Ο πανικός των ελίτ μπροστά στο οργισμένο “πρεκαριάτο”

10 Νοεμβρίου 2016



του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*
Λίγα έγιναν γνωστά σχετικά με τις μυστικές συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Δρέσδη, τον Ιούνιο, κατά την Σύνοδο του 2016 της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ.
Όμως, αυτό που φαίνεται ότι χαρακτήρισε την φετινή συνάντηση ήταν το θέμα: “Πρεκαριάτο και μεσαία τάξη”.
Αν σκεφθούμε ότι η αιχμή αυτής της κλειστής συνάντησης των ισχυρών της διεθνούς ελίτ δεν ήταν μόνο να συζητήσουν το τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο, αλλά να καθορίσουν το τι θα συμβεί, δικαιολογημένα προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον η εισαγωγή του καινοφανούς αυτού θέματος.
Άλλωστε ο όρος “πρεκαριάτο” είναι μοναδικός αφού είναι ένας νεολογισμός που επινοήθηκε από τον καθηγητή Guy Standing του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ο οποίος βρισκόταν στην λίστα των φετινών συμμετεχόντων γι' αυτό τον λόγο.
Το “πρεκαριάτο” είναι ένας νέος όρος, που τείνει να αντικαταστήσει τον όρο προλεταριάτο στις, μη-μαρξιστικές, σύγχρονες αναλύσεις των κοινωνικο-οικονομικών αδιεξόδων της παγκοσμιοποίησης.Αφορά την νέα κοινωνική τάξη που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που υποφέρουν από επισφάλεια: άνεργους, “απασχολήσιμους”, ανασφάλιστους, εργαζόμενους με μπλοκάκια, περιστασιακά εργαζόμενους σε διανοητική εργασία και γενικώς εργαζόμενους με “ελαστικούς όρους” εργασίας ή χαμηλοσυνταξιούχους. Με λίγα λόγια, κάθε είδους αβέβαιος και επισφαλής τρόπος ζωής στο παγκοσμιοποιημένο μοντέλο του καζινο-καπιταλισμού (από το λατινικό precarious, που σημαίνει αβέβαιος). ...
Στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχε ο proletariusδηλαδή ο πολίτης που δεν είχε τίποτα άλλο να δώσει στην Ρώμη παρά μόνο παιδιά (proles) για στρατιώτες... από εκεί εμπνεύστηκαν οι μαρξιστές το “προλεταριάτο” (proletariat).
Στην σημερινή νεοταξική Αυτοκρατορία της νεοφιλελεύθερης οικονομικής φούσκας μετατρέπουν τους ανθρώπους σε τρομοκρατημένα όντα σε μια κατάσταση ύπαρξης χωρίς την δυνατότητα καμμιάς πρόβλεψης ή ασφάλειας για το παρόν και το μέλλον τους, πράγμα που επηρεάζει την υλική ή ψυχολογική ευημερία τους.
Ο όρος αυτός πρωτοεμφανίστηκε στο βιβλίο του Guy Standing “The Precariat: The New Dangerous Class”, που κυκλοφόρησε το 2011 (Το Πρεκαριάτο: Η Νέα Επικίνδυνη Τάξη).
Στο νέο του βιβλίο “A Precariat Charter”, προχωρά ένα βήμα πιο πέρα την συζήτηση εξετάζοντας με μεγαλύτερη λεπτομέρεια αυτό το κοινωνικό φαινόμενο και αναλύοντας το πώς δικαιώματα -πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά- αφαιρέθηκαν από εκατομμύρια ανθρώπους. Σκιαγραφεί τους πολιτικούς κινδύνους που μπορεί να απορρέουν από αυτό και τι μπορεί να γίνει για να ελαττωθούν.
Οι ορισμοί του και τα συμπεράσματά του έχουν απασχολήσει διανοητές όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και οZygmunt Bauman, πολιτικούς ακτιβιστές και διαμορφωτές της πολιτικής.
Παρά το ότι το πρεκαριάτο δεν θεωρείται ακόμα από μόνο του τάξη, είναι μια τάξη-εν-τω-γενέσθαι, με μέγεθος ικανό να προσδιορίσει τους στόχους για τους οποίους θέλει να παλέψει και τι θέλει να οικοδομήσει.
Από την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, το 2011, το πρεκαριάτο έχει γίνει ένα ακόμα πιο σημαντικό παγκόσμιο φαινόμενο. Έκανε ορατή την παρουσία του πρωτοστατώντας σε πολλά κινήματα πολιτών, όπως το Occupy Wall Street στην Αμερική και αλλού, στους Indignados της Ισπανίας και στουςΑγανακτισμένους στο Σύνταγμα. Σήμερα, οι “πρεκάριοι” κινητοποιούνται για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Γαλλία ενάντια στα αντεργατικά μέτρα.
Οι ελίτ των Γκλομπαλιστών και των Μπιλντερμπέργκερς ανησυχούν σοβαρά και φοβούνται την τάξη του πρεκαριάτου επειδή αυτή η οργισμένη κατηγορία πολιτών αυξάνεται με γοργό ρυθμό και η φιλήσυχη μεσαία τάξη -που καταρρέει- συρρικνώνεται.
Οι προλεταριοποιημένοι νεόπτωχοι και το πρεκαριάτο είναι επικίνδυνοι γι' αυτούς γιατί αισθάνονται ότι έχουν πληγεί βάρβαρα από την παγκοσμιοποίηση, οι ζωές τους έχουν καταστραφεί από την νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, δεν είναι οργανωμένοι σε μια κατεύθυνση και έτσι δεν μπορούν να ελεγχθούν από κανένα πολιτικό κόμμα του κατεστημένου φάσματος. Αντιθέτως, μάλιστα, προς τις βλέψεις της ελίτ, ενισχύουν τις εθνικιστικές τάσεις και αντιδρούν στους μετανάστες. Τα μέλη τους έχουν υψηλή μόρφωση, απεχθάνονται όλων των ειδών τις συστημικές ελίτ -πολιτικές, πνευματικές, καλλιτεχνικές, οικονομικές- και μπορεί, αργά ή γρήγορα, να υποκύψουν στις σειρήνες του πολιτικού εξτρεμισμού.
Το ζήτημα, προφανώς, που τέθηκε στην φετινή Μπίλντερμπεργκ, κρίνοντας εκ των δεδομένων αλλά και με κάποιες πληροφορίες που διέρρευσαν από τους ανεξάρτητους ερευνητές Alex Jones και Paul Maguire (ο οποίος προβλέπει μια Παγκόσμια Επανεκκίνηση – Global Reset) ήταν: Πώς θα Ελέγξουμε Αυτούς τους Ανθρώπους; Αυτός ήταν κι ο λόγος που προσκλήθηκε ο καθηγητής Guy Standing για να τους περιγράψει ότι το πρεκαριάτο είναι μια “επικίνδυνη τάξη” ανθρώπων που είναι “επιρρεπείς στις ακραίες φωνές και μπορεί να δώσουν την ψήφο τους και τα χρήματά τους ώστε οι φωνές αυτές να αποκτήσουν μια πολιτική πλατφόρμα με αυξημένη επιρροή”.
Οι Μπιλντερμπέργκερς φοβούνται το πρεκαριάτο, το “τέρας” που δημιούργησαν, και αναζητούν απεγνωσμένα λύσεις. Άλλωστε ένας από το συνωμοτικό συνάφι τους, ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, τους είχε προειδοποιήσει σε παλαιότερη ανάλυσή το, ότι οι εξεγέρσεις θάρθουν από την μεσαία τάξη που καταρρέει.
Η Μπίλντερμπεργκ γνώριζε για την καταστροφή
Η κυρίαρχη ελίτ ήξερε ότι το σχέδιό τους θα δημιουργούσε αυτή την τάξη εδώ και δεκαετίες. Ήξεραν ότι οι πολιτικές τους θα δημιουργούσαν στρατιές ανέργων και δυστυχισμένων ανθρώπων, τους οποίους, για να τους ελέγξουν, θα χρειαζόντουσαν ένα σκληρότερο καθεστώς παρακολούθησης μαζί με αστυνομικό κράτος.
Γι' αυτό πυροδοτούν όλες αυτές τις false-flag τρομοκρατικές επιχειρήσεις έτσι ώστε να μετατρέψουν σιγά-σιγά τις αστυνομικές δυνάμεις ασφαλείας σε έναν κανονικό εσωτερικό στρατό κατοχήςστις αναπτυγμένες κοινωνίες, να επιβάλουν νέα κατασταλτικά μέτρα καταπατώντας κάθε προηγούμενη συνταγματική νομιμότητα. Να εφαρμόσουν ακόμα τα πιο αδιαπέραστα και μαζικά ηλεκτρονικά ή βιομετρικά συστήματα ελέγχου της κοινωνίας.
Τα θεμέλια για την δημιουργία του πρεκαριάτου μπήκαν από την δεκαετία του '70, με το άνοιγμα των ΗΠΑ στην Κίνα, επί προεδρίας Νίξον, λέγοντας ψέμματα στον αμερικανικό λαό ότι θα επωφεληθεί από το άνοιγμα αυτών των νέων αγορών.
Η ιστορική επίσκεψη του Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο το 1972 θεωρείται από ορισμένους αναλυτές ως “το μεγαλύτερο σοκ στην σύγχρονη αμερικανική διπλωματία”. Παρουσιάστηκε σαν η αιχμή της προσπάθειας Νίξον και Χένρυ Κίσσινγκερ να “αναμορφώσουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική”, την οποία “μετασχημάτισε ο Ψυχρός Πόλεμος”. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ερευνητή των κρυφών πτυχών της Μπίλντερμπεργκ, Daniel Estulin, η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ ήταν αυτή που “πήρε την απόφαση να συνάψουν οι ΗΠΑ επίσημες σχέσεις με την Κίνα πριν την υιοθετήσει ως επίσημη πολιτική ο Νίξον”. Πρόκειται για αμφιλεγόμενο ισχυρισμό, τον οποίο ο Estulin επικαλείται στο βιβλίο του The True Story of the Bilderberg Group (Η Αληθινή Ιστορία της Λέσχης Bilderberg, 2007), αποδίδοντας τον ισχυρισμό σε έγγραφα που του έδειξε ο Jim Tucker. Tο American Free Press, πρώην εργοδότης του Tucker, σε κανένα ρεπορτάζ του δεν αναφέρεται ότι είναι γνωστή η ύπαρξη σχετικού υλικού. Μια έκθεση, όμως, του 2014 από τον διάδοχο του Tucker, τον Μαρκ Άντερσον, ισχυρίζεται ότι τα μέλη της Μπίλντερμπεργκ “προφανώς εργάστηκαν εκ των προτέρων επιτυχώς για την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Κίνα”, επικαλούμενη ως αποδεικτικό στοιχείο δύο διαδοχικές διασκέψεις της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, που είχαν ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα. [Πηγή: http://www.conspiracyarchive.com/2015/10/04/the-bilderberg-connection-did-the-bilderberg-group-send-nixon-to-china/]
Την δεκαετία του '70, μια ομάδα ιδεοληπτικών οικονομολόγων της ελίτ της παγκοσμιοποίησης βομβάρδισαν τα αυτιά και το μυαλό των πολιτικών στις ΗΠΑ, κατ' αρχάς, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Δύσης.
Το κεντρικό πολιτικό πρόγραμμα του “νεοφιλελεύθερου” μοντέλου τους ήταν η ανάπτυξη και η εξέλιξη να βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα των αγορών, το καθετί πρέπει να γίνεται με στόχο τηνμεγιστοποίηση του ανταγωνισμού και της ανταγωνιστικότητας και να επιτρέπεται οι αρχές των αγορών να διαποτίζουν όλες τις πλευρές τις ζωής των πολιτών. Τα εργατικά συνδικάτα έπρεπε να στοχοποιηθούν και να αποδυναμωθούν, όπως έγινε.
Για να περάσει αυτό το ψέμμα, προσέλαβαν πολύ ικανούς οικονομολόγους, πρόθυμους πολιτικούς και χρησιμοποίησαν τα δορυφορικά ΜΜΕ.
Με την πολιτική του outsourcing (εξωτερική ανάθεση, υπεργολαβία) και της διάλυσης κάθε εθνικής βιομηχανίας φτωχοποίησαν την μεσαία τάξη και τους εργάτες στα δυτικά κράτη, μετατρέποντάς τους σιγά-σιγά σε παρίες.
Σε όλη την Ευρώπη, από τον Νότο μέχρι την Σκανδιναβία, έχουν εφαρμοσθεί πολιτικές που υπαγόρευσαν οι παγκοσμιοποιητές και τις οποίες δεν αποδέχονται οι απλοί πολίτες. Πρόκειται για επιλογή της ελίτ. Μπορεί την πολιτική να φαίνεται ότι την ασκούν ισχυροί πρόεδροι (π.χ. των ΗΠΑ), πρωθυπουργοί κ.λπ., αλλά πίσω τους βρίσκονται οι μυστικές Λέσχες, όπως η Μπίλντερμπεργκ, της κυρίαρχης ελίτ.
Έτσι οδηγηθήκαμε στην συρρίκνωση και την εξόντωση της μεσαίας τάξης και την ενίσχυση του πρεκαριάτου, που εγκυμονεί τεράστια προβλήματα, παγκόσμια αναταραχή και δομική αστάθεια.
Αυτοί είναι υπεύθυνοι για την δημιουργία της μεταμοντέρνας σκλαβιάς και τώρα τρέμουν το αυξανόμενο μέγεθος και την οργή αυτής της τάξης και την ανάδυση ενός νέου συλλογικού επαναστατικού οράματος.
Τώρα προωθούν το “ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα” παγκοσμίως, κάτι που θα ήταν αδιανόητο πριν από 1-2 δεκαετίες, προκειμένου να κατευνάσουν τα εκατομμύρια των αγανακτισμένων πρεκαρίων ώστε να αποδεχθούν εθελουσίως την δουλεία τους.
Θα σου δίνουν αυτό το “επίδομα” και θάχεις απεμπολήσει τα βασικά δικαιώματα στην ζωή σου.
Οι ίδιοι που σχεδίασαν την καταστροφή της μεσαίας τάξης, τώρα αναζητούν το νέο τέχνασμα για να αδρανοποιήσουν το πρεκαριάτο: προωθούν το ελάχιστο αυτό “επίδομα” γιατί δεν θάχει δουλειά κανείς. Τις θέσεις των ανέργων θα καταλάβουν σύντομα τα ρομπότ. Προωθούν τον ηλεκτρονικό φασισμό της “cashless society” μέσα από μια ατελείωτη προπαγάνδα για τις ηλεκτρονικές κάρτες στα μίντια που ελέγχονται από την ελίτ.
Η οικονομική μετατόπιση της μορφωμένης μεσαίας τάξης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και η γενικευμένη απέχθεια προς κάθε είδους ελίτ έχει να κάνει και με δύο άλλα τρέχοντα ζητήματα, που ήταν μέσα στην λίστα της πρόσφατης Συνόδου της Μπίλντερμπεργκ: την στήριξη του πρεκαριάτου στοBREXIT και την υποστήριξη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα καταστροφικό σουπερνόβα, που σίγουρα θα εκραγεί μία ημέρα. Κι αυτή η ημέρα δεν αργεί!
*Δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus τ.109, Ιούλιος 2016

Η αναζήτηση «τιμωρού» σε μια κομματιασμένη Αμερική


10-11-2016

Κ. Ράπτης

Από όλους τους διεθνείς ηγέτες που μίλησαν σχετικά με την αμερικανική εκλογική αναμέτρηση, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Frank-Walter Steinmeier είχε, πριν και ανεξάρτητα από την ανακοίνωση του αποτελέσματος, την πιο μεστή τοποθέτηση. «Θα είναι δύσκολο» τόνισε «για τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των πολιτικών στρατοπέδων, το οποίο έγινε ακόμη βαθύτερο». 
Ο διχασμός της Αμερικής φθάνει σε σημείο οριακό με την εκλογή ενός προέδρου τον οποίο οι αντίπαλοί του (που εν προκειμένω περιλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών οικονομικών και μιντιακών ελίτ) περιέγραφαν για μήνες ως ακατάλληλο, επικίνδυνο και ούτε λίγο ούτε πολύ ως «μαριονέτα» μιας ξένης δύναμης. 
Τόσο η ανάδειξη του Τραμπ ως υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών όσο και το είδος των αντιδράσεων προς το πρόσωπό του αποτελούν, σε πρώτο επίπεδο, αποτελέσματα της όλο και μεγαλύτερης πόλωσης που μαστίζει το αμερικανικό πολιτικό σκηνικό την τελευταία δεκαετία. Η άρνηση των Ρεπουμπλικανών από τον Μάρτιο να εγκρίνουν οποιαδήποτε υποψηφιότητα για το Ανώτατο Δικαστήριο που θα προέρχεται από έναν Λευκό Οίκο με Δημοκρατικό ένοικο ή το παλαιότερο δημοσιονομικό shutdown των ομοσπονδιακών υπηρεσιών το εικονογραφούν αυτό χαρακτηριστικά. 
Μάλιστα, η πόλωση καθορίζει όλο και περισσότερο την καθημερινότητα των Αμερικανών, σύμφωνα τουλάχιστον με το βιβλίο Το Μεγάλο Ξεδιάλεγμα (The Big Sort: Why the Clustering of Like-Minded America is Tearing Us Apart) του δημοσιογράφου Bill Bishop, ο οποίος ήδη από την περασμένη δεκαετία παρατήρησε ότι οι Αμερικανοί ολοένα και περισσότερο τείνουν να συγκεντρώνονται χωροταξικά και να συγχρωτίζονται κοινωνικά με, ιδεολογικά αυτοτροφοδοτούμενες, «κοινότητες ομοφρόνων», γεγονός που καθιστά αδύνατη την κατανόηση της πραγματικότητας που βιώνουν και της οπτικής γωνίας που διαθέτουν άνθρωποι που κατοικούν λίγα μίλια παραδίπλα. (Ο διάχυτος φόβος, προεκλογικά, της φιλελεύθερης Αμερικής ότι «κάποιοι εκεί έξω», που δεν μπορούσαν να εντοπισθούν, θα έδιναν τη νίκη στον Τραμπ είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστικός).
Η προϋπάρχουσα αυτή κατάσταση οδηγήθηκε στα άκρα κατά την οκταετία Ομπάμα, καθώς η συνταγή διαχείρισης της κρίσης που επελέγη μπορεί να οδήγησε την Wall Street σε νέα ρεκόρ αποτιμήσεων, όμως οι ποταμοί ρευστότητας δεν «καταστάλαξαν στην πραγματική οικονομία». Εκατομμύρια ανθρώπων από την περιλάλητη «μέση τάξη» είδαν την θέση τους να υποβαθμίζεται και βρέθηκαν να συμπιέζονται ανάμεσα σε ένα υπέρογκο φοιτητικό χρέος στην αρχή του ενήλικου βίου και μια καταστροφική δαπάνη υγείας στα τέλη του. Χαμηλότερα στην κοινωνική ιεραρχία, τον τόνο δίνουν η αποβιομηχάνιση, η εξάπλωση των τοξικοεξαρτήσεων, ο διαγκωνισμός με την φτηνή μεταναστευτική εργασία μετατρέποντας μεγάλα τμήματα της αμερικανικής ενδοχώρας σε τοπία μιζέριας. Η απουσία θετικών προσδοκιών επιδείνωσε την υποχώρηση των συλλογικών αναφορών σε εθνικό επίπεδο.
Η δε εμφάνιση της Χίλαρυ Κλίντον ως «αυτονόητης» υποψήφιας προέδρου, μοναδικής επιλογής όλου του κατεστημένου, απρόσβλητης από κάθε είδους καταγγελίες για διαφθορά, πρόσθεσε στην απουσία ελπίδας και την οργή για το «παιχνίδι που ήταν στημένο» - πολιτικά, όπως και οικονομικά.
Το τοπίο ήταν ώριμο για την εμφάνιση ενός «τιμωρού» - όπως καλύτερα από όλους, σύμφωνα με τις διαρροές των Wikileaks, δείχνει να γνωρίζει ο πρώην πλανητάρχης. Σχολιάζοντας σε συγκέντρωση χρηματοδοτών υπέρ της Χίλαρυ πέρσι τον Οκτώβριο στο Μέριλαντ την ανάδειξη του Τζέρεμυ Κόρμπυν στο βρετανικό Εργατικό Κόμμα (και παρεμπιπτόντως και τις ελληνικές εκλογές), ο Μπιλ Κλίντον υποστήριξε ότι «όταν ο κόσμος θεωρεί ότι έχει εξαπατηθεί και εν πάση περιπτώσει δεν προσδοκά τίποτε, τότε θέλει απλώς να εκπροσωπηθεί από το πιο οργισμένο άτομο που βρίσκεται τριγύρω». 
Στην ίδια ομιλία ο Μπιλ Κλίντον υπενθύμισε με στοιχεία σε ποια στασιμότητα έχει καθηλωθεί η μέση αμερικανική οικογένεια – όμως κατά τα λοιπά αφιερώθηκε στο να επιτίθεται στην «αφελή» ιδέα του Μπέρνι Σάντερς ότι «τα λεφτά μπορεί απλώς να βρεθούν παίρνοντάς τα από τους εκατομμυριούχους». Δεν είναι περίεργο που αφότου ο Σάντερς τέθηκε με διάφορες μεθοδεύσεις της ηγεσίας των Δημοκρατικών εκτός παιδιάς, ο μόνος ωφελημένος από την οργή κατά του συστήματος ήταν η Δεξιά τύπου Τραμπ. 
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι όλη η καμπάνια του νεοϋορκέζου μεγιστάνα σχεδόν προσπέρασε τα άλλοτε προσφιλή στους Ρεπουμπλικανούς θέματα των «πολιτιστικών πολέμων» (αμβλώσεις, θανατική ποινή, γκέι γάμος, οπλοφορία κτλ.) για να επιμείνει στο σφυροκόπημα της «απατεώνισσας Χίλαρυ», του «στημένου συστήματος», της παρακμής της Αμερικής που πρέπει «να γίνει μεγάλη ξανά” κτλ. 
Τα exit polls που φέρουν το 75% των Αμερικανών να ζητά «έναν ισχυρό ηγέτη για να πάρει πίσω τη χώρα από τους πλούσιους και ισχυρούς» κάνουν αναδρομικά το αποτέλεσμα να φαντάζει προδιαγεγραμμένο – χωρίς αυτό να αντικρούεται (κάθε άλλο) από την «αηδία» που εξέφραζαν όλο και περισσότεροι πολίτες για την εκλογική μονομαχία και τους πρωταγωνιστές της. 
Σε ένα τοπίο σημαδεμένο από την τριπλή διαίρεση αστικών κέντρων και περιφέρειας, λευκών και μειονοτήτων, κατόχων κολλεγιακής μόρφωσης και μη, η κοινωνική συμμαχία της Χίλαρυ Κλίντον αποδείχθηκε πολύ στενότερη του νομιζόμενου – και δη στις πολιτείες που ήταν εκλογικά καθοριστικές. Πυρήνας της ήταν οι λευκοί (και κυρίως οι λευκές) κολλεγιακής μόρφωσης και οι Ισπανόφωνοι, ενώ η έλλειψη ενθουσιασμού στους Αφροαμερικανούς και στις νεαρές ηλικίες που στήριξαν τον Σάντερς ήταν καθοριστική. 
Ο έλεγχος του Λευκού Οίκου και κυρίως της Γερουσίας και του Ανώτατου Δικαστηρίου από τους Ρεπουμπλικανούς δεν προοιωνίζεται βέβαια πρόοδο στον τομέα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων – όμως η αδιαφορία του αμερικανικού εκλογικού σώματος για την ψυχροπολεμική ρητορική της Κλίντον, που από ένα σημείο και μετά απέδιδε όλα της τα στραβοπατήματα στον «ρωσικό δάκτυλο», προσφέρει μια πιθανότητα μείωσης των εντάσεων στη διεθνή σκηνή. 
Προφανώς, πολλοί θα νοσταλγήσουν τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος αποχωρεί στο ζενίθ της δημοτικότητάς του. Όμως ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν είχε να προσφέρει το 2016 καλύτερες επιλογές συνιστά εντέλει θλιβερό απολογισμό και της δικής του οκταετίας.

πηγή: capital.gr

Ο Πούτιν αναπτύσσει πυραύλους «Bastion» στη Βαλτική



10-11-2016

Ο Πούτιν αναπτύσσει πυραύλους «Bastion» στη Βαλτική και «κλειδώνει» το νατοϊκό στόλο 


Παράκτια πυραυλικά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας  K-300P Bastion μεταφέρθηκαν με τις σιδηροδρομικές πλατφόρμες του σταθμού  Reutov  της Μόσχας, σήμερα, αναφέρει έγκυρο ρωσικό δημοσίευμα.
Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι συστοιχίες ενδεχομένως προορίζονται για τις βόρειες περιοχές απέναντι τις χώρες της Βαλτικής. Άλλες αναφέρουν το Καλίνινγκραντ  ως τόπο τελικού προορισμού.
Το  Καλίνινγκραντ άλλωστε  θα ήταν λογικότατος προορισμός μιας και η χρησιμότητα τους απέναντι  στον νατοϊκό στόλο της Βαλτικής θα ήταν τεράστια , αφού θα «κλείδωνε» στα ραντάρ του  αμέσως όλα τα πολεμικά πλοία στην περιοχή προκαλώντας τουλάχιστον πανικό με τα 700 χλμ βεληνεκές που διαθέτει.
Όλα τα  συστήματα αυτά σαφώς προορίζονται στο να στοχεύουν νατοϊκές δυνάμεις .
Η ουσία είναι ότι η βόρεια ρωσική άμυνα ενισχύεται κανονικά απέναντι από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ που συγκεντρώνονται στην θαλάσσια περιοχή.
Μία συστοιχία  πυραύλων «Bastion» αποτελείται από  ένα συγκρότημα με 12 εκτοξευτές και οχημάτων MZKT-7930. Τα αντιπλοϊκά  βλήματα Cruise  «Onyx»  διαθέτουν  κεφαλή 290 κιλών. Δύο ή τρεις πύραυλοι  αυτού του τύπου  είναι αρκετοί για να «βυθιστεί» μια  φρεγάτα,  ενώ πέντε  πύραυλοι μπορούν να βυθίσουν αεροπλανοφόρο, έχοντας ακτίνα 700 χλμ..
Το πυραυλικό σύστημα «Bastion» (PBRK) τοποθετείται  στα βάθη της ακτής, για να μπορεί να ελέγχει όλη την ακτή . Ενεργοποιείται σε  πέντε λεπτά και είναι έτοιμο για βολή  αμέσως. Μόλις αναπτυχθεί,  μπορεί να παραμείνει σε πλήρη εγρήγορση για 3-5 ημέρες, ανάλογα με τα διαθέσιμα αποθέματα καυσίμων .
Στο «πρότυπο» της πυροβολαρχίας μάχης συντάσσεται με τέσσερις αυτοκινούμενους εκτοξευτές, και ένα ή δύο οχήματα διαχείρισης μάχης.
Επιπλέον, το «Bastion»  είναι εφοδιασμένο με ένα κινητό σύστημα ραντάρ τύπου «Monolith-Β» ή με ένα αερομεταφερόμενο ραντάρ.
Το σύστημα αυτό τοποθετείται σε απόσταση 200 χιλιομέτρων από τις ακτές σε ειδικές καμουφλαρισμένες θέσεις. Ο χρόνος ανάπτυξης του έως την  πυροδότηση των πυραύλων του,  είναι λιγότερο από πέντε λεπτά, και το διάστημα μεταξύ της εκτόξευσης του κάθε πυραύλου  είναι δύο έως πέντε δευτερόλεπτα.
ΕΚΤΑΚΤΟ: Ο Πούτιν αναπτύσσει πυραύλους «Bastion» στη Βαλτική και «κλειδώνει» το νατοϊκό στόλο (αποκλειστικές φωτογραφίες) - Εικόνα0

ΕΚΤΑΚΤΟ: Ο Πούτιν αναπτύσσει πυραύλους «Bastion» στη Βαλτική και «κλειδώνει» το νατοϊκό στόλο (αποκλειστικές φωτογραφίες) - Εικόνα1
ΕΚΤΑΚΤΟ: Ο Πούτιν αναπτύσσει πυραύλους «Bastion» στη Βαλτική και «κλειδώνει» το νατοϊκό στόλο (αποκλειστικές φωτογραφίες) - Εικόνα2


Πόσο Ανεξάρτητη είναι η δικαιοσύνη

 


του Χρήστου Λάσκου


10-11-2016
Ανεξάρτητη δικαιοσύνη.  Ένα από τα πιο σύντομα ανέκδοτα;
Η κυβέρνηση, αν κρίνουμε από την αντίδρασή της στη προχθεσινή απόφαση του ΣτΕ –και όχι μόνο–, φαίνεται να πίστευε στην διαχρονικώς διαλαλούμενη ανεξαρτησία. Γι’ αυτό, κιόλας, «λάλησε» με τον συγκεκριμένο τρόπο. Γι’ αυτό, δηλαδή, κόντεψε να βάλει τα κλάματα.
Μόνο που ο ανεκδοτολογικός χαρακτήρας αυτής και άλλων «ανεξαρτησιών» είναι κοινός τόπος για τη ριζοσπαστική Αριστερά, από την προμαρξική ήδη περίοδο. Θέλω να πω, δεν χρειάζεται κάποιος να προστρέξει στους κλασσικούς, τον Γκράμσι, τον Αλτουσέρ ή τον Πουλαντζά προς θεωρητική επίρρωση. Αρκεί ο Βίκτωρ Ουγκώ –διατηρώ την γραφή των «Κλασσικών Εικονογραφημένων». Για να μην πω, ο Αλέξανδρος Δουμάς, πατέρας και υιός, και ο σερ Ουώλτερ Σκοτ.
Καταρχήν, η συνείδηση των δικαστών δεν είναι ανεξάρτητη, όπως κανενός μας η συνείδηση, άλλωστε. Οι ανώτεροι δικαστές είναι μέλη της αστικής τάξης, κέρβεροι, για να θυμηθούμε το Νίκο Πουλαντζά, του σκληρού κατασταλτικού μηχανισμού του καπιταλιστικού κράτους και δεν γίνεται να ίπτανται υπεράνω της τάξης τους. Πράγμα που ισχύει, ακόμη κι αν τους τάζεις νέα εισοδηματικά ή συνταξιοδοτικά προνόμια, εσύ ένας πρωθυπουργός της ταξικής μεροληψίας.
Πέρα, όμως, από την συνείδηση, υπάρχει και το …ασυνείδητο –με τη διπλή, φροϋδική και ηθική, σημασία που έχει ο όρος. Κι αυτό από μόνο του θα έφθανε να εξηγήσει όλη τους την πορεία στα εφτά χρόνια της ελλαδικής κοινωνικής καταστροφής.
Οι δικαστές βρήκαν συνταγματικά τα Μνημόνια, τις περικοπές μισθών και συντάξεων, την δουλοπαροικιοποίηση των εργαζομένων, το PSI, την εξαιτίας του ληστεία των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, των Νοσοκομείων και των Πανεπιστημίων, όπως και την εξόντωση των μικροομολογιούχων. Γιατί κάτι βαθειά μέσα τους τους έλεγε πόσο αναγκαία ήταν όλα αυτά για την σωτηρία του ελληνικού καπιταλισμού από την πληττόμενη λόγω της κρίσης πλέμπα. Κι αν έβγαζαν αντισυνταγματική σχεδόν μόνο τη δική τους περικοπή μισθών, ε, εντάξει άνθρωποι είναι κι αυτοί, δεν είναι τέλειοι. Η κυβέρνηση, όμως, ήταν σίγουρη –το διακήρυσσε σε όλους τους τόνους- πως, με την επικουρία των ανεξάρτητων δικαστών θα «τάραζε (τους κακούς) στη νομιμότητα», όντας «κάθε λέξη του Συντάγματος».
Δεν είναι, όμως, μόνο η «συνείδηση», με τα ασυνείδητα συμπαρομαρτούντα της. Κυρίως είναι ο δομικός χαρακτήρας της αστικής «Δικαιοσύνης», που φροντίζει να γίνονται όλα όμορφα και παστρικά. Θέλω να πω, η «Δικαιοσύνη» δεν υπάρχει παρά μόνο σαν υποσύστημα του συστήματος. Ή έτσι ή δημιουργούνται ανεπίτρεπτες δυσλειτουργίες, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την κρατική συνοχή. Πράγμα που δεν συμβαίνει και δεν θα συμβεί.
Αυτά μπορεί να μην τα ξέρει ο «σκληρός πυρήνας» της κυβέρνησης και της επικρατείας. Οι διαχρονικοί, όμως, μαρξιστές που ακουμπούν τον «σκληρό πυρήνα»; Πώς κατάφεραν να ξεχάσουν πως η «Δικαιοσύνη» είναι, πέραν της «ανεξαρτησίας» της, και τομέας του κατεξοχήν κόμματος της αστικής τάξης, δηλαδή του καπιταλιστικού κράτους; Πώς κατάφεραν να ξεχάσουν  την αλφαβήτα της πουλαντζιανής προβληματικής, που τόσο οι ίδιοι θεράπευσαν επί δεκαετίες;
Μια εξήγηση είναι πως η λήθη των «βασικών» οφείλεται στο γεγονός πως είναι οι ίδιοι, πλέον, Κυβέρνηση. Αν δεν ξεχνούσαν, λοιπόν, θα … θυμόταν πως και η Κυβέρνηση τομέας του ίδιου κόμματος, του καπιταλιστικού κράτους, δηλαδή, είναι. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Νίκος Πουλαντζάς –να μην πω για τον Αλτουσέρ, τον Λένιν ή τον Μαρξ– παραπέμποντας, στον τόσο κακοποιημένο τα δυό τελευταία χρόνια Γκράμσι, επέμενε και ξαναεπέμενε πως δεν υπάρχει τίποτε «εντός του κράτους» χωρίς την επένδυση στην «επέκταση της άμεσης δημοκρατίας και της μεγάλης διάχυσης αυτοδιαχειριστικών εστιών [εκτός και εναντίον του κράτους]».
Η κυβέρνηση, όμως, επέλεξε να «μας ταράξει στη νομιμότητα». Έτσι έφερε το νόμο για τα τηλεοπτικά, ο οποίος, αντί να ενισχύσει τις «αυτοδιαχειριστικές εστίες» στην επικράτεια των ΜΜΕ ή έστω να τους δώσει λίγο χώρο, έδωσε άδειες εκτός από τον Παναθηναϊκό και στον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ, «παίρνοντάς» τους τα και «τσακίζοντας τη διαπλοκή».
Σώσον Κύριε!
Και, τελικά, αντιλήφθηκε πως η «Δικαιοσύνη» όχι μόνο δεν είναι ανεξάρτητη, αλλά είναι και ανάλγητη. Διότι κόβει το δεκατιανό των πεινασμένων παιδιών, χιλιάδες θέσεις στους παιδικούς σταθμούς για τη «λαϊκή οικογένεια», 4000 νοσηλευτές και άλλα θαύματα του κόσμου, που θα γίνονταν με τα 25 ετήσια εκατομμύρια από τις άδειες. Ακόμη και σε αυτήν τη στιγμή, η δημαγωγία και το «τρεις λαλούν και δυό χορεύουν» φαίνεται να είναι η μόνη απάντηση αυτών που «δεν εγκατέλειψαν τη μάχη» για το λαό και τον τόπο, σε αντίθεση με τους ριψάσπιδες του καλοκαιριού του 2015.
Μήπως, όμως, είμαι μεροληπτικός ή δογματικός; Μήπως, έστω και τώρα, αυτή η «βίαιη ωρίμανση» της κυβέρνησης, που, επιτέλους, η ζωή της έδωσε να καταλάβει –καλύτερα να ξαναθυμηθεί- τις σκληρές αστικές πραγματικότητες ανοίγει νέες δυνατότητες; Δυστυχώς, δεν το βλέπω. Το κυβερνητικό ψευδοκράτος δεν είναι παρά ράκη ατάκτως ερριμμένα απέναντι στο πραγματικό κράτος, έστω και στη failed σημερινή εκδοχή του.  Μακάρι κάτι να άλλαζε. Το βλέπετε σε ο,τιδήποτε λέγεται και πράττεται από την κυβέρνηση;
Δυστυχώς όλα αυτά καταλήγουν στην αναβάπτιση όλων των ψόφιων συστατικών του συστήματος: από τους απαξιωμένους και δακτυλοδεικτούμενους μεγαλοδημοσιογράφους μέχρι τους ευτελισμένους, στη συνείδηση –εδώ ταιριάζει η λέξη- του 90% του ελληνικού λαού, πολιτευτές του παλιού δικομματισμού. Αυτή είναι –μαζί με τις μνημονιακές υπηρεσίες- η μεγάλη και θαυματουργή προσφορά αυτής της κυβέρνησης: και νεκρούς ανασταίνει.
ΥΓ. Νομίζω πως είναι τεράστιο λάθος να επιχαίρει κανείς γι’ αυτές τις εξελίξεις. Έτσι –κι ελπίζω να τους αδικώ λόγω της τηλεοπτικής παρουσίασης της δήλωσής τους- είναι εντελώς άστοχο, κατά τη γνώμη μου, να λέγεται από τον Αλέκο Αλαβάνο ή τον Μανώλη Γλέζο πως η ήττα της κυβέρνησης είναι νίκη της συνταγματικής τάξης. Για μας, για τον απλό κόσμο, μόνο ήττες υπάρχουν, προς το παρόν. Θέλω να πω, σιγά μην πάω με τους «ανεξάρτητους δικαστές», για να δείξω την αντιπάθειά μου προς τις κυβερνητικές πρακτικές. Φανερά, έτσι αριστερή δουλειά δεν γίνεται.
Πηγή: alterthess

Για «Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ»




Με αφορμή  την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, και την παρουσίαση του βιβλίου «Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ» που επιμελήθηκαν οι Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος και Χρήστος Λάσκος, στο βιβλιοπωλείο «Μωβ Σκίουρος», η ιστοσελίδα Hit and Run συζήτησε με τους δύο επιμελητές για τη διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 στη σημερινή εποχή, καθώς και γι' αυτά που πρέπει να κάνει η ριζοσπαστική Αριστερά προκειμένου να διαμορφωθεί μια άλλη εναλλακτική πρόταση.
Ένα επιχείρημα όσων υποστηρίζουν τον Σύριζα και την αλλαγή της ρητορικής του σε πιο «μετριοπαθή» τα τελευταία χρόνια πριν βγει κυβέρνηση, το «άνοιγμά» του στον κεντρώο χώρο, ακόμα και στις σχέσεις του με την εκκλησία, είναι ότι αν δεν έκανε αυτά, δεν θα έβγαινε ποτέ κυβέρνηση… ότι η «συντηρητική» κοινωνία, έπρεπε να «δει» τέτοιες κινήσεις για να τον εμπιστευθεί. Είναι τελικά η ελληνική κοινωνία «έτοιμη» για πιο ριζοσπαστικές λύσεις, ή είναι «μονόδρομος» οι φιλοευρωπαϊκές και συντηρητικές πολιτικές;
Δ. Π. Πόσο έτοιμη ήταν η κοινωνία για ριζοσπαστικές λύσεις το έδειξε η κινητοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων τις μέρες του δημοψηφίσματος. Από αυτή τη σκοπιά, το δημοψήφισμα ήταν από εκείνες τις σπάνιες στιγμές στην ιστορία, στις οποίες μια κοινωνία συνειδητοποιεί ότι δεν έχει να χάσει τίποτα, γι’ αυτό και «συναντιέται» με μια πολιτική ηγεσία που δείχνει εξίσου αποφασισμένη· δείχνει αποφασισμένη, αλλά στην πραγματικότητα είναι απλά σε απόγνωση. Οι συντηρητικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ανταπόκρισή του σε αιτήματα της κοινωνίας γενικώς: είναι η ενστικτώδης κίνηση «αφού δεν μπορώ να ανταποκριθώ στις ριζοσπαστικές προσδοκίες που δημιούργησα, μετατοπίζω την πολιτική συζήτηση εκεί που τη θεωρώ πιο διαχειρίσιμη: αλλάζω κοινωνικές εκπροσωπήσεις, εθνικοποιώ την Αριστερά». Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση «ρυμουλκώντας» το Κέντρο προς την πλευρά του· ο σημερινός «ρυμουλκείται» και, τουλάχιστον δημοσκοπικά, ο κερδισμένος από τη μετατόπιση αυτή είναι η ΝΔ.
Χ. Λ. Να προσθέσω δυό λόγια. Το αν θα γινόταν κυβέρνηση η ριζοσπαστική Αριστερά με άλλον τρόπο είναι –και θα μείνει στο διηνεκές, ίσως– διαφιλονικούμενο. Ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ –και δεν εννοώ το Αριστερό Ρεύμα–, αρνούμενο τον κυρίαρχο πολιτικισμό, ισχυριζόταν πως ο τρόπος για την πλειοψηφία ήταν να μας ψηφίσει το 80% των άνεργων, το 80% των μισθωτών και των νέων, το 80% των δημόσιων εκπαιδευτικών και νοσοκομειακών. Αυτό σήμαινε, όπως καταλαβαίνει ο καθένας, μια εντελώς άλλη απεύθυνση και μια εντελώς άλλη κυβέρνηση. Η άποψη αυτή δεν ηγεμόνευσε, αν και δεν ήταν αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο. Όσοι την στήριζαν έχουν, λοιπόν, μεγάλες ευθύνες για το γεγονός πως έχασαν αυτήν τη μάχη, για τις πράξεις και τις παραλείψεις που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα.
Στο βιβλίο αναλύετε τη σχέση κόμματος-κυβέρνησης και τον τρόπο αλλαγής στη λήψη αποφάσεων μέσα στο Σύριζα… Τελικά, ένα μέλος του Σύριζα, όπως εσείς αλλά και άλλοι, πόση ενημέρωση, πρόσβαση και λόγο είχε στις αποφάσεις, στη χάραξη στρατηγικής – τόσο πριν γίνει κυβέρνηση ο Σύριζα όσο και την πρώτη περίοδο διαπραγμάτευσης;
Δ.Π.: Στο βιβλίο δείχνουμε πως, ιδίως μετά το 2012, η ενημέρωση, και κυρίως οι αποφάσεις για τα κρίσιμα ζητήματα συγκεντρώνονταν προς τον Πρόεδρο, την Κοινοβουλευτική Ομάδα ή προς άτυπα όργανα που δεν ελέγχονταν δημοκρατικά. Ξεκινώντας λοιπόν από τη «βάση», η ιδιότητα του μέλους είχε αξία σε συγκεκριμένες μόνο στιγμές: ενόψει ψηφοφοριών, για να φτιαχτεί δηλαδή ένας εσωκομματικός συσχετισμός· ενόψει εκδηλώσεων, για να μαζευτεί ο κόσμος· και ενόψει εκλογών, για να κινητοποιηθούν οι ψηφοφόροι. Το ίδιο συνέβαινε με την Κεντρική Επιτροπή και την Πολιτική Γραμματεία του κόμματος: στην τελική ευθεία της «διαπραγμάτευσης» είχαν υποκατασταθεί πλήρως από την Κοινοβουλευτική Ομάδα και τα μέλη τους καθησυχάζονταν για τα τεκταινόμενα μέσω των non papers που εξέδιδε το Μέγαρο Μαξίμου. Από το σημείο αυτό μπορούσε να καταλάβει καλύτερα κανείς γιατί τόση φασαρία μέσα και έξω από το κόμμα, ήδη από το 2012, ενάντια στον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%». Αυτός ο τελευταίος δεν ήταν παράδειγμα δημοκρατίας – κάθε άλλο. Στο πλαίσιό του, ωστόσο, λειτουργούσε η δέσμευση σε κοινές αποφάσεις: σε έναν κοινό τόπο. Μετά το 2012, ζήσαμε το απόλυτο «απόψε αυτοσχεδιάζουμε» της ηγεσίας, διότι αυτή «ήξερε», μπορούσε ως εκ της θέσης της να αποφασίζει, συνεπώς ήταν ο απόλυτος εγγυητής για το πώς η Αριστερά θα γινόταν (και θα έμενε) κυβέρνηση. Να γίνει ή να μείνει για να κάνει τι, ήταν πια δευτερεύον.
Ο Σύριζα απέτυχε, ή φάνηκε άτολμος, στο να θεσμοθετήσει ένα σωρό ζητήματα που ήταν στο πρόγραμμά του, θέματα σχετικά με την αστυνομική αυθαιρεσία, τα δικαιώματα, περιβάλλον, την φορολόγηση της εκκλησίας, τη σχέση της με το κράτος, τα δικαιώματα των κρατουμένων, όπου αυτό που βλέπουμε είναι μια συνέχεια επί της ουσίας των προηγούμενων κυβερνήσεων, ενώ άλλες χώρες στην Ευρώπη έχουν πολύ πιο «προοδευτικές» πολιτικές. Γιατί έκανε πίσω η κυβέρνηση ακόμα και σε αυτά που δεν έχουν σχέση με απαιτήσεις των δανειστών;
Δ. Π. Υπάρχει η θεωρία ότι «μας απορρόφησε η διαπραγμάτευση». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ελάχιστοι είχαν ουσιαστικό ρόλο σε αυτή. Πιο κοντά στην αλήθεια είναι να πούμε ότι ακόμα και η πιο αυτονόητη παρέμβαση απαιτούσε συγκρούσεις που για να αποβούν νικηφόρες έπρεπε να οργανωθούν: θυμίζω μόνο ότι, στο πρώτο εξάμηνο του 2015, το υπουργείο Δικαιοσύνης δέχτηκε χονδροειδείς πιέσεις, τόσο από τη Δεξιά και τα ΜΜΕ στην Ελλάδα, όσο και από υπηρεσίες του εξωτερικού, για συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Το ίδιο ίσχυσε για την ιθαγένεια ή το προσφυγικό. Οι άνθρωποι που θα οργάνωναν τις μάχες αυτές, ωστόσο, είτε είχαν μικρή ή μηδενική επίδραση στη λήψη των αποφάσεων, είτε απλώς δεν πίστευαν ή δεν άντεχαν τη σύγκρουση. Η παραμονή Πανούση στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, παρά τα όσα, είναι ενδεικτική. Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες. Στη γενική εικόνα, ωστόσο, η επιλογή του μορατόριουμ, της ελαχιστοποίησης των συγκρούσεων, αφορούσε τόσο τη «διαπραγμάτευση» και την οικονομία, όσο και τους μη «εποπτευόμενους» τομείς της διακυβέρνησης.
Χ. Λ. Η αποδεδειγμένη, πέρα από κάθε αμφιβολία, άποψη πως «τα Μνημόνια είναι καθεστώς», στην οποία τόσο επέμενε σωστά, κατά την αντιπολιτευτική φάση, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, σημαίνει ακριβώς αυτό: πως και στα «πιο μικρά» ακόμη –όχι σε αυτά που αναφέρετε, αλλά, ας πούμε, στην απαλλαγή των παιδιών από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών– το γενικό πλαίσιο και οι παράπλευρες δουλείες απαγορεύουν την θεσμοθέτηση και των στοιχειωδών αυτονόητων ακόμη. Δεν είναι το ΔΝΤ πάντα, αλλά και ο «συντηρητικός κόσμος», χωρίς την ανοχή του οποίου πώς θα παραμείνουμε στα πράγματα «για να συνεχίσουμε τη μάχη»;
Παίρνω την αφορμή, όμως, για να πως και κάτι ακόμα. Λέγεται συχνά πως το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ οδηγούσε αντικειμενικά στην ήττα. Θυμίζω, λοιπόν, πως το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί ούτε στο ένα τοις χιλίοις. Ούτε η κατάργηση του εργασιακού μεσαίωνα (αφήνω τα περί «ενός νόμου κι ενός άρθρου»), ούτε ο δημόσιος έλεγχος των τραπεζών, ούτε ένα φορολογικό νομοσχέδιο που θα εκκινούσε την αντιστροφή αναδιανομή δεν ξεκίνησαν –μ’ όλες τις σαφείς δεσμεύσεις. Και, σε ό,τι αφορά τα όπλα που θα αξιοποιούνταν, ούτε στάση πληρωμών, ούτε έλεγχος κεφαλαίων, ούτε προσπάθεια παράλληλου χρήματος έγινε –κι αυτά προβλέπονταν σαφώς. Δεν απέτυχε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν απέτυχε γιατί, απλά, δεν υλοποιήθηκε, για να δοκιμαστεί.

Η διαπραγμάτευση του Γ. Βαρουφάκη και της κυβέρνησης το πρώτο διάστημα, μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ήταν όντως μια «μαχητική» διαπραγμάτευση που ηττήθηκε, ή υπήρχε η απόφαση της συνθηκολόγησης εξαρχής στην κυβερνητική ατζέντα;
Χ. Λ. Δεν θέλω να μπω στη συζήτηση περί προειλημμένης απόφασης για συνθηκολόγηση. Με όσα έχουν συμβεί ο καθένας νομιμοποιείται να κάνει όποιες σκέψεις θέλει για ένα τμήμα της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως κι αν έχει, πάντως, το πράγμα, η «μετατόπιση προς την μετριοπάθεια» και το «αφήγημα ομαλότητας», που επικράτησαν ιδίως από τις αρχές του 2014 κι έπειτα, δεν βοηθούσαν την προετοιμασία για τη «μεγάλη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση», για την οποία καλούσε τον κόσμο της εργασίας, τους άνεργους και τους νέους, η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη και του Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τις ρηξιακές αποφάσεις μέχρι τα νταούλια ο δρόμος που διανύθηκε ήταν τεράστιος. Και αποτελούσε ένα είδος προκαταρκτικού εσωκομματικού πραξικοπήματος, η αντίδραση στο οποίο δεν πήρε τον δημόσιο χαρακτήρα, που του αντιστοιχούσε, για μια σειρά από λόγους, ο κυριότερος από τους οποίους ήταν ο αντικειμενικός εκβιασμός «να μην κάνουμε πράγματα, που βλάπτουν την πορεία προς την κυβέρνηση». Το βιβλίο αποτελεί τεκμήριο πως η συζήτηση αυτή γινόταν –και μερικές φορές με ελάχιστα κρυφούς όρους.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη κυβερνητική περίοδο, ο χαρακτηρισμός «φιάσκο» νομίζω πως είναι ο καταλληλότερος για να την χαρακτηρίσει. Στην πραγματικότητα, ήδη από την συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου 2015 είχε γίνει αποδεκτή η πορεία προς ένα νέο Μνημόνιο. Ο Βαρουφάκης, χωρίς καν να ρωτηθεί, ισχυρίζονταν πως το 70% των μνημονιακών ρυθμίσεων ήταν μια χαρά (κι αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τις εφεύρουμε;) και διαβεβαίωνε πως «η ταξική πάλη δεν είναι το θέμα μας σήμερα», ενώ διαρκώς έβγαζε –εν πολλοίς ψόφιους– λαγούς από το καπέλο, με σαφή τον επικοινωνιακό στόχο και εντελώς επισφαλή τον πολιτικό.
Δεν είναι τυχαίο πως η συμφωνία του Φεβρουαρίου αποδέχονταν πως η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έκανε καμιά μονομερή ενέργεια, με αποτέλεσμα να πληρώνει τα πάντα –και με τα αποθεματικά των δημόσιων οργανισμών ακόμη– και να μην παίρνει φράγκο. Την ίδια στιγμή, το ίδιο κείμενό της συνιστούσε πλήρη προσχώρηση στον σκληρό πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού, υιοθετώντας όλη την αντεργατική ορολογία περί ευελιξίας, βέλτιστων (για το κεφάλαιο) πρακτικών και, βεβαίως βεβαίως, ανταγωνιστικότητας.
Επρόκειτο ήδη για τη συνθηκολόγηση ως φιάσκο, πριν έρθει η συνθηκολόγηση ως απόλυτη τραγωδία για έναν ολόκληρο λαό.
Ήθελε η κυβέρνηση, και αντίστοιχα ο ΣΥΡΙΖΑ (το κόμμα) να βγει το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα;
Δ. Π. Στο βιβλίο δείχνουμε τις διαρκείς διολισθήσεις της κυβέρνησης, αρχικά από το στόχο του «τερματισμού της λιτότητας μέσα στην Ευρωζώνη» προς το στόχο της «αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας», και από εκεί, μετά τις 20.2.2015, προς το στόχο του «έντιμου συμβιβασμού». Από αυτή τη σκοπιά, η προκήρυξη του δημοψηφίσματος ήταν η ενστικτώδης κίνηση μιας κυβέρνησης που, καθώς διολισθαίνει, πνίγεται, προσπαθεί να αποφύγει την ασφυξία. Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε από την κυβέρνηση, με ένα μέρος της να αποσύρεται από το δημοψήφισμα, να στρέφεται προς τους «θεσμούς» και να υποβαθμίζει δημόσια τυχόν επικράτηση του «Όχι». Σ’ ένα πρόσφατο άρθρο του, ο Γιάννης Κιμπουρόπουλος έδειξε πώς μια παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε. θα μπορούσε να είναι συμβατή με πολλά από τα αιτήματα του Brexit· στην Ελλάδα, ένα μέρος της κυβέρνησης προσπάθησε πριν από τις 5 Ιουλίου, ακόμα και με αίτημα προς τον ESM, να πείσει ότι και το «Όχι» να νικούσε, από πολλές απόψεις θα ήμασταν κοντά στο «Ναι» – σε ένα Μνημόνιο με «ανθρώπινο πρόσωπο». Το πραγματικό πρόσωπο του τρίτου Μνημονίου το γνωρίζουν αυτές τις μέρες οι πρώην δικαιούχοι του ΕΚΑΣ.

Χ. Λ. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία πως η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των μελών του ΣΥΡΙΖΑ και της Νεολαίας μπήκαν, ανακουφισμένα σχεδόν, με όλη τους την ψυχή στη μάχη της 5ης Ιουλίου, βλέποντας πως όσα διακηρύσσονταν στις αποφάσεις του κόμματος για «ρήξη και ανατροπή» για πρώτη φορά έφθαναν τόσο κοντά. Έχει σημασία να θυμηθούμε πως μέχρι τότε η πρακτική της κυβέρνησης ήταν το να «κερδίζει χρόνο», ο οποίος, όμως, οι περισσότεροι κατανοούσαν πως ήταν προς απόλυτο όφελος του αντιπάλου. Έτσι, η ίδια δαπάνησε ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου, με το οποίο ανέλαβε τη διακυβέρνηση στις 25 Ιανουαρίου 2015: το 80% του κόσμου στην Ελλάδα ήταν τότε μαζί μας και οι εργαζόμενοι της Ευρώπης έβλεπαν με προφανή συμπάθεια ένα εγχείρημα που επεδίωκε να σταματήσει σε μια χώρα της Ευρωζώνης την κοινωνικά καταστροφική λιτότητα. Τότε που είχε την ισχύ, η κυβέρνηση έκανε απλώς καθυστερήσεις, δεν υλοποιούσε δηλαδή έστω τμήμα του προγράμματός μας –π.χ. την επαναφορά των εργασιακών και του κατώτατου μισθού, που θα έπρεπε να έχει γίνει από την πρώτη βδομάδα. Έτσι, σχεδόν νομοτελειακά, βρέθηκε σε ασφυκτική κατάσταση τον Ιούνιο, όταν για το Μαξίμου το Δημοψήφισμα ήταν, ίσως, κλασικό «στρίβειν». Για τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ –και το 80% των άνεργων, των φτωχών, των νέων, για να θυμηθούμε τα ποσοστά, που λέγαμε προηγούμενα–, ήταν το ακριβώς αντίθετο.
Αν ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνηση παραιτούνταν, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, δηλώνοντας αδυναμία να εφαρμόσουν μνημονιακή πολιτική (κάτι που πολλοί υποστηρίζουν ότι έπρεπε να είχε πράξει…), ποια πιστεύετε ότι θα ήταν τώρα η πορεία του Σύριζα, όχι μόνο ως κόμμα, αλλά και ως ηγεσία;
Χ. Λ. Η παραίτηση ήταν η μόνη συνεπής στάση μιας αριστερής κυβέρνησης σε τέτοιες συνθήκες. Πολύ περισσότερο που στην προεκλογική περίοδο, αλλά και σε όλο το διάστημα μετά τις ευρωεκλογές, με την αυθαίρετη υιοθέτηση του αφηγήματος της ομαλότητας δεν λέγονταν η αλήθεια στον κόσμο. Από πουθενά δεν προέκυπτε πως «η Μέρκελ θα συμφωνούσε μέρα μεσημέρι» – μα να που αυτό ήταν που λέγονταν συνεχώς.
Η παραίτηση τον Ιούλιο έδινε τη δυνατότητα να ειπωθεί επιτέλους η αλήθεια, να παρουσιαστούν οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες στο κοινό βλέμμα και να ζητηθεί μια μεγάλη λαϊκή συμπαράταξη, για να τους αναλάβει. Δεδομένων όσων προηγήθηκαν, δεδομένης της κατασπατάλησης της πολιτικής δυναμικής στο πλαίσιο του «φιάσκου» στο οποίο αναφέρθηκα πριν, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ήμασταν πειστικοί και θα κερδίζαμε τις εκλογές. Ήταν, όμως, μια επιλογή που περιέσωζε ένα σημαντικό τμήμα του αντιστασιακού δυναμικού που είχε καλλιεργηθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Μπορεί, άμεσα, να μην γινόμασταν «η Χιλή που νίκησε». Δεν θα ήμασταν όμως Αλιέντε που εφαρμόζουν πρόγραμμα Πινοσέτ. Η διαφορά είναι τόσο αβυσσαλέα, που απορώ με όσους συνεχίζουν ακόμη εφαρμόζοντας το 3ο Μνημόνιο και επιδιώκουν ρωγμές και …παράλληλα προγράμματα. Πραγματικά απίστευτο! Ακόμη και στο πλαίσιο της πιο τυπικής λογικής.
Κάποιοι μιλούν για «προδοσία», άλλοι για «πραξικόπημα». Παρόλα αυτά, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου ο κόσμος έδωσε νέα εντολή στον Αλέξη Τσίπρα να κυβερνήσει, ενώ η ΛΑΕ, που εξέφραζε την αντιμνημονιακή αριστερή πολιτική, δεν μπήκε καν στη Βουλή. Πώς το σχολιάζετε αυτό;

Δ. Π.: Με τον όρο «πραξικόπημα» εμείς εννοούμε δύο πράγματα: Αφενός, την ακύρωση του «Όχι» του δημοψηφίσματος – ό,τι δηλαδή η διεθνής κοινή γνώμη εννοούσε με την καμπάνια «This Is A Coup» στις 12 Ιουλίου. Αφετέρου, την ακύρωση, από τον Αλέξη Τσίπρα, μιας δημοκρατικά ειλημμένης απόφασης, με την προκήρυξη των εκλογών του Σεπτεμβρίου: στο τέλος του Ιουλίου, ως γνωστόν, η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ είχε αποφασίσει ότι το κόμμα δεν θα πήγαινε σε εκλογές πριν το συνέδριό του να αποφασίσει αν το κυβερνητικό πρόγραμμά του θα ήταν το Μνημόνιο 3 ή κάτι άλλο.
Το προφανές ερώτημα είναι αν όσες και όσοι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβριο, οι ίδιοι δηλαδή που τον ψήφισαν το Γενάρη και τον στήριξαν τον Ιούλιο για να τερματίσει τα μνημόνια, ανακάλυψαν ξαφνικά πόσο καλά είναι τα Μνημόνια – ή αν, αντίθετα, πείστηκαν ότι η μόνη πραγματική εναλλακτική αφορά το ποιος θα διαχειρίζεται τα Μνημόνια. Προφανώς το δεύτερο είναι πιο κοντά στην αλήθεια, κι αυτή η πεποίθηση (που έχει μέσα της κόπωση και απογοήτευση) είναι που πήγε όλο το σκηνικό προς τα δεξιά, έστειλε εκατοντάδες χιλιάδες στην αποχή ή την αντιπολιτική (Λεβέντης) και άφησε έξω τη ΛΑΕ. Χρειάστηκαν, ωστόσο, μόλις δύο μήνες για να φανούν τα περιθώρια «φιλολαϊκής» διαχείρισης των μνημονίων: με τη διάψευση της επαγγελίας του παράλληλου προγράμματος, με τη σκλήρυνση στο προσφυγικό, με τη γελοιοποίηση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, με το συντηρητισμό στις σχέσεις εκκλησίας-κράτους ή τα εθνικά.
Ποια θα πρέπει να είναι τα βήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς την επόμενη περίοδο; Τι πρέπει να κάνει για να πείσει τον κόσμο ότι υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική προοπτική;
Δ. Π. Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς ανάμεσα σε αναγκαία και ικανά βήματα. Το αναγκαίο, καταρχάς, είναι να «χτυπάνε» μαζί οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που βαδίζουν χωριστά: ο κατακερματισμός φέρνει μόνο απογοήτευση, συνεπώς δικαιώνει την κυβέρνηση. Το αναγκαίο, επίσης, είναι η οργάνωση –με συγκεκριμένο και δεσμευτικό, όχι προπαγανδιστικό τρόπο– των αγώνων για τα βασικά: για να μην ιδιωτικοποιηθεί δημόσια περιουσία, για να έχουν οι πρόσφυγες αξιοπρεπή στέγη και δικαιώματα, για να μην περάσουν οι ομαδικές απολύσεις, ο συνδικαλιστικός νόμος και η έμμεση μείωση μισθών στα εργασιακά. Χρειάζεται όμως κάτι εξίσου ουσιαστικό: να ανοίξει άμεσα η συζήτηση για την εναλλακτική. Δεν μπορούμε να πάμε πίσω από αυτό που καταλαβαίναμε το 2015, ότι δηλαδή οι αντιστάσεις που δεν καταλήγουν σε πολιτική πρόταση, είναι βέβαιο ότι θα κατακερματιστούν και θα απορροφηθούν. Και από την άλλη, δεν μπορούμε να κάνουμε σα να μην καταλάβαμε τι έγινε το 2015, υποδυόμενοι τον «συνεπέστερο» ΣΥΡΙΖΑ, ίσως με περισσότερη αντι-ευρω και αντι-ΣΥΡΙΖΑ προπαγάνδα. Να κάνουμε λοιπόν τα αναγκαία, αλλά να φροντίσουμε για την προοπτική: εκεί παίζεται η ικανότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς –και όχι των στελεχών ή των ηγετικών φυσιογνωμιών από τους κόλπους της– να πείσει ότι έχει νόημα η αριστερή πολιτική.
Το τελευταίο διάστημα, παρακολουθούμε μια τεράστια συζήτηση που έχει ανοίξει στη Μ. Βρετανία για το Brexit με τοποθετήσεις, αναλύσεις, επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές… Στην Ελλάδα, τα 6 χρόνια του Μνημονίου, μια ανάλογη συζήτηση για την παραμονή ή όχι της χώρας στο Ευρώ ή ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν στάθηκε δυνατή, εκτός από κάποιες ίσως μεμονωμένες εκδηλώσεις. Γιατί πιστεύετε ότι έγινε αυτό;
Δ. Π. Είναι μέρος της ευθύνης μας ότι ανοίξαμε αυτή τη συζήτηση αποσπασματικά – όμως το κάναμε, επιμένοντας ότι η πρώτη στιγμή του αγώνα απέναντι στην «Ευρώπη» ήταν να μη συνηθηκολογήσει με τη λιτότητα η πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Φυσικά αυτό δεν ήταν αρκετό. Λίγοι ξέρουν ότι η ουσιαστική διάσπαση της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το 2012, έγινε γιατί πολλές και πολλοί δεν τασσόμασταν «πάση θυσία», δηλαδή άνευ όρων, με τον Πρόεδρο, την Κυβέρνηση και την Ευρώπη, όπως ζητούσαν τα ΜΜΕ, το πολιτικό σύστημα και άλλες πλευρές του κόμματος.
Στις δύο περιπτώσεις που αναφέρετε, υπάρχουν ομοιότητες αλλά και διαφορές. Στη Βρετανία, υπάρχουν τμήματα του κεφαλαίου υπέρ της εθνικά αυτοδύναμης ανάπτυξης: «πρώτα η οικονομία μας» απέναντι στις άλλες ευρωπαϊκές και «πρώτα οι Βρετανοί» απέναντι στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Κι εκεί, στον αντίποδα, οι βρετανοί Εργατικοί υποστήριξαν την παραμονή στην Ε.Ε. ως αυτονόητο αντίβαρο στο UKIP – λες και η πλευρά του Remain υπό τον Κάμερον είναι στρατηγικά πιο κοντά στα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, η αστική τάξη είναι φιλοευρωπαϊκή: το 66% των εξαγωγών της είναι σε χώρες της Ε.Ε., η «ανάπτυξη» είναι συνυφασμένη με το ΕΣΠΑ κ.ο.κ. Σε όλη την εξαετία, λοιπόν, η απόρριψη των μνημονίων και η κριτική στην Ε.Ε. ταυτίζονταν (και ταυτίζεται) με «εθνολαϊκισμό». Και διόλου τυχαία, ακόμα και κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ έτσι ερμήνευαν την κριτική στη μνημονιακή «προσαρμογή» του κόμματος.
Επί της ουσίας, ισχύει αυτό που έλεγε πριν από χρόνια ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, και που με αφορμή το βρετανικό δημοψήφισμα επανέλαβε άκομψα και ο Ντόναλντ Τουσκ: η δυσκολία να σκεφτούμε «μετά» το ευρώ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανάλογη με το να σκεφτούμε «μετά τον πολιτισμό», δηλαδή μετά τον καπιταλισμό – κι αυτό φαίνεται δυσκολότερο κι από το να φανταστούμε το τέλος του κόσμου. Όπου η Αριστερά δεν αναλαμβάνει με συγκεκριμένο τρόπο την ευθύνη γι’ αυτό το «μετά», δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: Είτε η ίδια να γίνεται σοσιαλφιλελεύθερη, συνεπώς να μην την απασχολεί πλέον αυτή η συζήτηση (ο ορίζοντας εδώ είναι απλά μια λιγότερο επώδυνη διαχείριση)· είτε τη σχετική συζήτηση να την αναλαμβάνει η Ακροδεξιά, με όρους υπεράσπισης της εθνικής ταυτότητας και τη «δικής μας» οικονομίας, δηλαδή του «δικού μας» καπιταλισμού, απέναντι στους άλλους ευρωπαϊκούς.
Χ. Λ. Νομίζω πως η συζήτηση αυτή δεν μπορεί παρά να συνδέεται διαρκώς με τα ευρύτερα συμφραζόμενά της. Δεν μπορεί να γίνει χωρίς την σε βάθος προσέγγιση της σημερινής φάσης του ιμπεριαλισμού («παγκοσμιοποίηση» κτό.). Δεν μπορεί ακόμη περισσότερο να αποκτήσει βάση χωρίς την ένταξή της στη σημερινή συζήτηση για την συνεχιζόμενη παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, που είναι πιθανό, ιδωμένη από το συντελεσμένο μέλλον χρόνια μετά, να αποτιμηθεί ως ιστορικά καθοριστική για το μέλλον του καπιταλισμού.
Το Brexit, λοιπόν μπορεί να αποκτήσει σημασία μόνο μέσα σε αυτήν την συζήτηση. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία πως πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για ένα «πληβειακό γεγονός», που στο δημόσιο λόγο «εκπροσωπήθηκε» από δεξιές δυνάμεις, και παρ’ όλα αυτά υπήρξε μια αντίδραση απέναντι στα δρεπανηφόρα άρματα του σύγχρονου «καθαρού» όσο ποτέ καπιταλισμού, που δεν αφήνουν πια τίποτε όρθιο. Γι’ αυτό και οι οδυρμοί περί εθνολαϊκισμού, όταν προέρχονται από «τα αριστερά», είναι περισσότερο ένδειξη της πολιτικής ανεπάρκειας –και της πολιτισμικής ιδιοτυπίας- των φορέων τους, παρά ερμηνευτικό σχήμα για τη στάση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού των Βρετανών φτωχών.
Στο κάτω κάτω, ας συνειδητοποιήσουμε πως στην ενίσχυση της ακροδεξιάς «έκφρασης» της γενικευμένης κοινωνικής δυσφορίας τίποτε δεν συμβάλλει περισσότερο από την έμπρακτη αποδοχή της ΤΙΝΑ από αριστερές δυνάμεις, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το καλοκαίρι του 2015. Η ευρύτατη πίστη πως η Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «προτεκτοράτου» στη σημερινή περίοδο ανοίγει πραγματικές λεωφόρους για τις «δεξιές εναλλακτικές». Δεν είναι απολύτως εύλογο;
Μπορεί να αλλάξει κάτι, να εφαρμοστεί μια ριζικά διαφορετική πολιτική μέσα από μια κυβέρνηση εντός Ευρώπης, ή ακόμα και εντός θεσμικού πλαισίου (εκλογές κλπ.), ή τελικά η …επανάσταση (όπως και αν ακούγεται αυτό) είναι η μόνη λύση;
Χ. Λ. Αν είναι κάτι στο οποίο δεν έχω αλλάξει άποψη, με όλο τον ορυμαγδό που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια, είναι πώς μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα. Μια κυβέρνηση δεν θα τα άλλαζε από μόνη της, μπορούσε όμως να αποτελέσει, με τις σαφείς και δημόσιες επιλογές της, την εκκίνηση της διαδικασίας του μετασχηματισμού σε μεγαλύτερες –αναγκαστικά- επικράτειες. Και αυτό θα μπορούσε να το κάνει εντός ΕΕ και Ευρωζώνης – αρκεί να ήταν αποφασισμένη να μην υποχωρήσει μπροστά στις απειλές «εκπαραθύρωσης».
Μπορούν να γίνουν αλλιώς τα πράγματα. Υπάρχει εναλλακτική, πολύ περισσότερο που η ισχύς του καπιταλιστικού φαντασιακού αποδυναμώνεται στο μέτρο που ο ζουρλός νεοφιλελευθερισμός της εποχής μας δεν πείθει κανέναν πως μπορεί να εγγυηθεί, έστω με «θυσίες», έστω αργότερα ένα καλύτερο μέλλον.
Με δύο προϋποθέσεις: πρώτα, πρέπει να ρίξουμε όλο το βάρος στην ανάταξη και οικοδόμηση κινημάτων, που «έξω από το κράτος» και σε σύγκρουση μαζί του, ακόμη κι αν είναι «αριστερό», θα δομούν την αμεσοδημοκρατική συνθήκη χωρίς την οποία, για να θυμηθούμε τον Πουλαντζά, καμιά θεσμική πολιτική δεν έχει τύχη, από την αριστερή οπτική γωνία. Αυτοδιαχειριστικά εγχειρήματα, αλληλέγγυες και κοινωνικές συνεργατικές προσπάθειες αποτελούν στρατηγικά προαπαιτούμενα μιας νικηφόρας πορείας. Δεύτερον, δεν θα διαμορφώνουμε συνθήκες εφησυχασμού, είτε γιατί η Μέρκελ θα μας κάνει τεμενάδες, είτε γιατί –στον τωρινό ιμπεριαλιστικό κόσμο!- η έξοδος θα μας κάνει, σε κάποιους μήνες μέσα, εθνικά κυρίαρχους (sic) στην οικονομική μας πολιτική.
Το θεμελιώδες μήνυμα που πρέπει να εκπεμφθεί παντού είναι πως οποιαδήποτε προσπάθεια αντίστασης και μετασχηματισμούς δεν θα είναι παρά «αίμα και άμμος». Τίποτε εύκολο δεν υπάρχει μπροστά μας.
Δεν γίνεται, όμως, αλλιώς. Ο καπιταλισμός, στο πλαίσιο της κρίσης του –οικονομικής, διατροφικής, ενεργειακής, κλιματικής– μετατρέπεται σε ύβρι πλανητικών διαστάσεων. Ο αντικαπιταλισμός, λοιπόν, είναι εκ των ων ουκ άνευ οποιαδήποτε ριζοσπαστικής πολιτικής. Επομένως, ναι: one solution revolution. Στο μέτρο, επιπλέον, που είμαστε σε ένα σημείο που η πάλη για υπεράσπιση των στοιχειωδών εκλαμβάνεται από τους κυρίαρχους ως επανάσταση, κάθε πράξη σύγκρουσης είναι επαναστατική.
Κυρίως, όμως, η αλήθεια είναι επαναστατική. Κι όποιος δεν τη λέει είναι αντιδραστικός, ακόμη και πριν υπογράψει Μνημόνια.

Πηγή: Ηit and Run