Πέρσι, κάτι τέτοιες Οκτωβριάτικες μέρες με λιακάδες γλυκές ήμουνα στις Σκουριές. Ένα μεσημέρι έφτασα στην Ιερισσό, με το λεωφορείο από Θεσσαλονίκη, κι έτσι όπως ήμουν ζαλισμένος από το στροφιλίκι του Χολομώντα, ένιωσα απίστευτη ανακούφιση σαν είδα την αμμουδερή παραλία με τη γαλήνια θάλασσα και τον Τόλη με τη Μαρία να με περιμένουν.
Ήτανε μια αίσθηση καλοκαιριού που έφυγε, μα επέστρεψε πάλι για λίγο, ίσα να μ’ αποχαιρετίσει, κι είχε μια τόσο γλυκιά μελαγχολία όλο αυτό, που την μεγάλωνε, την έκανε ασήκωτη, το βάρος των μεταλλείων στο στήθος μας.
Τον Τόλη τον είχα ακουστά από την αφοσίωσή του στον άνισο αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής με το αδίστακτο κράτος, ήτανε τότε πρόσφατα όλα τα γεγονότα και οι χημικοί πόλεμοι μες στο χωριό αλλά και στο βουνό, κι είχα συναντηθεί μαζί του μια φορά τυχαία, λίγες μέρες πρωτύτερα, στην Θράκη, εκεί που σύσσωμη η κοινωνία και η τοπική αυτοδιοίκηση ήτανε ενάντιοι στην “επένδυση” των χρυσορυχείων. Μου είχε δώσει την αίσθηση ανθρώπου πράου, μιας ήρεμης δύναμης, που στηρίζεται στην ευρύτατη γνώση όλων των τεχνικών και νομικών παραμέτρων της υπόθεσης, στην μακρόχρονη εμπειρία προσωπικών και συλλογικών αγώνων και στην βεβαιότητα ότι αυτό που κάνει είναι ακριβώς αυτό που νιώθει.
Μου έδωσε την αίσθηση ανθρώπου συγκροτημένου, πλήρως νηφάλιου, σε απόλυτη ισορροπία νου και ψυχής, αφοσιωμένου με αυταπάρνηση σε υψηλά ιδανικά, όπως η προστασία της φύσης, του τόπου του, της πατρίδας όλων μας, αφοσίωση και δράση για την οποία το λογικό θα ήταν να τον τιμά η Πολιτεία, μου έδωσε την αίθσηση ανθρώπου βέβαιου για το ιερόν του σκοπού του, ανθρώπου μεγαλόψυχου, γενναιόδωρου, ψυχωμένου.
Με φιλοξένησε στο σπίτι του ο Τόλης, με πήγε βόλτα μες στο μελλοθάνατο δάσος και μου ‘δειξε τα ρυάκια, τους δρύδες, τα μέρη που οι μελέτες προβλέπουν να καταστραφούν, μ’ έκανε κοινωνό του βουνού και του αρχέγονου δάσους, μου εξήγησε με άπειρη υπομονή, παρά τις τόσες φορές που τα είχε ήδη πει, όσες παραμέτρους της υπόθεσης δεν είχα καταλάβει, με κέρασε στην ταβέρνα όπως κάνει κάθε ψυχωμένος ντόπιος στους μουσαφιρέους του, κι έφυγα από την Ιερισσό με χαμόγελο, παρά το βάρος στο στήθος που είχε γίνει ασήκωτο αφού είχα πλέον γνωρίσει και νιώσει το βουνό, είχα όμως μέσα μου φεύγοντας την μορφή του Τόλη να μου δίνει ελπίδα, δεν θα αφήσει ο Τόλης και οι άνθρωποι εκεί, να χαθεί το δάσος, έλεγα, θα το προστατεύσουν το βουνό με όλο τους το Είναι, ήμουνα βέβαιος γι’ αυτό, ήτανε πιο αναπτερωμένο το ηθικό μου.
Πήρα ένα μάθημα μεγάλο από τον Τόλη τότε, μικρότερος εγώ και πιο ορμητικός, πιο οργισμένος. Είδα έναν άνθρωπο γελαστό και πράο, γνώστη του μάταιου της οργής και της βίας, που έδινε μάχες διάφανες, ψύχραιμες και με γαλήνευε απίστευτα.
Ακόμα, όποτε τον σκεφτώ, έχω μια γαλήνια αίσθηση, σαν ότι είμαι μέσα στην ακύμαντη Οκτωβριάτικη θάλασσα, μεσημέρι, εκεί στην ήσυχη παραλία της Ιερισσού, εμπρός από την ταβέρνα κι ο Τόλης με περιμένει στο τραπεζάκι κι έχει το χαμόγελο της αυταπάρνησης στα χείλη.
Ήτανε μια αίσθηση καλοκαιριού που έφυγε, μα επέστρεψε πάλι για λίγο, ίσα να μ’ αποχαιρετίσει, κι είχε μια τόσο γλυκιά μελαγχολία όλο αυτό, που την μεγάλωνε, την έκανε ασήκωτη, το βάρος των μεταλλείων στο στήθος μας.
Τον Τόλη τον είχα ακουστά από την αφοσίωσή του στον άνισο αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής με το αδίστακτο κράτος, ήτανε τότε πρόσφατα όλα τα γεγονότα και οι χημικοί πόλεμοι μες στο χωριό αλλά και στο βουνό, κι είχα συναντηθεί μαζί του μια φορά τυχαία, λίγες μέρες πρωτύτερα, στην Θράκη, εκεί που σύσσωμη η κοινωνία και η τοπική αυτοδιοίκηση ήτανε ενάντιοι στην “επένδυση” των χρυσορυχείων. Μου είχε δώσει την αίσθηση ανθρώπου πράου, μιας ήρεμης δύναμης, που στηρίζεται στην ευρύτατη γνώση όλων των τεχνικών και νομικών παραμέτρων της υπόθεσης, στην μακρόχρονη εμπειρία προσωπικών και συλλογικών αγώνων και στην βεβαιότητα ότι αυτό που κάνει είναι ακριβώς αυτό που νιώθει.
Μου έδωσε την αίσθηση ανθρώπου συγκροτημένου, πλήρως νηφάλιου, σε απόλυτη ισορροπία νου και ψυχής, αφοσιωμένου με αυταπάρνηση σε υψηλά ιδανικά, όπως η προστασία της φύσης, του τόπου του, της πατρίδας όλων μας, αφοσίωση και δράση για την οποία το λογικό θα ήταν να τον τιμά η Πολιτεία, μου έδωσε την αίθσηση ανθρώπου βέβαιου για το ιερόν του σκοπού του, ανθρώπου μεγαλόψυχου, γενναιόδωρου, ψυχωμένου.
Με φιλοξένησε στο σπίτι του ο Τόλης, με πήγε βόλτα μες στο μελλοθάνατο δάσος και μου ‘δειξε τα ρυάκια, τους δρύδες, τα μέρη που οι μελέτες προβλέπουν να καταστραφούν, μ’ έκανε κοινωνό του βουνού και του αρχέγονου δάσους, μου εξήγησε με άπειρη υπομονή, παρά τις τόσες φορές που τα είχε ήδη πει, όσες παραμέτρους της υπόθεσης δεν είχα καταλάβει, με κέρασε στην ταβέρνα όπως κάνει κάθε ψυχωμένος ντόπιος στους μουσαφιρέους του, κι έφυγα από την Ιερισσό με χαμόγελο, παρά το βάρος στο στήθος που είχε γίνει ασήκωτο αφού είχα πλέον γνωρίσει και νιώσει το βουνό, είχα όμως μέσα μου φεύγοντας την μορφή του Τόλη να μου δίνει ελπίδα, δεν θα αφήσει ο Τόλης και οι άνθρωποι εκεί, να χαθεί το δάσος, έλεγα, θα το προστατεύσουν το βουνό με όλο τους το Είναι, ήμουνα βέβαιος γι’ αυτό, ήτανε πιο αναπτερωμένο το ηθικό μου.
Πήρα ένα μάθημα μεγάλο από τον Τόλη τότε, μικρότερος εγώ και πιο ορμητικός, πιο οργισμένος. Είδα έναν άνθρωπο γελαστό και πράο, γνώστη του μάταιου της οργής και της βίας, που έδινε μάχες διάφανες, ψύχραιμες και με γαλήνευε απίστευτα.
Ακόμα, όποτε τον σκεφτώ, έχω μια γαλήνια αίσθηση, σαν ότι είμαι μέσα στην ακύμαντη Οκτωβριάτικη θάλασσα, μεσημέρι, εκεί στην ήσυχη παραλία της Ιερισσού, εμπρός από την ταβέρνα κι ο Τόλης με περιμένει στο τραπεζάκι κι έχει το χαμόγελο της αυταπάρνησης στα χείλη.
Γιάννης Μακριδάκης
Πηγή: Γνώρισα έναν “εγκληματία”. του Γιάννη Μακριδάκη - RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου