ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ, ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ


Αξιολόγηση Χρήστη: 0 / 5

 A. Το γενικό πλαίσιο προβληματισμού

Ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Antonio Guterres, σε άρθρο του[1] πριν από δύο περίπου χρόνια, είχε επισημάνει την άμεση σχέση που υπάρχει μεταξύ των γεωπολιτικών εξελίξεων και της εμφάνισης μαζικών μεταναστευτικών ροών.  
Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ούτε νέα, ούτε πρωτότυπη. Πολλές είναι οι σχετικές μελέτες και οι αντίστοιχες αναλύσεις που έχουν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, λόγω των ραγδαίων και, ενίοτε, δραματικών γεωπολιτικών ανακατατάξεων το φαινόμενο των μαζικών μεταναστευτικών μετακινήσεων τείνει να πάρει ανησυχητικές διαστάσεις.
Για να γίνει κατανοητή η διαλεκτική τους σχέση, θα μπορούσε να αναφερθεί ένα από τα σημαντικότερα επί του θέματος παραδείγματα, όπως είναι αυτό των ενόπλων, περιφερειακών  συγκρούσεων. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2002 – 2011 κατεγράφησαν: (α) 73 ένοπλες συγκρούσεις σε κάποιο κράτος (state –based conflicts) εκ των οποίων οι 37 διατηρούντο και το 2011, (β) 223 μη κρατικές συγκρούσεις (non – statesconflicts), οι 38 εκ των οποίων εξακολουθούσαν και κατά το 2011 και τέλος, (γ) σε βίαιες ενέργειες προερχόμενες από μια πλευρά, και άρα εναντίον αμάχων πολιτών, ενεπλάκησαν 127 ένοπλες ομάδες (actors were involved inoneside violence), ενώ οι 23 από αυτές ήταν παρούσες και το 2011[2]. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό γιατί το 2011, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες προσέφερε βοήθεια σε περισσότερα από 35 εκατ. άτομα εκ των οποίων 10,4 εκατ. ήταν οι πρόσφυγες και 14,7 εκατ. οι πολίτες που αναγκάστηκαν να μετακινηθούν εντός των ορίων της χώρας τους, σε 25 χώρες[3]. Το επόμενο έτος, το 2012, ο αριθμός των προσφύγων αυξήθηκε κατά 1,1 εκατ. άτομα (ήτοι, νέους πρόσφυγες), αύξηση που θεωρείται ως η μεγαλύτερη από το 1999[4]. Το 2013 το προσφυγικό πρόβλημα πήρε νέες δραματικές διαστάσεις, κυρίως λόγω των σφοδρών στρατιωτικών συγκρούσεων στη Συρία, στην οποία κατεγράφησαν περίπου 2,5 εκατ. πρόσφυγες και περί τα 6,5 εκατ. εσωτερικά μετατοπισθέντες, προκαλώντας μια περιφερειακής εμβέλειας ανθρωπιστική κρίση με πολυδιάστατες επιπτώσεις και απειλητικές προοπτικές.
Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι, κυρίως κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι ανακατατάξεις, οι εντάσεις αλλά και οι, εν γένει, ένοπλες συγκρούσεις που παρατηρούνται στο πλαίσιο των γεωπολιτικών σχέσεων εκκινούν, όλο και περισσότερο, από την αυξανόμενη επιρροή που ασκεί η οικονομία, σε όλες τις εκφάνσεις της, επί των τοπικών, περιφερειακών και διεθνών κοινωνικών δομών και των πολιτικών πρακτικών, επαναπροσδιορίζοντας έτσι το πλαίσιο διαμόρφωσης των διεθνών σχέσεων[5].  
Η ανάλυση της εντεινόμενης διασύνδεσης μεταξύ των γεωπολιτικών και των γεωοικονομικών σχέσεων, αν όχι η σταδιακή  επικράτηση των δεύτερων επί των πρώτων, είναι απαραίτητη τόσο για να ερμηνευθεί η εξέλιξη των μεταναστευτικών ροών, όσο και για να διερευνηθούν οι ενδεδειγμένες λύσεις αντιμετώπισης του υπό συζήτηση ζητήματος.   
Προκειμένου να εξεταστεί αναλυτικότερα η διαλεκτική σχέση μεταξύ αιτίων και αιτιατών της διόγκωσης των μεταναστευτικών ροών, θα πρέπει να γίνουν κάποιες αρχικές, μεθοδολογικής υφής, παρατηρήσεις.
Καταρχήν, εάν θεωρήσουμε ότι «…η γεωπολιτική εξετάζει τη συμπεριφορά των κρατών ή και των οργανωμένων ομάδων που έχουν τη δυνατότητα δράσης…»[6], τότε με την έννοια «γεωπολιτικές εξελίξεις» νοείται το σύνολο εκείνων των πολιτικών, κοινωνικών, στρατιωτικών, οικονομικών, πολιτιστικών αλλά και οικολογικών δραστηριοτήτων, συμπεριφορών καθώς και επιλογών των δρώντων υποκειμένων που επαναπροσδιορίζουν τις σχέσεις είτε μεταξύ των κρατών – εθνών, είτε των εμπλεκομένων οργανωμένων ομάδων, σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, προκαλώντας ανάλογες ανακατατάξεις, αναδιαρθρώσεις και ανατροπές. Εν προκειμένω βέβαια, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται σε εκείνες τις γεωπολιτικές εξελίξεις [που χαρακτηρίζονται ως κρίσεις] οι οποίες είναι σε θέση να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο συνθηκών τέτοιο, ώστε (μεγάλες) κοινωνικές ομάδες, όντας υπό την απειλή ή/και την άσκηση βίαιων (με τη γενική έννοια του όρου) πιέσεων, να εξαναγκάζονται να μετακινηθούν μαζικά (είτε ως ομάδες είτε ως άτομα) σε άλλη περιοχή, εντός της περιφέρειας που κατοικούν ή και πέραν αυτής, προκαλώντας νέας υφής και εμβέλειας δεδομένα, όχι πάντα εύκολα διαχειρίσιμα.
Ως «γεωοικονομικές σχέσεις» προσδιορίζεται το σύνολο των οικονομικών ευκαιριών, ικανοτήτων, δυνατοτήτων και δραστηριοτήτων, καθώς και των νομισματικών, εμπορικών και τεχνολογικών εξελίξεων που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τις περιφερειακές ή/και τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, τις υφιστάμενες υλικές συνθήκες και, κατά προέκταση, τις συμπεριφορές και βλέψεις των οικονομικών υποκειμένων (φυσικά, των κρατικών οντοτήτων μη εξαιρουμένων). Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι στο πλαίσιο ανάλυσης των γεωοικονομικών σχέσεων κατατάσσονται τόσο τα «κυρίαρχα οικονομικά πρότυπα» και τα αντίστοιχα διεθνή, αναπτυξιακά μοντέλα[7], που προφανώς επιδρούν καταλυτικά στο επίπεδο διαχείρισης των εθνικών οικονομιών, όσο και οι παράνομες ή και εγκληματικές δράσεις[8], ειδικά αυτές η εμβέλεια των οποίων εντοπίζεται σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Τέλος, στο ίδιο πεδίο ανάλυσης περιλαμβάνεται και η «δυναμική» της οικονομικής κρίσης, η εμφάνιση της οποίας συντελεί σε μια σειρά δραματικών αλλαγών στο πεδίο των κοινωνικών αναζητήσεων, των οικονομικών δραστηριοτήτων, των πολιτιστικών προτύπων, όπως και των οικολογικών ισορροπιών, που τελικά συντελούν στην ανάδειξη κάποιων θεμελιωδών αλλαγών ως προς τη «διαμόρφωση της μορφής» (βλέπε στην έκταση και στην ένταση) των μεταναστευτικών μετακινήσεων.
Από την άλλη πλευρά, επισημαίνεται ότι η μετανάστευση διακρίνεται σε δύο επιμέρους κατηγορίες:
Η πρώτη κατηγορία, αναφέρεται στη νόμιμη μετανάστευση, η οποία περιγράφει μια «συντεταγμένη μετακίνηση» (ή, καλύτερα, μια «πολιτική ρυθμιζόμενης εισόδου / μετακίνησης») που, κατά κύριο λόγο, πραγματώνεται στο πεδίο των οικονομικών / εργασιακών σχέσεων και που, υπό αυτήν την έννοια, συντελεί στην παραγωγή πλούτου αλλά και ευρύτερα στην ενεργοποίηση του ενάρετου οικονομικού κύκλου. Υπό αυτό το πρίσμα, υποστηρίζεται ότι η νόμιμη μετανάστευση  εμφανίζεται ως μια δυναμική αναπτυξιακή πολιτική από την οποία, κάτω από συγκεκριμένες οικονομικό – κοινωνικές συνθήκες[9], μπορούν να κερδίσουν όλες οι συμμετέχουσες πλευρές, ήτοι, και η χώρα υποδοχής, και η χώρα προέλευσης όπως, φυσικά, και ο ίδιος ο νομίμως μετακινούμενος εργαζόμενος. Για τη χώρα υποδοχής, δεν είναι δύσκολο να δειχτεί ότι οι νόμιμοι μετανάστες διαδραματίζουν εποικοδομητικό ρόλο[10] όταν έρχονται να καλύψουν «εργασιακά κενά» που συνδέονται είτε με την έλλειψη εργατικού δυναμικού, είτε με την αναζήτηση εξειδικευμένων εργαζόμενων[11]. Από την άλλη πλευρά, όμως και για την περίπτωση των χωρών προέλευσης, προκύπτουν σημαντικά οφέλη, που θα μπορούσαν να προσδιοριστούν τόσο στο επίπεδο της μείωσης της ανεργίας όσο και στη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μέσω της αύξηση των (μεταναστευτικών) εμβασμάτων[12].
Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή της παράνομης ή της παράτυπης μετανάστευσης η οποία πραγματοποιείται ανεξέλεγκτα είτε λόγω άσκησης «ανωτέρας βίας», όπως στην περίπτωση ένοπλων συγκρούσεων, φυσικών καταστροφών κ. ά. (παράτυπη μετανάστευση) η οποία μάλιστα συνδέεται και με την αναζήτηση «καθεστώτος προστασίας»[13], είτε επειδή κάποιοι πολίτες τρίτων χωρών μετέρχονται διαφόρων μεθόδων και μέσων προκειμένου να μετακινηθούν εκτός του υφιστάμενου, νομίμου πλαισίου με σκοπό την «αδήλωτη – παράνομη» εργασία ή, ακόμα την απόκτηση οικονομικών «ωφελημάτων», μέσω έκνομων ενεργειών και δραστηριοτήτων (παράνομη)[14].
Βεβαίως, δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας η δράση των «κυκλωμάτων διακίνησης» της παράτυπης ή και της παράνομης μετανάστευσης, είτε αυτά «περιορίζονται» στα μέσα (παράνομης) μεταφοράς των μεταναστών, είτε, ακόμα χειρότερα, πρόκειται για τα εγκληματικά κυκλώματα εκμετάλλευσης των μεταναστών. Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση (2014) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας περί τα 21 εκατ. υπολογίζονται οι άνθρωποι που εργάζονται σε συνθήκες σκλαβιάς, με τους μετανάστες να εμφανίζονται ως η πρώτη ύλη της σύγχρονης αυτής μορφής δουλείας[15]

B. Η μετανάστευση εν μέσω των αναδιαμορφωμένων γεωπολιτικών σχέσεων και των γεωοικονομικών ανατροπών της μεταψυχροπολεμικής περιόδου

Στη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου παρατηρούνται ιστορικής εμβέλειας αλλαγές στο πεδίο των γεωπολιτικών εξελίξεων, κυρίως υπό την πίεση που ασκούν τόσο οι βίαιες συγκρούσεις όσο και οι δομικής εμβέλειας αναδιατάξεις που πηγάζουν από το πεδίο των οικονομικών σχέσεων και δραστηριοτήτων, γεγονός που έχει άμεσες συνέπειες στον προσδιορισμό της έντασης, της έκτασης, αλλά και του «είδους»[16] των μεταναστευτικών ροών.
Έτσι, προκειμένου να δειχθεί και να καταστεί κατανοητή η επίδραση που ασκούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις επί των μεταναστευτικών μετακινήσεων, στη συνέχεια προτείνεται η εξέταση των τριών υπο-περιόδων (περιοδολόγηση) της μεταψυχροπολεμικής περιόδου (1989 – 2014). Αυτό σημαίνει ότι μέσω των κυρίαρχων τάσεων και χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν οι εν λόγω τρεις υποπερίοδοι, αναζητείται και η μορφή, το είδος και η υφή των μεταναστευτικών ροών.

1. 1989 – 2001: Η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και η προσδοκία της οικονομικής ανάπτυξης

Σε πολύ γενικές γραμμές, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού προκάλεσε μαζικές μετακινήσεις εργαζομένων από την Ανατολική προς τη Δυτική Ευρώπη (και εν γένει προς τη Δύση). Η εν λόγω διαδικασία κρίθηκε μάλλον ως «θετική», αφού ουσιαστικά βασίσθηκε στην κάλυψη κάποιων εκατέρωθεν αναγκών, στο βαθμό που:
α) οι εργαζόμενοι από την Ανατολική Ευρώπη αναζητούσαν μια άλλη προοπτική, επηρεασμένοι προφανώς τόσο από το προηγούμενο πολιτικό – οικονομικό καθεστώς που χαρακτηριζόταν από (πολιτική) αυταρχικότητα αλλά και (οικονομική) αποστέρηση, όσο, όμως, και από τη «ρετουσαρισμένη» εικόνα της Δύσης, η οποία και εμφανιζόταν (στα μάτια τους) ως ένας «επίγειος παράδεισος κατανάλωσης», κάτι για το οποίο σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν επίσης και τα δυτικά «μέσα διάχυσης της μαζικής κουλτούρας» (κινηματογράφος, τηλεόραση…)[17],
β) τα κέντρα οικονομικών αναλύσεων και πολιτικών αποφάσεων προέβλεπαν μια νέα δυναμική ώθηση στην αναπτυξιακή προοπτική, η οποία θα συνδυαζόταν με μια αντίστοιχη ζήτηση εργατικού δυναμικού,
γ) τα οικονομικά – επενδυτικά υποκείμενα, των «δυτικών» κυρίως οικονομιών, απέβλεπαν  στη «μισθωτή στρατολόγηση» μιας (αρκετά υψηλής) εξειδίκευσης αλλά και της πειθαρχίας που διέθεταν οι εργαζόμενοι από το πάλαι ποτέ «Ανατολικό μπλοκ», οι οποίοι επιπρόσθετα χαρακτηρίζονταν και ως εργαζόμενοι «χαμηλού κόστους».  
Πέρα από τους εμφανείς οικονομικούς (βλέπε και αναπτυξιακούς) λόγους της μετανάστευσης, στη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, θα πρέπει ασφαλώς να μνημονευθεί και η αύξηση των μεικτών μεταναστευτικών ροών,ήτοι της παράτυπης και της παράνομης μετανάστευσης που προκλήθηκε από τις βίαιες διασπάσεις κρατών, με επίκεντρο και πάλι, το γεωγραφικό πεδίο του πρώην Ανατολικού συνασπισμού.
Συνεπώς, κατά την πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδο, η οποία, πολύ χονδρικά, διήρκεσε για περισσότερο από μια δεκαετία, από το 1989 έως το 2001, αναπτύσσονται ταυτόχρονα νόμιμα και μεικτά μεταναστευτικά ρεύματα, ως αποτέλεσμα κυρίως οικονομικών λόγων αλλά και ανάπτυξης βίαιων συγκρούσεων, που ακολούθησαν την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.

2.  2001 – 2008: Η «μέγα – τρομοκρατία», ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» και η νέα εποχή για τη διεθνή οικονομία

Από το 2001 και μετά, εμφανίζονται κάποιες θεμελιώδεις ιστορικές εξελίξεις, στο πεδίο διαμόρφωσης των γεωπολιτικών σχέσεων, οι οποίες όχι μόνο προσδιόρισαν το πλαίσιο της δεύτερης υποπεριόδου της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, αλλά, επιπρόσθετα,  επηρέασαν καταλυτικά και την υφή των μεταναστευτικών μετακινήσεων.
Μετά την τρομοκρατική επίθεση στις ΗΠΑ, ξεκίνησε ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», με πρώτο σταθμό το Αφγανιστάν (Νοέμβριος 2001). Το 2003 οι στρατιωτικές επιχειρήσεις επεκτάθηκαν στο Ιράκ, όπου και επιδιώχθηκε, αυτή τη φορά (σε σχέση με το 1991), η ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι δύο αυτές στρατιωτικές επιχειρήσεις ενώ ολοκλήρωσαν τον αρχικό τους στόχο, την ανατροπή των πολιτικών τους καθεστώτων, πολύ σύντομα, παρουσίασαν σοβαρές επιπλοκές, με την έννοια ότι στη συνέχεια οργανώθηκαν στο εσωτερικό αυτών των χωρών ένοπλες ομάδες, με διαφορετικά συμφέροντα και πολυδιάστατους στόχους, που προκαλούσαν «τυφλές» τρομοκρατικές ενέργειες με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένα κλίμα τρομοκρατίας, πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής αναταραχής σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο[18].  Τέλος, υπενθυμίζεται ότι κατά την ίδια περίοδο, λαμβάνονται τα πρώτα απαισιόδοξα μηνύματα για την πορεία της διεθνούς οικονομίας. Η αισιοδοξία των πρώτων ετών της δεκαετίας του ΄90, είναι αλήθεια, είχε ήδη κοπάσει από την εποχή της ασιατικής κρίσης (1997) και της αντίστοιχης κατάρρευσης της ρωσικής οικονομίας (1998). Την επόμενη δεκαετία ωστόσο, τα δείγματα «οικονομικής αδυναμίας» εμφανίζονται και στο πεδίο της αμερικανικής οικονομίας (κατάρρευση του δείκτη NASDAQ, οικονομικά σκάνδαλα στους εταιρικούς κολοσσούς ENRON και WORLD COM, κ. ά.). Κατά συνέπεια, διεθνής τρομοκρατία, πόλεμος κατά της τρομοκρατίας[19] και μια ασθενής (παραπαίουσα;) διεθνής οικονομία συμπλέκονται σε έναν «θανατηφόρο εναγκαλισμό», με σοβαρά αρνητικές αντανακλάσεις σε όλο το φάσμα των περιφερειακών οικονομιών.  

3.   2008 – 2014: Η περίοδος της βαθιάς οικονομικής κρίσης

Οι υποψίες για την ασθένεια τη αμερικανικής οικονομίας, στο ξεκίνημα του 2000, μετουσιωθήκανε σε πραγματικότητα, στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας. Η οικονομική κρίση που εμφανίσθηκε από το 2007, κυρίως στις ΗΠΑ, κορυφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2008 (με την κατάρρευση της Lehman Bros) και διαχύθηκε στη συνέχεια στην παγκόσμια οικονομία, προκάλεσε μια βαθιά πρωτοφανή κρίση, στις «δυτικές» οικονομίες, επιφέροντας μια άμεση, αρνητική αντανάκλαση τόσο στον τομέα ζήτησης «εργατικού δυναμικού» και καταναλωτικών προϊόντων από τις χώρες της περιφέρειας, όσο και στο επίπεδο των ξένων άμεσων επενδύσεων προς τις χώρες της Ανατολής και του Νότου, με αποτέλεσμα και οι συγκεκριμένες περιοχές να βρεθούν εγκλωβισμένες στη δίνη της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης[20].
Παράλληλα, κατά την ίδια περίοδο, κυρίως στο ξεκίνημα του 2011, παρουσιάσθηκε και η κοινωνική αναταραχή στις Αραβικές χώρες (γνωστή ως «Αραβική άνοιξη»), που σε ορισμένες  περιπτώσεις πήρε διαστάσεις εμφύλιας σύρραξης, και η οποία συνετέλεσε, σε μεγάλο βαθμό, σε νέα δυναμική επέκταση των μεταναστευτικών ροών[21]. Μπορεί η «Αραβική άνοιξη» να εξέφρασε την κοινωνική βούληση για ελευθερία, δημοκρατία και εκσυγχρονισμό, ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί, εν προκειμένω, ο θεμελιώδης ρόλος της οικονομικής κρίσης και η αναζήτηση, από τις συγκεκριμένες κοινωνίες, μιας νέας αναπτυξιακής προοπτικής[22]. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, οι περιοχές που παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων είναι η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική στις οποίες 1 στους 3 νέους άνδρες δεν μπορεί να βρει δουλειά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις νέες γυναίκες προσεγγίζει το 45%[23].
Τέλος, την ίδια πάντα περίοδο, σημαντική υπήρξε η καταγραφή της οικολογικής ανισορροπίας, και η συνακόλουθη κλιματική αλλαγή, ως προς τη δημιουργία ενός «εχθρικού φυσικού περιβάλλοντος», το οποίο, φυσικά, είχε το δικό της μερίδιο στην πρόκληση ένοπλων συγκρούσεων αλλά και μεταναστευτικών πιέσεων[24]. Σύμφωνα με σχετικά στοιχεία, το 2010 περί τα 38 εκατ. άτομα, γνωστοί ως «περιβαλλοντικοί μετανάστες», εγκατέλειψαν τις εστίες τους λόγω έντονων κλιματικών φαινομένων. Σχετικές εκτιμήσεις κάνουν λόγω για επιδείνωση της κατάστασης, αφού ο αριθμός των συγκεκριμένων μεταναστών, εκτιμάται ότι μπορεί να κυμανθεί από τα 200 εκατ. έως το 1 δις άτομα,  έως το 2050[25].
Υπό την οπτική της πολύ γενικής προσέγγισης που προηγήθηκε, καθίσταται σαφές ότι η οικονομία, στο πλαίσιο των γεωοικονομικών σχέσεων, διαδραματίζει έναν θεμελιώδη σε ότι αφορά τόσο την παράνομη μετανάστευση (illegal migrationimmigration clandestine), στο βαθμό που αυτή φαίνεται να επηρεάζεται περισσότερο από την ύφεση, τη φτώχεια, την ανεργία αλλά και από το εύρος και τη δυναμική του (διεθνούς) οργανωμένου εγκλήματος, από την δύναμη επηρεασμού των προτύπων οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας, κ.ά., όσο και τηνόμιμη, η οποία τείνει να περιοριστεί υπό την πίεση που ασκεί, στις οικονομίες των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών, η υφιστάμενη βαθιά οικονομική κρίση. Σε ότι αφορά, τέλος, στην παράτυπη μετανάστευση (irregular migration, immigration irregulière), θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι αν και αυτή παρουσιάζεται από πολλές ακαδημαϊκές αναλύσεις και πολιτικές προσεγγίσεις ως αποτέλεσμα της βίας που ασκείται ή θα μπορούσε να ασκηθεί εναντίον των πολιτών κάποιων χωρών, ή από την εμφάνιση άλλων απειλητικών φαινομένων που δημιουργούν τις συνθήκες βίαιης και μαζικής μετακίνησης πληθυσμών (όπως είναι η έκταση και η δυναμική των οικολογικών καταστροφών αλλά και των κλιματικών αλλαγών ή κ.ά.), εντούτοις και σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να αναζητηθεί η επιρροή των οικονομικών συνθηκών που επεκτείνονται από την άσκηση βίας έως την εφαρμογή οικονομικών πολιτικών που συντελούν στην ανατροπή των οικολογικών ισορροπιών.
Συνεπώς, η ένταση και η έκταση των μεταναστευτικών ροών, που τα τελευταία χρόνια (βλέπε κατά την τρίτη περίοδο της προαναφερόμενης περιοδολόγησης) φαίνεται να διογκώνεται συνεχώς, συνδέονται, σε μεγάλο βαθμό, με την οικονομική κρίση ή και, γενικότερα, με την «κακοπροαίρετη εκμετάλλευση» κάποιων οικονομικών ή πολιτικών δυνατοτήτων που προωθούνται πλέον, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή η τελευταία ορίζεται, πρωταρχικά, ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών καινοτομιών και της επιστημονικής γνώσης.[26]
Υπό αυτές τις συνθήκες, η οικονομική ανάπτυξη (αν και όταν υπάρξει) δεν θα πρέπει να προσδιορίζεται ως αυτοσκοπός. Με άλλα λόγια, η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να θεωρείται ως ένας παράγοντας που είναι σε θέση, από μόνος του και αυτόματα, να αντιμετωπίσει ή και να αποτρέψει άμεσα και γραμμικά τις μεταναστευτικές ροές, εάν δεν ικανοποιούνται και οι τρεις ακόλουθες προϋποθέσεις, που αφορούν τη υφή και τον χαρακτήρα της ανάπτυξης:
(ι) Να στηρίζεται στην οικοδόμηση σχέσεων ειλικρινούς συνεννόησης, αγαστής συνεργασίας και σεβασμού των εθνικών ή περιφερειακών ιδιαιτεροτήτων με επίκεντρο την επικράτηση μιας αρμονικής περιφερειακής ισορροπίας.
(ιι)  Να είναι «ήπιας» μορφής ώστε να μην προκαλεί περιβαλλοντικές καταστροφές και οικολογικές ανατροπές[27].
(ιιι) Τέλος, να επωφελούνται και οι κοινωνίες από την παραγωγή πλούτου. Όπως αναφέρεται σήμερα, το πρόβλημα δεν είναι, αυτή καθαυτή, η παραγωγή πλούτου, αφού μια τέτοια διαδικασία φαίνεται να πραγματοποιείται ιδιαιτέρως ικανοποιητικά τα τελευταία χρόνια[28], αλλά ο τρόπος ανακατανομής της[29]
Η γενική αυτή παρουσίαση που προηγήθηκε αν και αποτελεί μια χρήσιμη, «ολιστική» προσέγγιση, εντούτοις δεν είναι σε θέση να περιγράψει το σύνολο των διαστάσεων που αντιμετωπίζει μια χώρα, σε «εθνικό» επίπεδο, από τις μαζικές μεταναστευτικές ροές. Προκειμένου λοιπόν να καλυφθεί αυτό το κενό, στη συνέχεια αναδεικνύονται κάποιες πλευρές του μεταναστευτικού προβλήματος της Ελλάδας, καθώς αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερα ενδεικτικές πλευρές, και για αυτό άκρως ενδιαφέρουσες.

Γ. Οικονομική κρίση και μεταναστευτικές πιέσεις. Η ελληνική περίπτωση

Σε ότι αφορά στην περίπτωση της Ελλάδος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια μιας περιόδου μεγαλύτερης του αιώνα, (ήτοι, από το τέλος του 19ου έως την αρχή του 21ου αιώνα) η χώρα γνώρισε, όχι μόνο μια έντονη μεταναστευτική μετακίνηση αλλά, και επιπλέον, μια θεμελιώδη αλλαγή ως προς την κατεύθυνση της μετακίνησης των μεταναστευτικών της ροών. Έτσι, σε ένα πρώτο διάστημα, αρκετών δεκαετιών, εμφανίσθηκε ως χώρα προέλευσης, ενώ στη συνέχεια κατέστη χώρα προορισμού των μεταναστών.
Ειδικότερα, από το τέλος του 19ου αιώνα έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι Έλληνες πολίτες αναζητούσαν εργασία σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, όπως στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία ή, ακόμα, στην Ευρώπη, καθώς και αλλού, στις χώρες δηλαδή όπου εμφανιζόταν σχετική ζήτηση στην αγορά εργασίας, λόγω της ανοδικής τάσης του οικονομικού κύκλου.  
Όπως φαίνεται και από τον Πίνακα 1, που ακολουθεί, η δεκαετία  1961 – 1970, θεωρείται ως το αποκορύφωμα της μετανάστευσης των Ελλήνων πολιτών – εργαζόμενων αφού, τη συγκεκριμένη δεκαετία η καθαρήμεταναστευτική ροή προς το εξωτερικό έφθασε τους 126.340 Έλληνες πολίτες[30].
Από το 1974, ωστόσο, αρχίζει η αντίστροφη πορεία της μεταναστευτικής μετακίνησης αφού πλέον η Ελλάδα καθίσταται προορισμός των μεταναστών.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1.
Πληθυσμός της Ελλάδος κατά υπηκοότητα στα έτη των απογραφών

ΕΤΟΣ
ΕΛΛΗΝΕΣ
ΥΠΗΚΟΟΙ
ΞΕΝΟΙ ΥΠ. ΣΤΗΝ
ΕΛΛΑΔΑ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ

Στην Ελλάδα
Στο εξωτερικό


1951
  7.602.230
  37.413
  30.571
  7.632.801
1961
  8.333.817
  71.925
  54.736
  8.388.553
1971
  8.767.073
218.908
  92.568
  8.859.641
1981
  9.568.993
  98.343
171.424
  9.740.417
1991
10.092.624
  41.910
167.276
10.259.900
2001
10.166.987
  39.608
797.093
10.964.080

ΠΗΓΗ: ΕΣΥΕ: Αποτελέσματα Απογραφών, περιέχεται στο βιβλίο: Χ. Μπάγκαβος – Δ. Παπαδοπούλου: Μεταναστευτικές Τάσεις & Ευρωπαϊκή Μεταναστευτική Πολιτική, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, Μελέτες 15, χ. ημερ. έκδοσης, σελ. 159.
    
Υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι που μπορούν να εξηγήσουν αυτήν την αντιστροφή, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο:
-Καταρχήν, υπάρχει μια εσωτερικής υφής πολιτική εξέλιξη. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας αποτέλεσε μια σημαντική παράμετρο μετακίνησης (βλέπε, επιστροφής) παλιννοστούντων.
-Επιπλέον όμως, θα πρέπει επί του προκειμένου, να ληφθεί υπόψη και η επικρατούσα οικονομική συγκυρία. Από το τέλος της δεκαετίας του ’60, ήδη, εμφανίσθηκε, σε λανθάνουσα μορφή στην αρχή, μια δομικής εμβέλειας οικονομική κρίση στις δυτικές χώρες, η οποία ωστόσο επιδεινώθηκε τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας, με αποκορύφωμα, φυσικά την πετρελαϊκή κρίση του 1973. Οι μετανάστες, που και σε αυτήν την περίπτωση ήταν παλιννοστούντες[31] εμφανίσθηκαν ως τα πρώτα θύματα αυτών των ραγδαίων οικονομικών ανακατατάξεων.
Κατά την επόμενη περίοδο, τη δεκαετία του ’80, η μετανάστευση προς την Ελλάδα εμφανίσθηκε ως τάση διόγκωσης της «παράνομης απασχόλησης» σταδιακά, ενώ, κατά τα τελευταία χρόνια της συγκεκριμένης δεκαετίας ξεκινά και η ιστορία της Ελλάδος ως χώρας υποδοχής μεταναστών.  
Προκειμένου να αναδειχθούν οι βασικές, γεωπολιτικής υφής, αιτίες που προκάλεσαν τις μεταναστευτικές μετακινήσεις προς την Ελλάδα, θα πρέπει, και σε αυτήν την περίπτωση, να γίνει χρήση  της περιοδολόγησης, που προτάθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο.



1.   1989 – 2001: Η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και η «κάθοδος των μυρίων» στην Ελλάδα

Η ραγδαία αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την Ελλάδα, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα των περιφερειακών γεωπολιτικών (αλλά και των ευρύτερων, διεθνών γεωοικονομικών) ανακατατάξεων που συντελέστηκαν κατά την εν λόγω περίοδο, λόγω της κατάρρευσης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Βεβαίως, οι μαζικές μεταναστευτικές μετακινήσεις εκτός από τις συγκεκριμένες «τεκτονικές δονήσεις» θα πρέπει, επιπρόσθετα, να συνδυαστούν και με την ίδια τη γεωγραφική θέση της χώρας μας.
Αναλυτικότερα, η Ελλάδα όντας τοποθετημένη γεωγραφικά, στο Νότιο τμήμα της Ν/Α Ευρώπης, κατά τη διάρκεια του «ψυχρού πολέμου» περικλειόταν, βορείως, από καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία). Υπό αυτήν την έννοια, η κατάρρευση των συγκεκριμένων καθεστώτων, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90, προκάλεσε μια μαζική, ανεξέλεγκτη φυγή των πολιτών των εν λόγω χωρών προς τις δυτικές κοινωνίες, προκειμένου αυτοί να απολαύσουν μια «καλύτερη ζωή». Το όραμά τους συνδεόταν κυρίαρχα με οικονομικά αιτήματα, χωρίς ωστόσο να παραβλεφθούν τόσο οι πολιτικές (αναζήτηση πολιτικών ελευθεριών), όσο και οι πολιτιστικές (ένα διαφορετικό πολιτιστικό πρότυπο ζωής) διαστάσεις της μετακίνησής τους.
Οι μετακινήσεις προς την Ελλάδα, και γενικότερα προς τη Δύσης, ήταν συγκλονιστικές τόσο σε έκταση όσο και σε ένταση. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, ο αριθμός των μεταναστών στην Ελλάδα το 1992 έφθανε τις 271.000, από τους οποίους οι 181.000 ήταν παράνομοι. Δύο χρόνια αργότερα, το 1994 ο αριθμός των παράνομων μεταναστών ανερχόταν στις 350.000[32].
Η μεταναστευτική ροή από τις Βαλκανικές χώρες προς την Ελλάδα, επιταχύνθηκαν και εξαιτίας των ένοπλων συγκρούσεων που ακολούθησαν, κυρίως, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, διαδικασία που διήρκεσε μια δεκαετία περίπου.
Συνεπώς, τη δεκαετία του ’90 η Ελλάδα δέχεται ένα πρώτο πολύ σοβαρό (βλέπε: ανεπανάληπτο) κύμα μεταναστών από τα Βαλκάνια και, γενικότερα, από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.          
Σε ένα πρώτο χρονικό διάστημα λόγω των μεγάλων μεταναστευτικών πιέσεων αλλά και του ελλείμματος σχετικής εμπειρίας διαχείρισής του, δημιουργήθηκε ένα κοινωνικό πρόβλημα το οποίο ωστόσο ελέγχθηκε σε διάστημα μικρότερο της δεκαετίας. Μεγάλος σύμμαχος της Ελλάδος στο θέμα της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών υπήρξε ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης που εμφανίσθηκε στη χώρα κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’90. Η γενικότερη τάση που επικρατούσε σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο και αφορούσε τόσο στις ροές μεταναστευτικών ροών όσο και στο ζήτημα της διαχείρισης των μετακινούμενων εργαζομένων, σε συνδυασμό με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εντατικοποίηση των προσπαθειών για την κοινωνική ένταξη και την εργασιακή ενσωμάτωση των  νόμιμων μεταναστών.
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, παρατηρείται ότι οι πολιτικές ένταξης των μεταναστών στους κόλπους του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, μεταξύ των άλλων[33],  επηρέασε αυξητικά και τις δημογραφικές τάσεις της χώρας. Είναι ενδεικτικό ότι κατά την απογραφή του 2001, καταγράφηκε αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας ο οποίος, έτεινε στα 11 εκατ. περίπου[34], τάση η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλετο στην αύξηση και ενσωμάτωση της καθαρής μεταναστευτικής ροής, νόμιμων μεταναστών, που ξεπερνούσε τις 750 χιλ., όπως φαίνεται στον Πίνακα 1. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίστοιχο προηγούμενο, στο πεδίο των δυτικών κοινωνιών συναντάται, κυρίως, στην περίπτωση των ΗΠΑ, οι οποίες αυξάνουν τον πληθυσμό τους λόγω της ενσωμάτωσης των μεταναστών[35].



ΠΙΝΑΚΑΣ 2.
Συνολικός αριθμός μακροχρόνιων μεταναστών στην ΕΕ (27 κ–μ) και στην Ελλάδα, 2009 – 2012

ΕΤΗ
2009
2010
2011
2012
ΕΕ 27 κ. - μ.*
1.731.000
1.811.300
1.750.600
1.693.900
ΕΛΛΑΔΑ
-----
   119.070
   110.823
   110.139

* Ως προς τα στοιχεία που αφορούν την ΕΕ των 27 κ. μ., σημειώνεται ότι: (α) δεν υπάρχει συνέχεια ως προς τις χρονοσειρές, (β) διαφέρουν οι ορισμοί, (γ) είναι προσωρινά.

ΠΗΓΗ: EUROSTAT: Your key to European Statistics, last update 21/05/2014.

2.  2001 – 2008: Η «μέγα – τρομοκρατία», ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» και η σταδιακά επεκτεινόμενη μετακίνηση μεικτών μεταναστευτικών ροών

Κατά τη δεύτερη υποπερίοδο, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2001 (11/09/2001), δημιουργήθηκαν νέα δεδομένα στο επίπεδο των διεθνών γεωπολιτικών σχέσεων, αφού τόσο οι ένοπλες, περιφερειακές συγκρούσεις όσο, όμως, και οι γενικότερες διεργασίες στο επίπεδο της ΕΕ (υιοθέτηση ευρώ)[36], δημιούργησαν ένα νέο πλαίσιο αιτίων μετακίνησης μεικτών μεταναστευτικών ροών.
Θα πρέπει να καταγραφεί και μια πρόσθετη παράμετρος που έπαιξε κεντρικό ρόλο κατά την περί ου ο λόγος περίοδο, αφού  στο επίπεδο της ΕΕ κυριαρχεί η εφαρμογή της Συμφωνίας Schengen[37]. Όπως είναι γνωστό, η Συνθήκη Schengen εφαρμόζεται, λειτουργεί και αναθεωρείται στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 ενώ και αυτός, ο ομώνυμος χώρος, διευρύνεται σταδιακά[38], κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.
Αυτό σημαίνει ότι, αίρονται οι εσωτερικοί έλεγχοι στον χώρο Schengen, προωθώντας έτσι την ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων, ενώ, αντίθετα, εντείνονται και επεκτείνονται οι έλεγχοι στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.     
Υπό αυτήν την έννοια, η μετακίνηση των πολιτών τρίτων χωρών προς την ΕΕ πραγματοποιείται, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μόνο στις περιπτώσεις των νόμιμων δραστηριοτήτων (τουρισμός, εργασία, σπουδές κ.ά.). Όμως, την ίδια αυτή περίοδο, εντείνονται οι περιφερειακές συγκρούσεις, όπως μνημονεύτηκε προηγουμένως, γεγονός που σηματοδοτεί μαζικές μεικτές μετακινήσεις πληθυσμών.  
Και σε αυτήν την περίπτωση, η Ελλάδα εμφανίζεται ως «πύλη» για το «ταξίδι προς την Ιθάκη», που φυσικά εκπροσωπούσε η Ευρώπη. Η Ελλάδα, όντας σε ένα κομβικό, γεωγραφικό σημείο όπου η Γηραιά Ήπειρος συναντά την Ασία και την Αφρική, ήτοι περιοχές που ιστορικά αποτελούν εστίες διαχρονικών συγκρούσεων (Μέση και Εγγύς Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Κέρας της Αφρικής, κ.ά.), προσφέρει το πολυπόθητο «πέρασμα» προς την Ευρώπη και, ευρύτερα, προς τη Δύση. Η «γεωφυσική της μορφολογία» (η δαντελωτή διάταξη του νησιωτικού συμπλέγματος ή και οι δύσβατοι ορεινοί όγκοι), «ευνοεί» επίσης, σε μεγάλο βαθμό, τη διέλευση  των παράτυπα/παράνομα μετακινούμενων πληθυσμιακών ροών.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.
Συνολικός αριθμός μακροχρόνιων μεταναστών από την ΕΕ (27 κ–μ) και από την Ελλάδα, 2009 - 2012 καικαθαρή μεταναστευτική ροή, μακροχρόνιων μεταναστών, σε ΕΕ (27 κ– μ) και Ελλάδα (σε σχέση με τον προηγούμενο, Πίνακα 2.)

ΕΤΗ
2009
2010
2011
2012
ΕΕ 27 κ. - μ.*
1.149.500
   581.500
1.167.800
   643.500
1.253.000
   497.600
1.296.800
   397.100
ΕΛΛΑΔΑ
 ----- 
   119.985
        -915
    125.984
     -15.161
   154.435
    -44.296

* Ως προς τα στοιχεία που αφορούν την ΕΕ των 27 κ. μ., σημειώνεται ότι: (α) δεν υπάρχει συνέχεια ως προς τις χρονοσειρές, (β) διαφέρουν οι ορισμοί, (γ) είναι προσωρινά.

ΠΗΓΗ: EUROSTAT: Your key to European Statistics, last update 21/05/2014.

3. 2008 – 2014: Η περίοδος της βαθιάς οικονομικής κρίσης και οι πολύπλευρες επιπτώσεις της στις μεικτές μεταναστευτικές ροές

Όπως είναι φανερό οι βίαιες ένοπλες συγκρούσεις αποτελούν μια από τις σημαντικότερες αιτίες μαζικής μετακίνησης πληθυσμών, όχι μόνο γιατί εμφανίζονται ως μια άμεση απειλή κατά της ζωής και της ασφάλειας των πολιτών, αλλά και επειδή έχουν καταστροφικές επιδράσεις επί της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και, εν γένει, στρέφονται εναντίον κάθε αναπτυξιακής προοπτικής. Ο φαύλος κύκλος ένοπλης βίας και οικονομικής δυσπραγίας – ύφεσης σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, πήρε τη μορφή μιας ανεξέλεγκτης δίνης κάτω από την πίεση της διεθνούς οικονομικής κρίσης (κυρίως των δύο πρώτων ετών της 2008 – 2009).
Η ελληνική οικονομία κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2009, βρέθηκε εγκλωβισμένη σε μια τροχιά επιταχυνόμενης ύφεσης, η οποία φάνηκε να προκαλεί, στη διάρκεια των επομένων ετών, κάποιες σοβαρές επιπτώσεις στο θέμα της διαχείρισης της μετανάστευσης, η οποία λόγω των γενικότερων, παγκόσμιων και περιφερειακών ανακατατάξεων, εμφανίσθηκε διογκούμενη και «απειλητική», κυρίως μέσω της αύξησης των μεικτών μεταναστευτικών ροών.
Υπενθυμίζεται, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, ότι η διεθνής οικονομική κρίση, με επίκεντρο τις δυτικές οικονομίες, είχε  δραματικές αντανακλάσεις και στο επίπεδο των περιφερειακών οικονομιών. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να εκληφθούν οι κοινωνικές κινητοποιήσεις στις Αραβικές χώρες, αν και το εν λόγω θέμα είναι πολύ πιο περίπλοκο.
Η προσπάθεια λοιπόν, ομάδων πολιτών στις περιοχές των συγκρούσεων, να αποφύγουν τις βίαιες συγκρούσεις αλλά και το απειλητικό φάσμα της οικονομικής φτώχειας και της ανέχειας, προκάλεσε μια ταχύτερη και ογκωδέστερη κινητικότητα των μεικτών μεταναστευτικών ροών.
Φυσικά η Ευρώπη ανέκαθεν, με το οικονομικό και κοινωνικό της μοντέλο, με τις πολιτιστικές της προτάσεις αλλά και τον εν γένει τρόπο ζωής της, φάνταζε σαν οικονομική και πολιτιστική όαση, διεθνώς. Όμως η οικονομική συγκυρία ήταν, μετά το 2008, τελείως διαφορετική τόσο από το ίδιο το  «παρελθόν» της, όσο και από  την ωραιοποιημένη εικόνα που εξακολουθούσαν να προβάλλουν τα διεθνή μέσα μαζικής κουλτούρας.    
ΠΙΝΑΚΑΣ 4.
Παλαιότεροι και νέοι αιτούντες Ασύλου σε ΕΕ (27 κ. μ.) και Ελλάδα, συγκεντρωτικά ετήσια
στατιστικά στοιχεία, 2008 – 2013

ΕΤΗ
2008
2009
2010
2011
2012
2013
ΕΕ (27 κμ)
226.330
266.395
260.835
309.820
336.015
436.695
ΕΛΛΑΔΑ
  19.885
  15.925
  10.275
    9.310
    9.575
    8.225

* Ως προς τα στοιχεία που αφορούν την ΕΕ των 27 κ. μ., σημειώνεται ότι διαφέρουν οι ορισμοί.

ΠΗΓΗ: EUROSTAT: Your key to European Statistics, last update 21/05/2014.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι περίεργο που ΕΕ αλλά και Ελλάδα εμφανίσθηκαν πολύ περισσότερο συγκρατημένες και «φειδωλές» στο να δεχτούν την «οικονομική στήριξη» της νόμιμης μετανάστευσης. Έτσι, όπως φαίνεται και από  τον Πίνακα 2., στην περίπτωση της ΕΕ παρατηρήθηκε μια μείωση -2,2% μεταξύ 2009 και 2012, η οποία αυξήθηκε το επόμενο έτος στο -6,5% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα ήταν περίπου -7,5% μεταξύ 2010 και 2012.
Η κατάσταση περιπλέκεται ή, καλύτερα, εμφανίζεται περισσότερο ανησυχητική αν υπολογιστεί ότι σε περιόδους γενικευμένης κρίσης, οι περιορισμοί ως προς την κινητικότητα της νόμιμης μετανάστευσης, απλώς μετατρέπουν αυτήν την τελευταία σε παράνομη.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις γενικότερες παρατηρήσεις, σημειώνεται ότι στην περίπτωση της Ελλάδας παρατηρήθηκαν οι ακόλουθες εξελίξεις:
(α) αύξηση των μεικτών μεταναστευτικών ροών[39],
(β) μείωση της νόμιμης μετανάστευσης (Πίνακας 2.) και,
(γ) νέα μεταστροφή της κατεύθυνσης των μεταναστευτικών ροών. Σε ότι αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, επισημαίνεται, όπως άλλωστε δείχνουν και οι Πίνακες 2. και 3., μια διαφορά, ως προς τη μετακίνηση, μεταξύ μακροχρόνια μεταναστών προς την Ελλάδα και από την Ελλάδα, υπέρ της δεύτερης γεγονός που σημαίνει μια αρνητική πορεία των καθαρών μεταναστευτικών ροών. Με άλλη διατύπωση, η οικονομική κρίση που ταλανίζει την Ελλάδα σηματοδοτεί μια νέα ιστορική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας η Ελλάδα μετατρέπεται ξανά σε χώρα προέλευσης μεταναστών. Μάλιστα, αξίζει τον κόπο να σημειωθεί ότι όσο οξύνεται η οικονομική κρίση στη χώρα τόσο πιο γρήγοροι είναι οι ρυθμοί «εξόδου» από την Ελλάδα: έτσι η διαφορά των 900 περίπου ατόμων που βρίσκεται η καθαρή (αρνητική) μεταναστευτική ροή το 2010, αυξάνεται σε περισσότερα από 15.000 άτομα ένα χρόνο αργότερα, για να ξεπεράσει τα 44.000 άτομα το 2012. Στην περίπτωση της ΕΕ των 27, χαρακτηριστικό είναι ότι οι καθαρές μεταναστευτικές ροές παραμένουν θετικές, αν και με φθίνοντες ρυθμούς[40].  





ΠΙΝΑΚΑΣ 5.
Τελικές αποφάσεις επί αιτήσεων Ασύλου, για ΕΕ (27 κ. μ.), Ελλάδα, Ιταλία και Ιρλανδία ετήσια στατιστικά στοιχεία, 2008 – 2013

ΕΤΗ
2008
2009
2010
2011
2012
2013
ΕΕ (27 κμ)
14.190
14.155
13.656
13.795
13.490
14.400
ΕΛΛΑΔΑ
     345
       30
       35
     195
     185
     325
ΙΤΑΛΙΑ
         0
        45
       70
       65
       45
         5
ΙΡΛΑΝΔΙΑ
     295
     270
     130
       75
       45
       55

ΠΗΓΗ: EUROSTAT: Your key to European Statistics, last update 21/05/2014.

Οι αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης επί της μετακίνησης των παράτυπων ροών προς την Ελλάδα, καταγράφεται και από τη συρρίκνωση του αριθμού των αιτούντων ασύλου στην Ελλάδα (Πίνακας 4.), σε αντίθεση με την αντίστοιχη περίπτωση της ΕΕ, και μάλιστα σε μια χρονιά, όπως το 2012 όπου οι κρίσεις – συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή μας έχουν οξυνθεί (όπως λ.χ. στην περίπτωση της Συρίας, της Λιβύης, της Αιγύπτου κ. ά.).
Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός της βαθιάς κρίσης της  ελληνικής οικονομίας, η Ελλάδα κατά την περίοδο 2008 – 2013 αποδίδει το καθεστώς του πρόσφυγα σε 1.115 αιτούντες, τη στιγμή που η άλλη χώρα επίσης σε κρίση και υπό καθεστώς μνημονίου, η Ιρλανδία χορηγεί καθεστώς πρόσφυγα σε 870 άτομα, κατά την ίδια περίοδο ενώ, αντίθετα, η άλλη χώρα του Νότου σε κατάσταση οικονομικής κρίσης, αλλά εκτός μνημονίου, η Ιταλία, δεν παραχωρεί το σχετικό καθεστώς παρά σε 230 άτομα (Πίνακας 5.).
Η τελευταία αυτή παρατήρηση δείχνει δύο, τουλάχιστον, σημαντικές, δομικές αδυναμίες που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στο θέμα της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών, σε περιφερειακό επίπεδο, που δεν μπορεί παρά να δημιουργούν έντονες ανησυχίες για το επόμενο διάστημα (σε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βάση):
(α)  Η συνέχιση της οικονομικής κρίσης είναι ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια διαμόρφωσης μιας εθνικής, μεταναστευτικής πολιτικής. Η Ιταλία, μια από τις 7 πλουσιότερες χώρες του πλανήτη, παρουσιάζει πολλές «ανεπάρκειες» στο ζήτημα διαχείρισης των μεικτών μεταναστευτικών ροών, από ότι φαίνεται εξαιτίας αυτής της κρίσης. Τα θέματα που αφορούν αυτό που χαρακτηρίζεται ως «ανεπάρκεια» είναι πολύ περισσότερα και ουσιαστικότερα από αυτό της χορήγησης πολιτικού ασύλου. Εν προκειμένω, ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ότι τον Μάιο του 2013, Γερμανοί επίσημοι κατηγόρησαν την Ιταλία ότι δίνει θεωρήσεις εισόδου αλλά και μέχρι 500 ευρώ σε Αφρικανούς μετανάστες, διευκολύνοντας ουσιαστικά αυτούς να φύγουν στη Β. Ευρώπη[41].    
(β) Από την άλλη πλευρά όμως, φαίνεται, ότι ένα πολύπλοκο πρόβλημα, όπως αυτό της μετακίνησης των μεικτών μεταναστευτικών ροών, και μάλιστα σε περιόδους κρίσης, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο μιας χώρας. Ο επί του θέματος παρατηρητής είναι βέβαιο ότι θα περίμενε μια συνεκτικότερη, δυναμικότερη και τελικά, αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου από την ίδια την ΕΕ. Είναι όμως προφανές ότι η οικονομική κρίση έχει διασπάσει την ευρωπαϊκή πολιτική και έχει παρεισφρήσει  διαλυτικά στο πεδίο της αλληλεγγύης.
Η αρνητική εξέλιξη αυτή ωστόσο, θα πρέπει το συντομότερο να ανατραπεί δημιουργικά, αφού αποτελεί μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

  Δ. Σύνοψη - Συμπεράσματα

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014 οι γεωπολιτικές εξελίξεις εμφανίζουν τάσεις επιδείνωσης, και δη στο γεωγραφικό τόξο που επεκτείνεται από την Ανατολική Ευρώπη έως τη Βόρειο Αφρική, διαπερνώντας μάλιστα και την εκρηκτική περιοχή της Μέσης – Εγγύς Ανατολής.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η Λιβύη βρίσκεται εν μέσω ενός καταστροφικού εμφυλίου, με πρωταγωνιστές τους πάλαι ποτέ αντιμαχόμενους το καθεστώς Καντάφι, δημιουργώντας ένα περιβάλλον ανασφάλειας και καταστροφής.
Το Ισραήλ, εν μέσω θέρους εντατικοποίησε τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις, στη Λωρίδα της Γάζας, προκαλώντας εκατόμβη θυμάτων. Ήδη, από τον Ιούλιο μέχρι το πρώτο εικοσαήμερο του Αυγούστου οι νεκροί Παλαιστίνιοι είχαν ξεπεράσει τα 2.000 θύματα, ενώ οι τραυματίες ανέρχονται σε 10.000 και μάλιστα, σε μια περιοχή με δραματικές ελλείψεις σε ιατροφαρμακευτικές υποδομές, προσωπικό και υλικό.
Το Ιράκ, στη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, έζησε στον εφιάλτη της επέλασης των Ισλαμιστών του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ & του Λεβάντε (ISIS). Ο ΟΗΕ υπολόγισε ότι οι εκτοπισμένοι Ιρακινοί προσέγγιζαν, από το ξεκίνημα του 2014 έως τον Αύγουστο, τα 1,2 εκατ. άτομα.
Τέλος, από το Φεβρουάριο του 2014 οι εσωτερικές ανατροπές στην Ουκρανία έχουν οδηγήσει σε διάσπαση της χώρας, με 700 χιλιάδες εκτοπισμένους από τις εστίες τους, κατ’ αναλογία με τις ανεξαρτητοποιήσεις της δεκαετίας του ’90. Μόνο που σήμερα η σύγκρουση έχει ξεφύγει από τα στενά σύνορα της υπό «διάσπαση χώρας» και έχει μετατραπεί σε σύγκρουση Κιέβου – Μόσχας, ενώ από το τέλος Ιουλίου στη σύγκρουση έχουν εμπλακεί, εμμέσως, ΗΠΑ και ΕΕ μέσω οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, αλλά και των αντιμέτρων της τελευταίας εναντίον των Δυτικών χωρών. Η κατάσταση αυτή δεν τείνει απλώς να δημιουργήσει συνθήκες «ψυχρού πολέμου», αλλά και, επιπλέον, επιφέρει επιδείνωση της ήδη βαριάς, ιστορικά πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης που ζει η διεθνής οικονομία και ταλανίζει τους κοινωνικούς σχηματισμούς.
Όπως μπορεί να καταστεί σαφές, υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε ακόμα μαζικότερες μεταναστευτικές πιέσεις, που, όπως είναι φυσικό, αναμένεται να προέλθουν ως αποτέλεσμα της έξαρσης των περιφερειακών συγκρούσεων αλλά και, κυρίως, της εμβάθυνσης της συνακόλουθης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Η ΕΕ προωθεί σειρά μέτρων τα οποία στοχεύουν κυρίαρχα στην αποτροπή των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών μετακινήσεων. Το κακό όμως θα πρέπει να χτυπηθεί στη ρίζα του. Γιατί, είναι αδύνατον τα μέτρα αποτροπής να σταματήσουν τους «αποφασισμένους» ή τους «απελπισμένους».
Έτσι, η διεθνής συνεργασία όχι απλώς θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως η ικανή και αναγκαία συνθήκη για τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, αλλά και ότι αυτή (η συνεργασία) θα πρέπει να προσδιοριστεί σε δύο (τρία) χρονικά επίπεδα:
Βραχυπρόθεσμα μεταξύ των χωρών που δέχονται τις μεταναστευτικές ροές και των χωρών διέλευσης και προέλευσης μεταναστών,
Μεσοπρόθεσμα, θα πρέπει να επανεξεταστούν και να ενεργοποιηθούν εκ νέου, και κυρίως επί της ουσίας και με συνέπεια, οι «Αναπτυξιακοί Στόχοι της Χιλιετίας» σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ενώ το χρονικό όριο υλοποίησής τους λήγει το 2015, εντούτοις οι μέχρι σήμερα εκτιμήσεις δεν ανταποκρίνονται στα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Σε ότι αφορά στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι προφανές ότι η χώρα μας όχι μόνο βρίσκεται στην πρώτη «γραμμή του συνοριακού μετώπου» που προκύπτει από την πίεση των μεικτών μεταναστευτικών ροών αλλά και, επιπρόσθετα, θα πρέπει να εντείνει τους σχετικούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς της εν μέσω της οικονομικής κρίσης που την ταλανίζει για περισσότερα από πέντε χρόνια.
 Και σε αυτήν την περίπτωση είναι φανερό ότι η ευρωπαϊκή επί του θέματος πολιτικής μοιάζει να είναι αδιέξοδα αντιφατική. Καταδικάζει την Ελλάδα για την εξασφάλιση, με πολύ λίγη εξωτερική βοήθεια, των υποδομών και των συνθηκών  διαβίωσης των παράτυπων μεταναστών, θέτοντας ωστόσο δρακόντιους δημοσιονομικούς περιορισμούς, γεγονός που τελικά απονομιμοποιεί κάθε πολιτική για τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης των υπηκόων αυτών των  τρίτων χωρών, ενώ σε ένα τρίτο επίπεδο δεν φαίνεται διατεθειμένη να αλλάξει τη Συμφωνία του Δουβλίνου, που προβλέπει ότι ο παράνομος μετανάστης θα πρέπει να εξεταστεί από την αρχική χώρα εισόδου του, στην Ευρώπη, δεδομένου  ότι ο τελικός προορισμός είναι χώρα της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.    
Στην παρούσα ανάλυση, υποστηρίζεται η άποψη ότι μακροπρόθεσμα (το τρίτο χρονικό επίπεδο), μια αποτελεσματική ανατροπή των πιέσεων των μεικτών μεταναστευτικών ροών θα μπορούσε να προέλθει μόνο μέσω της ισορροπημένης, περιφερειακής ανάπτυξης, ως απαύγασμα μιας ευρύτατης γεωπολιτικής συνεργασίας [βλέπε τις προτάσεις του δεύτερου υποκεφαλαίου].  
Πολλοί θα ειρωνευτούν μια τέτοια θέση ως ουτοπική. Και όμως, ουτοπική είναι τελικά η άποψη που υποστηρίζει ότι με «ξύλινα τείχη θα αντιμετωπιστεί η αποφασιστικότητα, η απελπισία και η παρανομία».  



Δεν υπάρχουν σχόλια: