Απόσπασμα από το βιβλίο του Μελέτη Μελετόπουλου, To ζήτημα του πατριωτισμού, το οποίο κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Παπαζήση, δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 84.
Τά στερεότυπα καί οἱ ἰδεοληψίες τῆς «προοδευτικῆς» διανόησης
«Θά ᾽ρθει πρῶτα ἕνα ψευτορωµέϊκο˙
νά µήν τό πιστέψεις. Θά φύγει πίσω».
Κοσµᾶς Αἰτωλός
νά µήν τό πιστέψεις. Θά φύγει πίσω».
Κοσµᾶς Αἰτωλός
Μία ὀλιγάριθµη ἀλλά πανταχοῦ παροῦσα ὁµάδα πανεπιστηµιακῶν, δηµοσιογράφων, διανοουµένων καί πολιτευτῶν ἐπιχειρεῖ τά τελευταῖα χρόνια µέ συστηµατικό καί ἐπίµονο τρόπο νά ἐπηρεάσει τήν κοινή γνώµη καί ἰδιαίτερα τήν νεολαία καί νά µεταβάλει τήν ἱστορική συνείδηση καί τούς πολιτικούς προσανατολισµούς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Προωθεῖ καινοφανεῖς ἀπόψεις γιά γεγονότα µείζονος σηµασίας, ὅπως ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση, ἀλλά καί ὑποστηρίζει συγκεκριµένες θέσεις γιά τίς σύγχρονες ἑλληνοτουρκικές σχέσεις, τό Κυπριακό, τήν ἐνταξιακή πορεία τῆς Τουρκίας πρός τήν Εὐρωπαϊκή ῞Ενωση, τήν ὑποτιθέµενη ὕπαρξη µειονοτήτων στό ἐσωτερικό τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, τήν ἀπόδοση ρατσιστικῶν καί σωβινιστικῶν χαρακτηριστικῶν στόν ἑλληνικό λαό, τήν σχέση µας µέ τήν Ὀρθοδοξία καί πολλά ἄλλα. Ἡ ἀπήχηση αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων στήν ἑλληνική κοινωνία εἶναι ἐλάχιστη, ἀφοῦ ὅλες οἱ ἔγκυρες µετρήσεις τῆς κοινῆς γνώµης δείχνουν µία συντριπτική κυριαρχία τοῦ πατριωτικοῦ αἰσθήµατος καί τῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν σέ ὅλες τίς ἡλικίες καί τίς κοινωνικές ὁµάδες. Παρά ταῦτα, ἡ προσπάθεια χονδροειδοῦς ἀναθεώρησης τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, µαζί µέ τήν προώθηση «ἐναλλακτικῶν» ἀπόψεων στά ἐθνικά µας θέµατα, ἔχουν προκαλέσει κατά καιρούς µεγάλες ἀντιδράσεις καί τήν ὀργή τῆς κοινῆς γνώµης. []
Κεντρικό στοιχεῖο αὐτῆς ὅλης τῆς πολιτικῆς «φιλοσοφίας» εἶναι ἡ ἐπίθεση στήν ἔννοια τῆς Πατρίδας καί στό πατριωτικό συναίσθηµα. ῎Εχουν καταβληθεῖ ἀπό τούς κύκλους αὐτούς ἐπίµονες προσπάθειες νά ταυτισθεῖ ὁ Πατριωτισµός µέ τόν ἐθνικισµό, τόν σωβινισµό, τόν ρατσισµό, τήν µισαλλοδοξία. Κάθε αὐτονόητη, ἀκόµη καί ἡ µετριοπαθέστερη, ἄποψη γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἐθνικῆς µας κυριαρχίας καί τήν ἀντιµετώπιση ξένης ἐπιβουλῆς συκοφαντεῖται ὡς «ἐθνικιστική ὑστερία» καί ἀντιπροτείνεται ὁ «διάλογος» γιά τά κυριαρχικά µας δικαιώµατα, ὁ κατευνασµός κ.λπ. Λογική ἀπόληξη παρόµοιων ἀντιλήψεων, βεβαίως, εἶναι ἡ διαµόρφωση ἑνός κλίµατος αὐτοενοχοποίησης καί παθητικῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀµφισβητήσεων τῆς ἐθνικῆς µας ὑπόστασης. Καί ἡ ἀποδυνάµωση τοῦ πνεύµατος ἀντίστασης στίς ἀπειλές πού πάντοτε ὑπῆρχαν καί πάντοτε θά ὑπάρχουν, στόν ταραγµένο κόσµο πού πορευόµαστε ὡς ἔθνος ἐπί χιλιάδες χρόνια.
῎Αλλοθι καί ἀφορµή τῆς ἐπίθεσης ὁρισµένων προσώπων καί ὁµάδων ἐναντίον τοῦ πατριωτικοῦ αἰσθήµατος, τῆς ἔννοιας τοῦ ῎Εθνους καί ὅλων τῶν ἐθνικῶν συµβόλων, εἶναι ἀσφαλῶς ἡ κατάχρησή τους ἀπό τήν δικτατορία τῶν συνταγµαταρχῶν (1967-1974). Οἱ συνταγµατάρχες κατασκεύασαν ἕνα κάπηλο ἰδεολογικό προσωπεῖο χρησιµοποιώντας τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ὅπως τό Εἰκοσιένα, τό Σαράντα, τό τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οἰκογένεια κ.λπ.
῎Ετσι, µόλις κατέρρευσε τό δικτατορικό καθεστώς, τό 1974, ἡ κατάχρηση αὐτή τῶν ἐθνικῶν συµβόλων ἀπό τήν δικτατορία ἔδωσε τό «δικαίωµα» σέ κάποιους κύκλους νά ἐπιτεθοῦν ὄχι µόνον ἐναντίον τοῦ στρατοκρατικοῦ αὐταρχισµοῦ, ἀλλά καί τῶν συµβόλων πού αὐτός καταχράστηκε.
∆ιάφοροι πανεπιστηµιακοί, δηµοσιογραφοῦντες ἱστορικοί κ.λπ., [ ] ἀντέγραψαν καί εἰσήγαγαν ἀτελῶς κάποιες ἄσχετες πρός τά ἑλληνικά δεδοµένα θεωρητικές κατασκευές ἀπό τήν Εὐρώπη καί τίς ΗΠΑ ἤ ξεσήκωσαν κάποιες πολιτικῶς ὀρθές ἰδέες τῆς µόδας ἀπό πολιτικά περιοδικά τῆς Νέας Ὑόρκης ἤ τοῦ ῎Αµστερνταµ καί τίς ὕψωσαν ὡς λάβαρο πανεπιστηµιακῆς σταδιοδροµίας καί ἐπιστηµονικῆς ἀνέλιξης. Καί βρῆκαν στόν κλειστό τους χῶρο εὐνοϊκή ἀνταπόκριση, διότι στήν πανεπιστηµιακή µας κοινότητα ἡ ἄκριτη εἰσαγωγή θεωριῶν (ὅπως καί καταναλωτικῶν προϊόντων) ἀπό τό ἐξωτερικό, πού ὑποκαθιστᾶ τήν κοπιαστική παραγωγή τους, ἔχει δυστυχῶς µακρά παράδοση.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο, παραδείγµατος χάριν, ἡ θεωρία τῆς ἐθνογένεσης τῶν καθηγητῶν Γκέλνερ καί Χομπσμπάουμ, πού ἀφορᾶ τά ἀνεπτυγµένα βιοµηχανικά ἔθνη τῆς ∆ύσης, ἐφαρµόσθηκε µέ ἀπίστευτη ἐπιστηµονική ἐπιπολαιότητα ἀπό κάποιους πανεπιστηµιακούς τῆς µή βιοµηχανικῶς ἀνεπτυγµένης χώρας µας. Σύσσωµη ἡ «προοδευτική», ἀνανεωτική, ἐκσυγχρονιστική κ.λπ. ἐπιστηµονική κοινότητα υἱοθέτησε τήν ἐξωπραγµατική γιά τά ἑλληνικά δεδοµένα αὐτήν θεωρία. Γιά νά δοῦµε καλύτερα πῶς λειτουργεῖ τό στερεότυπο, ἀξίζει τόν κόπο νά σταθοῦµε λίγο σ’ αὐτό τό σηµεῖο.
Τό συµπέρασµα πού συνήγαγε ἡ «προοδευτική» µας διανόηση ἀπό τήν ἐφαρµογή αὐτῆς τῆς θεωρίας, πού θά ἐξετάσουµε ἀµέσως παρακάτω ἀναλυτικά, ἦταν ὅτι δέν ὑφίσταται συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ὅτι τό σύγχρονο ἑλληνικό ἔθνος εἶναι µία κατασκευή τῆς «νεωτερικότητας», ὅτι ἡ σηµερινή ἑλληνική συνείδηση εἶναι τεχνητό καί βεβιασµένο «ἰδεολόγηµα» κ.λπ. Φυσικά, δέν ἔκαναν τόν κόπο, οἱ «προοδευτικοί» µας διανοούµενοι, νά µελετήσουν τίς πηγές, νά διαπιστώσουν πρωτογενῶς πῶς σκεπτόταν καί πῶς αὐτοπροσδιοριζόταν ὁ ῞Ελληνας τῆς Τουρκοκρατίας, γιατί ἔγινε ἡ µεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ποιά ἦταν ἡ πολιτιστική ἔκφραση τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισµοῦ –καί, ὁπωσδήποτε, τό κυρίαρχο κατά τόν Σολωµό, ἀλλά καί πολλούς ἄλλους– κριτήριο τῆς γλώσσας: τί γλῶσσα ὁµιλοῦσε ὁ Ἑλληνισµός στούς αἰῶνες τῆς µακρᾶς Ἱστορίας του; Διακόπηκε ποτέ ἡ ὁµιλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στούς µακρούς αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου καί τῆς Τουρκοκρατίας στίς ἑλληνικές χῶρες; ποιά ἦταν ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας; Ποιά ἦταν ἡ γλῶσσα τῶν διανοουµένων; Ποιά ἦταν ἡ γλῶσσα τῆς ἀλληλογραφίας µεταξύ τῶν ὁπλαρχηγῶν καί προεστῶν τῆς Τουρκοκρατίας; Σέ ποιά γλῶσσα ἔγραψαν τά κείµενά τους οἱ Φαναριῶτες; Τί γλῶσσα µιλοῦσε το 1600 και το 1700 ὁ ἁπλός λαός; Σέ ποιά γλῶσσα τραγουδοῦσε ὁ ἁπλός λαός τά δηµοτικά τραγούδια του; Τί προέλευση ἔχουν τά ἤθη καί τά ἔθιµα τοῦ λαοῦ αὐτῆς τῆς χώρας; Ποιά ἦταν ἡ ἱστορική συνείδηση, τά κοινά σηµεῖα ἀναφορᾶς, τό πλαίσιο αὐτοπροσδιορισµοῦ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ; [ ]
Ἀλλά ἄς δοῦµε ἄν τά συµπεράσµατα τῶν προοδευτικῶν µας διανοουµένων συνάδουν καί πρός τούς ἴδιους τούς θεωρητικούς τούς ὁποίους ἐπικαλοῦνται. Ὁ Έρνεστ Γκέλνερ εἶχε πολλούς λόγους νά ἀσχοληθεῖ µέ τόν ἐθνικισµό: εἶχε γεννηθεῖ τό 1925 στήν Πράγα, ἀναπτύχθηκε πνευµατικά ἀνάµεσα στήν τσέχικη καί τήν γερµανική κουλτούρα καί ὡς Ἑβραῖος διώχθηκε ἀπό τούς ναζί. Ἡ τραυµατική του ἐµπειρία ἀπό τόν ἐθνικοσοσιαλισµό ἦταν τό ψυχολογικό ὑπόστρωµα καί τό ἀρχικό κίνητρο πού τόν ὤθησε νά ἀσχοληθεῖ σέ πολλές µελέτες του µέ τό ἐθνικιστικό φαινόµενο. Ὁ ἄλλος ἐκφραστής τῆς θεωρίας τῆς ἐθνογένεσης, ὁ Έρικ Χομπσμπάουμ, ἐπίσης Ἑβραῖος διωκόµενος ἀπό τούς ναζί, στρατευµένος κοµµουνιστής, συνέβαλε καί αὐτός στήν ἀνάλυση τοῦ ἐθνικιστικοῦ φαινοµένου. Οἱ δύο αὐτοί σπουδαῖοι ἱστορικοί ἀσχολήθηκαν µέ ἕνα πολύ συγκεκριµένο ἐρώτηµα: πῶς ἡ ἀρχικά πολυδιασπασµένη, φεουδαλική Εὐρώπη, κατέληξε νά παραγάγει ἐθνικά κράτη καί ἐθνικιστικές ἀντιλήψεις πού ὁδήγησαν στόν ναζισµό.
Πράγµατι, οἱ δύο αὐτοί ἱστορικοί ἔχουν δίκιο στά συµπεράσµατά τους γιά τήν δηµιουργία τῶν σύγχρονων ἐθνῶν στόν χῶρο τῆς ∆υτικῆς Εὐρώπης. ῞Οταν διαλύθηκε τό ∆υτικό Ρωµαϊκό Κράτος, τό 476 µ.Χ., µία πανσπερµία φυλῶν χωρίς παρελθόν καί χωρίς ἱστορική καί ἐθνική συνείδηση κατέκλυσε τόν χῶρο τῆς σηµερινῆς ∆υτικῆς καί Κεντρικῆς Εὐρώπης. Βαθµιαῖα, σχηµατίσθηκε στά ἐρείπια τοῦ ρωµαϊκοῦ κράτους τό φεουδαλικό σύστηµα, στά πλαίσια τοῦ ὁποίου τοπικοί φεουδάρχες κυβερνοῦσαν µικρά ἤ µεγάλα φέουδα, σέ καθεστώς πρωτόγονης ἀγροτικῆς οἰκονοµίας καί ἀνυπαρξίας ὀργανωµένων κρατικῶν δοµῶν. Σταδιακά, κατά τήν Ἀναγέννηση, ἐµφανίσθηκαν οἱ πρῶτοι πυρῆνες κρατῶν, πού ἔπασχαν ὅµως ἀπό ἐθνολογική καί πολιτισµική ὁµοιογένεια. Ἡ Ἀναγέννηση, ὁ ∆ιαφωτισµός, ἡ Βιοµηχανική Ἐπανάσταση, ἡ ἰσχυροποίηση τῆς Ἀστικῆς Τάξης, ἡ δηµιουργία ὀργανωµένων κρατικῶν µηχανισµῶν ὁδήγησαν τελικῶς στήν διαµόρφωση ἰσχυρῶν κρατῶν.
Οἱ Γκέλνερ-Χομπσμπάουμ ἔχουν δίκιο στό ἑξῆς: ὅσο πιό ἀνοµοιογενές ἐθνοφυλετικά ἦταν ἕνα εὐρωπαϊκό κράτος, τόσο πιό ἰσχυρές ἦταν οἱ προσπάθειες ὁµογενοποίησής του. Τέτοιες προσπάθειες ἦταν δυνατόν νά ὁδηγήσουν –καί στήν περίπτωση τῆς Γερµανίας ὁδήγησαν– στήν ἐµφάνιση τοῦ παραληρηµατικοῦ σωβινισµοῦ. Τοῦ ὁποίου κύρια θύµατα ὑπῆρξαν ὡς ἀποδιοποµπαῖοι τράγοι οἱ Ἑβραῖοι, ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἀποτελοῦσαν «παραφωνία» στούς κόλπους ἑνός κράτους πού ἐπεδίωκε µέ µανία τήν πλήρη ὁµογενοποίησή του.
Τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά µέ τήν ἑλληνική ἱστορία καί πραγµατικότητα; Ἀπολύτως καµία. ῞Οταν τό ∆υτικό Ρωµαϊκό Κράτος διαλύθηκε τό 476, τό Ἀνατολικό Ρωµαϊκό Κράτος ὄχι µόνον ἐπεβίωσε µέ ἐπιτυχία, ἀλλά ἐξελίχθηκε σέ παγκόσµια ὑπερδύναµη τοῦ Μεσαίωνα. Ἐνῷ ἡ Δυτική Εὐρώπη βίωνε τό χιλιόχρονο δρᾶµα της, σέ κατάσταση τραγικῆς ὑπανάπτυξης καί πνευµατικοῦ σκότους, τό Βυζάντιο (Ρωµανία γιά τούς συγχρόνους του) βίωνε µία ἐποχή ἀκµῆς, ἦταν ὀργανωµένο κράτος µέ δηµόσια διοίκηση, ἐκπαιδευτικό σύστηµα, κοινωνική πρόνοια, ἐξαγωγικό ἐµπόριο καί, κυρίως, παγκόσµια πολιτιστική ἀκτινοβολία. ῞Οταν, ἀντιθέτως, ἡ ∆ύση εἰσῆλθε σέ ἐποχή σταδιακῆς ἀνάπτυξης, ὁ βυζαντινός κόσµος ὅδευε πρός τό τέλος του, κι ὅταν ἡ ∆υτική Εὐρώπη συγκλονιζόταν ἀπό τήν Ἀναγέννηση, τόν ∆ιαφωτισµό καί τήν Βιοµηχανική Ἐπανάσταση, ὁ Ἑλληνισµός βίωνε τόν δικό του, τραγικό Μεσαίωνα τοῦ σκότους καί τῆς δουλείας.
Ἡ διαδικασία τῆς ἐθνογένεσης, λοιπόν, ὅπως τήν περιγράφουν οἱ Γκέλνερ καί Χομπσμπάουμ, ἀφορᾶ ἕναν κόσµο πού πέρασε ἀπό τίς φάσεις τοῦ φεουδαλικοῦ Μεσαίωνα, τῆς Ἀναγέννησης, τοῦ ∆ιαφωτισµοῦ καί τῆς Βιοµηχανικῆς Ἐπανάστασης, διαδικασίες πού ἀπουσιάζουν παντελῶς ἀπό τήν ἑλληνική ‘Ιστορία λόγῳ τῆς Τουρκοκρατίας. Πῶς, λοιπόν, ἐφαρµόζεται µέ τόση ἐπιπολαιότητα στήν ἑλληνική ‘Ιστορία;
Ὁ Ἑλληνισµός, µετά τήν ἀπορρόφηση τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσµου ἀπό τούς Ρωµαίους, συνέχισε νά κυριαρχεῖ πολιτιστικά στά πλαίσια τῆς Ρωµαϊκῆς Κοσµοκρατορίας (ὁ µεγαλύτερος ἱστορικός τοῦ Εἰκοστοῦ Αἰῶνα, ὁ ‘Άρνολντ Τόινμπι θεωρεῖ τήν Ρώµη µία ἁπλῆ παραλλαγή καί ἔκφανση τοῦ ἑλληνικοῦ κόσµου). Ὁ ἐκχριστιανισµός τοῦ ρωµαϊκοῦ κράτους δηµιούργησε, µέσα ἀπό πολλές περιπέτειες, µία νέα πολιτιστική σύνθεση, τόν ἑλληνορθόδοξο βυζαντινό κόσµο. Ἡ συνείδηση τοῦ ῞Ελληνα ὀρθόδοξου, ὑπηκόου τοῦ ρωµαϊκοῦ κράτους, ὁδήγησε στήν ἔννοια τοῦ Ρωµηοῦ: εἶναι ἕνα νέο στάδιο τῆς ἑλληνικῆς ἰδιοπροσωπίας, πού ἀσφαλῶς ὑπέστη διαδοχικές µεταλλαγές καί πέρασε ἀπό πολλές φάσεις στίς χιλιετίες τῆς Ἱστορίας του. Οἱ ἐν συνεχείᾳ φυλετικές ἀναµείξεις τοῦ Ἑλληνισµοῦ (κυρίως µέ Σλαύους, Φράγκους καί Ἀλβανούς) κατά τόν Μεσαίωνα, ὄχι µόνον δέν διέσπασαν τήν ἑλληνική συνείδηση καί πολιτιστική ἔκφραση, ἀλλά τήν ἐνδυνάµωσαν µέ νέα δυναµική.
Οἱ µεταναστευτικές εἰσροές ὁδηγοῦσαν σέ ἀφοµοίωση τῶν µεταναστῶν («τούς Σλαύους γραικώσας», γράφει γιά τόν πατέρα του Βασίλειο Α΄ ὁ Λέων ὁ Σοφός στά Βασιλικά του, ἐνῷ ὅλοι γνωρίζουµε τήν πρωτοποριακή δράση τῶν Ἀρβανιτῶν καί τῶν λατινογενῶν Βλάχων στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση καί σέ ὅλους τούς ἐθνικούς ἀγῶνες). Χρειάζεται ἰδιαίτερη ἐµµονή σέ µία βιολογική φυλετική ἀντίληψη τῆς Ἱστορίας, γιά νά µήν ἀντιλαµβάνεται κανείς τήν ἀφοµοιωτική λειτουργία τῶν πολιτισµῶν. [ ]
Οἱ βαθύτερες ρίζες τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησης φθάνουν πίσω ὥς τήν ὁµηρική ἐποχή, καί διήνυσαν χιλιετίες πρίν φθάσουµε στήν Τουρκοκρατία καί στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση. ῞Οποιος δέν ἔχει µελετήσει σέ βάθος τά ὁµηρικά ἔπη, τόν Ἐπιτάφιο τοῦ Περικλέους, τίς δηµηγορίες τοῦ Ἰσοκράτους, ὅποιος δέν ἔχει διαβάσει προσεκτικά τήν Ἱστορία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τῶν ∆ιαδόχων τοῦ Gustav Droysen, ὅποιος δέν γνωρίζει τί γράφει ὁ Λέων ὁ Σοφός στά Βασιλικά του γιά τόν ἐξελληνισµό τῶν Σλαύων, κι ὅποιος δέν ἐµβάθυνε στοιχειωδῶς στήν ὑστεροβυζαντινή ποίηση ὅπως καί στό ἔργο τῆς Ἑλένης Γλύκατζη-Ἀρβελέρ γιά τήν Πολιτική Ἰδεολογία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἄν κάποιος δέν διάβασε µεταβυζαντινή λογοτεχνία, ἀκριτικά ἔπη καί κλέφτικα τραγούδια, ἀλλά καί Νεοελληνικό ∆ιαφωτισµό, καί δέν µελέτησε ἐµβριθῶς τίς ἑλληνικές κοινότητες τῆς Τουρκοκρατίας, σίγουρα δέν µπορεῖ νά συλλάβει τήν πολυκύµαντη καί θυελλώδη διαδροµή τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησης.
Ὁ σοφός Γκέλνερ τό ξέρει καλύτερα ἀπό τούς ἐν Ἑλλάδι ἀντιγραφεῖς του: «Ἡ πρώτη ἐθνικιστική ἐξέγερση ἔλαβε χώρα λίγα χρόνια µετά τό Συνέδριο τῆς Βιέννης καί ἦταν ἡ ἑλληνική», γράφει στό ἔργο του Ἐθνικισµός: πολιτισµός, πίστη καί ἐξουσία [σέ ἑλληνική µετάφραση ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 2002, σ. 69-70]. Καί συνεχίζει: «Θά ἦταν ἄσκοπο νά ἀρνηθοῦµε ὅτι ὁρισµένα γνωρίσµατά της συνιστοῦν κάποιο πρόβληµα γιά τήν θεωρία µας, ἡ ὁποία συνδέει τόν ἐθνικισµό µέ τόν βιοµηχανισµό. Τό Ναύπλιο (πρώτη πρωτεύουσα τῆς Ἀνεξάρτητης Ἑλλάδας) καί ἡ Ἀθήνα τοῦ πρώιµου 19ου αἰῶνα παρουσίαζαν ἐλάχιστη ὁµοιότητα µέ τό Μάντσεστερ τοῦ ῎Ενγκελς, ἐνῷ ὁ Μοριᾶς δέν ἔµοιαζε µέ τά λαγκάδια τοῦ Λάνκασαϊαρ… εἶναι εὔλογη ἡ ὑποψία ὅτι ἀρχικά τό ἑλληνικό ἐθνικό κίνηµα δέν ἀποσκοποῦσε σ’ ἕνα ὁµοιογενές νεωτερικό ἐθνικό κράτος, ἀλλά µᾶλλον… νά ἀντικαταστήσει τήν Ὀθωµανική Αὐτοκρατορία µ’ ἕνα νέο Βυζάντιο». ∆ιαυγέστατη ἀνάλυση. Καί διαπιστώνει ὁ ἐπιστηµονικά ἔντιµος Γκέλνερ: «Σέ γενικές γραµµές, ὄχι µόνο ὁ ἑλληνικός, ἀλλά ὅλοι οἱ βαλκανικοί ἐθνικισµοί φαίνεται νά συνιστοῦν µεῖζον πρόβληµα γι’ αὐτήν τήν θεωρία, ἄν λάβουµε ὑπ’ ὄψιν τήν καθυστέρηση τῶν Βαλκανίων σύµφωνα µέ τά κριτήρια τοῦ βιοµηχανισµοῦ καί τῆς νεωτερικότητας».
Οἱ διάφοροι καθηγητές τῶν ἑλληνικῶν πανεπιστηµίων, πού βιάστηκαν ἀπρόσεκτα νά ἐφαρµόσουν τήν θεωρία τῆς ἐθνογένεσης στήν ἑλληνική περίπτωση, ὑποβάλλοντάς µας τήν ἰδέα ὅτι τό ἑλληνικό ἔθνος εἶναι µία τεχνητή κατασκευή τῆς Νεωτερικότητας, ἀσφαλῶς δέν πρόσεξαν τί γράφει ὁ ἴδιος ὁ Γκέλνερ στήν σελίδα 144-45 τοῦ ἐν λόγῳ βιβλίου του (πού σύµφωνα µέ αὐτά πού ἔγραψε στόν πρόλογο ὁ γυιός –ἐπίσης καθηγητής– τοῦ συγγραφέα: «…εἶναι ἡ τελευταία του λέξη στό θέµα τοῦ ἐθνικισµοῦ. Ἀντιπροσωπεύει ἐπίσης τήν πιό ὥριµη ἀνάλυσή του…»). Γράφει λοιπόν στό τέλος τοῦ βιβλίου του ὁ Γκέλνερ: «Ἡ δική µου ἄποψη εἶναι ὅτι κάποια ἔθνη διαθέτουν αὐθεντικούς ἀρχαίους ὀµφαλούς, ἄλλα ἔχουν ὀµφαλούς πού ἐπινοήθηκαν γιά χάρη τους ἀπό τήν ἴδια τήν ἐθνικιστική τους προπαγάνδα καί ἄλλα δέν ἔχουν καθόλου ὀµφαλό. Πιστεύω ἀκόµη ὅτι ἡ µεσαία κατηγορία εἶναι µέχρι στιγµῆς ἡ µεγαλύτερη, ἀλλά εἶµαι ἀνοιχτός στίς διορθώσεις πού θά ὑποδείκνυε µία ἱστορική ἔρευνα. Σέ κάθε περίπτωση, νά πῶς πρέπει νά διατυπωθεῖ τό ὅλο ζήτηµα».[]
Κεντρικό στοιχεῖο αὐτῆς ὅλης τῆς πολιτικῆς «φιλοσοφίας» εἶναι ἡ ἐπίθεση στήν ἔννοια τῆς Πατρίδας καί στό πατριωτικό συναίσθηµα. ῎Εχουν καταβληθεῖ ἀπό τούς κύκλους αὐτούς ἐπίµονες προσπάθειες νά ταυτισθεῖ ὁ Πατριωτισµός µέ τόν ἐθνικισµό, τόν σωβινισµό, τόν ρατσισµό, τήν µισαλλοδοξία. Κάθε αὐτονόητη, ἀκόµη καί ἡ µετριοπαθέστερη, ἄποψη γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἐθνικῆς µας κυριαρχίας καί τήν ἀντιµετώπιση ξένης ἐπιβουλῆς συκοφαντεῖται ὡς «ἐθνικιστική ὑστερία» καί ἀντιπροτείνεται ὁ «διάλογος» γιά τά κυριαρχικά µας δικαιώµατα, ὁ κατευνασµός κ.λπ. Λογική ἀπόληξη παρόµοιων ἀντιλήψεων, βεβαίως, εἶναι ἡ διαµόρφωση ἑνός κλίµατος αὐτοενοχοποίησης καί παθητικῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀµφισβητήσεων τῆς ἐθνικῆς µας ὑπόστασης. Καί ἡ ἀποδυνάµωση τοῦ πνεύµατος ἀντίστασης στίς ἀπειλές πού πάντοτε ὑπῆρχαν καί πάντοτε θά ὑπάρχουν, στόν ταραγµένο κόσµο πού πορευόµαστε ὡς ἔθνος ἐπί χιλιάδες χρόνια.
῎Αλλοθι καί ἀφορµή τῆς ἐπίθεσης ὁρισµένων προσώπων καί ὁµάδων ἐναντίον τοῦ πατριωτικοῦ αἰσθήµατος, τῆς ἔννοιας τοῦ ῎Εθνους καί ὅλων τῶν ἐθνικῶν συµβόλων, εἶναι ἀσφαλῶς ἡ κατάχρησή τους ἀπό τήν δικτατορία τῶν συνταγµαταρχῶν (1967-1974). Οἱ συνταγµατάρχες κατασκεύασαν ἕνα κάπηλο ἰδεολογικό προσωπεῖο χρησιµοποιώντας τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ὅπως τό Εἰκοσιένα, τό Σαράντα, τό τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οἰκογένεια κ.λπ.
῎Ετσι, µόλις κατέρρευσε τό δικτατορικό καθεστώς, τό 1974, ἡ κατάχρηση αὐτή τῶν ἐθνικῶν συµβόλων ἀπό τήν δικτατορία ἔδωσε τό «δικαίωµα» σέ κάποιους κύκλους νά ἐπιτεθοῦν ὄχι µόνον ἐναντίον τοῦ στρατοκρατικοῦ αὐταρχισµοῦ, ἀλλά καί τῶν συµβόλων πού αὐτός καταχράστηκε.
∆ιάφοροι πανεπιστηµιακοί, δηµοσιογραφοῦντες ἱστορικοί κ.λπ., [ ] ἀντέγραψαν καί εἰσήγαγαν ἀτελῶς κάποιες ἄσχετες πρός τά ἑλληνικά δεδοµένα θεωρητικές κατασκευές ἀπό τήν Εὐρώπη καί τίς ΗΠΑ ἤ ξεσήκωσαν κάποιες πολιτικῶς ὀρθές ἰδέες τῆς µόδας ἀπό πολιτικά περιοδικά τῆς Νέας Ὑόρκης ἤ τοῦ ῎Αµστερνταµ καί τίς ὕψωσαν ὡς λάβαρο πανεπιστηµιακῆς σταδιοδροµίας καί ἐπιστηµονικῆς ἀνέλιξης. Καί βρῆκαν στόν κλειστό τους χῶρο εὐνοϊκή ἀνταπόκριση, διότι στήν πανεπιστηµιακή µας κοινότητα ἡ ἄκριτη εἰσαγωγή θεωριῶν (ὅπως καί καταναλωτικῶν προϊόντων) ἀπό τό ἐξωτερικό, πού ὑποκαθιστᾶ τήν κοπιαστική παραγωγή τους, ἔχει δυστυχῶς µακρά παράδοση.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο, παραδείγµατος χάριν, ἡ θεωρία τῆς ἐθνογένεσης τῶν καθηγητῶν Γκέλνερ καί Χομπσμπάουμ, πού ἀφορᾶ τά ἀνεπτυγµένα βιοµηχανικά ἔθνη τῆς ∆ύσης, ἐφαρµόσθηκε µέ ἀπίστευτη ἐπιστηµονική ἐπιπολαιότητα ἀπό κάποιους πανεπιστηµιακούς τῆς µή βιοµηχανικῶς ἀνεπτυγµένης χώρας µας. Σύσσωµη ἡ «προοδευτική», ἀνανεωτική, ἐκσυγχρονιστική κ.λπ. ἐπιστηµονική κοινότητα υἱοθέτησε τήν ἐξωπραγµατική γιά τά ἑλληνικά δεδοµένα αὐτήν θεωρία. Γιά νά δοῦµε καλύτερα πῶς λειτουργεῖ τό στερεότυπο, ἀξίζει τόν κόπο νά σταθοῦµε λίγο σ’ αὐτό τό σηµεῖο.
Τό συµπέρασµα πού συνήγαγε ἡ «προοδευτική» µας διανόηση ἀπό τήν ἐφαρµογή αὐτῆς τῆς θεωρίας, πού θά ἐξετάσουµε ἀµέσως παρακάτω ἀναλυτικά, ἦταν ὅτι δέν ὑφίσταται συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ὅτι τό σύγχρονο ἑλληνικό ἔθνος εἶναι µία κατασκευή τῆς «νεωτερικότητας», ὅτι ἡ σηµερινή ἑλληνική συνείδηση εἶναι τεχνητό καί βεβιασµένο «ἰδεολόγηµα» κ.λπ. Φυσικά, δέν ἔκαναν τόν κόπο, οἱ «προοδευτικοί» µας διανοούµενοι, νά µελετήσουν τίς πηγές, νά διαπιστώσουν πρωτογενῶς πῶς σκεπτόταν καί πῶς αὐτοπροσδιοριζόταν ὁ ῞Ελληνας τῆς Τουρκοκρατίας, γιατί ἔγινε ἡ µεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ποιά ἦταν ἡ πολιτιστική ἔκφραση τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισµοῦ –καί, ὁπωσδήποτε, τό κυρίαρχο κατά τόν Σολωµό, ἀλλά καί πολλούς ἄλλους– κριτήριο τῆς γλώσσας: τί γλῶσσα ὁµιλοῦσε ὁ Ἑλληνισµός στούς αἰῶνες τῆς µακρᾶς Ἱστορίας του; Διακόπηκε ποτέ ἡ ὁµιλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στούς µακρούς αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου καί τῆς Τουρκοκρατίας στίς ἑλληνικές χῶρες; ποιά ἦταν ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας; Ποιά ἦταν ἡ γλῶσσα τῶν διανοουµένων; Ποιά ἦταν ἡ γλῶσσα τῆς ἀλληλογραφίας µεταξύ τῶν ὁπλαρχηγῶν καί προεστῶν τῆς Τουρκοκρατίας; Σέ ποιά γλῶσσα ἔγραψαν τά κείµενά τους οἱ Φαναριῶτες; Τί γλῶσσα µιλοῦσε το 1600 και το 1700 ὁ ἁπλός λαός; Σέ ποιά γλῶσσα τραγουδοῦσε ὁ ἁπλός λαός τά δηµοτικά τραγούδια του; Τί προέλευση ἔχουν τά ἤθη καί τά ἔθιµα τοῦ λαοῦ αὐτῆς τῆς χώρας; Ποιά ἦταν ἡ ἱστορική συνείδηση, τά κοινά σηµεῖα ἀναφορᾶς, τό πλαίσιο αὐτοπροσδιορισµοῦ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ; [ ]
Ἀλλά ἄς δοῦµε ἄν τά συµπεράσµατα τῶν προοδευτικῶν µας διανοουµένων συνάδουν καί πρός τούς ἴδιους τούς θεωρητικούς τούς ὁποίους ἐπικαλοῦνται. Ὁ Έρνεστ Γκέλνερ εἶχε πολλούς λόγους νά ἀσχοληθεῖ µέ τόν ἐθνικισµό: εἶχε γεννηθεῖ τό 1925 στήν Πράγα, ἀναπτύχθηκε πνευµατικά ἀνάµεσα στήν τσέχικη καί τήν γερµανική κουλτούρα καί ὡς Ἑβραῖος διώχθηκε ἀπό τούς ναζί. Ἡ τραυµατική του ἐµπειρία ἀπό τόν ἐθνικοσοσιαλισµό ἦταν τό ψυχολογικό ὑπόστρωµα καί τό ἀρχικό κίνητρο πού τόν ὤθησε νά ἀσχοληθεῖ σέ πολλές µελέτες του µέ τό ἐθνικιστικό φαινόµενο. Ὁ ἄλλος ἐκφραστής τῆς θεωρίας τῆς ἐθνογένεσης, ὁ Έρικ Χομπσμπάουμ, ἐπίσης Ἑβραῖος διωκόµενος ἀπό τούς ναζί, στρατευµένος κοµµουνιστής, συνέβαλε καί αὐτός στήν ἀνάλυση τοῦ ἐθνικιστικοῦ φαινοµένου. Οἱ δύο αὐτοί σπουδαῖοι ἱστορικοί ἀσχολήθηκαν µέ ἕνα πολύ συγκεκριµένο ἐρώτηµα: πῶς ἡ ἀρχικά πολυδιασπασµένη, φεουδαλική Εὐρώπη, κατέληξε νά παραγάγει ἐθνικά κράτη καί ἐθνικιστικές ἀντιλήψεις πού ὁδήγησαν στόν ναζισµό.
Πράγµατι, οἱ δύο αὐτοί ἱστορικοί ἔχουν δίκιο στά συµπεράσµατά τους γιά τήν δηµιουργία τῶν σύγχρονων ἐθνῶν στόν χῶρο τῆς ∆υτικῆς Εὐρώπης. ῞Οταν διαλύθηκε τό ∆υτικό Ρωµαϊκό Κράτος, τό 476 µ.Χ., µία πανσπερµία φυλῶν χωρίς παρελθόν καί χωρίς ἱστορική καί ἐθνική συνείδηση κατέκλυσε τόν χῶρο τῆς σηµερινῆς ∆υτικῆς καί Κεντρικῆς Εὐρώπης. Βαθµιαῖα, σχηµατίσθηκε στά ἐρείπια τοῦ ρωµαϊκοῦ κράτους τό φεουδαλικό σύστηµα, στά πλαίσια τοῦ ὁποίου τοπικοί φεουδάρχες κυβερνοῦσαν µικρά ἤ µεγάλα φέουδα, σέ καθεστώς πρωτόγονης ἀγροτικῆς οἰκονοµίας καί ἀνυπαρξίας ὀργανωµένων κρατικῶν δοµῶν. Σταδιακά, κατά τήν Ἀναγέννηση, ἐµφανίσθηκαν οἱ πρῶτοι πυρῆνες κρατῶν, πού ἔπασχαν ὅµως ἀπό ἐθνολογική καί πολιτισµική ὁµοιογένεια. Ἡ Ἀναγέννηση, ὁ ∆ιαφωτισµός, ἡ Βιοµηχανική Ἐπανάσταση, ἡ ἰσχυροποίηση τῆς Ἀστικῆς Τάξης, ἡ δηµιουργία ὀργανωµένων κρατικῶν µηχανισµῶν ὁδήγησαν τελικῶς στήν διαµόρφωση ἰσχυρῶν κρατῶν.
Οἱ Γκέλνερ-Χομπσμπάουμ ἔχουν δίκιο στό ἑξῆς: ὅσο πιό ἀνοµοιογενές ἐθνοφυλετικά ἦταν ἕνα εὐρωπαϊκό κράτος, τόσο πιό ἰσχυρές ἦταν οἱ προσπάθειες ὁµογενοποίησής του. Τέτοιες προσπάθειες ἦταν δυνατόν νά ὁδηγήσουν –καί στήν περίπτωση τῆς Γερµανίας ὁδήγησαν– στήν ἐµφάνιση τοῦ παραληρηµατικοῦ σωβινισµοῦ. Τοῦ ὁποίου κύρια θύµατα ὑπῆρξαν ὡς ἀποδιοποµπαῖοι τράγοι οἱ Ἑβραῖοι, ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἀποτελοῦσαν «παραφωνία» στούς κόλπους ἑνός κράτους πού ἐπεδίωκε µέ µανία τήν πλήρη ὁµογενοποίησή του.
Τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά µέ τήν ἑλληνική ἱστορία καί πραγµατικότητα; Ἀπολύτως καµία. ῞Οταν τό ∆υτικό Ρωµαϊκό Κράτος διαλύθηκε τό 476, τό Ἀνατολικό Ρωµαϊκό Κράτος ὄχι µόνον ἐπεβίωσε µέ ἐπιτυχία, ἀλλά ἐξελίχθηκε σέ παγκόσµια ὑπερδύναµη τοῦ Μεσαίωνα. Ἐνῷ ἡ Δυτική Εὐρώπη βίωνε τό χιλιόχρονο δρᾶµα της, σέ κατάσταση τραγικῆς ὑπανάπτυξης καί πνευµατικοῦ σκότους, τό Βυζάντιο (Ρωµανία γιά τούς συγχρόνους του) βίωνε µία ἐποχή ἀκµῆς, ἦταν ὀργανωµένο κράτος µέ δηµόσια διοίκηση, ἐκπαιδευτικό σύστηµα, κοινωνική πρόνοια, ἐξαγωγικό ἐµπόριο καί, κυρίως, παγκόσµια πολιτιστική ἀκτινοβολία. ῞Οταν, ἀντιθέτως, ἡ ∆ύση εἰσῆλθε σέ ἐποχή σταδιακῆς ἀνάπτυξης, ὁ βυζαντινός κόσµος ὅδευε πρός τό τέλος του, κι ὅταν ἡ ∆υτική Εὐρώπη συγκλονιζόταν ἀπό τήν Ἀναγέννηση, τόν ∆ιαφωτισµό καί τήν Βιοµηχανική Ἐπανάσταση, ὁ Ἑλληνισµός βίωνε τόν δικό του, τραγικό Μεσαίωνα τοῦ σκότους καί τῆς δουλείας.
Ἡ διαδικασία τῆς ἐθνογένεσης, λοιπόν, ὅπως τήν περιγράφουν οἱ Γκέλνερ καί Χομπσμπάουμ, ἀφορᾶ ἕναν κόσµο πού πέρασε ἀπό τίς φάσεις τοῦ φεουδαλικοῦ Μεσαίωνα, τῆς Ἀναγέννησης, τοῦ ∆ιαφωτισµοῦ καί τῆς Βιοµηχανικῆς Ἐπανάστασης, διαδικασίες πού ἀπουσιάζουν παντελῶς ἀπό τήν ἑλληνική ‘Ιστορία λόγῳ τῆς Τουρκοκρατίας. Πῶς, λοιπόν, ἐφαρµόζεται µέ τόση ἐπιπολαιότητα στήν ἑλληνική ‘Ιστορία;
Ὁ Ἑλληνισµός, µετά τήν ἀπορρόφηση τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσµου ἀπό τούς Ρωµαίους, συνέχισε νά κυριαρχεῖ πολιτιστικά στά πλαίσια τῆς Ρωµαϊκῆς Κοσµοκρατορίας (ὁ µεγαλύτερος ἱστορικός τοῦ Εἰκοστοῦ Αἰῶνα, ὁ ‘Άρνολντ Τόινμπι θεωρεῖ τήν Ρώµη µία ἁπλῆ παραλλαγή καί ἔκφανση τοῦ ἑλληνικοῦ κόσµου). Ὁ ἐκχριστιανισµός τοῦ ρωµαϊκοῦ κράτους δηµιούργησε, µέσα ἀπό πολλές περιπέτειες, µία νέα πολιτιστική σύνθεση, τόν ἑλληνορθόδοξο βυζαντινό κόσµο. Ἡ συνείδηση τοῦ ῞Ελληνα ὀρθόδοξου, ὑπηκόου τοῦ ρωµαϊκοῦ κράτους, ὁδήγησε στήν ἔννοια τοῦ Ρωµηοῦ: εἶναι ἕνα νέο στάδιο τῆς ἑλληνικῆς ἰδιοπροσωπίας, πού ἀσφαλῶς ὑπέστη διαδοχικές µεταλλαγές καί πέρασε ἀπό πολλές φάσεις στίς χιλιετίες τῆς Ἱστορίας του. Οἱ ἐν συνεχείᾳ φυλετικές ἀναµείξεις τοῦ Ἑλληνισµοῦ (κυρίως µέ Σλαύους, Φράγκους καί Ἀλβανούς) κατά τόν Μεσαίωνα, ὄχι µόνον δέν διέσπασαν τήν ἑλληνική συνείδηση καί πολιτιστική ἔκφραση, ἀλλά τήν ἐνδυνάµωσαν µέ νέα δυναµική.
Οἱ µεταναστευτικές εἰσροές ὁδηγοῦσαν σέ ἀφοµοίωση τῶν µεταναστῶν («τούς Σλαύους γραικώσας», γράφει γιά τόν πατέρα του Βασίλειο Α΄ ὁ Λέων ὁ Σοφός στά Βασιλικά του, ἐνῷ ὅλοι γνωρίζουµε τήν πρωτοποριακή δράση τῶν Ἀρβανιτῶν καί τῶν λατινογενῶν Βλάχων στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση καί σέ ὅλους τούς ἐθνικούς ἀγῶνες). Χρειάζεται ἰδιαίτερη ἐµµονή σέ µία βιολογική φυλετική ἀντίληψη τῆς Ἱστορίας, γιά νά µήν ἀντιλαµβάνεται κανείς τήν ἀφοµοιωτική λειτουργία τῶν πολιτισµῶν. [ ]
Οἱ βαθύτερες ρίζες τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησης φθάνουν πίσω ὥς τήν ὁµηρική ἐποχή, καί διήνυσαν χιλιετίες πρίν φθάσουµε στήν Τουρκοκρατία καί στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση. ῞Οποιος δέν ἔχει µελετήσει σέ βάθος τά ὁµηρικά ἔπη, τόν Ἐπιτάφιο τοῦ Περικλέους, τίς δηµηγορίες τοῦ Ἰσοκράτους, ὅποιος δέν ἔχει διαβάσει προσεκτικά τήν Ἱστορία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τῶν ∆ιαδόχων τοῦ Gustav Droysen, ὅποιος δέν γνωρίζει τί γράφει ὁ Λέων ὁ Σοφός στά Βασιλικά του γιά τόν ἐξελληνισµό τῶν Σλαύων, κι ὅποιος δέν ἐµβάθυνε στοιχειωδῶς στήν ὑστεροβυζαντινή ποίηση ὅπως καί στό ἔργο τῆς Ἑλένης Γλύκατζη-Ἀρβελέρ γιά τήν Πολιτική Ἰδεολογία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἄν κάποιος δέν διάβασε µεταβυζαντινή λογοτεχνία, ἀκριτικά ἔπη καί κλέφτικα τραγούδια, ἀλλά καί Νεοελληνικό ∆ιαφωτισµό, καί δέν µελέτησε ἐµβριθῶς τίς ἑλληνικές κοινότητες τῆς Τουρκοκρατίας, σίγουρα δέν µπορεῖ νά συλλάβει τήν πολυκύµαντη καί θυελλώδη διαδροµή τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησης.
Ὁ σοφός Γκέλνερ τό ξέρει καλύτερα ἀπό τούς ἐν Ἑλλάδι ἀντιγραφεῖς του: «Ἡ πρώτη ἐθνικιστική ἐξέγερση ἔλαβε χώρα λίγα χρόνια µετά τό Συνέδριο τῆς Βιέννης καί ἦταν ἡ ἑλληνική», γράφει στό ἔργο του Ἐθνικισµός: πολιτισµός, πίστη καί ἐξουσία [σέ ἑλληνική µετάφραση ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 2002, σ. 69-70]. Καί συνεχίζει: «Θά ἦταν ἄσκοπο νά ἀρνηθοῦµε ὅτι ὁρισµένα γνωρίσµατά της συνιστοῦν κάποιο πρόβληµα γιά τήν θεωρία µας, ἡ ὁποία συνδέει τόν ἐθνικισµό µέ τόν βιοµηχανισµό. Τό Ναύπλιο (πρώτη πρωτεύουσα τῆς Ἀνεξάρτητης Ἑλλάδας) καί ἡ Ἀθήνα τοῦ πρώιµου 19ου αἰῶνα παρουσίαζαν ἐλάχιστη ὁµοιότητα µέ τό Μάντσεστερ τοῦ ῎Ενγκελς, ἐνῷ ὁ Μοριᾶς δέν ἔµοιαζε µέ τά λαγκάδια τοῦ Λάνκασαϊαρ… εἶναι εὔλογη ἡ ὑποψία ὅτι ἀρχικά τό ἑλληνικό ἐθνικό κίνηµα δέν ἀποσκοποῦσε σ’ ἕνα ὁµοιογενές νεωτερικό ἐθνικό κράτος, ἀλλά µᾶλλον… νά ἀντικαταστήσει τήν Ὀθωµανική Αὐτοκρατορία µ’ ἕνα νέο Βυζάντιο». ∆ιαυγέστατη ἀνάλυση. Καί διαπιστώνει ὁ ἐπιστηµονικά ἔντιµος Γκέλνερ: «Σέ γενικές γραµµές, ὄχι µόνο ὁ ἑλληνικός, ἀλλά ὅλοι οἱ βαλκανικοί ἐθνικισµοί φαίνεται νά συνιστοῦν µεῖζον πρόβληµα γι’ αὐτήν τήν θεωρία, ἄν λάβουµε ὑπ’ ὄψιν τήν καθυστέρηση τῶν Βαλκανίων σύµφωνα µέ τά κριτήρια τοῦ βιοµηχανισµοῦ καί τῆς νεωτερικότητας».
Οἱ διάφοροι καθηγητές τῶν ἑλληνικῶν πανεπιστηµίων, πού βιάστηκαν ἀπρόσεκτα νά ἐφαρµόσουν τήν θεωρία τῆς ἐθνογένεσης στήν ἑλληνική περίπτωση, ὑποβάλλοντάς µας τήν ἰδέα ὅτι τό ἑλληνικό ἔθνος εἶναι µία τεχνητή κατασκευή τῆς Νεωτερικότητας, ἀσφαλῶς δέν πρόσεξαν τί γράφει ὁ ἴδιος ὁ Γκέλνερ στήν σελίδα 144-45 τοῦ ἐν λόγῳ βιβλίου του (πού σύµφωνα µέ αὐτά πού ἔγραψε στόν πρόλογο ὁ γυιός –ἐπίσης καθηγητής– τοῦ συγγραφέα: «…εἶναι ἡ τελευταία του λέξη στό θέµα τοῦ ἐθνικισµοῦ. Ἀντιπροσωπεύει ἐπίσης τήν πιό ὥριµη ἀνάλυσή του…»). Γράφει λοιπόν στό τέλος τοῦ βιβλίου του ὁ Γκέλνερ: «Ἡ δική µου ἄποψη εἶναι ὅτι κάποια ἔθνη διαθέτουν αὐθεντικούς ἀρχαίους ὀµφαλούς, ἄλλα ἔχουν ὀµφαλούς πού ἐπινοήθηκαν γιά χάρη τους ἀπό τήν ἴδια τήν ἐθνικιστική τους προπαγάνδα καί ἄλλα δέν ἔχουν καθόλου ὀµφαλό. Πιστεύω ἀκόµη ὅτι ἡ µεσαία κατηγορία εἶναι µέχρι στιγµῆς ἡ µεγαλύτερη, ἀλλά εἶµαι ἀνοιχτός στίς διορθώσεις πού θά ὑποδείκνυε µία ἱστορική ἔρευνα. Σέ κάθε περίπτωση, νά πῶς πρέπει νά διατυπωθεῖ τό ὅλο ζήτηµα».[]
Νά πῶς λειτουργεῖ ἡ πανεπιστηµιακή κοινότητα στήν Ἑλλάδα
Οἱ αὐτόκλητοι εἰσαγωγεῖς παρόµοιων ξένων θεωριῶν, προσαρµοσµένων καταλλήλως ὥστε νά ἐφαρµοσθοῦν στήν ἑλληνική ‘Ιστορία κατά τό δοκοῦν, προσπαθοῦν νά ἐµφανίσουν τήν ἄποψη ὅτι τό Ἑλληνικό ῎Εθνος εἶναι ἕνα τεχνητό κατασκεύασµα ἐθνικιστῶν ἱστορικῶν καί ἀκροδεξιῶν προπαγανδιστῶν. ῞Οτι στήν οὐσία οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς χώρας, µία πανσπερµία Ἀλβανῶν, Σλαύων, Βλάχων, Σαρακατσάνων καί ἄλλων ἀπροσδιορίστου προελεύσεως µετοίκων, ἀποφάσισαν µία ὡραία πρωία νά ἐπαναστατήσουν ἔτσι χωρίς λόγο, µᾶλλον λόγῳ ἀναρχικοῦ χαρακτῆρος, διάθεσης γιά πλιάτσικο καί ἐξ αἰτίας ἐθνικιστικῶν προκαταλήψεων ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ἡ Ὀθωµανική Αὐτοκρατορία ἦταν, φαίνεται, ἕνα πολυεθνικό πολυπολιτισµικό κράτος, ὅπου διαβιοῦσαν ἁρµονικά διάφορες ἐθνότητες χωρίς πολλά προβλήµατα. Ἰδεολογικό ἐπίχρισµα σ’ αὐτήν τήν ἐκδήλωση ἀναρχίας ἔδωσε ὁ ἀπόηχος τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καί ἡ ἐπίδρασή της σέ κάποιους διανοουµένους, πού ἀποφάσισαν νά ἐπιβάλουν στανικά τήν δηµιουργία ἐλεύθερου κράτους στούς εὐχαριστηµένους ραγιάδες.
Μπορεῖ αὐτά νά ἠχοῦν εἰρωνικά, ἀλλά δέν εἶναι. Εἶναι ἁπλῶς αὐτά πού πολύ σοβαρά δηµοσιεύουν οἱ «προοδευτικοί» µας διανοούµενοι στόν ἑλληνικό Τύπο καί σέ ἑλληνικά «ἐπιστηµονικά» κείµενα. ῎Ας δοῦµε µερικά παραδείγµατα.
Κυριακή 24 Μαρτίου 2002
(Παραµονή τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς.)
Μπορεῖ αὐτά νά ἠχοῦν εἰρωνικά, ἀλλά δέν εἶναι. Εἶναι ἁπλῶς αὐτά πού πολύ σοβαρά δηµοσιεύουν οἱ «προοδευτικοί» µας διανοούµενοι στόν ἑλληνικό Τύπο καί σέ ἑλληνικά «ἐπιστηµονικά» κείµενα. ῎Ας δοῦµε µερικά παραδείγµατα.
Κυριακή 24 Μαρτίου 2002
(Παραµονή τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς.)
Ὁ κ. Πέτρος Πιζάνιας, τακτικός καθηγητής τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας στό Ἰόνιο Πανεπιστήµιο, δηµοσιεύει ἐκτενέστατο ἄρθρο στήν ἐφηµερίδα Καθηµερινή, µέ τίτλο, «Ἀπό τούς Γαζῆδες ὥς τήν ὀθωµανική ὁλοκλήρωση» (σ. 5). Ἀφοῦ χαρακτηρίζει «ἀτελέστατη κοσµοκρατορία» (!) τόν ἑλληνιστικό κόσµο πού δηµιούργησε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ἔρχεται στόν 13ο αἰῶνα, ὅταν ἐµφανίσθηκαν οἱ «Γαζῆδες ἱππότες τῆς ἡµισελήνου», ὅπως ἐπί λέξει ἀποκαλεῖ τούς πρώτους Τούρκους ἐπιδροµεῖς. Προφανῶς ὁ κ. Πιζάνιας χρησιµοποιεῖ τόν ὅρο «ἱππότες» γιά νά ἀποδώσει ἱπποτικά χαρακτηριστικά στούς µογγολικῆς προελεύσεως Τουρκοµάνους ἐπιδροµεῖς. Πρέπει ἐδῶ νά ὑπενθυµίσουµε στόν κ. Πιζάνια ὅτι ὁ ὅρος «ἱππότης» ἔχει συγκεκριµένα κοινωνιολογικά καί ἱστορικά χαρακτηριστικά: ἱππότης (ἄς διαβάσει τό κλασσικό ἔργο τοῦ Μ. Μπλοχ Ἡ Φεουδαλική Κοινωνία, ἔχει µεταφραστεῖ καί στά ἑλληνικά) εἶναι ὁ ἀνήκων στήν κληρονοµική φεουδαλική ἀριστοκρατία τῶν Εὐρωπαίων γαιοκτηµόνων τοῦ Μεσαίωνα, συνδέεται µέ τήν µακραίωνη κατοχή γαιῶν καί τήν κυριαρχία ἐπί τῶν αὐτοχθόνων πληθυσµῶν καί εἶναι µία κοινωνική κατηγορία ἰδιότυπη, πού ἀναπτύχθηκε ἀποκλειστικά ἐπί δυτικοευρωπαϊκοῦ ἐδάφους τούς Μέσους Αἰῶνες. Ἀναλογίες, ἀλλά ὄχι ταύτιση, ὑπάρχει µέ τούς Ἰάπωνες Σαµουράι, ἐπίσης γαιοκτήµονες µέ αὐτονοµία ἔναντι τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας. Τί σχέση ἔχουν ὅλ’ αὐτά µέ τούς νοµάδες ἐκτροφεῖς ἀλόγων καί αἰγοπροβάτων, κοιµώµενους σέ σκηνές καί τρώγοντες ἀποξηραµένο κρέας καµήλας περιφερόµενους Τουρκοµάνους τοῦ 13ου αἰῶνα;
Ἀλλά ὑπάρχει καί συνέχεια: Οἱ ἐπιδροµές τῶν Γαζήδων, γράφει ὁ κ. Πιζάνιας, «δέν διέφεραν ὡς πρός τήν πρακτική καί τό κίνητρο πού χαρακτήριζαν τίς ἐπιδροµές τῶν Βυζαντινῶν καί τῶν ∆υτικῶν» (sic).
Ἐδῶ ἐξοµοιώνεται ἕνα ἰσχυρό, οἰκονοµικά ἀνεπτυγµένο καί πολιτικά ὀργανωµένο κράτος, µέ παγκόσµια πολιτιστική ἀκτινοβολία, ὅπως τό Βυζάντιο, µέ περιπλανώµενα βαρβαρικά φῦλα πού λήστευαν τόν πλοῦτο του. Ἀλλά ὁ κ. Πιζάνιας ἔχει ἄλλη ἄποψη γιά τό Βυζάντιο. Ἀναφέρει λίγο πάρα κάτω «τό γνωστό ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου πρότυπο τῆς κλειστῆς οἰκονοµίας καί κοινωνίας, καί τῆς ἀπόλυτης θεοκρατικῆς ἐξουσίας». ῞Οσο γιά τήν «κλειστή οἰκονοµία» τοῦ Βυζαντίου, παραπέµπουµε τόν κ. Πιζάνια στήν κλασσική Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ µαρξιστῆ Ρώσσου ἱστορικοῦ Μ. Β. Λεβτσένκο [Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἐκδόσεις Ἀναγνωστίδη, σ. 30-31 καί ἀλλοῦ], ὅπου ἀναφέρεται στήν ἐλευθερία τῶν συναλλαγῶν καί στήν κατάκτηση νέων ἀγορῶν, καθώς καί στίς τεράστιες ἐξαγωγές βυζαντινῶν προϊόντων σ’ ὅλον τόν κόσµο. Τά ἴδια γράφουν καί ὅλες οἱ κλασσικές βυζαντινές ἱστορίες, ἡ δέ ἀείµνηστη Ἀγγελική Λαΐου, καθηγήτρια τοῦ Χάρβαρντ, ἀκαδηµαϊκός καί πρώην ὑπουργός τῆς κυβερνήσεως Σηµίτη, παρουσιάζει, στά κλασσικά ἔργα της γιά τήν βυζαντινή οἰκονοµία, πού ἀσφαλῶς ἔχει ὑπ’ ὄψιν του ὁ κ. Πιζάνιας, τήν βυζαντινή οἰκονοµία καθόλου «κλειστή», ἀλλά ἐξωστρεφῆ καί ἀνοιχτή. ῞Οσο γιά τήν «κλειστή» βυζαντινή κοινωνία, κλειστή εἶναι µία κοινωνία χωρίς κοινωνική κινητικότητα, π.χ. ἡ ἰνδική µέ τίς κάστες της. Ἀπεναντίας στό Βυζάντιο ὑπῆρχε πλήρης κινητικότητα, χωρικοί ὅπως ὁ Ἰουστίνος ἤ ὁ Βασίλειος Α΄ ὁ Μακεδών ἔγιναν αὐτοκράτορες, ἀλλά καί οὔτε ἡ φυλετική καταγωγή ἔπαιζε ρόλο, διότι αὐτοκράτορες ἔγιναν Ἀρµένιοι, Γεωργιανοί, Σλαύοι κ.λπ.
Ὁ κ. Πιζάνιας ἐπανῆλθε δριµύτερος τήν Κυριακή 4 Ἀπριλίου 2004 καί πάλι στήν φιλόξενη Καθηµερινή (σ. 5), µέ νέο ἄρθρο, ὑπό τόν τίτλο «Καταγωγικοί µῦθοι καί πολιτικό σχέδιο τοῦ ᾽21» καί τόν ἐκπληκτικό ὑπότιτλο ἐπί λέξει: «Ἡ Ἐπανάσταση δέν εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς ἀγανάκτησης τοῦ λαοῦ, ἀλλά ἡ ἐφαρµογή τῆς ἀπόφασης τῶν διανοούµενων διαφωτιστῶν», ὅπου γράφει τά ἑξῆς: «Τό προεπαναστατικό ἔργο τῶν Ἑλλήνων διαφωτιστῶν διανοούµενων εἶναι ἡ ἐπινόηση τῆς ἱστορικῆς ταυτότητας τῶν Ἑλλήνων, ἡ διάδοσή της µέσῳ περιοδικῶν, φυλλαδίων καί βιβλίων (ἐρώτηση δική µου: πῶς σ’ ἕναν λαό ἀναλφάβητο, ποιµένων καί χωρικῶν, διαδόθηκε ἡ «ἐπινοηµένη ἐθνική ταυτότητα» µέσῳ βιβλίων; Οἱ κλέφτες, οἱ ἁρµατολοί καί οἱ ἀγωνιστές ἤξεραν νά διαβάζουν;) καί τέλος ἡ ἀνύψωσή της σέ πολιτική ἰδεολογία». Ἀλλά ἀκοῦστε καί τήν συνέχεια: «Στά σχολικά ἐγχειρίδια, στίς ἐπετείους ὅπως ἡ σηµερινή, µᾶς διδάσκουν ὅτι ὁ λαός δέν ἄντεχε πλέον τή σκλαβιά καί ἐξεγέρθηκε. Ὁ λαϊκισµός, διάχυτος στήν κοινωνία µας ἐπί δεκαετίες, δέν ἀφήνει ἥσυχη οὔτε τήν ἱστορία οὔτε πολύ περισσότερο τόν λαό. Στήν πραγµατικότητα καµµία ἀξιοσηµείωτη λαϊκή ἐξέγερση δέν ἔγινε στήν ἀρχή τῆς Ἐπανάστασης µέ ἐξαίρεση αὐτήν τοῦ Ἀντωνίου Οἰκονόµου στήν ῞Υδρα καί ἴσως στή Σάµο. Ἡ ἀπουσία σηµαντικῶν ἐξεγέρσεων ὀφείλεται ἐν πολλοῖς στό γεγονός ὅτι τό ὀθωµανικό αὐτοκρατορικό σύστηµα εἶχε ἐµπεδώσει µηχανισµούς συναίνεσης µέ τίς τοπικές ἀγροτικές κοινωνίες. Καί ἡ συναίνεση αὐτή ἦταν ἀρκετά λειτουργική ἀκόµη καί τίς παραµονές τοῦ ᾽21. Στίς λίγες περιπτώσεις πού ἡ συναίνεση δέν λειτουργοῦσε, ὅπως στήν περίπτωση τῶν Σουλιωτῶν, τότε καί µόνο τό αὐτοκρατορικό κράτος χρησιµοποιοῦσε τή βία. Τό ᾽21 δέν εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς ἀγανάκτησης τοῦ λαοῦ, ἀλλά ἡ ἐφαρµογή ἑνός προαποφασισµένου σχεδίου [ ] Προαποφασισµένου ἐν πολλοῖς ἀπό τούς διανοούµενους διαφωτιστές πού συγκρότησαν καί ἀνέπτυξαν τήν κατ’ ἐξοχήν ἐπαναστατική ὀργάνωση τῶν Ἑλλήνων, τή Φιλική Ἑταιρεία, ὑπό τήν ἐπιρροή τοῦ γαλλικοῦ ἰακωβινισµοῦ» (sic!).
Ὁ κ. Πιζάνιας, ὅπως φαίνεται, εἶναι φανατικός ὀπαδός τῆς ἱστορικῆς θεωρίας τῆς συνωµοσίας. Ὁλόκληρη Ἐπανάσταση, πού ξεσήκωσε ἕναν ὁλόκληρο λαό καί µάλιστα σέ ὁλόκληρη τήν Βαλκανική, µία Ἐπανάσταση πού εἶχε θύµατα Πατριάρχες, προεστούς, καπεταναίους, κλέφτες καί ἁρµατολούς καί ἁπλούς ἀγρότες, δέν ἔγινε µέ τήν πρόθυµη καί ἀδιάλλακτη βούληση τῶν ραγιάδων νά ζήσουν ἐλεύθεροι ἤ νά πεθάνουν, ἀλλά ἦταν προαποφασισµένο προϊόν µυστικῆς συνωµοσίας. Ἐκπληκτικό!
Ἐξ ἄλλου ὁ κ. Πιζάνιας, ἄν καί τακτικός καθηγητής τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, δέν ἔχει φαίνεται διαβάσει καλά τό κλασσικό ἔργο τοῦ Σάθα Ἡ Τουρκοκρατουµένη Ἑλλάς, ἀλλά οὔτε τούς Περιηγητές τοῦ Κυριάκου Σιµόπουλου. Ἐκεῖ θά µάθαινε ὅτι περίπου κάθε τριάντα χρόνια (δηλαδή ἀνά µία γενιά) ξεσποῦσαν ἐπαναστάσεις, σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπό τήν πρώτη Ἐπανάσταση τοῦ Κροκόδειλου Κλαδᾶ, ἀµέσως µετά τήν ῞Αλωση, µέχρι τά Ὀρλωφικά τό 1770 καί τήν ἐπανάσταση τοῦ Βλαχάβα στόν Ὄλυµπο τό 1806. Καί, τέλος πάντων, ἄν θεωρεῖ τόν Σάθα καί τόν Σιµόπουλο ἐθνικιστές ἱστορικούς, ἄς διαβάσει καί τόν καθόλου –µά καθόλου– φιλέλληνα Φίνλεϊ, πού λέει ἀκριβῶς τά ἴδια. Ἀλλά τό κείµενο τοῦ κ. Πιζάνια στήν Καθηµερινή δέν ἔχει οὔτε µία –οὔτε µία!– βιβλιογραφική παραποµπή. Οἱ «µηχανισµοί συναίνεσης», ἐξ ἄλλου, πού εἶχε διαµορφώσει τό ὀθωµανικό κράτος σύµφωνα µέ τόν κ. Πιζάνια, ἦταν οἱ ἀποκεφαλισµοί, τό παιδοµάζωµα, ἡ ἄγρια φορολογία, οἱ γενικευµένες σφαγές καί ἄλλες δηµοκρατικές καί φιλειρηνικές διαδικασίες. Γιατί δέν ἀναφέρει ὁ κ. Πιζάνιας τήν κάθοδο, στά 1715, στόν Μοριᾶ καί στήν Ρούµελη, τοῦ µεγάλου βεζύρη Ἁλῆ-Κιουµουρτζῆ, ἐπικεφαλῆς τεραστίου στρατεύµατος, πού ἰσοπέδωσε τήν νότια Ἑλλάδα; Γιατί δέν ἀναφέρει τήν καταστροφή τοῦ Μοριᾶ τό 1770 ἀπό τόν Καρά-Μουσταφᾶ καί τούς 100.000 Τουρκαλβανούς του; Γιά ποιά «συναίνεση» µιλᾶ ὁ κ. Πιζάνιας;
Καί γιά ποιά «ἀπουσία σηµαντικῶν ἐξεγέρσεων» στήν ἀρχή τῆς Ἐπανάστασης γράφει ὁ κ. Πιζάνιας; Τί ἦταν τότε τό Βαλτέτσι, τό Λάλα, ἡ Καλαµάτα κ.λπ.;
Κι ὅσο γιά τήν «ἐπιρροή τοῦ γαλλικοῦ ἰακωβινισµοῦ», ὁ κ. Πιζάνιας λίγο µᾶς τά µπερδεύει: ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση ἔγινε τό 1789. Τότε ἐπιρροή τίνος πράγµατος ἦταν ἡ γενικευµένη ἐξέγερση τοῦ 1770 ἤ οἱ προηγούµενες ἐπαναστάσεις (σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας γίνονταν, ὅπως εἴπαµε, ἐπαναστατικά κινήµατα κατά µέσον ὅρο κάθε τριάντα χρόνια); ’Ή ἦταν «ἐπιρροή τοῦ γαλλικοῦ ἰακωβινισµοῦ» τό ἐπαναστατικό κίνηµα τοῦ Κροκόδειλου Κλαδᾶ στήν Πελοπόννησο τοῦ 1460, τρεῖς αἰῶνες πρίν τόν ἰακωβινισµό;
Ἀλλά τήν βαθύτερη φιλοσοφία τοῦ κ. Πιζάνια διακρίνει κανείς καλύτερα ὅταν, παρά κάτω, ἀποκαλεῖ τό σύνθηµα «φωτιά καί τσεκούρι στούς προσκυνηµένους» (πού ἐξαπέλυσε ὁ Κολοκοτρώνης τό 1825-6 ἐναντίον ὅσων δήλωναν ὑποταγή στόν Ἰµπραήµ πού κατέκαιε τήν Πελοπόννησο) ὡς «κινήσεις, πού θυµίζουν περίοδο ἐπαναστατικοῦ τρόµου». Εἶναι ἐπίσης ἀπολύτως χαρακτηριστικό ὅτι ὁ κ. Πιζάνιας γράφει «ἐνάντια στούς “προσκυνηµένους” ῞Ελληνες στόν Ἰµπραήµ», δηλαδή θέτει τήν λέξη προσκυνηµένους σέ εἰσαγωγικά. Καταλάβαµε, κ. Πιζάνια…
Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι τό κείµενό του ἐκφωνήθηκε ὡς πανηγυρικός τῆς 25ης Μαρτίου στό Γεωπονικό Πανεπιστήµιο…
∆έν τελειώσαµε µέ τόν κ. Πιζάνια. Ἐπανῆλθε µέ συνέντευξή του στήν ἄπειρα φιλόξενη Καθηµερινή στίς 29 Ἀπριλίου 2007 (σ. 7), ὅπου διατυπώνει τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση δέν εἶναι, ὅπως ξέραµε µέχρι σήµερα, κι ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ πρωταγωνιστές της τήν συνέλαβαν, ἀπελευθερωτικός πόλεµος ἤ ἀγώνας τῆς ἀνεξαρτησίας (προφανῶς οὔτε νά ἀπελευθερωθοῦµε θέλαµε οὔτε τήν ἀνεξαρτησία µας ἐπιδιώκαµε), «καί ἀκόµη χειρότερα δέν εἶναι “Παλιγγενεσία” ἑνός δῆθεν προϋπάρχοντος ἔθνους, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ ἐθνοκεντρική δοξασία».[ ]
Ἐγώ, ὅµως, µέ αὐστηρά ἐπιστηµονικά κριτήρια, θά χαρακτηρίσω «δοξασία» τίς ἀπόψεις τοῦ κ. Πιζάνια. ∆ιότι σ’ ὅλ’ αὐτά δέν εἶδα οὔτε µία συγκεκριµένη παραποµπή σέ πηγές τῆς ἐποχῆς, οὔτε ἕνα πραγµατολογικό ἐπιχείρηµα. Ἐπιστήµη ὅµως εἶναι ἡ ἐξαγωγή συµπερασµάτων µέ βάση ὑπαρκτά στοιχεῖα (ἄς διαβάσει ὁ κ. Πιζάνιας τόν κώδικα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης (πού ἀνακάλυψε ὁ διακεκριµένος βυζαντινολόγος Νικόλαος Βέης), πού ἀνήκει στόν 17ο αἰῶνα καί δείχνει τήν γλαφυρή, ὡραιότατη ἑλληνική γλῶσσα τῆς ἐποχῆς, πού κανένας Κοραῆς δέν κατασκεύασε καί πού µοιάζει τόσο πολύ µέ τήν σηµερινή δική µας!) καί ὄχι χαρακτηρισµοί, κρίσεις, θεωρίες καί ἄφθονη φλυαρία.
Ὁ δηµοσιογράφος κ. Πάσχος Μανδραβέλης, στίς 21 Φεβρουαρίου 2007, δηµοσιεύει στήν Καθηµερινή ἄρθρο µέ τίτλο «Τό δίκιο τοῦ ἀρχιεπισκόπου», ὅπου συµπεριελάµβανε τήν φράση «τά ψεύτικα λάβαρα τῆς Ἁγίας Λαύρας». Ἀνέτρεξα λοιπόν στήν σχετική βιβλιογραφία, γιά νά διαπιστώσω τήν ἱστορική ἀλήθεια, καί ἀνακάλυψα ὅτι τό περιστατικό τῆς Ἁγίας Λαύρας ἐπιβεβαιώνουν πλήρως καί ἀναλυτικά: α) ὁ ἔγκυρος ἱστορικός Οὐίλλιαµ Μύλλερ, στό κλασσικό ἔργο του Ἡ Τουρκία καταρρέουσα, Ἀθήνα, ἔκδοση τοῦ βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 1914, σελ. 93, β) ὁ Σάµουελ Γκρίντλεϋ Χάου, στήν Ἱστορική σκιαγραφία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, Νέα Ὑόρκη, 1928, ἀνατύπωση ἑλλ. µετάφρ. 1997, σελ. 66. Σηµειωτέον ὅτι ὁ Χάου ἔζησε στήν Ἑλλάδα κατά τήν ἐπαναστατική περίοδο ἐπί πέντε ἔτη καί προσέφερε ὑπηρεσίες ὡς ἰατρός, γ) ὁ ἐγκυρώτερος ἱστορικός καί σύγχρονος τῆς Ἐπανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης, στήν κλασσική Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἀνατύπωση ἀπό τήν Νέα Ἑλληνική Βιβλιοθήκη, σ. 62. Τά παραπάνω ἐνδεικτικά, διότι σχεδόν ὅλες οἱ πηγές ἀναφέρουν τήν Ἁγία Λαύρα.
῎Εστειλα ἐπιστολή στήν Καθηµερινή µέ τά προαναφερθέντα, ὅπου ἐπεσήµαινα ἐν κατακλεῖδι ὅτι ἀπόψεις καί κρίσεις πού ἀφοροῦν τόσο σοβαρά ζητήµατα πρέπει νά εἶναι ἐπαρκῶς τεκµηριωµένες καί ὄχι προϊόντα ἰδεολογικῶν ἐπιρροῶν. Ἡ Καθηµερινή δηµοσίευσε τήν ἐπιστολή µου, ἀλλά φαίνεται ὅτι ὁ κ. Μανδραβέλλης γνωρίζει καλύτερα ἀπό τόν Σπυρίδωνα Τρικούπη τά γεγονότα καί µᾶλλον θεωρεῖ τόν Μύλλερ καί τόν Χάου ἐκπροσώπους τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισµοῦ. Γι’ αὐτό καί στίς 28 Μαρτίου, ἕναν περίπου µῆνα µετά, ἐπανῆλθε ἀπτόητος ἀπό ἐπιστηµονικά ἐπιχειρήµατα καί πηγές σέ νέο του ἄρθρο, µέ τόν τίτλο «Οἱ “ἀγαθοί” µας µῦθοι» (τό ἀγαθοί σέ εἰσαγωγικά τοῦ ἰδίου), ξεκινώντας µέ τήν πρόταση: Ἡ κατάρρευση τῶν µύθων γιά τό «κρυφό σχολειό» καί τήν «εὐλογία τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερµανοῦ στήν Ἁγία Λαύρα» κ.λπ. κ.λπ.
Περίµενα ἀπό τόν κ. Μανδραβέλη ἤ νά ἀναθεωρήσει ὅσα εἶχε προηγουµένως ὑποστηρίξει, ὑπό τό βάρος τῶν παραποµπῶν καί τῆς βιβλιογραφίας πού τοῦ ἔστειλα, ἤ νά ὑποστηρίξει µέ ἄλλες, ἀντίθετες παραποµπές καί ἄλλη βιβλιογραφία, τήν ὀρθότητα τῶν ἀπόψεών του. Ἀλλά δέν ἔπραξε οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο. Αὐτό λοιπόν ἀποδεικνύει σαφέστατα ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ κ. Μανδραβέλη δέν προκύπτουν ἀπό µελέτη τῶν πραγµατικῶν περιστατικῶν, ἀλλά ἀποτελοῦν προϊόν ἰδεολογικῆς ἐµµονῆς καί ὡς γνωστόν οἱ ἰδεολογικές ἐµµονές δέν κάµπτονται οὔτε καί ἀπό τήν πιό ἐµπεριστατωµένη ἐπιχειρηµατολογία καί ἀποδείξεις, διότι σχετίζονται περισσότερο µέ τόν ψυχικό καί λιγώτερο µέ τόν πνευµατικό µας κόσµο.
Γιά τό ζήτηµα τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ, πού ἐπίσης ὁ κ. Μανδραβέλης καταγγέλλει ὡς µῦθο, τήν ἀπάντηση ἔχει δώσει ὁ Φ.Ι. Κακριδῆς (ἐκτός ἄν ὁ κ. Μανδραβέλης ἀµφισβητεῖ καί τό ἐπιστηµονικό κῦρος τοῦ κ. Κακριδῆ ἤ ἄν τόν θεωρεῖ κι αὐτόν ἀκραῖο ἐθνικιστή). Σέ ἄρθρο του στό Βῆµα [22 Φεβρουαρίου 1998, Νέες Ἐποχές, σ. 11], ὁ Κακριδῆς σηµειώνει ὅτι, ναί µέν ὑπῆρχαν σχολές ἐπί Τουρκοκρατίας, ἀλλά ἡ λειτουργία τους ἐλεγχόταν αὐστηρά ἀπό τήν τουρκική ἐξουσία, ὥστε νά ἀποκλείεται ἡ πατριωτική ὀρθόδοξη διδασκαλία καί ἡ µαχόµενη Ὀρθοδοξία, γι’ αὐτό καί ὑπῆρχαν παράλληλοι, ἄτυποι καί διαφεύγοντες τοῦ τουρκικοῦ ἐλέγχου µηχανισµοί διδασκαλίας, πού στήν λαϊκή συνείδηση καταγράφηκαν ὡς «κρυφό σχολειό». Ἀλλά ἡ ἀναδροµή στό παρελθόν ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό παρόν: στήν κατεχόµενη Κύπρο, τίς διώξεις πού ὑπέστη καί ὑφίσταται ἡ δασκάλα ’Ελένη Φωκά τίς ἔχετε ἀκούσει, φίλτατε κ. Μανδραβέλη µου;
[ ] 2 Σεπτεµβρίου 2007: ὁ κ. ∆ηµήτρης Σωτηρόπουλος, διδάσκων Ἱστορία στό Ἰόνιο Πανεπιστήµιο, παρουσιάζει τό ἔργο τοῦ (ἄγνωστου σέ µένα) κ. Νίκου Ροτζώκου, µέ τίτλο Ἐθναφύπνιση καί Ἐθνογένεση (σ.τ.σ.: νά ᾽την πάλι ἡ Ἐθνογένεση), Ὀρλωφικά καί ἑλληνική ἱστοριογραφία. Ὁ ἀπίστευτος τίτλος τῆς βιβλιοπαρουσίασης (πού καταλαµβάνει τό ἥµισυ τῆς σελίδας 6 τῆς Καθηµερινῆς, εἶναι «Τά Ὀρλωφικά δέν ἦταν ἐθνική ἐπανάσταση». Χωρίς κἄν ἕνα ἐρωτηµατικό στό τέλος. ∆ηλαδή, κατόπιν τοῦ ἔργου τοῦ κ. Ροτζώκου καί τῆς βιβλιοπαρουσιάσεώς του ἀπό τόν κ. Σωτηρόπουλο, τό θέµα ξεκαθάρισε καί θεωρεῖται λῆξαν! Τά Ὀρλωφικά, πού ἐπί αἰῶνες οἱ πηγές ἀναφέρουν ὡς τήν τελευταία µεγάλη Ἐπανάσταση τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων πρίν τό ᾽21, κατατάσσεται πλέον ὁριστικά στίς… µή ἐθνικές ἐπαναστάσεις! (῎Αραγε τί ἐπανάσταση ἦταν; Ταξική; ’Ή µήπως δέν ἦταν ἐπανάσταση;) Σύµφωνα µέ τόν κ. Σωτηρόπουλο, «ἡ γραφίδα τοῦ ἱστορικοῦ Νίκου Ροτζώκου ἔρχεται νά σκίσει σάν γιαταγάνι τίς βεβαιότητές µας σέ σχέση µέ τίς ἐπαναστατικές κινητοποιήσεις τῶν ὁµοδόξων τοῦ ὕστερου 18ου αἰῶνα στά νότια τῆς Ὀθωµανικῆς Αὐτοκρατορίας».
[ ] Μία δηµοφιλής σ’ αὐτούς τούς κύκλους ἀναφορά εἶναι ἡ καταγγελία τῆς «ἐθνοκάθαρσης» τῶν Τούρκων τῆς Τρίπολης ἀπό τούς ῞Ελληνες κατά τήν Ἀπελευθέρωσή της τόν Σεπτέµβριο τοῦ 1821. «Ὅταν οἱ Ἕλληνες µπῆκαν στήν Τρίπολη, δέν ἔµεινε λιθάρι ὄρθιο», ἐπισηµαίνει ὀρθά ὁ κύριος Θάνος Βερέµης, καθηγητής Ἱστορίας στό Πανεπιστήµιο Ἀθηνῶν, σέ συνέντευξή του στόν Τύπο τῆς Κυριακῆς (1-4-2007). ῎Οχι µόνον δέν θά διαψεύσω, ἀλλά θά τεκµηριώσω καί θά ἐπιβεβαιώσω τό γεγονός: «Τό ἄλογό µου», γράφει ὁ νικητής τῶν Τούρκων καί ἀπελευθερωτής τῆς Ἑλλάδος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, «ἀπό τά τείχη ἕως τά σαράγια δέν ἐπάτησε γῆ» [Κολοκοτρώνη Ἀποµνηµονεύµατα, ἐκδ. ∆ρακοπούλου, σελ. 93]. 32.000 Τοῦρκοι ἐσφάγησαν ἀπό τούς ῞Ελληνες, συνεχίζει ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, ὁ ὁποῖος ἔβαλε «Τελάλη, νά παύσῃ ὁ σφαγµός». Καί συνεχίζει: «῞Οταν ἐµβῆκα εἰς τήν Τριπολιτσά, µοῦ ἔδειξαν τόν πλάτανο εἰς τό παζάρι ὁπού ἐκρέµαγαν τούς ῞Ελληνες. Ἀναστέναξα καί εἶπα: “῎Αϊντε, πόσοι ἀπό τό σόγι µου καί ἀπό τό ἔθνος µου ἐκρεµάσθησαν ἐκεῖ”, καί διέταξα καί τόν ἔκοψαν. Ἐπαρηγορήθηκα καί διά τόν σκοτωµό τῶν Τούρκων».
῎Οχι, κύριοι ὄψιµοι «ἀνθρωπιστές», οἱ σηµερινοί ἐλεύθεροι ῞Ελληνες δέν αἰσθανόµαστε ἐνοχές γιά τήν «ἀνθρωπιστική καταστροφή» τῆς Τρίπολης, τόν µατοβαμµένο Σεπτέµβρη τοῦ 1821. ∆εδοµένου ὅτι δέν ὑφίστατο τότε –ὅπως καί δέν ὑφίσταται οὔτε σήµερα– διεθνής ὀργανισµός πού νά χαρίζει τήν ἐλευθερία στούς ὑπόδουλους λαούς, κατόπιν γραπτῆς αἰτήσεως µετά χαρτοσήµου. Οὔτε οἱ Τοῦρκοι θά ἔφευγαν µόνοι τους ἀπό τήν Ἑλλάδα κατόπιν διαπραγµατεύσεων. Οἱ πρόγονοί µας, βεβαίως, τό γνώριζαν αὐτό πολύ καλά, γι’ αὐτό καί τό κεντρικό σύνθηµα στήν Ἐπανάσταση ἦταν «Ἐλευθερία ἤ Θάνατος».
Ἀλλά ὑπάρχει καί συνέχεια: Οἱ ἐπιδροµές τῶν Γαζήδων, γράφει ὁ κ. Πιζάνιας, «δέν διέφεραν ὡς πρός τήν πρακτική καί τό κίνητρο πού χαρακτήριζαν τίς ἐπιδροµές τῶν Βυζαντινῶν καί τῶν ∆υτικῶν» (sic).
Ἐδῶ ἐξοµοιώνεται ἕνα ἰσχυρό, οἰκονοµικά ἀνεπτυγµένο καί πολιτικά ὀργανωµένο κράτος, µέ παγκόσµια πολιτιστική ἀκτινοβολία, ὅπως τό Βυζάντιο, µέ περιπλανώµενα βαρβαρικά φῦλα πού λήστευαν τόν πλοῦτο του. Ἀλλά ὁ κ. Πιζάνιας ἔχει ἄλλη ἄποψη γιά τό Βυζάντιο. Ἀναφέρει λίγο πάρα κάτω «τό γνωστό ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου πρότυπο τῆς κλειστῆς οἰκονοµίας καί κοινωνίας, καί τῆς ἀπόλυτης θεοκρατικῆς ἐξουσίας». ῞Οσο γιά τήν «κλειστή οἰκονοµία» τοῦ Βυζαντίου, παραπέµπουµε τόν κ. Πιζάνια στήν κλασσική Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ µαρξιστῆ Ρώσσου ἱστορικοῦ Μ. Β. Λεβτσένκο [Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἐκδόσεις Ἀναγνωστίδη, σ. 30-31 καί ἀλλοῦ], ὅπου ἀναφέρεται στήν ἐλευθερία τῶν συναλλαγῶν καί στήν κατάκτηση νέων ἀγορῶν, καθώς καί στίς τεράστιες ἐξαγωγές βυζαντινῶν προϊόντων σ’ ὅλον τόν κόσµο. Τά ἴδια γράφουν καί ὅλες οἱ κλασσικές βυζαντινές ἱστορίες, ἡ δέ ἀείµνηστη Ἀγγελική Λαΐου, καθηγήτρια τοῦ Χάρβαρντ, ἀκαδηµαϊκός καί πρώην ὑπουργός τῆς κυβερνήσεως Σηµίτη, παρουσιάζει, στά κλασσικά ἔργα της γιά τήν βυζαντινή οἰκονοµία, πού ἀσφαλῶς ἔχει ὑπ’ ὄψιν του ὁ κ. Πιζάνιας, τήν βυζαντινή οἰκονοµία καθόλου «κλειστή», ἀλλά ἐξωστρεφῆ καί ἀνοιχτή. ῞Οσο γιά τήν «κλειστή» βυζαντινή κοινωνία, κλειστή εἶναι µία κοινωνία χωρίς κοινωνική κινητικότητα, π.χ. ἡ ἰνδική µέ τίς κάστες της. Ἀπεναντίας στό Βυζάντιο ὑπῆρχε πλήρης κινητικότητα, χωρικοί ὅπως ὁ Ἰουστίνος ἤ ὁ Βασίλειος Α΄ ὁ Μακεδών ἔγιναν αὐτοκράτορες, ἀλλά καί οὔτε ἡ φυλετική καταγωγή ἔπαιζε ρόλο, διότι αὐτοκράτορες ἔγιναν Ἀρµένιοι, Γεωργιανοί, Σλαύοι κ.λπ.
Ὁ κ. Πιζάνιας ἐπανῆλθε δριµύτερος τήν Κυριακή 4 Ἀπριλίου 2004 καί πάλι στήν φιλόξενη Καθηµερινή (σ. 5), µέ νέο ἄρθρο, ὑπό τόν τίτλο «Καταγωγικοί µῦθοι καί πολιτικό σχέδιο τοῦ ᾽21» καί τόν ἐκπληκτικό ὑπότιτλο ἐπί λέξει: «Ἡ Ἐπανάσταση δέν εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς ἀγανάκτησης τοῦ λαοῦ, ἀλλά ἡ ἐφαρµογή τῆς ἀπόφασης τῶν διανοούµενων διαφωτιστῶν», ὅπου γράφει τά ἑξῆς: «Τό προεπαναστατικό ἔργο τῶν Ἑλλήνων διαφωτιστῶν διανοούµενων εἶναι ἡ ἐπινόηση τῆς ἱστορικῆς ταυτότητας τῶν Ἑλλήνων, ἡ διάδοσή της µέσῳ περιοδικῶν, φυλλαδίων καί βιβλίων (ἐρώτηση δική µου: πῶς σ’ ἕναν λαό ἀναλφάβητο, ποιµένων καί χωρικῶν, διαδόθηκε ἡ «ἐπινοηµένη ἐθνική ταυτότητα» µέσῳ βιβλίων; Οἱ κλέφτες, οἱ ἁρµατολοί καί οἱ ἀγωνιστές ἤξεραν νά διαβάζουν;) καί τέλος ἡ ἀνύψωσή της σέ πολιτική ἰδεολογία». Ἀλλά ἀκοῦστε καί τήν συνέχεια: «Στά σχολικά ἐγχειρίδια, στίς ἐπετείους ὅπως ἡ σηµερινή, µᾶς διδάσκουν ὅτι ὁ λαός δέν ἄντεχε πλέον τή σκλαβιά καί ἐξεγέρθηκε. Ὁ λαϊκισµός, διάχυτος στήν κοινωνία µας ἐπί δεκαετίες, δέν ἀφήνει ἥσυχη οὔτε τήν ἱστορία οὔτε πολύ περισσότερο τόν λαό. Στήν πραγµατικότητα καµµία ἀξιοσηµείωτη λαϊκή ἐξέγερση δέν ἔγινε στήν ἀρχή τῆς Ἐπανάστασης µέ ἐξαίρεση αὐτήν τοῦ Ἀντωνίου Οἰκονόµου στήν ῞Υδρα καί ἴσως στή Σάµο. Ἡ ἀπουσία σηµαντικῶν ἐξεγέρσεων ὀφείλεται ἐν πολλοῖς στό γεγονός ὅτι τό ὀθωµανικό αὐτοκρατορικό σύστηµα εἶχε ἐµπεδώσει µηχανισµούς συναίνεσης µέ τίς τοπικές ἀγροτικές κοινωνίες. Καί ἡ συναίνεση αὐτή ἦταν ἀρκετά λειτουργική ἀκόµη καί τίς παραµονές τοῦ ᾽21. Στίς λίγες περιπτώσεις πού ἡ συναίνεση δέν λειτουργοῦσε, ὅπως στήν περίπτωση τῶν Σουλιωτῶν, τότε καί µόνο τό αὐτοκρατορικό κράτος χρησιµοποιοῦσε τή βία. Τό ᾽21 δέν εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς ἀγανάκτησης τοῦ λαοῦ, ἀλλά ἡ ἐφαρµογή ἑνός προαποφασισµένου σχεδίου [ ] Προαποφασισµένου ἐν πολλοῖς ἀπό τούς διανοούµενους διαφωτιστές πού συγκρότησαν καί ἀνέπτυξαν τήν κατ’ ἐξοχήν ἐπαναστατική ὀργάνωση τῶν Ἑλλήνων, τή Φιλική Ἑταιρεία, ὑπό τήν ἐπιρροή τοῦ γαλλικοῦ ἰακωβινισµοῦ» (sic!).
Ὁ κ. Πιζάνιας, ὅπως φαίνεται, εἶναι φανατικός ὀπαδός τῆς ἱστορικῆς θεωρίας τῆς συνωµοσίας. Ὁλόκληρη Ἐπανάσταση, πού ξεσήκωσε ἕναν ὁλόκληρο λαό καί µάλιστα σέ ὁλόκληρη τήν Βαλκανική, µία Ἐπανάσταση πού εἶχε θύµατα Πατριάρχες, προεστούς, καπεταναίους, κλέφτες καί ἁρµατολούς καί ἁπλούς ἀγρότες, δέν ἔγινε µέ τήν πρόθυµη καί ἀδιάλλακτη βούληση τῶν ραγιάδων νά ζήσουν ἐλεύθεροι ἤ νά πεθάνουν, ἀλλά ἦταν προαποφασισµένο προϊόν µυστικῆς συνωµοσίας. Ἐκπληκτικό!
Ἐξ ἄλλου ὁ κ. Πιζάνιας, ἄν καί τακτικός καθηγητής τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, δέν ἔχει φαίνεται διαβάσει καλά τό κλασσικό ἔργο τοῦ Σάθα Ἡ Τουρκοκρατουµένη Ἑλλάς, ἀλλά οὔτε τούς Περιηγητές τοῦ Κυριάκου Σιµόπουλου. Ἐκεῖ θά µάθαινε ὅτι περίπου κάθε τριάντα χρόνια (δηλαδή ἀνά µία γενιά) ξεσποῦσαν ἐπαναστάσεις, σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπό τήν πρώτη Ἐπανάσταση τοῦ Κροκόδειλου Κλαδᾶ, ἀµέσως µετά τήν ῞Αλωση, µέχρι τά Ὀρλωφικά τό 1770 καί τήν ἐπανάσταση τοῦ Βλαχάβα στόν Ὄλυµπο τό 1806. Καί, τέλος πάντων, ἄν θεωρεῖ τόν Σάθα καί τόν Σιµόπουλο ἐθνικιστές ἱστορικούς, ἄς διαβάσει καί τόν καθόλου –µά καθόλου– φιλέλληνα Φίνλεϊ, πού λέει ἀκριβῶς τά ἴδια. Ἀλλά τό κείµενο τοῦ κ. Πιζάνια στήν Καθηµερινή δέν ἔχει οὔτε µία –οὔτε µία!– βιβλιογραφική παραποµπή. Οἱ «µηχανισµοί συναίνεσης», ἐξ ἄλλου, πού εἶχε διαµορφώσει τό ὀθωµανικό κράτος σύµφωνα µέ τόν κ. Πιζάνια, ἦταν οἱ ἀποκεφαλισµοί, τό παιδοµάζωµα, ἡ ἄγρια φορολογία, οἱ γενικευµένες σφαγές καί ἄλλες δηµοκρατικές καί φιλειρηνικές διαδικασίες. Γιατί δέν ἀναφέρει ὁ κ. Πιζάνιας τήν κάθοδο, στά 1715, στόν Μοριᾶ καί στήν Ρούµελη, τοῦ µεγάλου βεζύρη Ἁλῆ-Κιουµουρτζῆ, ἐπικεφαλῆς τεραστίου στρατεύµατος, πού ἰσοπέδωσε τήν νότια Ἑλλάδα; Γιατί δέν ἀναφέρει τήν καταστροφή τοῦ Μοριᾶ τό 1770 ἀπό τόν Καρά-Μουσταφᾶ καί τούς 100.000 Τουρκαλβανούς του; Γιά ποιά «συναίνεση» µιλᾶ ὁ κ. Πιζάνιας;
Καί γιά ποιά «ἀπουσία σηµαντικῶν ἐξεγέρσεων» στήν ἀρχή τῆς Ἐπανάστασης γράφει ὁ κ. Πιζάνιας; Τί ἦταν τότε τό Βαλτέτσι, τό Λάλα, ἡ Καλαµάτα κ.λπ.;
Κι ὅσο γιά τήν «ἐπιρροή τοῦ γαλλικοῦ ἰακωβινισµοῦ», ὁ κ. Πιζάνιας λίγο µᾶς τά µπερδεύει: ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση ἔγινε τό 1789. Τότε ἐπιρροή τίνος πράγµατος ἦταν ἡ γενικευµένη ἐξέγερση τοῦ 1770 ἤ οἱ προηγούµενες ἐπαναστάσεις (σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας γίνονταν, ὅπως εἴπαµε, ἐπαναστατικά κινήµατα κατά µέσον ὅρο κάθε τριάντα χρόνια); ’Ή ἦταν «ἐπιρροή τοῦ γαλλικοῦ ἰακωβινισµοῦ» τό ἐπαναστατικό κίνηµα τοῦ Κροκόδειλου Κλαδᾶ στήν Πελοπόννησο τοῦ 1460, τρεῖς αἰῶνες πρίν τόν ἰακωβινισµό;
Ἀλλά τήν βαθύτερη φιλοσοφία τοῦ κ. Πιζάνια διακρίνει κανείς καλύτερα ὅταν, παρά κάτω, ἀποκαλεῖ τό σύνθηµα «φωτιά καί τσεκούρι στούς προσκυνηµένους» (πού ἐξαπέλυσε ὁ Κολοκοτρώνης τό 1825-6 ἐναντίον ὅσων δήλωναν ὑποταγή στόν Ἰµπραήµ πού κατέκαιε τήν Πελοπόννησο) ὡς «κινήσεις, πού θυµίζουν περίοδο ἐπαναστατικοῦ τρόµου». Εἶναι ἐπίσης ἀπολύτως χαρακτηριστικό ὅτι ὁ κ. Πιζάνιας γράφει «ἐνάντια στούς “προσκυνηµένους” ῞Ελληνες στόν Ἰµπραήµ», δηλαδή θέτει τήν λέξη προσκυνηµένους σέ εἰσαγωγικά. Καταλάβαµε, κ. Πιζάνια…
Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι τό κείµενό του ἐκφωνήθηκε ὡς πανηγυρικός τῆς 25ης Μαρτίου στό Γεωπονικό Πανεπιστήµιο…
∆έν τελειώσαµε µέ τόν κ. Πιζάνια. Ἐπανῆλθε µέ συνέντευξή του στήν ἄπειρα φιλόξενη Καθηµερινή στίς 29 Ἀπριλίου 2007 (σ. 7), ὅπου διατυπώνει τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση δέν εἶναι, ὅπως ξέραµε µέχρι σήµερα, κι ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ πρωταγωνιστές της τήν συνέλαβαν, ἀπελευθερωτικός πόλεµος ἤ ἀγώνας τῆς ἀνεξαρτησίας (προφανῶς οὔτε νά ἀπελευθερωθοῦµε θέλαµε οὔτε τήν ἀνεξαρτησία µας ἐπιδιώκαµε), «καί ἀκόµη χειρότερα δέν εἶναι “Παλιγγενεσία” ἑνός δῆθεν προϋπάρχοντος ἔθνους, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ ἐθνοκεντρική δοξασία».[ ]
Ἐγώ, ὅµως, µέ αὐστηρά ἐπιστηµονικά κριτήρια, θά χαρακτηρίσω «δοξασία» τίς ἀπόψεις τοῦ κ. Πιζάνια. ∆ιότι σ’ ὅλ’ αὐτά δέν εἶδα οὔτε µία συγκεκριµένη παραποµπή σέ πηγές τῆς ἐποχῆς, οὔτε ἕνα πραγµατολογικό ἐπιχείρηµα. Ἐπιστήµη ὅµως εἶναι ἡ ἐξαγωγή συµπερασµάτων µέ βάση ὑπαρκτά στοιχεῖα (ἄς διαβάσει ὁ κ. Πιζάνιας τόν κώδικα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης (πού ἀνακάλυψε ὁ διακεκριµένος βυζαντινολόγος Νικόλαος Βέης), πού ἀνήκει στόν 17ο αἰῶνα καί δείχνει τήν γλαφυρή, ὡραιότατη ἑλληνική γλῶσσα τῆς ἐποχῆς, πού κανένας Κοραῆς δέν κατασκεύασε καί πού µοιάζει τόσο πολύ µέ τήν σηµερινή δική µας!) καί ὄχι χαρακτηρισµοί, κρίσεις, θεωρίες καί ἄφθονη φλυαρία.
Ὁ δηµοσιογράφος κ. Πάσχος Μανδραβέλης, στίς 21 Φεβρουαρίου 2007, δηµοσιεύει στήν Καθηµερινή ἄρθρο µέ τίτλο «Τό δίκιο τοῦ ἀρχιεπισκόπου», ὅπου συµπεριελάµβανε τήν φράση «τά ψεύτικα λάβαρα τῆς Ἁγίας Λαύρας». Ἀνέτρεξα λοιπόν στήν σχετική βιβλιογραφία, γιά νά διαπιστώσω τήν ἱστορική ἀλήθεια, καί ἀνακάλυψα ὅτι τό περιστατικό τῆς Ἁγίας Λαύρας ἐπιβεβαιώνουν πλήρως καί ἀναλυτικά: α) ὁ ἔγκυρος ἱστορικός Οὐίλλιαµ Μύλλερ, στό κλασσικό ἔργο του Ἡ Τουρκία καταρρέουσα, Ἀθήνα, ἔκδοση τοῦ βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 1914, σελ. 93, β) ὁ Σάµουελ Γκρίντλεϋ Χάου, στήν Ἱστορική σκιαγραφία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, Νέα Ὑόρκη, 1928, ἀνατύπωση ἑλλ. µετάφρ. 1997, σελ. 66. Σηµειωτέον ὅτι ὁ Χάου ἔζησε στήν Ἑλλάδα κατά τήν ἐπαναστατική περίοδο ἐπί πέντε ἔτη καί προσέφερε ὑπηρεσίες ὡς ἰατρός, γ) ὁ ἐγκυρώτερος ἱστορικός καί σύγχρονος τῆς Ἐπανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης, στήν κλασσική Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἀνατύπωση ἀπό τήν Νέα Ἑλληνική Βιβλιοθήκη, σ. 62. Τά παραπάνω ἐνδεικτικά, διότι σχεδόν ὅλες οἱ πηγές ἀναφέρουν τήν Ἁγία Λαύρα.
῎Εστειλα ἐπιστολή στήν Καθηµερινή µέ τά προαναφερθέντα, ὅπου ἐπεσήµαινα ἐν κατακλεῖδι ὅτι ἀπόψεις καί κρίσεις πού ἀφοροῦν τόσο σοβαρά ζητήµατα πρέπει νά εἶναι ἐπαρκῶς τεκµηριωµένες καί ὄχι προϊόντα ἰδεολογικῶν ἐπιρροῶν. Ἡ Καθηµερινή δηµοσίευσε τήν ἐπιστολή µου, ἀλλά φαίνεται ὅτι ὁ κ. Μανδραβέλλης γνωρίζει καλύτερα ἀπό τόν Σπυρίδωνα Τρικούπη τά γεγονότα καί µᾶλλον θεωρεῖ τόν Μύλλερ καί τόν Χάου ἐκπροσώπους τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισµοῦ. Γι’ αὐτό καί στίς 28 Μαρτίου, ἕναν περίπου µῆνα µετά, ἐπανῆλθε ἀπτόητος ἀπό ἐπιστηµονικά ἐπιχειρήµατα καί πηγές σέ νέο του ἄρθρο, µέ τόν τίτλο «Οἱ “ἀγαθοί” µας µῦθοι» (τό ἀγαθοί σέ εἰσαγωγικά τοῦ ἰδίου), ξεκινώντας µέ τήν πρόταση: Ἡ κατάρρευση τῶν µύθων γιά τό «κρυφό σχολειό» καί τήν «εὐλογία τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερµανοῦ στήν Ἁγία Λαύρα» κ.λπ. κ.λπ.
Περίµενα ἀπό τόν κ. Μανδραβέλη ἤ νά ἀναθεωρήσει ὅσα εἶχε προηγουµένως ὑποστηρίξει, ὑπό τό βάρος τῶν παραποµπῶν καί τῆς βιβλιογραφίας πού τοῦ ἔστειλα, ἤ νά ὑποστηρίξει µέ ἄλλες, ἀντίθετες παραποµπές καί ἄλλη βιβλιογραφία, τήν ὀρθότητα τῶν ἀπόψεών του. Ἀλλά δέν ἔπραξε οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο. Αὐτό λοιπόν ἀποδεικνύει σαφέστατα ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ κ. Μανδραβέλη δέν προκύπτουν ἀπό µελέτη τῶν πραγµατικῶν περιστατικῶν, ἀλλά ἀποτελοῦν προϊόν ἰδεολογικῆς ἐµµονῆς καί ὡς γνωστόν οἱ ἰδεολογικές ἐµµονές δέν κάµπτονται οὔτε καί ἀπό τήν πιό ἐµπεριστατωµένη ἐπιχειρηµατολογία καί ἀποδείξεις, διότι σχετίζονται περισσότερο µέ τόν ψυχικό καί λιγώτερο µέ τόν πνευµατικό µας κόσµο.
Γιά τό ζήτηµα τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ, πού ἐπίσης ὁ κ. Μανδραβέλης καταγγέλλει ὡς µῦθο, τήν ἀπάντηση ἔχει δώσει ὁ Φ.Ι. Κακριδῆς (ἐκτός ἄν ὁ κ. Μανδραβέλης ἀµφισβητεῖ καί τό ἐπιστηµονικό κῦρος τοῦ κ. Κακριδῆ ἤ ἄν τόν θεωρεῖ κι αὐτόν ἀκραῖο ἐθνικιστή). Σέ ἄρθρο του στό Βῆµα [22 Φεβρουαρίου 1998, Νέες Ἐποχές, σ. 11], ὁ Κακριδῆς σηµειώνει ὅτι, ναί µέν ὑπῆρχαν σχολές ἐπί Τουρκοκρατίας, ἀλλά ἡ λειτουργία τους ἐλεγχόταν αὐστηρά ἀπό τήν τουρκική ἐξουσία, ὥστε νά ἀποκλείεται ἡ πατριωτική ὀρθόδοξη διδασκαλία καί ἡ µαχόµενη Ὀρθοδοξία, γι’ αὐτό καί ὑπῆρχαν παράλληλοι, ἄτυποι καί διαφεύγοντες τοῦ τουρκικοῦ ἐλέγχου µηχανισµοί διδασκαλίας, πού στήν λαϊκή συνείδηση καταγράφηκαν ὡς «κρυφό σχολειό». Ἀλλά ἡ ἀναδροµή στό παρελθόν ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό παρόν: στήν κατεχόµενη Κύπρο, τίς διώξεις πού ὑπέστη καί ὑφίσταται ἡ δασκάλα ’Ελένη Φωκά τίς ἔχετε ἀκούσει, φίλτατε κ. Μανδραβέλη µου;
[ ] 2 Σεπτεµβρίου 2007: ὁ κ. ∆ηµήτρης Σωτηρόπουλος, διδάσκων Ἱστορία στό Ἰόνιο Πανεπιστήµιο, παρουσιάζει τό ἔργο τοῦ (ἄγνωστου σέ µένα) κ. Νίκου Ροτζώκου, µέ τίτλο Ἐθναφύπνιση καί Ἐθνογένεση (σ.τ.σ.: νά ᾽την πάλι ἡ Ἐθνογένεση), Ὀρλωφικά καί ἑλληνική ἱστοριογραφία. Ὁ ἀπίστευτος τίτλος τῆς βιβλιοπαρουσίασης (πού καταλαµβάνει τό ἥµισυ τῆς σελίδας 6 τῆς Καθηµερινῆς, εἶναι «Τά Ὀρλωφικά δέν ἦταν ἐθνική ἐπανάσταση». Χωρίς κἄν ἕνα ἐρωτηµατικό στό τέλος. ∆ηλαδή, κατόπιν τοῦ ἔργου τοῦ κ. Ροτζώκου καί τῆς βιβλιοπαρουσιάσεώς του ἀπό τόν κ. Σωτηρόπουλο, τό θέµα ξεκαθάρισε καί θεωρεῖται λῆξαν! Τά Ὀρλωφικά, πού ἐπί αἰῶνες οἱ πηγές ἀναφέρουν ὡς τήν τελευταία µεγάλη Ἐπανάσταση τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων πρίν τό ᾽21, κατατάσσεται πλέον ὁριστικά στίς… µή ἐθνικές ἐπαναστάσεις! (῎Αραγε τί ἐπανάσταση ἦταν; Ταξική; ’Ή µήπως δέν ἦταν ἐπανάσταση;) Σύµφωνα µέ τόν κ. Σωτηρόπουλο, «ἡ γραφίδα τοῦ ἱστορικοῦ Νίκου Ροτζώκου ἔρχεται νά σκίσει σάν γιαταγάνι τίς βεβαιότητές µας σέ σχέση µέ τίς ἐπαναστατικές κινητοποιήσεις τῶν ὁµοδόξων τοῦ ὕστερου 18ου αἰῶνα στά νότια τῆς Ὀθωµανικῆς Αὐτοκρατορίας».
[ ] Μία δηµοφιλής σ’ αὐτούς τούς κύκλους ἀναφορά εἶναι ἡ καταγγελία τῆς «ἐθνοκάθαρσης» τῶν Τούρκων τῆς Τρίπολης ἀπό τούς ῞Ελληνες κατά τήν Ἀπελευθέρωσή της τόν Σεπτέµβριο τοῦ 1821. «Ὅταν οἱ Ἕλληνες µπῆκαν στήν Τρίπολη, δέν ἔµεινε λιθάρι ὄρθιο», ἐπισηµαίνει ὀρθά ὁ κύριος Θάνος Βερέµης, καθηγητής Ἱστορίας στό Πανεπιστήµιο Ἀθηνῶν, σέ συνέντευξή του στόν Τύπο τῆς Κυριακῆς (1-4-2007). ῎Οχι µόνον δέν θά διαψεύσω, ἀλλά θά τεκµηριώσω καί θά ἐπιβεβαιώσω τό γεγονός: «Τό ἄλογό µου», γράφει ὁ νικητής τῶν Τούρκων καί ἀπελευθερωτής τῆς Ἑλλάδος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, «ἀπό τά τείχη ἕως τά σαράγια δέν ἐπάτησε γῆ» [Κολοκοτρώνη Ἀποµνηµονεύµατα, ἐκδ. ∆ρακοπούλου, σελ. 93]. 32.000 Τοῦρκοι ἐσφάγησαν ἀπό τούς ῞Ελληνες, συνεχίζει ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, ὁ ὁποῖος ἔβαλε «Τελάλη, νά παύσῃ ὁ σφαγµός». Καί συνεχίζει: «῞Οταν ἐµβῆκα εἰς τήν Τριπολιτσά, µοῦ ἔδειξαν τόν πλάτανο εἰς τό παζάρι ὁπού ἐκρέµαγαν τούς ῞Ελληνες. Ἀναστέναξα καί εἶπα: “῎Αϊντε, πόσοι ἀπό τό σόγι µου καί ἀπό τό ἔθνος µου ἐκρεµάσθησαν ἐκεῖ”, καί διέταξα καί τόν ἔκοψαν. Ἐπαρηγορήθηκα καί διά τόν σκοτωµό τῶν Τούρκων».
῎Οχι, κύριοι ὄψιµοι «ἀνθρωπιστές», οἱ σηµερινοί ἐλεύθεροι ῞Ελληνες δέν αἰσθανόµαστε ἐνοχές γιά τήν «ἀνθρωπιστική καταστροφή» τῆς Τρίπολης, τόν µατοβαμµένο Σεπτέµβρη τοῦ 1821. ∆εδοµένου ὅτι δέν ὑφίστατο τότε –ὅπως καί δέν ὑφίσταται οὔτε σήµερα– διεθνής ὀργανισµός πού νά χαρίζει τήν ἐλευθερία στούς ὑπόδουλους λαούς, κατόπιν γραπτῆς αἰτήσεως µετά χαρτοσήµου. Οὔτε οἱ Τοῦρκοι θά ἔφευγαν µόνοι τους ἀπό τήν Ἑλλάδα κατόπιν διαπραγµατεύσεων. Οἱ πρόγονοί µας, βεβαίως, τό γνώριζαν αὐτό πολύ καλά, γι’ αὐτό καί τό κεντρικό σύνθηµα στήν Ἐπανάσταση ἦταν «Ἐλευθερία ἤ Θάνατος».
ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΡΔΗΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου