκολο· εννοείται δε ότι θα πρέπει να υπερβούμε τη σφαίρα του προφανούς. Θα πρέπει να οραματιστούμε ένα κίνημα πολιτικής ανυπακοής και κοινωνικής χειραφέτησης ταυτοχρόνως. Κάτι σαν τη γκραμσιανή πολιτική της «κατασκευής του κατασκευαστή», που μας θύμισε πρόσφατα ο Γιώργος Λιερός(2).

(1) Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται η άποψη που εξέφρασαν τα τελευταία χρόνια στο Τμήμα Βιομηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ ο Αλέξανδρος Οικονομίδης και ο Ανδρέας Κυράνης. Εισηγούνται την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας, με ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό, βασισμένα στη σύνθεση των νέων τεχνολογιών με την παραδοσιακή μαστορική του Έλληνα τεχνίτη. Ο Δρόμος της Αριστεράς έχει κατ’ επανάληψιν προσπαθήσει να ανοίξει τον διάλογο πάνω σ’ αυτό το θέμα. (Στόχοι ενός Σχεδίου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης 29/7/2013, Για μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση 6/7/2013, Ψάχνοντας το φάντασμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης 29/11/2014, Η ρεαλιστική δυνατότητα για την Ενδογενή Παραγωγική Ανασυγκρότηση της Ελλάδας 7/2/2015, Είναι εφικτή μία ενδογενής παραγωγική ανασυγκρότηση;14/2/2015). Βλ. επίσης στην ιστοσελίδα του ΔτΑ το βίντεο από την ημερίδα Παραγωγική Ανασυγκρότηση. Υπάρχει άλλος δρόμος; 17/1/2015, και τα ηχητικά από τις δύο ραδιοφωνικές εκπομπές για την παραγωγική ανασυγκρότηση στο ThePressProject 10-11/9/2015.
(2) Γιώργος Λιερός, Από τον αναπτυξιακό παραγωγισμό στην ουσιαστική παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, εισήγηση στο φόρουμ Ευημερία χωρίς ανάπτυξη, 20-22 Φεβρ. 2015, ΕΜΠ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ"
- See more at: http://www.e-dromos.gr/anaptyxiako-xezoumisma-h-paragwgikh-anasygkrothsh/#sthash.OIrJrXop.dpuf

Η διγλωσσία ως κανόνας διαχείρισης της κυβέρνησης


14.10.2015 | από Σύνταξη
Η διγλωσσία ως κανόνας διαχείρισης
ΘΕΜΑ
Δημοσίευση: Φύλλο 281 - 10/10/2015
       
Όταν ο Προϋπολογισμός του 2016 ακυρώνει πανηγυρικά τις Προγραμματικές Δηλώσεις Τσίπρα
του Παύλου Δερμενάκη*

Η δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα έδωσε την βδομάδα αυτή το στίγμα της, με τις Προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή αλλά και την κατάθεση του προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού (Κ.Π.) 2016. Αυτά τα δύο κείμενα «λένε» πολλά αλλά και «κρύβουν» πολλά και γι’ αυτό καλό είναι να τα βλέπουμε πάντοτε υπό το φως της «Συμφωνίας» στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 12ης Ιουλίου 2015, αφού και εκεί καταγράφονται όλες οι δεσμεύσεις Τσίπρα έναντι των «εταίρων».
Η δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα και οι στόχοι της δεν έχουν σχέση με την πρώτη. Αυτό φαίνεται από την πρώτη παράγραφο της ομιλίας του πρωθυπουργού.
Στις 8/2/2015 ξεκινούσε λέγοντας «…Η ανάκτηση της λαϊκής μας κυριαρχίας, η αποκατάσταση του ισότιμου ρόλου της χώρας μας στο θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, η αποκατάσταση της αξιοπρέπειας του λαού μας, η κοινωνική δικαιοσύνη και η πολιτισμική αναγέννηση της πατρίδας μας αποτελούν τους βασικούς στόχους της κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας που συγκροτήσαμε μετά την κυρίαρχη επιλογή του λαού μας στις 25 Ιανουαρίου».
Στις 5/10/2015 ξεκίνησε λέγοντας «η αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας, η ανάκαμψη της οικονομίας και η επιστροφή στην ανάπτυξη, η ουσιαστική ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, η ριζική μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης με ταυτόχρονη πάταξη της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας, είναι οι άμεσοι στόχοι της κυβέρνησής μας, η υλοποίηση των οποίων αποτελεί τον μόνο ασφαλή δρόμο για την έξοδο της χώρας από την πολυετή επιτροπεία και τα μνημόνια».
Η διαφορά είναι εμφανής, όσον αφορά το κοινωνικό και πολιτικό πρόσημο των προθέσεων ανάμεσα στις δύο τοποθετήσεις. Ειδικότερα, οι προθέσεις της 5/10 θα μπορούσαν σχετικά εύκολα να αναζητηθούν σε αντίστοιχες ομιλίες προηγούμενων πρωθυπουργών αφού στόχος είναι η οικονομική σταθερότητα, η ανάκαμψη, η επιστροφή στην ανάπτυξη, αλλά πουθενά δεν φαίνεται να μπαίνουν ως προμετωπίδα στόχων η ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας, η κοινωνική δικαιοσύνη… Δυστυχώς, αυτή τη διαφορά των δύο κυβερνήσεων θα την βιώνουμε με δραματικό τρόπο το επόμενο διάστημα καθώς θα πρέπει να υλοποιούνται οι δεσμεύσεις στους εταίρους. Συνεπώς, με το «καλημέρα» προσδιορίζεται ο πολιτικός ορίζοντας της κυβέρνησης ως ένα ακόμα διαχειριστικό σχήμα της κρίσης.
Όσον αφορά τα ειδικότερα θέματα, για να έχουμε ένα καθαρό ορίζοντα τι «μέλλει γενέσθαι», θα σταθούμε στα ακόλουθα 2 σημεία: Δημόσιο χρέος και κοινωνική δικαιοσύνη.

Δημόσιο χρέος:
Η κυβέρνηση έχει θέσει πολύ ψηλά στην ατζέντα της το θέμα του δημόσιου χρέους με στόχο την επίτευξη κάποιας συμφωνίας ελάφρυνσης επ” αυτού. Από την ομιλία του πρωθυπουργού γίνεται απόλυτα σαφές, όπως και από το προσχέδιο του Κ.Π., ότι η όλη «ρητορική» γύρω από το θέμα χρέος εξαντλείται στα όρια που ορίζουν οι «θεσμοί» χωρίς να προβλέπεται πουθενά διαγραφή μέρους του ούτε φυσικά χρησιμοποιούνται όροι όπως «μη βιώσιμο».
Έτσι ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «η απομείωση του χρέους είναι ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας… Η ελληνική πλευρά θα προσέλθει στη συζήτηση αυτή (για το χρέος) με συγκεκριμένη στρατηγική, με συγκεκριμένες και σαφείς προτάσεις. Θα προτείνουμε συγκεκριμένα την επιμήκυνση των πληρωμών, τη μείωση των επιτοκίων και τη μετατροπή τους σε σταθερά επιτόκια. Θα προτείνουμε τη ρήτρα ανάπτυξης, αλλά και μία μακρά περίοδο χάριτος…».
Συνεπώς, θα προτείνει ουσιαστικά η κυβέρνηση αυτά που εκ των προτέρων έχει ήδη αποδεχθεί το ESM, καθώς στη σελίδα 11 του Κ.Π. αναφέρεται ότι «στην ανακοίνωση του ESM για τη χρηματοδότηση του προγράμματος είναι ρητά διατυπωμένο ότι θα ακολουθήσει η ελάφρυνση του χρέους υπό τη μορφή μεγαλύτερης περιόδου χάριτος και περιόδου αποπληρωμής του ελληνικού χρέους. Η νέα συμφωνία, συνεπώς, μειώνει ακόμα περισσότερο το μέσο επιτόκιο δανεισμού και αυξάνει την περίοδο αποπληρωμής του χρέους, με αποτέλεσμα αυτό να έχει μεγαλύτερη ωρίμανση».
Συνεπώς, ετοιμαζόμαστε για μία ακόμα μεγάλη «επιτυχία» στο θέμα του χρέους, μακριά φυσικά από όσα έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι πρόσφατα, που αποτελούν αποφάσεις του ιδρυτικού του Συνεδρίου.
Έτσι, για μία ακόμα φορά, μια διαχειριστική κυβέρνηση θα υπακούσει στις εντολές των «εταίρων» αποδεχόμενη κάποιες βελτιώσεις στον ορίζοντα αποπληρωμής και στα επιτόκια και αναγνωρίζοντας ότι το συνολικό ύψους του χρέους θα παραμένει «ως έχει». Έχει, δε, ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στο θέμα αυτό έχει αγνοηθεί πλήρως η δουλειά που έγινε από την προηγούμενη Βουλή, γύρω από το δημόσιο χρέος και τα συμπεράσματα που έχουν διατυπωθεί στην Προκαταρκτική Έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Δηµοσίου Χρέους, όπου παρουσιάζονται στοιχεία που «…καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα όχι µόνο δεν είναι σε θέση να πληρώσει το χρέος, αλλά και δεν πρέπει να το πληρώσει. Πρωτίστως διότι το χρέος που προκάλεσαν οι ρυθµίσεις που επέβαλε η τρόικα παραβιάζει ευθέως τα θεµελιώδη ανθρώπινα δικαιώµατα των κατοίκων της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δεν πρέπει να πληρώσει αυτό το χρέος διότι είναι παράνοµο, αθέµιτο και επονείδιστο».

Κοινωνική Δικαιοσύνη
Κοινωνική Ασφάλιση: Ο πρωθυπουργός μίλησε για «στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης» και δήλωσε ότι «αντί νέων περικοπών και της κούρσας προς τα κάτω, επιλέγουμε να μεταρρυθμίσουμε το ασφαλιστικό σύστημα συνολικά, προστατεύοντας το επίπεδο των παροχών. Πάμε σε ένα σύστημα με ενισχυμένο αναδιανεμητικό χαρακτήρα, με κοινωνική και διαγενεακή δικαιοσύνη…». Αν, φυσικά, αυτά που λέει τα εννοεί θα έπρεπε να υπάρχουν οι σχετικές προβλέψεις στον Κ.Π. του 2016. Δυστυχώς, όμως, εκεί υπάρχει η ακριβώς αντίθετη πραγματικότητα. Έτσι, στους Πίνακες 2.7. και 2.8. του προσχεδίου αναφέρεται η «εξοικονόμηση» 432 εκατ. ευρώ το 2015, και 1.269 εκατ. ευρώ το 2016, δηλαδή 1.701 εκατ. ευρώ τη διετία, που πρακτικά σημαίνουν μείωση συντάξεων. Ειδικότερα, τα 484 εκατ. από αυτά αφορούν «εξοικονόμηση από ασφαλιστική μεταρρύθμιση συντάξεων», τα 714 εκατ. ευρώ «αύξηση εισφορών υγείας στις κύριες και επικουρικές συντάξεις», τα 165 εκατ. ευρώ «προσαρμογές στο εφάπαξ», τα 285 εκατ. ευρώ «εξοικονόμηση από ασφαλιστική μεταρρύθμιση του δημοσίου» και τα υπόλοιπα 80 εκατ. ευρώ προσαρμογές για τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Έτσι, λοιπόν, μόνο οι συντάξεις την περίοδο 2015-2016 θα μειωθούν κατά 1,7 δισ. ευρώ για να φανεί η συνέπεια λόγω και έργων του πρωθυπουργού που στις προγραμματικές του δηλώσεις ανέφερε για την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων επί του θέματος: «Στα χρόνια των δύο πρώτων Μνημονίων περικόπηκαν 14 δισεκατομμύρια ευρώ συντάξεων σε ετήσια βάση. Λύσαμε κανένα πρόβλημα; Μήπως, τελικά, τα αποτελέσματα ήταν ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που διακηρύσσονταν ως επιδιωκόμενα, επιτείνοντας την ύφεση, αυξάνοντας την ανεργία και μειώνοντας σε τελική ανάλυση τις εισφορές; Μειώνοντας δηλαδή τα έσοδα και τους πόρους του ασφαλιστικού συστήματος». Έτσι, όταν τις περικοπές τις κάνουν οι «άλλοι» είναι νεοφιλελεύθερες, όταν τις κάνει η κυβέρνηση Τσίπρα, τότε «προστατεύεται το επίπεδο των παροχών»!
Για την κοινωνική αλληλεγγύη ο κ. πρωθυπουργός είπε: «Μεγάλος στρατηγικός, όμως, στόχος, ο οποίος θέλουμε να ολοκληρωθεί μέσα στον ορίζοντα της τετραετίας, είναι να ιδρύσουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα εθνικό σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης ανάλογο του ΕΣΥ…» και υποσχέθηκε κάρτες μετακίνησης κ.λπ. Ας τα δούμε αυτά σε αριθμούς στον Κ.Π.
Δυστυχώς εκεί προβλέπεται μείωση των κοινωνικών επιδομάτων το 2016 κατά 105 εκατ. ευρώ και η αιτία αναφέρεται στη σελίδα 33 του Κ.Π.: «Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί (ν.4336/2015) από τη συνολική επανεξέταση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένων των παροχών τόσο σε χρήμα όσο και σε είδος, των φορολογικών πλεονεκτημάτων, των παροχών ασφάλισης και άλλων κοινωνικών παροχών σε ολόκληρο τον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης, θα πρέπει να προκύπτει εξοικονόμηση της τάξης του 0,50% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση». Φυσικά η μείωση κατά 0,5% του ΑΕΠ δεν εξαντλείται στα κοινωνικά επιδόματα με τα 105 εκατ. Ευρώ, αλλά επεκτείνεται σε όλο το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, αφού το συνολικό ποσό που πρέπει να «εξοικονομηθεί» ανέρχεται στο ποσό των 870 εκατ. ευρώ.
Επίσης, ο κ. πρωθυπουργός μίλησε για κοινωνική δικαιοσύνη, ειδικότερα, είπε, «Θα συγκρουστούμε σκληρά με συναίσθηση της μεγάλης ευθύνης που αναλαμβάνουμε, της ευθύνης να αποκαταστήσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού, να εργαστούμε για μια κοινωνία ισότητας και ευημερίας». Για να δούμε αυτή την κοινωνική δικαιοσύνη εκφρασμένη σε αριθμούς και όχι σε ευχές μέσα από το προσχέδιο του Κ.Π. Το σύνολο των μέτρων της διετίας (νέοι φόροι και μειώσεις δαπανών) ανέρχεται στο ποσό των 6,4 δισ. ευρώ! Από αυτά, σύμφωνα με τους πίνακες που αναφέραμε πιο πάνω, τα 4 δισ. ευρώ αφορούν τα φορολογικά έσοδα και τα υπόλοιπα 2,4 δισ. αφορούν τις δαπάνες. Ήδη αναφερθήκαμε στις δαπάνες ότι από αυτές τα 1,7 αφορούν τις συντάξεις, τα 105 εκατ. επιδόματα πρόνοιας, 500 εκατ. ευρώ δαπάνες υπουργείου Εθνικής Άμυνας, 21 εκατ. «μισθολογικές και μη παρεμβάσεις στο δημόσιο», 22 εκατ. μείωση για τα νοσοκομεία (για να υλοποιηθεί κατά τον πρωθυπουργό ο «στρατηγικός μας στόχος είναι η οικοδόμηση ενός δημόσιου και δωρεάν συστήματος ισότιμης πρόσβασης και καθολικής κάλυψης με υψηλής ποιότητας παρεχόμενες υπηρεσίες…») 15 εκατ. μείωση επιδοτήσεων σε ΟΤΑ και 30 εκατ. Ευρώ αύξηση εσόδων νομικών προσώπων (αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία).
Έτσι, λοιπόν, στον τομέα των δαπανών και στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης τα 1,9 δισ. ευρώ ή ποσοστό 78% αφορούν τα πλατιά λαϊκά στρώματα και κύρια τους πλέον αδύνατους.

Φορολογικά έσοδα
Όμως και στο σκέλος των φορολογικών εσόδων παρά τις διακηρύξεις η κοινωνική δικαιοσύνη είτε είναι τυφλή είτε «απεβίωσε». Έτσι ο κ. πρωθυπουργός δήλωσε πως «πρώτιστη προτεραιότητα γι’ αυτή την κυβέρνηση είναι να υλοποιήσει μια μεγάλη και ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση, δημιουργώντας ένα σύστημα απλό, σταθερό και δίκαιο». «Εισηγούμαστε να μπει η πολιτική στο τιμόνι…. με αναδιανομή των φορολογικών βαρών…». Ας δούμε κι εδώ την υλοποίηση για το 2016 μέσω του Κ.Π. Επί συνόλου 4 δισ. ευρώ νέων φόρων τα 2,2 δισ. προέρχονται από το ΦΠΑ, δηλαδή το 55% το πληρώνουν άμεσα τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Όμως η επιβάρυνσή τους δεν σταματά εδώ. Διαβάζοντας κάποιος τον κατάλογο των νέων εισπρακτικών μέτρων διαπιστώνει ότι το σύνολο που θα επιβαρύνει τα λαϊκά νοικοκυριά είναι 2,8 δισ. ευρώ έναντι 1,2 δισ. ευρώ που θα πληρώσουν οι έχοντες και κατέχοντες. Και αυτό ονομάζεται φορολογική δικαιοσύνη… Μάλιστα, η «φορομπηχτική» πολιτική εξαντλεί κάθε όριο απέναντι στους αδύνατους με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα: για την «αντιμετώπιση της αποχής από τον περιοδικό έλεγχο ΚΤΕΟ» προβλέπονται έσοδα 56,3 εκατ. ευρώ και από την «αύξηση των συντελεστών στο φόρο πολυτελούς διαβίωσης» προβλέπονται έσοδα 50,6 εκατ. ευρώ.
Έτσι, λοιπόν, για να συνοψίσουμε, στο όνομα της «κοινωνικής δικαιοσύνης» επί συνόλου 6,4 δισ. ευρώ μέτρων τα λαϊκά στρώματα θα επιβαρυνθούν με 4,7 δισ. ευρώ ή σε ποσοστό 73,2%, οι έχοντες με 1,2 δισ. ευρώ ή 18,5% και 530 εκατ. θα είναι η μείωση δαπανών άμυνας και αύξηση εσόδων από αρχαιολογικούς χώρους ή σε ποσοστό 8,2%

«Οψόμεθα εις Φιλίππους»…

Έτσι, με όλα αυτά η δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα υλοποιεί αυτό ακριβώς που κατάγγειλε λεκτικά ο πρωθυπουργός στην ομιλία του κατά τις προγραμματικές, λέγοντας πως «οι βασικές συντεταγμένες του νεοφιλελεύθερου σχεδίου για τη διαχείριση της κρίσης, που στην Ελλάδα βρήκε την πιο ακραία εφαρμογή του, ήταν να υποστηριχθεί και να επιταχυνθεί η αυθόρμητη κίνηση της οικονομίας, όταν βρίσκεται σε κρίση. Στόχος του σχεδίου αυτού ήταν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας να πληρωθεί με μειώσεις μισθών, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, δηλαδή εκκαθάριση και κλείσιμο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και ουσιαστικά ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, ώστε να δημιουργηθούν οι όροι για ένα νέο κύκλο συσσώρευσης με υψηλή κερδοφορία για τις επιχειρήσεις. Το νεοφιλελεύθερο αυτό σχέδιο, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, οδήγησε σε μεγάλες οικονομικές αναταράξεις αλλά κυρίως σε μεγάλες κοινωνικές αδικίες, διευρύνοντας τις ανισότητες και βυθίζοντας στην απελπισία μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Και όπως ήταν αναμενόμενο, το σχέδιο αυτό απέτυχε παταγωδώς».
Συνεπώς, «οψόμεθα εις Φιλίππους»…

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ"

* Ο Παύλος Δερμενάκης είναι M.Sc. οικονομολόγος-ερευνητής
- See more at: http://www.e-dromos.gr/h-diglossia-os-kanonas-diaxeirishs/#sthash.HLN1gQUV.dpuf