Και μια απαραίτητη αυτοκριτική
Του Γργου Πασσαλίδη
Τα παρακάτω δεν αφορούν ένα συνολικό απολογισμό της τελευταίας καταστροφικής πενταετίας. Πρέπει όμως να αξιολογηθεί η συμπεριφορά, η στάση και τα πεπραγμένα της Αριστεράς. Να αναγνωρίσουμε τις αδυναμίες, τα προβλήματα, τις ανεπάρκειες ως αναγκαία τροφή για σκέψη, ώστε να προχωρήσουμε πιο αποφασιστικά στην περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας.
Το αποτέλεσμα της Λαϊκής Ενότητας αποτελεί ήττα. Και η ήττα γίνεται πιο βαριά, γιατί η ήττα είναι καθολική. Αφορά το εκλογικό αποτέλεσμα γενικά, τη «δικαίωση» ή νομιμοποίηση του μνημονίου, το (πρόσκαιρο) τσάκισμα του λαϊκού φρονήματος, την περιθωριοποίηση της Αριστεράς. Δεν έχει νόημα η ωραιοποίηση της κατάστασης, ούτε η εκτίμηση για γρήγορες και ελπιδοφόρες ανατροπές. Και αν το κοινωνικό και οικονομικό τοπίο εξακολουθεί να βρίσκεται υπό πρωτοφανή κρίση και αστάθεια και άρα να εγκυμονεί δυνατότητες, είναι ανώφελο να αρνούμαστε μια πολιτική σταθεροποίηση υπέρ του μνημονίου.Το καταθλιπτικό κοινοβουλευτικό τοπίο είναι η απόδειξη για του λόγου το αληθές. Η νέα Βουλή κατά 90% είναι μνημονιακή. Ακόμη και αν η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου φθαρεί γρήγορα, οι μνημονιακές εφεδρείες (ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΝΔ, Λεβέντης) μπορούν να λειτουργήσουν διαδοχικά.
Με αυτά τα δεδομένα, κλείνει ένας πολιτικός κύκλος που ξεκίνησε το 2010. Ο ρηχός αντιμνημονιακός λόγος των Σαμαρά και Τσίπρα γρήγορα μεταλλάχθηκε σε αποδοχή, υπεράσπιση και εφαρμογή των μνημονίων, με την ανάληψη της εξουσίας. Σήμερα είναι η πρώτη φορά που καμιά αντιμνημονιακή δύναμη δε διεκδικεί την κυβέρνηση. Για την ακρίβεια είναι η πρώτη φορά που καμιά αντιμνημονιακή δύναμη δε βρίσκεται καν στη Βουλή. Οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής έχουν αποδείξει ότι στα κρίσιμα στηρίζουν την «ευρωπαϊκή» προοπτική της χώρας. Το ΚΚΕ απέχει από την άμεση πολιτική πάλη θέτοντας ως προϋπόθεση για το παραμικρό βήμα τη λαϊκή εξουσία και το σοσιαλισμό.
Το κλείσιμο όμως του κύκλου αφορά κυρίως το εγχείρημα ενός μετωπικού πολιτικού φορέα με πρόγραμμα διαγραφής του χρέους και εξόδου από την Ευρωζώνη. Ένα τέτοιο μέτωπο διεξόδου δεν είχε σχέση με τη φυσιογνωμία και την ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ήταν προφανές για όποιον ήθελε να δει την πραγματικότητα ότι ήδη από το 2012, η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ είχε προδιαγραφεί. Απέμενε απλώς η «κατάληξη» της εσωκομματικής διαπάλης, τα κέρδη και οι ζημιές της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πρώτη βαθιά αυτοκριτική διαπίστωση: Το μέτωπο που είχαμε και έχουμε ανάγκη, σήμερα, μετά από πέντε χρόνια, μετά από τρία μνημόνια, μετά μια τερατώδη μνημονιακή μετάλλαξη, όχι απλά δεν έχει οικοδομηθεί, αλλά απέμεινε με φθαρμένα υλικά και απογοητευμένες δυνάμεις. Οι αγωνιστές, οι τάσεις και τα ρεύματα που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα τέτοιο μέτωπο, βρίσκονταν και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και μέσα στο ΚΚΕ και στην αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Στην πορεία αυτής της πενταετίας δοκιμάστηκαν λίγο ή πολύ δύο διαφορετικές προσεγγίσεις.
Η μία επιχείρησε να συγκροτήσει το αναγκαίο μέτωπο σε κόντρα με το ισχυρό ρεύμα που κατέγραφε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012. Διαδοχικά σχήματα δοκιμάστηκαν, όλα είχαν το ίδιο πενιχρό αποτέλεσμα. Από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το Σχέδιο Β στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ΜΑΡΣ και πρόσφατα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ΕΕΚ, οι απόπειρες να συγκροτηθεί μετωπικό εγχείρημα έξω από το ΣΥΡΙΖΑ, με λαϊκή γείωση και μαζική αναφορά απέτυχαν παταγωδώς. Κινήθηκαν στο μηδέν κόμμα κάτι σε κάθε εκλογική καταγραφή, προκαλώντας κάθε φορά νέους γύρους απογοήτευσης και αποστράτευσης. Απέτυχαν στη δημιουργία μιας αξιόπιστης, μαζικής, ανατρεπτικής εναλλακτικής λύσης, για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν θα εξετάσουμε εδώ.
Η δεύτερη προσέγγιση επιχείρησε να κερδίσει την εσωκομματική διαπάλη στον ΣΥΡΙΖΑ. Επί μακρόν ασκούσε κριτική για τα πενιχρά αποτελέσματα της εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς και παρουσιαζόταν ως πετυχημένο δείγμα «ενότητας και πάλης» στο εσωτερικό ενός μεγάλου κόμματος όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Συχνά καλούσε αφελώς τις εκτός ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις «να μπουν στον ΣΥΡΙΖΑ και να τον αλλάξουν από μέσα». Πρόσφατα αυτή προσέγγιση φάνηκε να «δικαιώνεται» καθώς η διάσπαση 25 βουλευτών και η συγκρότηση της Λαϊκής Ενότητας, κατέστησαν αυτό το ρεύμα, κέντρο των εξελίξεων. Η προσγείωση όμως ήταν ανώμαλη. Το αποτέλεσμα της Λαϊκής Ενότητας δεν δικαιώνει τη διαβεβαίωση ότι «καλώς η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ δεν βιάστηκε για τη ρήξη» που δίνονταν προς κάθε κατεύθυνση. Ισχύει μάλλον το εντελώς ανάποδο.
Η αλήθεια είναι πικρή και κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Και οι δυο προαναφερθείσες προσεγγίσεις κατέληξαν στο ίδιο αποτέλεσμα. Ότι κατάφερε η Αριστερά έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε και η Αριστερά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Και οι δύο έχασαν. Και σήμερα είμαστε ξανά σε μια νέα αφετηρία, σαφώς πλουσιότεροι σε εμπειρίες, αλλά και πιο κουρασμένοι, φθαρμένοι και απογοητευμένοι.
Με βάση αυτά, έρχεται και επανέρχεται το ερώτημα: Πότε ήταν η ώρα της ρήξης εντός των κληρονομημένων σχημάτων της Αριστεράς, για να συγκροτηθεί ένα μετωπικό εγχείρημα με στόχο την έξοδο από το ασφυκτικό πλαίσιο των δανειστών και της ΕΕ;
Δικαιώθηκε ή όχι η άποψη ότι εντός ΣΥΡΙΖΑ το μέτωπο του άλλου δρόμου για την Ελλάδα γινόταν πιο εύκολο; Ισχύει ότι καλά έκανε η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και δεν βιάστηκε; Τι θα γινόταν αν η ρήξη δεν γινόταν το 2015 αλλά το 2010-2011; Είναι δυνατόν ένα αριστερό εσωκομματικό ρεύμα να κερδίσει όταν επί μακρόν υποτάσσεται στο κυρίαρχο ρεύμα «να πάρουμε την εξουσία», «να γίνουμε κυβέρνηση»;
Και από την άλλη: Τι ακριβώς δικαιώθηκε από τις αποτυχημένες απόπειρες των εκτός ΣΥΡΙΖΑ εγχειρημάτων; Τι διασώθηκε πέρα από την καθαρότητα και την αυτοσυνείδηση ότι τουλάχιστον δεν στήριξαν το κόμμα που έφερε το τρίτο μνημόνιο που ήταν και το πλέον οδυνηρό για το λαϊκό παράγοντα;
Η Αριστερά εισήλθε στην περίοδο της κρίσης και των μνημονίων με κληρονομημένα σχήματα του παρελθόντος. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ περισσότερο, το ΚΚΕ λιγότερο (καθώς περισσότερο αποτελεί μια α-ιστορική καταγραφή), αντιστοιχούσαν σε διλήμματα και διαιρέσεις της προηγούμενης φάσης. Αυτή η αναντιστοιχία ήταν προφανής, όσο εμφανές ήταν το γεγονός ότι αγωνιστές από διαφορετικά κόμματα συμφωνούσαν μεταξύ τους περισσότερο, από ότι συμφωνούσαν με το ίδιο τους το κόμμα. Αυτή ήταν η μόνιμη σχιζοφρένεια της τελευταίας πενταετίας.
Αντί ωστόσο να επιλεχθεί ο δρόμος των ρήξεων και των ανασυνθέσεων από την πρώτη στιγμή που αυτές οι δυνάμεις εκτίμησαν (και σωστά) ότι το κρίσιμο ζήτημα που θα καθορίσει την πορεία της χώρας είναι η ρήξη ή η υποταγή στο ευρωπαϊκό πλαίσιο (Ευρωζώνη, ΕΕ) και στο πλαίσιο των δανειστών, επιλέχθηκε η χρονοτριβή. Από όλες τις πλευρές, με τα γνωστά αποτελέσματα. Αν εκτιμά κανείς ότι αυτό που θα κρίνει τις εξελίξεις είναι η στάση απέναντι στην κυρίαρχη αντίθεση (ΕΕ/δανειστές – ελληνικός λαός) και όχι η στάση απέναντι στην επιφανειακή αντίθεση (μνημόνιο – αντιμνημόνιο), οφείλει να προετοιμάζει και να προετοιμάζεται.
Σήμερα, τίποτα δεν έχει τελειώσει, η ιστορία συνεχίζεται και η ζωή προχωράει. Ωστόσο πριν βγάλουμε τις αποφάσεις για την επόμενη μέρα, πριν κάνουμε τις τυπικές ή ουσιαστικές αυτοκριτικές για το εκλογικό μας αποτέλεσμα, ας σκεφτούμε αν η κατάσταση σήμερα θα ήταν καλύτερη, αν ο δρόμος που δεν επιλέχθηκε το 2010 μετά τις μεγάλες απεργίες και το 2011 μετά τις πλατείας, θα έδινε καλύτερα αποτελέσματα από τα σημερινά.
Απλά ας το σκεφτούμε. Μετά, θα σχεδιάσουμε το μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου