Πολλή συζήτηση και αντιπαράθεση έχει λάβει χώρα τον τελευταίο καιρό σχετικά με το σενάριο της εξόδου της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ και της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Παρ’ όλους τους κινδύνους που μπορεί να συνεπάγονται από αυτό το σενάριο, υπάρχουν και παράμετροι που μόνο σαν θετικούς μπορούμε να τους δούμε. Πόσο μάλλον όταν διαπιστωμένα από την παγκόσμια πρακτική προκύπτει, ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας μιας χώρας με ισχυρό νόμισμα είναι αδύνατη.
Κατ’ αρχήν, το εθνικό νόμισμα σημαίνει αυτό ακριβώς που λέει η λέξη. Εθνικό το νόμισμα, εθνική και η νομισματική πολιτική. Θα ήταν προτιμότερο όμως, για το κοινό συμφέρον και των δύο πλευρών, η διαδικασία εξόδου από το ευρώ να γίνει οργανωμένα συντεταγμένα και χωρίς συγκρούσεις.Η αποσύνδεση από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, θα επιστρέψει την εθνική οικονομία σε καθεστώς νομισματικής αυτοτέλειας.
Η κυβέρνηση της χώρας θα μπορεί να διαχειρίζεται την νομισματική πολιτική χωρίς να λαμβάνει «ντιρεκτίβες» από τη Ευρώπη, θα μπορεί να χαράσσει νομισματική πολιτική σύμφωνα –και μόνον – με τα αυστηρά εθνικά συμφέροντα, θα επανακτήσει το προνόμιο να τυπώνει χρήμα όταν και εφόσον αυτή κρίνει αναγκαίο και τέλος, θα λειτουργεί χωρίς να ανησυχεί να κατηγορηθεί ότι επηρεάζει αρνητικά τον κοινό νομισματικό χώρο του ευρώ και κατ’ επέκταση την οικονομία της Ευρώπης.
Η νομισματική αυτοτέλεια θα επιτρέψει το σχεδιασμό της νομισματικής πολιτικής της χώρας σε βάθος χρόνου. Ο σχεδιασμός αυτός, θα λαμβάνει – αναπόφευκτα- υπ’ όψη εξωγενείς οικονομικούς παράγοντες που τυχόν θα επηρεάζουν την οικονομία της χώρας, αλλά κατ’ ουσίαν θα επικεντρώνεται κυρίως στην εσωτερική οικονομία, εκεί που άλλωστε είναι και το ζητούμενο.Επιπλέον, η νομισματική αυτή «ανεξαρτησία» θα δίνει τη δυνατότητα στους ιθύνοντες του νομισματικού σχεδιασμού να αντιδρούν σε εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις στην οικονομία με διορθωτικές κινήσεις, όπως για παράδειγμα με υποτιμήσεις του νομίσματος, ώστε να εξισορροπήσουν έτσι τις όποιες πιθανές αρνητικές επιπτώσεις.
Η ταχύτητα των αντιδράσεων αυτών θα είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή που απαιτείται για να αντιδράσει σήμερα ο διακρατικός μηχανισμός της ευρωζώνης, αφού δεν θα είναι πια αναγκαίος ο συντονισμός των κυβερνήσεων και το συνεπακόλουθο χάσιμο πολύτιμου χρόνου.
Η εθνική νομισματική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης της χώρας θα είναι κομμένη και ραμμένη στις εθνικές ανάγκες και δεν θα καλείται να προσαρμοστεί αργά, όπως σήμερα, στις ανάγκες του συνόλου της ευρωζώνης.
Οι διορθωτικές αυτές αντιδράσεις δεν θα είναι απλά πιο γρήγορες. Θα είναι και πιο εξειδικευμένες, προσαρμοσμένες επακριβώς στις ανάγκες της χώρας, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη αποδοτικότητα και ποιο απτά αποτελέσματα προς το συμφέρον της εθνικής οικονομίας.Αδιάψευστο τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η πολιτική γειτονικής Χώρας. Η Τουρκία στηριζόμενη στο Εθνικό της νόμισμα, τη λίρα, μπόρεσε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να επανεκκινήσει την Εθνική της οικονομία, αποβάλλοντας μάλιστα το Δ.Ν.Τ που είχε σπεύσει να εγκατασταθεί εκεί δήθεν για βοήθεια. Ποια είναι σήμερα η θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια οικονομία και ποια της Πατρίδας μας;
Πέρα όμως από την καλύτερη διαχείριση της νομισματικής πολιτικής της χώρας, το εθνικό νόμισμα, η «νέα δραχμή», ή όπως τέλος πάντων ονομαστεί, θα λειτουργήσει και ευεργετικά ως προς την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας.Σε συνδυασμό με «χρεοκοπία» όπου η χώρα θα ανακοινώσει προς όλους τους δανειστές της ότι αδυνατεί να πληρώσει οποιαδήποτε υποχρέωση, το νέο ( υποτιμημένο ) νόμισμα μπορεί στη συνέχεια να προσδώσει αμέτρητα προτερήματα σε μία εθνική οικονομία. Ενώ οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών σε σχέση με τους μισθούς θα παραμείνουν θεωρητικά οι ίδιες, οι ελληνικές τιμές για όσους κατέχουν άλλα νομίσματα, θα γίνουν εκπληκτικά φθηνότερες.
Οι επενδύσεις από το εξωτερικό στην χώρα θα γίνουν ελκυστικές: Το εργατικό δυναμικό θα είναι στα μάτια των ξένων φτηνό, αφού θα πληρώνεται σε δραχμές. Η αγορά επιχειρήσεων, ακινήτων, αδειών θα γίνουν προσιτές για τους «ξένους» ή τους ερχόμενους από το εξωτερικό Έλληνες επενδυτές, χωρίς ο γηγενής πληθυσμός να χάνει αγοραστική αξία από το πορτοφόλι του: τόσο οι μισθοί, όσο και οι τιμές θα παραμένουν στα ίδια επίπεδα.
Και ενώ οι εγχώριες συναλλαγές θα παραμένουν στα ίδια επίπεδα, οι διακρατικές συναλλαγές θα παρουσιάσουν σημαντική θετική για τη χώρα αλλαγή: αρχικά, οι εισαγωγές θα γίνουν απαγορευτικά ακριβές, με αποτέλεσμα να εξαναγκάσουν την εγχώρια οικονομία να προσαρμοστεί ώστε να παράγει και τελικά να καλύψει όλες, ή έστω τις περισσότερες, εγχώριες ανάγκες. Έτσι, από ανάγκη, η χώρα θα οδηγηθεί στο να γίνει εμπορικά «αυτόφωτη».
Στον αντίποδα, οι εξαγωγές μας θα γίνουν φτηνές με αποτέλεσμα να γίνουν πραγματικά ελκυστικές. Τα ελληνικά προϊόντα θα γίνουν ζητούμενα από όλους και θα εκτοπίζουν από τη διεθνή αγορά άλλους εξαγωγείς, προσφέροντας τόσο χαμηλές τιμές που θα είναι υπερβολικά δύσκολο να συγκριθούν με αυτές των ανταγωνιστών. Σαν αποτέλεσμα, το ισοζύγιο εισαγωγών / εξαγωγών θα αποκτήσει πολύ σύντομα ένα απείρως θετικό πρόσημο, επιφέροντας ολοένα αυξανόμενα κέρδη στην εθνική οικονομία. Το πλεόνασμα της χώρας συνεχώς θα αυξάνεται.
Ο τουρισμός θα έχει το ανάλογο αποτέλεσμα: λόγω της συναλλαγματικής διαφοράς, οι Έλληνες θα βρίσκουν εξαιρετικά ακριβό ένα ταξίδι στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να κατευθυνθούν ώστε να ενισχύσουν – θέλοντας και μη – τον εσωτερικό τουρισμό. Αντίθετα, οι τουρίστες προερχόμενοι από το εξωτερικό θα βρίσκουν το προσφερόμενο τουριστικό προϊόν εξαιρετικά φτηνό και ανταγωνιστικό. Ο τουρισμός στη χώρα θα αυξηθεί ραγδαία.
Η εισροή συναλλάγματος τόσο από τις επενδύσεις, όσο από τις εξαγωγές και από τον τουρισμό, θα είναι αρκετή για να εισφέρει τεράστια νέα κεφάλαια στην εσωτερική οικονομία. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός του ότι η χώρα θα έχει τη δυνατότητα να τυπώνει χρήμα και να το ρίχνει στην αγορά όποτε αυτή θέλει (δυνατότητα που ούτε η ευρωζώνη σήμερα δεν έχει) θα εξαφανίσει μονομιάς την τρέχουσα ύφεση και θα πυροδοτήσει ανάπτυξη της οικονομίας, και μάλιστα με γρήγορους ρυθμούς.
Σε σύντομο χρόνο, η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να εισάγει όσα ακριβά προϊόντα θεωρεί πραγματικά αναγκαία από το εξωτερικό, ώστε να καλύψει και τις πιο απαιτητικές ανάγκες του λαού της.
Τελειώνοντας με αυτή τη λογική και αφού το κράτος αδυνατεί (;) να εντοπίσει και να φορολογήσει τον μεγάλο πλούτο και τους φοροδιαφεύγοντες, δεν βλέπω κατ’ ανάγκη αρνητική την συμπεριφορά όλων αυτών των μεγαλοσχημόνων που μπορούν και βγάζουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Θα συνιστούσα λοιπόν και στους υπόλοιπους, όσους τέλος πάντων έχουν κάποιες μικροκαταθέσεις στην τράπεζα, να κάνουν ανάληψη των περισσοτέρων χρημάτων και ας τα κρατήσουν σε ευρώ στο σπίτι τους η οπουδήποτε αλλού με ασφάλεια.Κάποια ευρώ στην αρχή τουλάχιστον για τον ένα ή τον άλλο λόγο θα είναι απαραίτητα. Αυτός είναι ίσως και ο μόνος τρόπος που μπορούμε ως Έλληνες να εκμεταλλευτούμε πλέον το ευρώ, ειδάλλως θα συνεχίσουν να μας εκμεταλλεύονται αυτοί που το ελέγχουν
Ακόμα και αν είναι μοιραίο να μας αγοράσει κάποιος, ας είναι τουλάχιστον ένας Έλληνας που είχε βγάλει τα λεφτά του έξω.
Το θέμα είναι μετά από όλα αυτά, η μεγαλοαστική τάξη της χώρας να λειτουργήσει πλέον έχοντας κοινωνική αλληλεγγύη, ευαισθησία, εθνική συνείδηση και απολογία.
Γιατί όταν έλεγα στον Παππού μου, Παππού ίδια είναι τα αφεντικά, αυτός, που ποτέ δεν είχε πέσει έξω, χαμογελούσε και μου έλεγε. «Όχι παιδί μου Αντώνη, κάνεις λάθος, μην το λες αυτό, εγώ έχω δουλέψει και στον Παππαλέξη και στον Σεφερλή, και μα την πίστη μου δεν ήταν καθόλου το ίδιο».Ο Παππαλέξης και ο Σεφερλής την περίοδο του Παππού μου, ήταν οι δύο ποιο γνωστοί και ποιο μεγάλοι τσιφλικάδες της περιφέρειας.Το μεγάλο ΣΤΟΙΧΗΜΑ της σημερινής κυβέρνησης, ή όποιας άλλης ενδεχομένως υπάρξει στη συνέχεια, δεν είναι τόσο η απόφαση για την παραμονή στο ευρώ, ή την επαναφορά στο εθνικό νόμισμα.
Όλα, θετικά ή αρνητικά, θα κριθούν από τα θέματα που καθορίζουν την καθημερινότητα των πολιτών. Την αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, την ασφάλεια των πολιτών και την έγκυρη ενημέρωση.
Η αξιολόγηση και απολογία των δομών της δημόσιας διοίκησης αποτέλεσε αντικείμενο όλων των κατά καιρούς κυβερνήσεων. Ο τρόπος της αντιμετώπισης ήταν πάντα ο ίδιος. Αυτό που ενδιέφερε περισσότερο τις κατά καιρούς κυβερνήσεις ήταν ο έλεγχος της δημόσιας διοίκησης από το κόμμα και την απολογίας της σε αυτό, και όχι στους πολίτες.
Η εναλλαγή των κυβερνήσεων στη δημοκρατία είναι αναπόφευκτη, μα κυρίως αναγκαία και καθορίζει την ποιότητά της. Στη δημόσια διοίκηση όμως, η εναλλαγή αυτή λειτουργούσε και εξακολουθεί να λειτουργεί εις βάρος της ποιότητας στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και των προσφερόμενων δημόσιων υπηρεσιών.
Ως ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και την στροφή προς την ανάπτυξη, θεωρείται από όλους η ύπαρξη ενός σταθερού φορολογικού συστήματος. Ακόμα πιο σημαντικός παράγοντας, κατά τη γνώμη μου, είναι η συνέχεια και η απρόσκοπτη λειτουργία συνολικά της δημόσιας διοίκησης.Η συνέχιση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων (παρ’ ότι πλέον εξέλειπαν οι λόγοι που την επέβαλαν) από μόνη της είναι γράμμα κενού περιεχομένου και καταντά αρνητική, εάν δεν υπάρχει ένα σταθερό πλαίσιο λειτουργίας που να συνδυάζεται με την παρουσία εποπτικών και διοικητικών οργάνων που την παρακολουθούν.
Οι επιλογές είναι δύο: είτε μόνιμο, ανεξάρτητο υπουργείο δημόσιας διοίκησης που ο χρόνος θητείας του δεν θα ταυτίζεται χρονικά με τις πολιτικές κυβερνήσεις και δεν θα εξαρτάται από αυτές, ή τη δημιουργία ανεξάρτητης αρχής, η οποία θα επιλέγεται από τη Βουλή, με θητεία που θα υπερβαίνει τη χρονική διάρκεια των κυβερνήσεων, π.χ. 5 χρόνια. Η επιτροπή αυτή θα αξιολογεί και θα επιλέγει τους γενικούς διευθυντές των υπηρεσιών, που με τη σειρά τους θα αξιολογούν και θα επιλέγουν τους προϊστάμενους των οργανικών μονάδων στις οποίες προΐστανται, συνεκτιμώντας το πλαίσιο εργασίας και την επίτευξη των στόχων τους.
Για την ασφάλεια των πολιτών, δεν έχω να προτείνω κάτι συγκεκριμένο στο επίπεδο των δομών. Η αστυνόμευση πάντως της γειτονιάς, της περιοχής και της συνοικίας και η ασφαλής φύλαξη των συνόρων, αποτελούν βασική προϋπόθεση για το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Ευρωπαϊκές συνθήκες, όπως αυτές του Δουβλίνου 1 και 2, πρέπει να αναπροσαρμοστούν, διότι έχει αποδειχθεί στη πράξη ότι λειτουργούν ανεπαρκώς για το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών, διασφαλίζοντας μόνο τα κράτη που απέχουν περισσότερο από τις πύλες εισόδου μεταναστών, επιβαρύνοντας έτσι τις χώρες υποδοχής, που δεν είναι άλλες από αυτές του ευρωπαϊκού νότου.
Η αλλαγή του πλαισίου που αφορά τη λειτουργία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και κυρίως των ιδιοκτητών τους, είναι ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας. Οι περισσότεροι από τους ιδιοκτήτες τους, είναι κρατικοδίαιτοι «επιχειρηματίες» που λειτουργούν με αποκλειστικό στόχο την διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την διαιώνιση της διαπλοκής, την αύξηση της διαφθοράς και την ακύρωση του δικαιώματος του πολίτη για σωστή και έγκυρη πληροφόρηση.
Πολλές φορές, από αναμεταδότες της είδησης και της πληροφορίας γίνονται κατασκευαστές ειδήσεων, πολύ περισσότερο πληροφοριών, με σκοπό να δημιουργήσουν συνθήκες εκβιασμού, προσδοκώντας σε τετελεσμένα που θα εξυπηρετήσουν τα σχέδιά τους.
Πως είναι δυνατόν, ένας επιχειρηματικός κλάδος με τόσες ατέλειες,φοροαπαλλαγές, εύκολη και συνεχή δανειοδότηση (θαλασσοδάνεια), να παρουσιάζει ανεξέλεγκτα ελλειμματικούς απολογισμούς και παρ’ όλα αυτά, να αυξάνει την παρεμβατική του δύναμη ;
Αυτές οι τρείς οφειλόμενες παρεμβάσεις, λειτουργία δημόσιας διοίκησης, ασφάλεια των πολιτών και η έγκυρη ενημέρωση θα κρίνουν εν πολλοίς την τύχη της σημερινής κυβέρνησης, αλλά και την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Όλα τα άλλα, ο χιλιοπροδομένος λαός μας έχει αποδείξει ότι τα κατανοεί και τα υπομένει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι προηγούμενες από εμάς γενεές έζησαν, υπερασπίστηκαν την πατρίδα μας και μεγαλούργησαν τρώγοντας λαχανοβλάσταρα.
Πηγή : ienimerosi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου