Η αναζήτηση «τιμωρού» σε μια κομματιασμένη Αμερική


10-11-2016

Κ. Ράπτης

Από όλους τους διεθνείς ηγέτες που μίλησαν σχετικά με την αμερικανική εκλογική αναμέτρηση, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Frank-Walter Steinmeier είχε, πριν και ανεξάρτητα από την ανακοίνωση του αποτελέσματος, την πιο μεστή τοποθέτηση. «Θα είναι δύσκολο» τόνισε «για τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των πολιτικών στρατοπέδων, το οποίο έγινε ακόμη βαθύτερο». 
Ο διχασμός της Αμερικής φθάνει σε σημείο οριακό με την εκλογή ενός προέδρου τον οποίο οι αντίπαλοί του (που εν προκειμένω περιλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών οικονομικών και μιντιακών ελίτ) περιέγραφαν για μήνες ως ακατάλληλο, επικίνδυνο και ούτε λίγο ούτε πολύ ως «μαριονέτα» μιας ξένης δύναμης. 
Τόσο η ανάδειξη του Τραμπ ως υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών όσο και το είδος των αντιδράσεων προς το πρόσωπό του αποτελούν, σε πρώτο επίπεδο, αποτελέσματα της όλο και μεγαλύτερης πόλωσης που μαστίζει το αμερικανικό πολιτικό σκηνικό την τελευταία δεκαετία. Η άρνηση των Ρεπουμπλικανών από τον Μάρτιο να εγκρίνουν οποιαδήποτε υποψηφιότητα για το Ανώτατο Δικαστήριο που θα προέρχεται από έναν Λευκό Οίκο με Δημοκρατικό ένοικο ή το παλαιότερο δημοσιονομικό shutdown των ομοσπονδιακών υπηρεσιών το εικονογραφούν αυτό χαρακτηριστικά. 
Μάλιστα, η πόλωση καθορίζει όλο και περισσότερο την καθημερινότητα των Αμερικανών, σύμφωνα τουλάχιστον με το βιβλίο Το Μεγάλο Ξεδιάλεγμα (The Big Sort: Why the Clustering of Like-Minded America is Tearing Us Apart) του δημοσιογράφου Bill Bishop, ο οποίος ήδη από την περασμένη δεκαετία παρατήρησε ότι οι Αμερικανοί ολοένα και περισσότερο τείνουν να συγκεντρώνονται χωροταξικά και να συγχρωτίζονται κοινωνικά με, ιδεολογικά αυτοτροφοδοτούμενες, «κοινότητες ομοφρόνων», γεγονός που καθιστά αδύνατη την κατανόηση της πραγματικότητας που βιώνουν και της οπτικής γωνίας που διαθέτουν άνθρωποι που κατοικούν λίγα μίλια παραδίπλα. (Ο διάχυτος φόβος, προεκλογικά, της φιλελεύθερης Αμερικής ότι «κάποιοι εκεί έξω», που δεν μπορούσαν να εντοπισθούν, θα έδιναν τη νίκη στον Τραμπ είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστικός).
Η προϋπάρχουσα αυτή κατάσταση οδηγήθηκε στα άκρα κατά την οκταετία Ομπάμα, καθώς η συνταγή διαχείρισης της κρίσης που επελέγη μπορεί να οδήγησε την Wall Street σε νέα ρεκόρ αποτιμήσεων, όμως οι ποταμοί ρευστότητας δεν «καταστάλαξαν στην πραγματική οικονομία». Εκατομμύρια ανθρώπων από την περιλάλητη «μέση τάξη» είδαν την θέση τους να υποβαθμίζεται και βρέθηκαν να συμπιέζονται ανάμεσα σε ένα υπέρογκο φοιτητικό χρέος στην αρχή του ενήλικου βίου και μια καταστροφική δαπάνη υγείας στα τέλη του. Χαμηλότερα στην κοινωνική ιεραρχία, τον τόνο δίνουν η αποβιομηχάνιση, η εξάπλωση των τοξικοεξαρτήσεων, ο διαγκωνισμός με την φτηνή μεταναστευτική εργασία μετατρέποντας μεγάλα τμήματα της αμερικανικής ενδοχώρας σε τοπία μιζέριας. Η απουσία θετικών προσδοκιών επιδείνωσε την υποχώρηση των συλλογικών αναφορών σε εθνικό επίπεδο.
Η δε εμφάνιση της Χίλαρυ Κλίντον ως «αυτονόητης» υποψήφιας προέδρου, μοναδικής επιλογής όλου του κατεστημένου, απρόσβλητης από κάθε είδους καταγγελίες για διαφθορά, πρόσθεσε στην απουσία ελπίδας και την οργή για το «παιχνίδι που ήταν στημένο» - πολιτικά, όπως και οικονομικά.
Το τοπίο ήταν ώριμο για την εμφάνιση ενός «τιμωρού» - όπως καλύτερα από όλους, σύμφωνα με τις διαρροές των Wikileaks, δείχνει να γνωρίζει ο πρώην πλανητάρχης. Σχολιάζοντας σε συγκέντρωση χρηματοδοτών υπέρ της Χίλαρυ πέρσι τον Οκτώβριο στο Μέριλαντ την ανάδειξη του Τζέρεμυ Κόρμπυν στο βρετανικό Εργατικό Κόμμα (και παρεμπιπτόντως και τις ελληνικές εκλογές), ο Μπιλ Κλίντον υποστήριξε ότι «όταν ο κόσμος θεωρεί ότι έχει εξαπατηθεί και εν πάση περιπτώσει δεν προσδοκά τίποτε, τότε θέλει απλώς να εκπροσωπηθεί από το πιο οργισμένο άτομο που βρίσκεται τριγύρω». 
Στην ίδια ομιλία ο Μπιλ Κλίντον υπενθύμισε με στοιχεία σε ποια στασιμότητα έχει καθηλωθεί η μέση αμερικανική οικογένεια – όμως κατά τα λοιπά αφιερώθηκε στο να επιτίθεται στην «αφελή» ιδέα του Μπέρνι Σάντερς ότι «τα λεφτά μπορεί απλώς να βρεθούν παίρνοντάς τα από τους εκατομμυριούχους». Δεν είναι περίεργο που αφότου ο Σάντερς τέθηκε με διάφορες μεθοδεύσεις της ηγεσίας των Δημοκρατικών εκτός παιδιάς, ο μόνος ωφελημένος από την οργή κατά του συστήματος ήταν η Δεξιά τύπου Τραμπ. 
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι όλη η καμπάνια του νεοϋορκέζου μεγιστάνα σχεδόν προσπέρασε τα άλλοτε προσφιλή στους Ρεπουμπλικανούς θέματα των «πολιτιστικών πολέμων» (αμβλώσεις, θανατική ποινή, γκέι γάμος, οπλοφορία κτλ.) για να επιμείνει στο σφυροκόπημα της «απατεώνισσας Χίλαρυ», του «στημένου συστήματος», της παρακμής της Αμερικής που πρέπει «να γίνει μεγάλη ξανά” κτλ. 
Τα exit polls που φέρουν το 75% των Αμερικανών να ζητά «έναν ισχυρό ηγέτη για να πάρει πίσω τη χώρα από τους πλούσιους και ισχυρούς» κάνουν αναδρομικά το αποτέλεσμα να φαντάζει προδιαγεγραμμένο – χωρίς αυτό να αντικρούεται (κάθε άλλο) από την «αηδία» που εξέφραζαν όλο και περισσότεροι πολίτες για την εκλογική μονομαχία και τους πρωταγωνιστές της. 
Σε ένα τοπίο σημαδεμένο από την τριπλή διαίρεση αστικών κέντρων και περιφέρειας, λευκών και μειονοτήτων, κατόχων κολλεγιακής μόρφωσης και μη, η κοινωνική συμμαχία της Χίλαρυ Κλίντον αποδείχθηκε πολύ στενότερη του νομιζόμενου – και δη στις πολιτείες που ήταν εκλογικά καθοριστικές. Πυρήνας της ήταν οι λευκοί (και κυρίως οι λευκές) κολλεγιακής μόρφωσης και οι Ισπανόφωνοι, ενώ η έλλειψη ενθουσιασμού στους Αφροαμερικανούς και στις νεαρές ηλικίες που στήριξαν τον Σάντερς ήταν καθοριστική. 
Ο έλεγχος του Λευκού Οίκου και κυρίως της Γερουσίας και του Ανώτατου Δικαστηρίου από τους Ρεπουμπλικανούς δεν προοιωνίζεται βέβαια πρόοδο στον τομέα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων – όμως η αδιαφορία του αμερικανικού εκλογικού σώματος για την ψυχροπολεμική ρητορική της Κλίντον, που από ένα σημείο και μετά απέδιδε όλα της τα στραβοπατήματα στον «ρωσικό δάκτυλο», προσφέρει μια πιθανότητα μείωσης των εντάσεων στη διεθνή σκηνή. 
Προφανώς, πολλοί θα νοσταλγήσουν τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος αποχωρεί στο ζενίθ της δημοτικότητάς του. Όμως ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν είχε να προσφέρει το 2016 καλύτερες επιλογές συνιστά εντέλει θλιβερό απολογισμό και της δικής του οκταετίας.

πηγή: capital.gr

Ο Πούτιν αναπτύσσει πυραύλους «Bastion» στη Βαλτική



10-11-2016

Ο Πούτιν αναπτύσσει πυραύλους «Bastion» στη Βαλτική και «κλειδώνει» το νατοϊκό στόλο 


Παράκτια πυραυλικά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας  K-300P Bastion μεταφέρθηκαν με τις σιδηροδρομικές πλατφόρμες του σταθμού  Reutov  της Μόσχας, σήμερα, αναφέρει έγκυρο ρωσικό δημοσίευμα.
Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι συστοιχίες ενδεχομένως προορίζονται για τις βόρειες περιοχές απέναντι τις χώρες της Βαλτικής. Άλλες αναφέρουν το Καλίνινγκραντ  ως τόπο τελικού προορισμού.
Το  Καλίνινγκραντ άλλωστε  θα ήταν λογικότατος προορισμός μιας και η χρησιμότητα τους απέναντι  στον νατοϊκό στόλο της Βαλτικής θα ήταν τεράστια , αφού θα «κλείδωνε» στα ραντάρ του  αμέσως όλα τα πολεμικά πλοία στην περιοχή προκαλώντας τουλάχιστον πανικό με τα 700 χλμ βεληνεκές που διαθέτει.
Όλα τα  συστήματα αυτά σαφώς προορίζονται στο να στοχεύουν νατοϊκές δυνάμεις .
Η ουσία είναι ότι η βόρεια ρωσική άμυνα ενισχύεται κανονικά απέναντι από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ που συγκεντρώνονται στην θαλάσσια περιοχή.
Μία συστοιχία  πυραύλων «Bastion» αποτελείται από  ένα συγκρότημα με 12 εκτοξευτές και οχημάτων MZKT-7930. Τα αντιπλοϊκά  βλήματα Cruise  «Onyx»  διαθέτουν  κεφαλή 290 κιλών. Δύο ή τρεις πύραυλοι  αυτού του τύπου  είναι αρκετοί για να «βυθιστεί» μια  φρεγάτα,  ενώ πέντε  πύραυλοι μπορούν να βυθίσουν αεροπλανοφόρο, έχοντας ακτίνα 700 χλμ..
Το πυραυλικό σύστημα «Bastion» (PBRK) τοποθετείται  στα βάθη της ακτής, για να μπορεί να ελέγχει όλη την ακτή . Ενεργοποιείται σε  πέντε λεπτά και είναι έτοιμο για βολή  αμέσως. Μόλις αναπτυχθεί,  μπορεί να παραμείνει σε πλήρη εγρήγορση για 3-5 ημέρες, ανάλογα με τα διαθέσιμα αποθέματα καυσίμων .
Στο «πρότυπο» της πυροβολαρχίας μάχης συντάσσεται με τέσσερις αυτοκινούμενους εκτοξευτές, και ένα ή δύο οχήματα διαχείρισης μάχης.
Επιπλέον, το «Bastion»  είναι εφοδιασμένο με ένα κινητό σύστημα ραντάρ τύπου «Monolith-Β» ή με ένα αερομεταφερόμενο ραντάρ.
Το σύστημα αυτό τοποθετείται σε απόσταση 200 χιλιομέτρων από τις ακτές σε ειδικές καμουφλαρισμένες θέσεις. Ο χρόνος ανάπτυξης του έως την  πυροδότηση των πυραύλων του,  είναι λιγότερο από πέντε λεπτά, και το διάστημα μεταξύ της εκτόξευσης του κάθε πυραύλου  είναι δύο έως πέντε δευτερόλεπτα.
ΕΚΤΑΚΤΟ: Ο Πούτιν αναπτύσσει πυραύλους «Bastion» στη Βαλτική και «κλειδώνει» το νατοϊκό στόλο (αποκλειστικές φωτογραφίες) - Εικόνα0

ΕΚΤΑΚΤΟ: Ο Πούτιν αναπτύσσει πυραύλους «Bastion» στη Βαλτική και «κλειδώνει» το νατοϊκό στόλο (αποκλειστικές φωτογραφίες) - Εικόνα1
ΕΚΤΑΚΤΟ: Ο Πούτιν αναπτύσσει πυραύλους «Bastion» στη Βαλτική και «κλειδώνει» το νατοϊκό στόλο (αποκλειστικές φωτογραφίες) - Εικόνα2


Πόσο Ανεξάρτητη είναι η δικαιοσύνη

 


του Χρήστου Λάσκου


10-11-2016
Ανεξάρτητη δικαιοσύνη.  Ένα από τα πιο σύντομα ανέκδοτα;
Η κυβέρνηση, αν κρίνουμε από την αντίδρασή της στη προχθεσινή απόφαση του ΣτΕ –και όχι μόνο–, φαίνεται να πίστευε στην διαχρονικώς διαλαλούμενη ανεξαρτησία. Γι’ αυτό, κιόλας, «λάλησε» με τον συγκεκριμένο τρόπο. Γι’ αυτό, δηλαδή, κόντεψε να βάλει τα κλάματα.
Μόνο που ο ανεκδοτολογικός χαρακτήρας αυτής και άλλων «ανεξαρτησιών» είναι κοινός τόπος για τη ριζοσπαστική Αριστερά, από την προμαρξική ήδη περίοδο. Θέλω να πω, δεν χρειάζεται κάποιος να προστρέξει στους κλασσικούς, τον Γκράμσι, τον Αλτουσέρ ή τον Πουλαντζά προς θεωρητική επίρρωση. Αρκεί ο Βίκτωρ Ουγκώ –διατηρώ την γραφή των «Κλασσικών Εικονογραφημένων». Για να μην πω, ο Αλέξανδρος Δουμάς, πατέρας και υιός, και ο σερ Ουώλτερ Σκοτ.
Καταρχήν, η συνείδηση των δικαστών δεν είναι ανεξάρτητη, όπως κανενός μας η συνείδηση, άλλωστε. Οι ανώτεροι δικαστές είναι μέλη της αστικής τάξης, κέρβεροι, για να θυμηθούμε το Νίκο Πουλαντζά, του σκληρού κατασταλτικού μηχανισμού του καπιταλιστικού κράτους και δεν γίνεται να ίπτανται υπεράνω της τάξης τους. Πράγμα που ισχύει, ακόμη κι αν τους τάζεις νέα εισοδηματικά ή συνταξιοδοτικά προνόμια, εσύ ένας πρωθυπουργός της ταξικής μεροληψίας.
Πέρα, όμως, από την συνείδηση, υπάρχει και το …ασυνείδητο –με τη διπλή, φροϋδική και ηθική, σημασία που έχει ο όρος. Κι αυτό από μόνο του θα έφθανε να εξηγήσει όλη τους την πορεία στα εφτά χρόνια της ελλαδικής κοινωνικής καταστροφής.
Οι δικαστές βρήκαν συνταγματικά τα Μνημόνια, τις περικοπές μισθών και συντάξεων, την δουλοπαροικιοποίηση των εργαζομένων, το PSI, την εξαιτίας του ληστεία των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, των Νοσοκομείων και των Πανεπιστημίων, όπως και την εξόντωση των μικροομολογιούχων. Γιατί κάτι βαθειά μέσα τους τους έλεγε πόσο αναγκαία ήταν όλα αυτά για την σωτηρία του ελληνικού καπιταλισμού από την πληττόμενη λόγω της κρίσης πλέμπα. Κι αν έβγαζαν αντισυνταγματική σχεδόν μόνο τη δική τους περικοπή μισθών, ε, εντάξει άνθρωποι είναι κι αυτοί, δεν είναι τέλειοι. Η κυβέρνηση, όμως, ήταν σίγουρη –το διακήρυσσε σε όλους τους τόνους- πως, με την επικουρία των ανεξάρτητων δικαστών θα «τάραζε (τους κακούς) στη νομιμότητα», όντας «κάθε λέξη του Συντάγματος».
Δεν είναι, όμως, μόνο η «συνείδηση», με τα ασυνείδητα συμπαρομαρτούντα της. Κυρίως είναι ο δομικός χαρακτήρας της αστικής «Δικαιοσύνης», που φροντίζει να γίνονται όλα όμορφα και παστρικά. Θέλω να πω, η «Δικαιοσύνη» δεν υπάρχει παρά μόνο σαν υποσύστημα του συστήματος. Ή έτσι ή δημιουργούνται ανεπίτρεπτες δυσλειτουργίες, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την κρατική συνοχή. Πράγμα που δεν συμβαίνει και δεν θα συμβεί.
Αυτά μπορεί να μην τα ξέρει ο «σκληρός πυρήνας» της κυβέρνησης και της επικρατείας. Οι διαχρονικοί, όμως, μαρξιστές που ακουμπούν τον «σκληρό πυρήνα»; Πώς κατάφεραν να ξεχάσουν πως η «Δικαιοσύνη» είναι, πέραν της «ανεξαρτησίας» της, και τομέας του κατεξοχήν κόμματος της αστικής τάξης, δηλαδή του καπιταλιστικού κράτους; Πώς κατάφεραν να ξεχάσουν  την αλφαβήτα της πουλαντζιανής προβληματικής, που τόσο οι ίδιοι θεράπευσαν επί δεκαετίες;
Μια εξήγηση είναι πως η λήθη των «βασικών» οφείλεται στο γεγονός πως είναι οι ίδιοι, πλέον, Κυβέρνηση. Αν δεν ξεχνούσαν, λοιπόν, θα … θυμόταν πως και η Κυβέρνηση τομέας του ίδιου κόμματος, του καπιταλιστικού κράτους, δηλαδή, είναι. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Νίκος Πουλαντζάς –να μην πω για τον Αλτουσέρ, τον Λένιν ή τον Μαρξ– παραπέμποντας, στον τόσο κακοποιημένο τα δυό τελευταία χρόνια Γκράμσι, επέμενε και ξαναεπέμενε πως δεν υπάρχει τίποτε «εντός του κράτους» χωρίς την επένδυση στην «επέκταση της άμεσης δημοκρατίας και της μεγάλης διάχυσης αυτοδιαχειριστικών εστιών [εκτός και εναντίον του κράτους]».
Η κυβέρνηση, όμως, επέλεξε να «μας ταράξει στη νομιμότητα». Έτσι έφερε το νόμο για τα τηλεοπτικά, ο οποίος, αντί να ενισχύσει τις «αυτοδιαχειριστικές εστίες» στην επικράτεια των ΜΜΕ ή έστω να τους δώσει λίγο χώρο, έδωσε άδειες εκτός από τον Παναθηναϊκό και στον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ, «παίρνοντάς» τους τα και «τσακίζοντας τη διαπλοκή».
Σώσον Κύριε!
Και, τελικά, αντιλήφθηκε πως η «Δικαιοσύνη» όχι μόνο δεν είναι ανεξάρτητη, αλλά είναι και ανάλγητη. Διότι κόβει το δεκατιανό των πεινασμένων παιδιών, χιλιάδες θέσεις στους παιδικούς σταθμούς για τη «λαϊκή οικογένεια», 4000 νοσηλευτές και άλλα θαύματα του κόσμου, που θα γίνονταν με τα 25 ετήσια εκατομμύρια από τις άδειες. Ακόμη και σε αυτήν τη στιγμή, η δημαγωγία και το «τρεις λαλούν και δυό χορεύουν» φαίνεται να είναι η μόνη απάντηση αυτών που «δεν εγκατέλειψαν τη μάχη» για το λαό και τον τόπο, σε αντίθεση με τους ριψάσπιδες του καλοκαιριού του 2015.
Μήπως, όμως, είμαι μεροληπτικός ή δογματικός; Μήπως, έστω και τώρα, αυτή η «βίαιη ωρίμανση» της κυβέρνησης, που, επιτέλους, η ζωή της έδωσε να καταλάβει –καλύτερα να ξαναθυμηθεί- τις σκληρές αστικές πραγματικότητες ανοίγει νέες δυνατότητες; Δυστυχώς, δεν το βλέπω. Το κυβερνητικό ψευδοκράτος δεν είναι παρά ράκη ατάκτως ερριμμένα απέναντι στο πραγματικό κράτος, έστω και στη failed σημερινή εκδοχή του.  Μακάρι κάτι να άλλαζε. Το βλέπετε σε ο,τιδήποτε λέγεται και πράττεται από την κυβέρνηση;
Δυστυχώς όλα αυτά καταλήγουν στην αναβάπτιση όλων των ψόφιων συστατικών του συστήματος: από τους απαξιωμένους και δακτυλοδεικτούμενους μεγαλοδημοσιογράφους μέχρι τους ευτελισμένους, στη συνείδηση –εδώ ταιριάζει η λέξη- του 90% του ελληνικού λαού, πολιτευτές του παλιού δικομματισμού. Αυτή είναι –μαζί με τις μνημονιακές υπηρεσίες- η μεγάλη και θαυματουργή προσφορά αυτής της κυβέρνησης: και νεκρούς ανασταίνει.
ΥΓ. Νομίζω πως είναι τεράστιο λάθος να επιχαίρει κανείς γι’ αυτές τις εξελίξεις. Έτσι –κι ελπίζω να τους αδικώ λόγω της τηλεοπτικής παρουσίασης της δήλωσής τους- είναι εντελώς άστοχο, κατά τη γνώμη μου, να λέγεται από τον Αλέκο Αλαβάνο ή τον Μανώλη Γλέζο πως η ήττα της κυβέρνησης είναι νίκη της συνταγματικής τάξης. Για μας, για τον απλό κόσμο, μόνο ήττες υπάρχουν, προς το παρόν. Θέλω να πω, σιγά μην πάω με τους «ανεξάρτητους δικαστές», για να δείξω την αντιπάθειά μου προς τις κυβερνητικές πρακτικές. Φανερά, έτσι αριστερή δουλειά δεν γίνεται.
Πηγή: alterthess

Για «Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ»




Με αφορμή  την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, και την παρουσίαση του βιβλίου «Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ» που επιμελήθηκαν οι Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος και Χρήστος Λάσκος, στο βιβλιοπωλείο «Μωβ Σκίουρος», η ιστοσελίδα Hit and Run συζήτησε με τους δύο επιμελητές για τη διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 στη σημερινή εποχή, καθώς και γι' αυτά που πρέπει να κάνει η ριζοσπαστική Αριστερά προκειμένου να διαμορφωθεί μια άλλη εναλλακτική πρόταση.
Ένα επιχείρημα όσων υποστηρίζουν τον Σύριζα και την αλλαγή της ρητορικής του σε πιο «μετριοπαθή» τα τελευταία χρόνια πριν βγει κυβέρνηση, το «άνοιγμά» του στον κεντρώο χώρο, ακόμα και στις σχέσεις του με την εκκλησία, είναι ότι αν δεν έκανε αυτά, δεν θα έβγαινε ποτέ κυβέρνηση… ότι η «συντηρητική» κοινωνία, έπρεπε να «δει» τέτοιες κινήσεις για να τον εμπιστευθεί. Είναι τελικά η ελληνική κοινωνία «έτοιμη» για πιο ριζοσπαστικές λύσεις, ή είναι «μονόδρομος» οι φιλοευρωπαϊκές και συντηρητικές πολιτικές;
Δ. Π. Πόσο έτοιμη ήταν η κοινωνία για ριζοσπαστικές λύσεις το έδειξε η κινητοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων τις μέρες του δημοψηφίσματος. Από αυτή τη σκοπιά, το δημοψήφισμα ήταν από εκείνες τις σπάνιες στιγμές στην ιστορία, στις οποίες μια κοινωνία συνειδητοποιεί ότι δεν έχει να χάσει τίποτα, γι’ αυτό και «συναντιέται» με μια πολιτική ηγεσία που δείχνει εξίσου αποφασισμένη· δείχνει αποφασισμένη, αλλά στην πραγματικότητα είναι απλά σε απόγνωση. Οι συντηρητικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ανταπόκρισή του σε αιτήματα της κοινωνίας γενικώς: είναι η ενστικτώδης κίνηση «αφού δεν μπορώ να ανταποκριθώ στις ριζοσπαστικές προσδοκίες που δημιούργησα, μετατοπίζω την πολιτική συζήτηση εκεί που τη θεωρώ πιο διαχειρίσιμη: αλλάζω κοινωνικές εκπροσωπήσεις, εθνικοποιώ την Αριστερά». Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση «ρυμουλκώντας» το Κέντρο προς την πλευρά του· ο σημερινός «ρυμουλκείται» και, τουλάχιστον δημοσκοπικά, ο κερδισμένος από τη μετατόπιση αυτή είναι η ΝΔ.
Χ. Λ. Να προσθέσω δυό λόγια. Το αν θα γινόταν κυβέρνηση η ριζοσπαστική Αριστερά με άλλον τρόπο είναι –και θα μείνει στο διηνεκές, ίσως– διαφιλονικούμενο. Ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ –και δεν εννοώ το Αριστερό Ρεύμα–, αρνούμενο τον κυρίαρχο πολιτικισμό, ισχυριζόταν πως ο τρόπος για την πλειοψηφία ήταν να μας ψηφίσει το 80% των άνεργων, το 80% των μισθωτών και των νέων, το 80% των δημόσιων εκπαιδευτικών και νοσοκομειακών. Αυτό σήμαινε, όπως καταλαβαίνει ο καθένας, μια εντελώς άλλη απεύθυνση και μια εντελώς άλλη κυβέρνηση. Η άποψη αυτή δεν ηγεμόνευσε, αν και δεν ήταν αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο. Όσοι την στήριζαν έχουν, λοιπόν, μεγάλες ευθύνες για το γεγονός πως έχασαν αυτήν τη μάχη, για τις πράξεις και τις παραλείψεις που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα.
Στο βιβλίο αναλύετε τη σχέση κόμματος-κυβέρνησης και τον τρόπο αλλαγής στη λήψη αποφάσεων μέσα στο Σύριζα… Τελικά, ένα μέλος του Σύριζα, όπως εσείς αλλά και άλλοι, πόση ενημέρωση, πρόσβαση και λόγο είχε στις αποφάσεις, στη χάραξη στρατηγικής – τόσο πριν γίνει κυβέρνηση ο Σύριζα όσο και την πρώτη περίοδο διαπραγμάτευσης;
Δ.Π.: Στο βιβλίο δείχνουμε πως, ιδίως μετά το 2012, η ενημέρωση, και κυρίως οι αποφάσεις για τα κρίσιμα ζητήματα συγκεντρώνονταν προς τον Πρόεδρο, την Κοινοβουλευτική Ομάδα ή προς άτυπα όργανα που δεν ελέγχονταν δημοκρατικά. Ξεκινώντας λοιπόν από τη «βάση», η ιδιότητα του μέλους είχε αξία σε συγκεκριμένες μόνο στιγμές: ενόψει ψηφοφοριών, για να φτιαχτεί δηλαδή ένας εσωκομματικός συσχετισμός· ενόψει εκδηλώσεων, για να μαζευτεί ο κόσμος· και ενόψει εκλογών, για να κινητοποιηθούν οι ψηφοφόροι. Το ίδιο συνέβαινε με την Κεντρική Επιτροπή και την Πολιτική Γραμματεία του κόμματος: στην τελική ευθεία της «διαπραγμάτευσης» είχαν υποκατασταθεί πλήρως από την Κοινοβουλευτική Ομάδα και τα μέλη τους καθησυχάζονταν για τα τεκταινόμενα μέσω των non papers που εξέδιδε το Μέγαρο Μαξίμου. Από το σημείο αυτό μπορούσε να καταλάβει καλύτερα κανείς γιατί τόση φασαρία μέσα και έξω από το κόμμα, ήδη από το 2012, ενάντια στον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%». Αυτός ο τελευταίος δεν ήταν παράδειγμα δημοκρατίας – κάθε άλλο. Στο πλαίσιό του, ωστόσο, λειτουργούσε η δέσμευση σε κοινές αποφάσεις: σε έναν κοινό τόπο. Μετά το 2012, ζήσαμε το απόλυτο «απόψε αυτοσχεδιάζουμε» της ηγεσίας, διότι αυτή «ήξερε», μπορούσε ως εκ της θέσης της να αποφασίζει, συνεπώς ήταν ο απόλυτος εγγυητής για το πώς η Αριστερά θα γινόταν (και θα έμενε) κυβέρνηση. Να γίνει ή να μείνει για να κάνει τι, ήταν πια δευτερεύον.
Ο Σύριζα απέτυχε, ή φάνηκε άτολμος, στο να θεσμοθετήσει ένα σωρό ζητήματα που ήταν στο πρόγραμμά του, θέματα σχετικά με την αστυνομική αυθαιρεσία, τα δικαιώματα, περιβάλλον, την φορολόγηση της εκκλησίας, τη σχέση της με το κράτος, τα δικαιώματα των κρατουμένων, όπου αυτό που βλέπουμε είναι μια συνέχεια επί της ουσίας των προηγούμενων κυβερνήσεων, ενώ άλλες χώρες στην Ευρώπη έχουν πολύ πιο «προοδευτικές» πολιτικές. Γιατί έκανε πίσω η κυβέρνηση ακόμα και σε αυτά που δεν έχουν σχέση με απαιτήσεις των δανειστών;
Δ. Π. Υπάρχει η θεωρία ότι «μας απορρόφησε η διαπραγμάτευση». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ελάχιστοι είχαν ουσιαστικό ρόλο σε αυτή. Πιο κοντά στην αλήθεια είναι να πούμε ότι ακόμα και η πιο αυτονόητη παρέμβαση απαιτούσε συγκρούσεις που για να αποβούν νικηφόρες έπρεπε να οργανωθούν: θυμίζω μόνο ότι, στο πρώτο εξάμηνο του 2015, το υπουργείο Δικαιοσύνης δέχτηκε χονδροειδείς πιέσεις, τόσο από τη Δεξιά και τα ΜΜΕ στην Ελλάδα, όσο και από υπηρεσίες του εξωτερικού, για συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Το ίδιο ίσχυσε για την ιθαγένεια ή το προσφυγικό. Οι άνθρωποι που θα οργάνωναν τις μάχες αυτές, ωστόσο, είτε είχαν μικρή ή μηδενική επίδραση στη λήψη των αποφάσεων, είτε απλώς δεν πίστευαν ή δεν άντεχαν τη σύγκρουση. Η παραμονή Πανούση στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, παρά τα όσα, είναι ενδεικτική. Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες. Στη γενική εικόνα, ωστόσο, η επιλογή του μορατόριουμ, της ελαχιστοποίησης των συγκρούσεων, αφορούσε τόσο τη «διαπραγμάτευση» και την οικονομία, όσο και τους μη «εποπτευόμενους» τομείς της διακυβέρνησης.
Χ. Λ. Η αποδεδειγμένη, πέρα από κάθε αμφιβολία, άποψη πως «τα Μνημόνια είναι καθεστώς», στην οποία τόσο επέμενε σωστά, κατά την αντιπολιτευτική φάση, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, σημαίνει ακριβώς αυτό: πως και στα «πιο μικρά» ακόμη –όχι σε αυτά που αναφέρετε, αλλά, ας πούμε, στην απαλλαγή των παιδιών από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών– το γενικό πλαίσιο και οι παράπλευρες δουλείες απαγορεύουν την θεσμοθέτηση και των στοιχειωδών αυτονόητων ακόμη. Δεν είναι το ΔΝΤ πάντα, αλλά και ο «συντηρητικός κόσμος», χωρίς την ανοχή του οποίου πώς θα παραμείνουμε στα πράγματα «για να συνεχίσουμε τη μάχη»;
Παίρνω την αφορμή, όμως, για να πως και κάτι ακόμα. Λέγεται συχνά πως το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ οδηγούσε αντικειμενικά στην ήττα. Θυμίζω, λοιπόν, πως το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί ούτε στο ένα τοις χιλίοις. Ούτε η κατάργηση του εργασιακού μεσαίωνα (αφήνω τα περί «ενός νόμου κι ενός άρθρου»), ούτε ο δημόσιος έλεγχος των τραπεζών, ούτε ένα φορολογικό νομοσχέδιο που θα εκκινούσε την αντιστροφή αναδιανομή δεν ξεκίνησαν –μ’ όλες τις σαφείς δεσμεύσεις. Και, σε ό,τι αφορά τα όπλα που θα αξιοποιούνταν, ούτε στάση πληρωμών, ούτε έλεγχος κεφαλαίων, ούτε προσπάθεια παράλληλου χρήματος έγινε –κι αυτά προβλέπονταν σαφώς. Δεν απέτυχε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν απέτυχε γιατί, απλά, δεν υλοποιήθηκε, για να δοκιμαστεί.

Η διαπραγμάτευση του Γ. Βαρουφάκη και της κυβέρνησης το πρώτο διάστημα, μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ήταν όντως μια «μαχητική» διαπραγμάτευση που ηττήθηκε, ή υπήρχε η απόφαση της συνθηκολόγησης εξαρχής στην κυβερνητική ατζέντα;
Χ. Λ. Δεν θέλω να μπω στη συζήτηση περί προειλημμένης απόφασης για συνθηκολόγηση. Με όσα έχουν συμβεί ο καθένας νομιμοποιείται να κάνει όποιες σκέψεις θέλει για ένα τμήμα της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως κι αν έχει, πάντως, το πράγμα, η «μετατόπιση προς την μετριοπάθεια» και το «αφήγημα ομαλότητας», που επικράτησαν ιδίως από τις αρχές του 2014 κι έπειτα, δεν βοηθούσαν την προετοιμασία για τη «μεγάλη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση», για την οποία καλούσε τον κόσμο της εργασίας, τους άνεργους και τους νέους, η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη και του Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τις ρηξιακές αποφάσεις μέχρι τα νταούλια ο δρόμος που διανύθηκε ήταν τεράστιος. Και αποτελούσε ένα είδος προκαταρκτικού εσωκομματικού πραξικοπήματος, η αντίδραση στο οποίο δεν πήρε τον δημόσιο χαρακτήρα, που του αντιστοιχούσε, για μια σειρά από λόγους, ο κυριότερος από τους οποίους ήταν ο αντικειμενικός εκβιασμός «να μην κάνουμε πράγματα, που βλάπτουν την πορεία προς την κυβέρνηση». Το βιβλίο αποτελεί τεκμήριο πως η συζήτηση αυτή γινόταν –και μερικές φορές με ελάχιστα κρυφούς όρους.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη κυβερνητική περίοδο, ο χαρακτηρισμός «φιάσκο» νομίζω πως είναι ο καταλληλότερος για να την χαρακτηρίσει. Στην πραγματικότητα, ήδη από την συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου 2015 είχε γίνει αποδεκτή η πορεία προς ένα νέο Μνημόνιο. Ο Βαρουφάκης, χωρίς καν να ρωτηθεί, ισχυρίζονταν πως το 70% των μνημονιακών ρυθμίσεων ήταν μια χαρά (κι αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τις εφεύρουμε;) και διαβεβαίωνε πως «η ταξική πάλη δεν είναι το θέμα μας σήμερα», ενώ διαρκώς έβγαζε –εν πολλοίς ψόφιους– λαγούς από το καπέλο, με σαφή τον επικοινωνιακό στόχο και εντελώς επισφαλή τον πολιτικό.
Δεν είναι τυχαίο πως η συμφωνία του Φεβρουαρίου αποδέχονταν πως η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έκανε καμιά μονομερή ενέργεια, με αποτέλεσμα να πληρώνει τα πάντα –και με τα αποθεματικά των δημόσιων οργανισμών ακόμη– και να μην παίρνει φράγκο. Την ίδια στιγμή, το ίδιο κείμενό της συνιστούσε πλήρη προσχώρηση στον σκληρό πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού, υιοθετώντας όλη την αντεργατική ορολογία περί ευελιξίας, βέλτιστων (για το κεφάλαιο) πρακτικών και, βεβαίως βεβαίως, ανταγωνιστικότητας.
Επρόκειτο ήδη για τη συνθηκολόγηση ως φιάσκο, πριν έρθει η συνθηκολόγηση ως απόλυτη τραγωδία για έναν ολόκληρο λαό.
Ήθελε η κυβέρνηση, και αντίστοιχα ο ΣΥΡΙΖΑ (το κόμμα) να βγει το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα;
Δ. Π. Στο βιβλίο δείχνουμε τις διαρκείς διολισθήσεις της κυβέρνησης, αρχικά από το στόχο του «τερματισμού της λιτότητας μέσα στην Ευρωζώνη» προς το στόχο της «αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας», και από εκεί, μετά τις 20.2.2015, προς το στόχο του «έντιμου συμβιβασμού». Από αυτή τη σκοπιά, η προκήρυξη του δημοψηφίσματος ήταν η ενστικτώδης κίνηση μιας κυβέρνησης που, καθώς διολισθαίνει, πνίγεται, προσπαθεί να αποφύγει την ασφυξία. Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε από την κυβέρνηση, με ένα μέρος της να αποσύρεται από το δημοψήφισμα, να στρέφεται προς τους «θεσμούς» και να υποβαθμίζει δημόσια τυχόν επικράτηση του «Όχι». Σ’ ένα πρόσφατο άρθρο του, ο Γιάννης Κιμπουρόπουλος έδειξε πώς μια παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε. θα μπορούσε να είναι συμβατή με πολλά από τα αιτήματα του Brexit· στην Ελλάδα, ένα μέρος της κυβέρνησης προσπάθησε πριν από τις 5 Ιουλίου, ακόμα και με αίτημα προς τον ESM, να πείσει ότι και το «Όχι» να νικούσε, από πολλές απόψεις θα ήμασταν κοντά στο «Ναι» – σε ένα Μνημόνιο με «ανθρώπινο πρόσωπο». Το πραγματικό πρόσωπο του τρίτου Μνημονίου το γνωρίζουν αυτές τις μέρες οι πρώην δικαιούχοι του ΕΚΑΣ.

Χ. Λ. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία πως η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των μελών του ΣΥΡΙΖΑ και της Νεολαίας μπήκαν, ανακουφισμένα σχεδόν, με όλη τους την ψυχή στη μάχη της 5ης Ιουλίου, βλέποντας πως όσα διακηρύσσονταν στις αποφάσεις του κόμματος για «ρήξη και ανατροπή» για πρώτη φορά έφθαναν τόσο κοντά. Έχει σημασία να θυμηθούμε πως μέχρι τότε η πρακτική της κυβέρνησης ήταν το να «κερδίζει χρόνο», ο οποίος, όμως, οι περισσότεροι κατανοούσαν πως ήταν προς απόλυτο όφελος του αντιπάλου. Έτσι, η ίδια δαπάνησε ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου, με το οποίο ανέλαβε τη διακυβέρνηση στις 25 Ιανουαρίου 2015: το 80% του κόσμου στην Ελλάδα ήταν τότε μαζί μας και οι εργαζόμενοι της Ευρώπης έβλεπαν με προφανή συμπάθεια ένα εγχείρημα που επεδίωκε να σταματήσει σε μια χώρα της Ευρωζώνης την κοινωνικά καταστροφική λιτότητα. Τότε που είχε την ισχύ, η κυβέρνηση έκανε απλώς καθυστερήσεις, δεν υλοποιούσε δηλαδή έστω τμήμα του προγράμματός μας –π.χ. την επαναφορά των εργασιακών και του κατώτατου μισθού, που θα έπρεπε να έχει γίνει από την πρώτη βδομάδα. Έτσι, σχεδόν νομοτελειακά, βρέθηκε σε ασφυκτική κατάσταση τον Ιούνιο, όταν για το Μαξίμου το Δημοψήφισμα ήταν, ίσως, κλασικό «στρίβειν». Για τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ –και το 80% των άνεργων, των φτωχών, των νέων, για να θυμηθούμε τα ποσοστά, που λέγαμε προηγούμενα–, ήταν το ακριβώς αντίθετο.
Αν ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνηση παραιτούνταν, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, δηλώνοντας αδυναμία να εφαρμόσουν μνημονιακή πολιτική (κάτι που πολλοί υποστηρίζουν ότι έπρεπε να είχε πράξει…), ποια πιστεύετε ότι θα ήταν τώρα η πορεία του Σύριζα, όχι μόνο ως κόμμα, αλλά και ως ηγεσία;
Χ. Λ. Η παραίτηση ήταν η μόνη συνεπής στάση μιας αριστερής κυβέρνησης σε τέτοιες συνθήκες. Πολύ περισσότερο που στην προεκλογική περίοδο, αλλά και σε όλο το διάστημα μετά τις ευρωεκλογές, με την αυθαίρετη υιοθέτηση του αφηγήματος της ομαλότητας δεν λέγονταν η αλήθεια στον κόσμο. Από πουθενά δεν προέκυπτε πως «η Μέρκελ θα συμφωνούσε μέρα μεσημέρι» – μα να που αυτό ήταν που λέγονταν συνεχώς.
Η παραίτηση τον Ιούλιο έδινε τη δυνατότητα να ειπωθεί επιτέλους η αλήθεια, να παρουσιαστούν οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες στο κοινό βλέμμα και να ζητηθεί μια μεγάλη λαϊκή συμπαράταξη, για να τους αναλάβει. Δεδομένων όσων προηγήθηκαν, δεδομένης της κατασπατάλησης της πολιτικής δυναμικής στο πλαίσιο του «φιάσκου» στο οποίο αναφέρθηκα πριν, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ήμασταν πειστικοί και θα κερδίζαμε τις εκλογές. Ήταν, όμως, μια επιλογή που περιέσωζε ένα σημαντικό τμήμα του αντιστασιακού δυναμικού που είχε καλλιεργηθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Μπορεί, άμεσα, να μην γινόμασταν «η Χιλή που νίκησε». Δεν θα ήμασταν όμως Αλιέντε που εφαρμόζουν πρόγραμμα Πινοσέτ. Η διαφορά είναι τόσο αβυσσαλέα, που απορώ με όσους συνεχίζουν ακόμη εφαρμόζοντας το 3ο Μνημόνιο και επιδιώκουν ρωγμές και …παράλληλα προγράμματα. Πραγματικά απίστευτο! Ακόμη και στο πλαίσιο της πιο τυπικής λογικής.
Κάποιοι μιλούν για «προδοσία», άλλοι για «πραξικόπημα». Παρόλα αυτά, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου ο κόσμος έδωσε νέα εντολή στον Αλέξη Τσίπρα να κυβερνήσει, ενώ η ΛΑΕ, που εξέφραζε την αντιμνημονιακή αριστερή πολιτική, δεν μπήκε καν στη Βουλή. Πώς το σχολιάζετε αυτό;

Δ. Π.: Με τον όρο «πραξικόπημα» εμείς εννοούμε δύο πράγματα: Αφενός, την ακύρωση του «Όχι» του δημοψηφίσματος – ό,τι δηλαδή η διεθνής κοινή γνώμη εννοούσε με την καμπάνια «This Is A Coup» στις 12 Ιουλίου. Αφετέρου, την ακύρωση, από τον Αλέξη Τσίπρα, μιας δημοκρατικά ειλημμένης απόφασης, με την προκήρυξη των εκλογών του Σεπτεμβρίου: στο τέλος του Ιουλίου, ως γνωστόν, η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ είχε αποφασίσει ότι το κόμμα δεν θα πήγαινε σε εκλογές πριν το συνέδριό του να αποφασίσει αν το κυβερνητικό πρόγραμμά του θα ήταν το Μνημόνιο 3 ή κάτι άλλο.
Το προφανές ερώτημα είναι αν όσες και όσοι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβριο, οι ίδιοι δηλαδή που τον ψήφισαν το Γενάρη και τον στήριξαν τον Ιούλιο για να τερματίσει τα μνημόνια, ανακάλυψαν ξαφνικά πόσο καλά είναι τα Μνημόνια – ή αν, αντίθετα, πείστηκαν ότι η μόνη πραγματική εναλλακτική αφορά το ποιος θα διαχειρίζεται τα Μνημόνια. Προφανώς το δεύτερο είναι πιο κοντά στην αλήθεια, κι αυτή η πεποίθηση (που έχει μέσα της κόπωση και απογοήτευση) είναι που πήγε όλο το σκηνικό προς τα δεξιά, έστειλε εκατοντάδες χιλιάδες στην αποχή ή την αντιπολιτική (Λεβέντης) και άφησε έξω τη ΛΑΕ. Χρειάστηκαν, ωστόσο, μόλις δύο μήνες για να φανούν τα περιθώρια «φιλολαϊκής» διαχείρισης των μνημονίων: με τη διάψευση της επαγγελίας του παράλληλου προγράμματος, με τη σκλήρυνση στο προσφυγικό, με τη γελοιοποίηση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, με το συντηρητισμό στις σχέσεις εκκλησίας-κράτους ή τα εθνικά.
Ποια θα πρέπει να είναι τα βήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς την επόμενη περίοδο; Τι πρέπει να κάνει για να πείσει τον κόσμο ότι υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική προοπτική;
Δ. Π. Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς ανάμεσα σε αναγκαία και ικανά βήματα. Το αναγκαίο, καταρχάς, είναι να «χτυπάνε» μαζί οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που βαδίζουν χωριστά: ο κατακερματισμός φέρνει μόνο απογοήτευση, συνεπώς δικαιώνει την κυβέρνηση. Το αναγκαίο, επίσης, είναι η οργάνωση –με συγκεκριμένο και δεσμευτικό, όχι προπαγανδιστικό τρόπο– των αγώνων για τα βασικά: για να μην ιδιωτικοποιηθεί δημόσια περιουσία, για να έχουν οι πρόσφυγες αξιοπρεπή στέγη και δικαιώματα, για να μην περάσουν οι ομαδικές απολύσεις, ο συνδικαλιστικός νόμος και η έμμεση μείωση μισθών στα εργασιακά. Χρειάζεται όμως κάτι εξίσου ουσιαστικό: να ανοίξει άμεσα η συζήτηση για την εναλλακτική. Δεν μπορούμε να πάμε πίσω από αυτό που καταλαβαίναμε το 2015, ότι δηλαδή οι αντιστάσεις που δεν καταλήγουν σε πολιτική πρόταση, είναι βέβαιο ότι θα κατακερματιστούν και θα απορροφηθούν. Και από την άλλη, δεν μπορούμε να κάνουμε σα να μην καταλάβαμε τι έγινε το 2015, υποδυόμενοι τον «συνεπέστερο» ΣΥΡΙΖΑ, ίσως με περισσότερη αντι-ευρω και αντι-ΣΥΡΙΖΑ προπαγάνδα. Να κάνουμε λοιπόν τα αναγκαία, αλλά να φροντίσουμε για την προοπτική: εκεί παίζεται η ικανότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς –και όχι των στελεχών ή των ηγετικών φυσιογνωμιών από τους κόλπους της– να πείσει ότι έχει νόημα η αριστερή πολιτική.
Το τελευταίο διάστημα, παρακολουθούμε μια τεράστια συζήτηση που έχει ανοίξει στη Μ. Βρετανία για το Brexit με τοποθετήσεις, αναλύσεις, επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές… Στην Ελλάδα, τα 6 χρόνια του Μνημονίου, μια ανάλογη συζήτηση για την παραμονή ή όχι της χώρας στο Ευρώ ή ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν στάθηκε δυνατή, εκτός από κάποιες ίσως μεμονωμένες εκδηλώσεις. Γιατί πιστεύετε ότι έγινε αυτό;
Δ. Π. Είναι μέρος της ευθύνης μας ότι ανοίξαμε αυτή τη συζήτηση αποσπασματικά – όμως το κάναμε, επιμένοντας ότι η πρώτη στιγμή του αγώνα απέναντι στην «Ευρώπη» ήταν να μη συνηθηκολογήσει με τη λιτότητα η πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Φυσικά αυτό δεν ήταν αρκετό. Λίγοι ξέρουν ότι η ουσιαστική διάσπαση της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το 2012, έγινε γιατί πολλές και πολλοί δεν τασσόμασταν «πάση θυσία», δηλαδή άνευ όρων, με τον Πρόεδρο, την Κυβέρνηση και την Ευρώπη, όπως ζητούσαν τα ΜΜΕ, το πολιτικό σύστημα και άλλες πλευρές του κόμματος.
Στις δύο περιπτώσεις που αναφέρετε, υπάρχουν ομοιότητες αλλά και διαφορές. Στη Βρετανία, υπάρχουν τμήματα του κεφαλαίου υπέρ της εθνικά αυτοδύναμης ανάπτυξης: «πρώτα η οικονομία μας» απέναντι στις άλλες ευρωπαϊκές και «πρώτα οι Βρετανοί» απέναντι στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Κι εκεί, στον αντίποδα, οι βρετανοί Εργατικοί υποστήριξαν την παραμονή στην Ε.Ε. ως αυτονόητο αντίβαρο στο UKIP – λες και η πλευρά του Remain υπό τον Κάμερον είναι στρατηγικά πιο κοντά στα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, η αστική τάξη είναι φιλοευρωπαϊκή: το 66% των εξαγωγών της είναι σε χώρες της Ε.Ε., η «ανάπτυξη» είναι συνυφασμένη με το ΕΣΠΑ κ.ο.κ. Σε όλη την εξαετία, λοιπόν, η απόρριψη των μνημονίων και η κριτική στην Ε.Ε. ταυτίζονταν (και ταυτίζεται) με «εθνολαϊκισμό». Και διόλου τυχαία, ακόμα και κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ έτσι ερμήνευαν την κριτική στη μνημονιακή «προσαρμογή» του κόμματος.
Επί της ουσίας, ισχύει αυτό που έλεγε πριν από χρόνια ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, και που με αφορμή το βρετανικό δημοψήφισμα επανέλαβε άκομψα και ο Ντόναλντ Τουσκ: η δυσκολία να σκεφτούμε «μετά» το ευρώ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανάλογη με το να σκεφτούμε «μετά τον πολιτισμό», δηλαδή μετά τον καπιταλισμό – κι αυτό φαίνεται δυσκολότερο κι από το να φανταστούμε το τέλος του κόσμου. Όπου η Αριστερά δεν αναλαμβάνει με συγκεκριμένο τρόπο την ευθύνη γι’ αυτό το «μετά», δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: Είτε η ίδια να γίνεται σοσιαλφιλελεύθερη, συνεπώς να μην την απασχολεί πλέον αυτή η συζήτηση (ο ορίζοντας εδώ είναι απλά μια λιγότερο επώδυνη διαχείριση)· είτε τη σχετική συζήτηση να την αναλαμβάνει η Ακροδεξιά, με όρους υπεράσπισης της εθνικής ταυτότητας και τη «δικής μας» οικονομίας, δηλαδή του «δικού μας» καπιταλισμού, απέναντι στους άλλους ευρωπαϊκούς.
Χ. Λ. Νομίζω πως η συζήτηση αυτή δεν μπορεί παρά να συνδέεται διαρκώς με τα ευρύτερα συμφραζόμενά της. Δεν μπορεί να γίνει χωρίς την σε βάθος προσέγγιση της σημερινής φάσης του ιμπεριαλισμού («παγκοσμιοποίηση» κτό.). Δεν μπορεί ακόμη περισσότερο να αποκτήσει βάση χωρίς την ένταξή της στη σημερινή συζήτηση για την συνεχιζόμενη παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, που είναι πιθανό, ιδωμένη από το συντελεσμένο μέλλον χρόνια μετά, να αποτιμηθεί ως ιστορικά καθοριστική για το μέλλον του καπιταλισμού.
Το Brexit, λοιπόν μπορεί να αποκτήσει σημασία μόνο μέσα σε αυτήν την συζήτηση. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία πως πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για ένα «πληβειακό γεγονός», που στο δημόσιο λόγο «εκπροσωπήθηκε» από δεξιές δυνάμεις, και παρ’ όλα αυτά υπήρξε μια αντίδραση απέναντι στα δρεπανηφόρα άρματα του σύγχρονου «καθαρού» όσο ποτέ καπιταλισμού, που δεν αφήνουν πια τίποτε όρθιο. Γι’ αυτό και οι οδυρμοί περί εθνολαϊκισμού, όταν προέρχονται από «τα αριστερά», είναι περισσότερο ένδειξη της πολιτικής ανεπάρκειας –και της πολιτισμικής ιδιοτυπίας- των φορέων τους, παρά ερμηνευτικό σχήμα για τη στάση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού των Βρετανών φτωχών.
Στο κάτω κάτω, ας συνειδητοποιήσουμε πως στην ενίσχυση της ακροδεξιάς «έκφρασης» της γενικευμένης κοινωνικής δυσφορίας τίποτε δεν συμβάλλει περισσότερο από την έμπρακτη αποδοχή της ΤΙΝΑ από αριστερές δυνάμεις, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το καλοκαίρι του 2015. Η ευρύτατη πίστη πως η Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «προτεκτοράτου» στη σημερινή περίοδο ανοίγει πραγματικές λεωφόρους για τις «δεξιές εναλλακτικές». Δεν είναι απολύτως εύλογο;
Μπορεί να αλλάξει κάτι, να εφαρμοστεί μια ριζικά διαφορετική πολιτική μέσα από μια κυβέρνηση εντός Ευρώπης, ή ακόμα και εντός θεσμικού πλαισίου (εκλογές κλπ.), ή τελικά η …επανάσταση (όπως και αν ακούγεται αυτό) είναι η μόνη λύση;
Χ. Λ. Αν είναι κάτι στο οποίο δεν έχω αλλάξει άποψη, με όλο τον ορυμαγδό που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια, είναι πώς μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα. Μια κυβέρνηση δεν θα τα άλλαζε από μόνη της, μπορούσε όμως να αποτελέσει, με τις σαφείς και δημόσιες επιλογές της, την εκκίνηση της διαδικασίας του μετασχηματισμού σε μεγαλύτερες –αναγκαστικά- επικράτειες. Και αυτό θα μπορούσε να το κάνει εντός ΕΕ και Ευρωζώνης – αρκεί να ήταν αποφασισμένη να μην υποχωρήσει μπροστά στις απειλές «εκπαραθύρωσης».
Μπορούν να γίνουν αλλιώς τα πράγματα. Υπάρχει εναλλακτική, πολύ περισσότερο που η ισχύς του καπιταλιστικού φαντασιακού αποδυναμώνεται στο μέτρο που ο ζουρλός νεοφιλελευθερισμός της εποχής μας δεν πείθει κανέναν πως μπορεί να εγγυηθεί, έστω με «θυσίες», έστω αργότερα ένα καλύτερο μέλλον.
Με δύο προϋποθέσεις: πρώτα, πρέπει να ρίξουμε όλο το βάρος στην ανάταξη και οικοδόμηση κινημάτων, που «έξω από το κράτος» και σε σύγκρουση μαζί του, ακόμη κι αν είναι «αριστερό», θα δομούν την αμεσοδημοκρατική συνθήκη χωρίς την οποία, για να θυμηθούμε τον Πουλαντζά, καμιά θεσμική πολιτική δεν έχει τύχη, από την αριστερή οπτική γωνία. Αυτοδιαχειριστικά εγχειρήματα, αλληλέγγυες και κοινωνικές συνεργατικές προσπάθειες αποτελούν στρατηγικά προαπαιτούμενα μιας νικηφόρας πορείας. Δεύτερον, δεν θα διαμορφώνουμε συνθήκες εφησυχασμού, είτε γιατί η Μέρκελ θα μας κάνει τεμενάδες, είτε γιατί –στον τωρινό ιμπεριαλιστικό κόσμο!- η έξοδος θα μας κάνει, σε κάποιους μήνες μέσα, εθνικά κυρίαρχους (sic) στην οικονομική μας πολιτική.
Το θεμελιώδες μήνυμα που πρέπει να εκπεμφθεί παντού είναι πως οποιαδήποτε προσπάθεια αντίστασης και μετασχηματισμούς δεν θα είναι παρά «αίμα και άμμος». Τίποτε εύκολο δεν υπάρχει μπροστά μας.
Δεν γίνεται, όμως, αλλιώς. Ο καπιταλισμός, στο πλαίσιο της κρίσης του –οικονομικής, διατροφικής, ενεργειακής, κλιματικής– μετατρέπεται σε ύβρι πλανητικών διαστάσεων. Ο αντικαπιταλισμός, λοιπόν, είναι εκ των ων ουκ άνευ οποιαδήποτε ριζοσπαστικής πολιτικής. Επομένως, ναι: one solution revolution. Στο μέτρο, επιπλέον, που είμαστε σε ένα σημείο που η πάλη για υπεράσπιση των στοιχειωδών εκλαμβάνεται από τους κυρίαρχους ως επανάσταση, κάθε πράξη σύγκρουσης είναι επαναστατική.
Κυρίως, όμως, η αλήθεια είναι επαναστατική. Κι όποιος δεν τη λέει είναι αντιδραστικός, ακόμη και πριν υπογράψει Μνημόνια.

Πηγή: Ηit and Run

Περί προπαγάνδας των συστημικών Μ.Μ.Ε.

10-11-2016


Θα ξεκινήσω με μια διαπίστωση, ορατή από όλους μας, πιστεύω:

Πολλά τα τεχνάσματα του συστήματος για να χάνουμε τον πραγματικό μας στόχο, την πραγματική θέση που οφείλουμε να πάρουμε, ως συνειδητοί πολίτες, απέναντι στα γεγονότα που βαραίνουν τους ώμους μας, τις οικογένειές μας, τους φίλους μας και τελικά την πατρίδα μας.
Πρώτο και καλύτερο η παραπληροφόρηση από τα συστημικά ΜΜΕ (κανάλια, εφημερίδες, εκπομπές lifestyle), η οποία καταφέρνει να αυξάνει το άγχος και να μας αρρωσταίνει. Μοναδική λύση να κλείνουμε μάτια κι αυτιά στην επίθεση αυτή. Την είδηση και τη σημασία της, εύκολα μπορούμε να την βρούμε και να την προσεγγίσουμε στην πρωτογενή πηγή της από σοβαρά, αντικειμενικά μη συστημικά μέσα. Κανείς σ΄αυτήν την εποχή της τεχνολογικής έκρηξης δεν μένει ανενημέρωτος ή στραβά πληροφορημένος, αν το θελήσει ο ίδιος.
Όμως, βολεύει η παραπληροφόρηση, ο τρόπος που μεταδίδεται η είδηση και οι συνέπειές της, καθώς ο φόβος που προκαλεί, εκτός των άλλων, μάς στέλνει και στους γιατρούς σε μια εποχή που σκόπιμα καταστρέφεται το σύστημα υγείας… Αποτέλεσμα να μας ξεφορτώνονται πιο εύκολα. Είμαστε οι ενοχλητικοί, οι ανεπιθύμητοι ιθαγενείς σε ένα οικόπεδο τεράστιας αντικειμενικής αξίας και εγνωσμένης ομορφιάς. Αυτό το καθεστώς μόνιμου στρες που επιβάλλεται στον πληθυσμό από τον τρόπο που τα συστημικά Μέσα μεταδίδουν τις ειδήσεις, έχει οδηγήσει σε μια εκρηκτική αύξηση των θανάτων (μη εξαιρουμένων των αυτοκτονιών), εφάμιλλη αυτής που προκαλεί ένας πόλεμος. Αυτό, από το Διεθνές Δίκαιο ονομάζεται γενοκτονία, αλλά ποιός να το επισημάνει…

Δεύτερο τέχνασμα που χρησιμοποιεί το σύστημα είναι να μας μάθει να σκεφτόμαστε μόνο την τσέπη μας και την καθημερινή επιβίωση, να μας μετατρέψει σε μονοδιάστατα όντα που έχουν ξεχάσει το καίριο και το ουσιαστικό : Οτι έχουν γεννηθεί και ζουν σε μια χώρα, η οποία πλέον έχει χάσει την νομική της υπόσταση κατά το διεθνές δίκαιο, έχει καταλυθεί ως κράτος και άλλοι κάνουν κουμάντο στον τόπο τους. Αυτή η εμμονή στο άθροισμα των ευρώ που βρίσκονται στην τσέπη μας και όχι στην κατάλυση της εθνικής μας κυριαρχίας προπαγανδίζεται με σοφιστικέ και επιστημονικοφανή τρόπο από νομικά πνεύματα εξ’ εσπερίας προερχόμενα, των οποίων το βασικό επιχείρημα-καραμέλα είναι: «το μνημόνιο δεν είναι κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας, αντιθέτως είναι προϊόν της, αφού το ψήφισε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση». Δεν υπάρχει αμφιβολία πως θ’ αποζημιωθούν με κυβερνητικές θέσεις για την προώθηση αυτών των απόψεων, καθώς επίσης, στο άμεσο μέλλον, θα δικάζουν και θα φυλακίζουν αγωνιστές της απελευθέρωσης της πατρίδας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, αφού και τα ξερονήσια και τα εκτελεστικά αποσπάσματα δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις τα είχαν αποφασίσει.
Ωστόσο, τώρα, επειδή στα πράγματα του συστήματος βρίσκεται η «Αριστερά» προσπερνά το ζήτημα της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας ως προϊόν νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης (δηλ. το κατόρθωμα της «Δεξιάς») με το άλλο επιχείρημα-καραμέλα: «Είναι ταξικό το ζήτημα!». Η λύση που προτείνουν είναι να επικεντρωθούμε στα έργα ανάπτυξης και αξιοποίησης της Δημόσιας Περιουσίας. Μέγα ψέμα. Δεν υπάρχει αξιοποίηση στο ξεπούλημα και η ύπαρξη του υπερταμείου (το εισηγήθηκε ο Σαμαράς στο Ζάππειο 2) συνιστά καθαρό, ξεκάθαρο ξεπούλημα.
Τρίτο τέχνασμα. Ας πούμε ότι τα καταφέρνεις και ξεφεύγεις από την μικροψυχία και την μικρόνοια του να κοιτάς την τσέπη σου μόνο και το πόσα ευρώ σου απομένουν μέχρι να βγει ο μήνας και σε απασχολεί η απώλεια της εθνικής σου κυριαρχίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση, εκτοξεύονται δύο εξίσου ανιστόρητα (εκεί πατάνε άλλωστε, στην δραματική έλλειψη παιδείας του νεοέλληνα), αλλά αλληλοσυμπληρούμενα επιχειρήματα:
Το πρώτο, ας το πούμε, της «σχολής Βαγενά»: «Εδώ αντέξαμε τα 400 χρόνια τούρκικης σκλαβιάς, ούτε τώρα θα χαθούμε». Συναντιέται και στην εξής παραλλαγή: «Δεν είναι η πρώτη φορά που είμαστε σε καθεστώς υποτέλειας (και μας θυμίζουν τις εποχές της βαυαρικής ξενοδουλείας, της «ξένη ακρίδας»), κάπως τα βολέψαμε». Μέγα ψέμα και παραπλάνηση… Γιατί, αν υπάρχουμε μέχρι σήμερα, το οφείλουμε ακριβώς στο ότι ο λαός δεν «βολεύτηκε» στο καθεστώς του προτεκτοράτου και της υποτέλειας, αλλά αγωνιζόταν αδιάλειπτα για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του. Αυτό άλλωστε εκφράστηκε εντονότατα και σε μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως εκείνη του Ρόκου Χοϊδά, ο οποίος στα 1873 για να παραμείνει στο κοινοβούλιο, δέχτηκε το νομικό πλαίσιο της βασιλείας, αλλά πάντα προσθέτοντας τον αστερίσκο ότι η εθνική κυριαρχία προηγείται της εξουσίας του βασιλιά. Kαι το πλήρωσε με τη ζωή του.
Το δεύτερο, ας το πούμε, της «σχολής Χρυσόγονου»: «Το πρόβλημα δεν είναι πως παραδώσαμε την εθνική κυριαρχία, αλλά ότι δεν μπορούμε να την διατηρούμε, αφού δεν μπορούμε να βρούμε τα λεφτά που χρωστάμε». Μα αν αυτό συνιστά σοβαρό επιχείρημα, τότε γιατί δικάσαμε τον Τσολάκογλου, τον Λογοθετόπουλο και τον Ράλλη που παρέδωσαν την εθνική κυριαρχία της χώρας, όταν ηττήθηκε στον πόλεμο; Από πότε τα λεφτά που χρωστάς (αν χρωστάς) ως κράτος έχουν τόση ισχύ, ώστε να σου στερούν την εθνική σου κυριαρχία; Αυτό δεν συνέβη ούτε στην αποικιοκρατία! Για να μην προβληματιστείς περαιτέρω, σου χρυσώνουν αμέσως το χάπι με ακόμα πιο ανιστόρητα επιχειρήματα (τα οποία ως αμόρφωτος πλέον ελληνικός λαός δεν έχεις τις γνώσεις να τα αποκρούσεις), του τύπου: «Οι ξένοι επεμβαίνουν για το καλό μας… Να, ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (που κυριολεκτικά μας άλλαξε τα φώτα) μας οργάνωσε το κράτος»… δηλ. αυτό το εξάμβλωμα που ζούμε σήμερα είναι ΚΑΙ προϊόν της οργάνωσης του Δ.Ο.Ε….
Ποιά πρέπει, επομένως, να είναι η απάντηση σε τέτοια φαιδρά τεχνάσματα και επιχειρήματα;
Μία και μόνο: Αν έχουμε κρατηθεί δισχιλετία και βάλε σ΄αυτό το βράχο εν μέσω διελκυστίνδας συμφερόντων και καραδοκούντων εχθρών είναι γιατί ο ελληνικός λαός δεν παραιτήθηκε ποτέ του αιτήματος της ελευθερίας. Το «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης» του κλέφτικου τραγουδιού δείχνει ακριβώς αυτό. Αλλά αυτό δεν ισχύει μόνο για το δικό μας λαό. Ποτέ στην ιστορία λαός που «το βούλωσε» και αποδέχτηκε την τυραννία ξένων συμφερόντων με κίνητρο την επιβίωσή του και μόνο, δεν επιβίωσε τελικά. Ο λαός δεν γίνεται σκλάβος, όταν οι ιστορικές συγκυρίες τον φέρνουν σ΄αυτήν την θέση, μόνο ψυχικά υφίσταται η σκλαβιά, όταν πεισθεί ότι δεν του αξίζει τίποτα περισσότερο από την σκλαβιά.
Επομένως, το ζήτημα του ποιός έχει το δικαίωμα να βάζει την σφραγίδα του στο αίτημα της εθνικής κυριαρχίας, είναι στην τελική αυτό που οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε. Είναι ποτέ δυνατόν να είναι οι εκάστοτε κυβερνήσεις εκείνες που θ’ αποφασίζουν για την εθνική κυριαρχία ενός λαού ή αντίθετα, ο,τιδήποτε αποφασίζει μια κυβέρνηση να επιτρέπεται νομίμως να αντανακλά κάθε φορά στην εθνική κυριαρχία ενός λαού;
Μ’ αυτό το σκεπτικό κακώς έγινε η σπουδαία Γαλλική Επανάσταση, αφού είχε αποφασίσει ο λαός και όχι η τότε κυβέρνηση, δηλ. ο μονάρχης. Αλλά και με ύπαρξη κοινοβουλίου δεν είναι καθόλου διαφορετικά τα πράγματα.
Η εθνική κυριαρχία δεν μπορεί παρά να εδράζεται μόνο στον λαό, γιατί μέσα από την εθνική κυριαρχία εξασφαλίζεται το μέλλον των παιδιών του και διασώζεται το ιστορικό του παρελθόν.
Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί ν’ αποφασίσει για την κατάλυση της κυριαρχίας ενός κράτους κι ενός λαού, περιορίζοντας τα δικαίωμά σου στη ζωή, ως πολίτη, μόνο στο χαρτζιλίκι που σε κάνει απλώς να επιβιώνεις και στερώντας σου τον οποιοδήποτε σχεδιασμό και προγραμματισμό για το δικό σου μέλλον και το μέλλον των παιδιών σου.
Και πώς ασκείται στην πράξη η εθνική κυριαρχία; Ο Σαρίπολος, αυτός ο παλιός καθηγητής, ο συντηρητικός, ο βασιλόφρων έλεγε: «Εθνική κυριαρχία ασκείται, όταν οι μανάδες προετοιμάζουν τα παιδιά τους και τους δίνουν την ασπίδα για να αμυνθούν της πατρίδος, όταν ένας Γουλιέλμος Τέλλος καλεί ένα ολόκληρο έθνος σε εξέγερση , για να υπερασπισθεί την πατρίδα» , όταν – συμπληρώνουμε εμείς- ένας Παλαιών Πατρών Γερμανός σηκώνει το λάβαρο.
Γενικότερα εθνική κυριαρχία ασκείται, όταν ένας λαός, καλούμενος από τις περιστάσεις, υπερασπίζεται τις αξίες του και την πατρίδα του και δεν κάθεται να σκεφτεί – όπως θέλουν να του επιβάλλουν- «ας καθίσω στ’ αυγά μου, ας ξεπουλήσω το παρελθόν μου, τη ζωή μου και το μέλλον των παιδιών μου, γιατί θα μου την πέσουν οι Τούρκοι…» Η ιστορία δεν κινείται με υποθετικά σενάρια που καλλιεργούν τον φόβο, γιατί κάθε κίνηση προς αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας δημιουργεί ζυμώσεις ανατροπής της πραγματικότητας που κανείς δεν μπορεί να τις προβλέψει ή να τις εμποδίσει.
Τα ίδια ακούγονταν κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο: «στο σύγχρονο κόσμο δεν μπορεί ένα έθνος να κινείται με όρους ανεξαρτησίας» και ακούγονταν και λίγο αργότερα προς το λαό που είχε αγωνιστεί κατά της γερμανικής κατοχής από τους Παπάγο και Γ. Παπανδρέου μες τον Εμφύλιο υπέρ της Βρετανικής αποικιοκρατίας.
Σήμερα ζούμε το ίδιο σενάριο όχι πλέον με ναπάλμ και λόγχες, αλλά μέσω, άλλοτε των Μ.Κ.Ο., άλλοτε των ταξικών δυνάμεων της Αριστεράς κι άλλοτε του νεοφιλελεύθερου συρφετού: «Να σε νοιάζει μόνο το πορτοφόλι σου. Αυτή είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, να επιβιώνει ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα. Είναι ξεπερασμένο να έχεις χώρα και κράτος που να σου εγγυάται δικαιώματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όταν δεν μπορείς να δουλέψεις, σύνταξη και πρόνοια για την οικογένειά σου. Αυτό το παραμύθι έχει τελειώσει».
Τώρα ισχύει έτερο παραμύθι: «Δεν έχεις λεφτά, άρα πουλάς την ιδιοκτησία σου, ό,τι σου ανήκει, και στην τελική χαρίζεις τη χώρα σου!». Από πότε ο άνθρωπος που δεν έχει λεφτά πουλάει το βιός του και δεν αγωνίζεται να δουλέψει, να υπερασπιστεί την περιουσία του βρίσκοντας λεφτά; Επομένως αυτό που χρειαζόμαστε είναι το δικαίωμα στη δουλειά. Όμως, επειδή πρέπει οπωσδήποτε να μας πάρουν “το οικόπεδο”, μας οδηγούν στο να μην έχουμε δουλειά.
Αν, όμως, σου πάρουν την συλλογική περιουσία, αυτή που λέγεται πατρίδα, έχεις τελειώσει. Δεν μπορείς να έχεις κατοχυρωμένα δικαιώματα ούτε εγγυήσεις που πραγματικά πηγάζουν από αυτά τα δικαιώματα. Είσαι απλά υποχείριο που στο βαθμό που τους συμφέρει σου παρέχουν την δυνατότητα να επιβιώνεις.
Άγνωστο πώς θα καταλήξει αυτή η ιστορία…
Ωστόσο, μέσα από την ιστορία μας μπορούμε πάλι να διδαχθούμε… Ο Κωνσταντίνος Κούμας, Έλληνας διαφωτιστής και ιστορικός της Επανάστασης έγραφε στα 1832 πως οι Έλληνες στην πλειονότητά τους δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι υπήρχε μια άλλη ζωή έξω από το ζυγό και την τυραννία, μια ζωή με στοιχειώδεις εγγυήσεις για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Κι όμως, εμφανίστηκε ο Ρήγας, που με λόγο λαοφιλή και λαοπρόσιτο, με δημώδη στίχο εξήγησε αυτά που είχε μέσα του βαθιά καταχωνιασμένα ο κάθε σκλάβος και ραγιάς. Και χάρη σ΄αυτόν κατανόησε ο Έλληνας ότι αυτό που του έλειπε τελικά ήταν η ελευθερία. Στην ίδια περπατησιά του Ρήγα βρέθηκε και μία οργάνωση, η Φιλική Εταιρία, που έστελνε παντού αποστόλους της ιδέας και της ανάγκης να ξεσηκωθεί το Έθνος.
Αλλά αυτό που εγώ ήρθα να σας ανακοινώσω και αυτό που είναι ιστορικό γεγονός πλέον, δεν είναι κάτι το οποίο το συζητούσαμε, όσοι από εμάς το ψάχναμε στις πλατείες, στις κινητοποιήσεις το 2010 και το 2011. Είναι ιστορικό γεγονός. Η Φιλική Εταιρία υπάρχει. Υπάρχει και αναπτύσσεται. Είναι εδώ και πέντε χρόνια στα πράγματα και συνεχίζει να αναπτύσσεται. Και η σύγχρονη Φιλική Εταιρία είναι το ΕΠΑΜ. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο.
Αυτό που ψάχναμε στις πλατείες και τις κινητοποιήσεις από το ’10 και το ’11 πλέον υπάρχει και αναπτύσσεται. Ας κοιτάξουμε γύρω μας κι ας κάνουμε την αντιδιαστολή: Ο,τιδήποτε άλλο συγκροτημένο ή οργανωμένο έστω και με πλάτες, έστω και με χρήματα, όταν μένει εκτός Βουλής καταρρέει. Οι Βαρδινογιάννης και Αλαφούζος έχουν ρίξει μεγάλα ποσά για να πλασάρουν συγκεκριμένες ομάδες και μέσω διαδικτύου. Κι όμως αυτές οι ομάδες δεν καταφέρνουν στο τέλος το στοιχειώδες: μια συγκέντρωση, μια μάζωξη της προκοπής.
Εμείς, όμως, ως Ε.ΠΑ.Μ. κατορθώσαμε και γεφυρώσαμε τις διαφορές μας (αριστερός, δεξιός, κεντρώος, χριστιανός, άθεος .. ) βάζοντας μπροστά το θέμα της πατρίδας. Αυτό μας ενώνει. Τα πέντε στοιχειώδη αιτήματα για ν’ αποκτήσεις την ελευθερία και την κυριαρχία σου. Και κρατιόμαστε σταθερά σ΄αυτό το μονοπάτι, με αδυναμίες κι ελλείμματα βέβαια, αλλά χωρίς ν’ αλλάζουμε ρότα, χωρίς να εμπαίζουμε κανέναν. Ποια άλλη δύναμη χωρίς μέσα και δημιουργημένη κυριολεκτικά εκ του μηδενός το έχει καταφέρει αυτό;
Κάθε τόσο το σύστημα (Μ.Μ.Ε., μεγαλοκαναλάρχες) παρουσιάζει έναν σωτήρα (τελευταίος ο Σταύρος Θεοδωράκης) ο οποίος γρήγορα συνθλίβεται από τις συμπληγάδες της πραγματικότητας. Αυτός που δεν συνθλίβεται, αυτός που κρατάει τον βηματισμό, την αφοσίωση και το ξεκάθαρο του στόχου, αυτός που κρατιέται όρθιος ως το τέλος της διαδρομής, αυτός θα ναι ο νικητής!
Αρκεί να υπάρχει η αντοχή, η διάθεση, η αφοσίωση, η επιμονή να κάνουμε την απελευθέρωση της χώρας προσωπική μας υπόθεση, όπως ακριβώς προσωπική μας υπόθεση είναι το να ζήσουμε τα παιδιά μας και να επιβιώσει η οικογένειά μας. Γιατί, αν δεν επιβιώσει αυτή η χώρα, για την πλειονότητα των οικογενειών που μένουν και διαβιούν σ αυτόν τον τόπο δεν υπάρχει παρόν και μέλλον. Κι όποιος νομίζει ακόμα ότι με το μέσον, το κονέ και την πελατειακή σχέση την σκαπούλαρε, είναι βαθιά νυχτωμένος. Καλύτερα από τώρα να κόψει το λαιμό του και τον λαιμό των παιδιών του.
Θα το ξαναπώ: το μόνο που χρειάζεται είναι να κάνουμε την απελευθέρωση της πατρίδας προσωπική μας υπόθεση. Ο Δημήτρης Γληνός το έλεγε ως εξής: «κάθε πρωί που ξυπνάς, να σκέφτεσαι τι να κάνω σήμερα για να τους φέρω σε δύσκολη θέση;»
Το κλειδί βρίσκεται ακριβώς εκεί: στην σκέψη, στον στοχασμό. «Στοχάσου λεύτερα και αρκεί» έγραφε στην Ελληνική Νομαρχία του ο Ανώνυμος ο Έλληνας. Γι αυτό κλείσε την τηλεόραση, μην ξαναγοράσεις τις φυλλάδες του συστήματος και ενημερώσου από αντικειμενικές, ουδέτερες και ανεξάρτητες πηγές. Στοχάσου ελεύθερα κι έχεις ήδη διανύσει τη μισή διαδρομή. Στην άλλη μισή προσπάθησε να κάνεις και τους άλλους να στοχαστούν, όχι από καθ’ έδρας σαν ιεραπόστολος σε ιθαγενείς, αλλά σαν φίλος προς φίλο, σαν συμπατριώτης προς συμπατριώτη, σαν αδελφός προς αδελφό.
«Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα». Είναι η στιγμή που καλούμαστε να ξεπεράσουμε συμπάθειες, αντιπάθειες, ιδεοληψίες, ιδεολογήματα προκειμένου να «τα βρούμε» για ν’ αποκτήσουμε αυτό που μας έχουν στερήσει. Η ιστορία μας δίνει την ευκαιρία να είμαστε εμείς αυτή η γενιά που θα δικαιώσει γενιές αγώνων, αίματος, προσπάθειας και προσδοκίας».
Ευχαριστώ!

Το σύστημα πληγώθηκε και ετοιμάζει την αντεπίθεσή του

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ!





10-11-2016

Γράφει ο Παναγιωτίδης Μάρκος 

Στην αρχή ήρθε το Brexit. Μετά, ακολούθησε ο Τραμπ... Το μήνυμα που στέλνεται από τις κάλπες, το μήνυμα που στέλνουν οι λαοί (δύο πανίσχυρων χωρών) είναι σαφές: Δεν μας αρέσει ο τρόπος που κυβερνάτε, δεν μας αρέσει κόσμος που δημιουργείτε. Χωρίς να ξέρουμε τι θα συμβεί μετά την πανωλεθρία του αμερικανικού συστήματος και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, θεωρούμε σχεδόν βέβαιο πως ζούμε μια ακόμη (μετά το Brexit) ιστορική στιγμή, η οποία καταγράφεται έντονα, ενώ ταυτόχρονα δημιουργείται μια ισχυρή μορφή ανασφάλειας για την επόμενη ημέρα.

Ας κρατήσουμε, όμως, το σημαντικό μήνυμα των αμερικανικών εκλογών. Και αυτό είναι σαφές: Η ισχύς ανήκει στον λαό, ο οποίος μπορεί να επιβάλει την δική του θέληση απέναντι σε πανίσχυρα συστήματα, απέναντι σε αδίστακτα συμφέροντα. Μπορεί, φυσικά, μέχρι τις επόμενες αμερικανικές εκλογές ο λαός να μην συμμετάσχει (πάγια τακτική της σύγχρονης δημοκρατίας), όμως το ότι δεν επηρεάστηκε από τις απίστευτες ποσότητες της συστημικής προπαγάνδας και αποφάσισε πως πρώτιστο ενδιαφέρον ενός αρχηγού κράτους είναι η φροντίδα και η ευημερία των πολιτών και οι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, είναι ένα μήνυμα που κανείς δεν μπορεί να το αγνοήσει. 

Αυτό ακριβώς το μήνυμα είναι που φοβούνται πως θα μεταδοθεί σαν «ιός», οι αρχηγοί άλλων ανεπτυγμένων «δημοκρατικών» χωρών. Το μήνυμα ισχύος των μικρών ανυπεράσπιστων πολιτών, που αγνοούνται ή και διώκονται από απρόσωπα συστήματα και δοτές εξουσίες, που προσαρμόζουν τους νόμους για να υπερασπίζονται τα ισχυρά συμφέροντα, αλλοιώνουν ή αντιστρέφουν τις υποσχέσεις τους προς τους πολίτες και στο όνομα των συνεχών κερδών του συστήματος δεν διστάζουν να αλλοιώνουν ακόμη και τα χαρακτηριστικά των κρατών που υποτίθεται πως κυβερνούν.

Στο όνομα της παγκοσμιοποίησης, στο όνομα του ελεύθερου εμπορίου που υπόσχεται λιγότερους φόρους για τις εταιρείες και λιγότερα δικαιώματα για τους πολίτες, περισσότερα κέρδη για όσους μετέχουν στο σύστημα και χειρότερη ποιότητα ζωής για τους απλούς ανθρώπους…, οι πολίτες μεταβάλλονται αργά αλλά μεθοδικά σε φθηνές μηχανές παραγωγής κέρδους. Η ρατσιστική – φασιστική αντιμετώπιση του συστήματος που θέλει τους μη πτυχιούχους και τους απλούς εργάτες να είναι οι πρωταίτιοι αυτής της αλλαγής, οι «υπεύθυνοι» για έναν κόσμο αβεβαιότητας και κινδύνων, είναι το διαχρονικό εργαλείο εκφοβισμού και ψυχολογικής άσκησης βίας, μέσω του οποίου το σύστημα θεωρεί (εμμέσως πλην σαφώς) πως «οι αμόρφωτοι δεν έχουν σωστή κρίση». Είναι το ίδιο σύστημα (το ζούμε και στην Ελλάδα) που θέλει να επιβάλλει τους προβεβλημένους από τα συστημικά ΜΜΕ, τους μορφωμένους θεωρητικούς ακαδημαϊκούς και πολλούς άλλους που ακολουθούν ως παρελκόμενα – εργαλεία του εκάστοτε «ισχυρού πολιτικού ρεύματος», ανθρώπους που δεν είχαν και δεν έχουν καμία επαφή με την πραγματικότητα και καθημερινότητα που βιώνουν οι απλοί (αμόρφωτοι) πολίτες, ανθρώπους που δεν είναι ικανοί να υλοποιήσουν οτιδήποτε, πέρα από την κατασπατάληση των φόρων που πληρώνουν οι «αμόρφωτοι» πολίτες.

Αυτό το σύστημα μπορεί να δέχτηκε δύο σοβαρότατες ήττες, αλλά είναι βέβαιο πως δεν πρόκειται να «παραδοθεί». Είναι βέβαιο πως αυτό το σύστημα έχει πληγωθεί και γι αυτόν ακριβώς το λόγο γίνεται τώρα πολύ επικίνδυνο για όσους το αψήφησαν, στάθηκαν απέναντί του και με την ψήφο τους απέδειξαν πως είναι σάπιο και στηρίζεται σε γυάλινα πόδια. Είναι αυτό το σύστημα που μπορεί να εξαγοράζει «καλαμαράδες» ή «τηλεπερσόνες», που μπορεί να λειτουργεί ως κράτος αλλά και ως παρακράτος, που δεν διστάζει να σκοτώνει για να προστατεύσει τα συμφέροντά του ή να αυξήσει τα κέρδη του…
Αυτό ακριβώς το σύστημα θα αντιδράσει σύντομα και οργανωμένα. Το σύστημα δεν ανέχεται να ελέγχεται από τους πολίτες. Στην αρχή θα δοκιμάσει να "εγκολπώσει" τον Τραμπ. Αν δεν τα καταφέρει, τότε θα χρησιμοποιήσει όλα τα «ξόανα» (αρχηγούς κρατών, δικαστές, δημοσιογράφους κ.α.) που διαθέτει στον πλανήτη… Θα δείξει τα δόντια του και μέσα από τα σκοτεινά του γραφεία – διευθυντήρια θα επιχειρήσει αρχικά να παραχαράξει την βούληση των πολιτών και τελικά δεν θα διστάσει να επιβάλει τα χειρότερα, για να εμφανιστεί ως «η καλύτερη δυνατή λύση» (στα προβλήματα που το ίδιο δημιουργεί).
Καλό θα ήταν, λοιπόν, να προετοιμαζόμαστε για καταστάσεις που μέχρι σήμερα δεν έχουμε δει, ούτε έχουμε ζήσει. Τα «ορκ» του συστήματος βγήκαν από τις σκιές, εκτέθηκαν ως χρήσιμοι ηλίθιοι υπέρ του συστήματος που τα δημούργησε και τα εκτρέφει και τώρα είναι έτοιμα να δώσουν μια μεγάλη μάχη για τα αφεντικά τους, αλλά και για τον εαυτό τους, χωρίς να έχουν κανέναν απολύτως ηθικό φραγμό. Και αυτή η μάχη θα είναι κατά των πολιτών, κατά της δημοκρατίας, κατά της ειρήνης... 

ΥΓ1: Τα όσα συμβαίνουν αποδεικνύουν το γιατί η «δημοκρατική Ευρώπη» αποφεύγει την προσφυγή στις κάλπες σε θέματα μείζονος ενδιαφέροντος για τους λαούς της Ευρώπης…
ΥΓ2: Όσο για τις εταιρείες δημοσκοπήσεων, τελικά αποδεικνύεται πως ο ρόλος ύπαρξής τους δεν είναι η καταγραφή αλλά η διαχείριση της κοινής γνώμης και η "καθοδήγηση" των πολιτών στις "γραμμές" του συστήματος. 

Πηγή "Ας Μιλήσουμε Επιτέλους!"