Πράγματι ένα τέτοιο σχέδιο δεν θα είναι περίπατος στο πάρκο, όχι τόσο λόγο των τεχνικών δυσκολιών μετάβασης αλλά γιατί η τελευταία θα χρειαστεί μια άνευ προηγουμένου ταξική σύγκρουση (αυτή που φοβήθηκε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ).
του Παναγιώτη Μωράκη
Η ήττα
Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου σφράγισε αυτό που πολλοί από εμάς ψυχανεμιζόμασταν αλλά δεν καταφέραμε να αποτρέψουμε, δηλαδή μια ήττα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα και ίσως πανευρωπαϊκά. Η συγκεκριμένη ήττα δεν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά η καθαρή αποτύπωση της. Η συγκεκριμένη ήττα ξεκινά να διαπερνά τον ελληνικό σχηματισμό μία ημέρα μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όταν δηλαδή φάνηκαν τα πρώτα δείγματα ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σκόπευε να συνθηκολογήσει με τους δανειστές και την ΕΕ, αποδεχόμενη την συντριπτική πλειοψηφία των όρων τους.
Οι εκλογές του Ιανουαρίου έφεραν αναμφισβήτητα ένα κλίμα χαράς και ελπίδας στην ελληνική κοινωνία. Για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια σκληρών μνημονιακών πολιτικών οι πολίτες όχι μόνο πίστεψαν ότι υπήρχε εναλλακτική στην λιτότητα, αλλά ψήφισαν ένα κόμμα της Αριστεράς για να την φέρει εις πέρας. Οι τότε προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης ,τα λιγοστά θετικά μέτρα που πήρε (πχ 100 δόσεις) αλλά και η σκληρή διαπραγμάτευση αναπτέρωσαν ακόμα περισσότερο το ηθικό των καταπιεζόμενων. Ως αποτέλεσμα είχαμε μέχρι και διαδηλώσεις στήριξης της πολιτικής της κυβέρνησης .
Μέσα σε αυτό το κλίμα εφορίας λίγοι αντιλήφθηκαν πως η προσωρινή συμφωνία της 20 Φεβρουαρίου αποκάλυπτε τις διαθέσεις των δανειστών και απαιτούσε την ύπαρξη πολλαπλών εναλλακτικών επιλογών. Αντ’ αυτού η διαπραγματευτική ομάδα της κυβέρνησης συνέχισε να αποπληρώνει τις διεθνείς οικονομικές υποχρεώσεις της χώρας οδηγώντας την σταδιακά σε αυτό που λίγο πριν το δημοψήφισμα θα ονομαζόταν οικονομική ασφυξία και εκβιασμός.
Η επιλογή της κυβέρνησης να μην δεχθεί την πρόταση Γιούνκερ και να την πάει σε δημοψήφισμά, σε συνδυασμό με τον κεφαλαιακό έλεγχο, φοβίζει αρχικά αλλά επίσης πεισμώνει τον ελληνικό λαό ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με μια άνευ προηγουμένου τρομοκρατία κυριολεκτικά από κάθε πλευρά του αστικού μπλοκ. Καταφέρνει όμως να σταθεί αντάξιος των «ταξικών περιστάσεων», σπάει τον φόβο, κατεβαίνει στον δρόμο και τελικά δίνει την τελική απάντηση στην κάλπη με μία καθαρή νίκη του ΟΧΙ.
Κατά την διάρκεια εκείνου του εξάμηνου, από τον Ιανουάριο στον Ιούλιο, ο Ελληνικός λαός πιστεύει ότι πραγματικά υπάρχει ένα κόμμα στο τιμόνι της χώρας που θα κάνει την διαφορά. Κυρίως μέσω τηςψήφου του αναθέτει σε μία κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά να καταργήσει την λιτότητα, αλλά επίσης ένα πιο ενεργό κομμάτι κόσμου κατεβαίνει στον δρόμο για να στηρίξει την προσπάθεια. Ειδικά το δημοψήφισμα πείθει την πλειοψηφία του λαού ότι για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, αδιαμεσολάβητα , μπορεί να εκφέρει την άποψη του και να καταργήσει τα μνημόνια.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η στροφή 180 μοιρών της κυβέρνησης μετά το δημοψήφισμα και η επιλογή της να δράσει ενάντια στην νωπή εντολή του λαού και να ψηφίσει το τρίτο μνημόνιο φέρνει κύματα απογοήτευσης σε όσους πίστεψαν και στήριξαν την πρώτη φορά Αριστερά. Ταυτόχρονα εμπεδώνεται βίαια στην συλλογική συνείδηση του λάου ότι οι εκλογές δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα αφού ότι και αν βγάλει η κάλπη τελικά εφαρμόζεται κάτι διαφορετικό από εκείνους που έχουν την δύναμη να το επιβάλουν. Το όνομα της Αριστεράς και η σύνδεση του με το ριζοσπαστικό, το αμόλυντο, το ανυπάκουο κηλιδώνεται στην σκέψη των πολιτών. Κυρίως η απογοήτευση επηρεάζει εκείνους που δεν είχαν τίποτα να χάσουν, εκείνους που δεν μπορούν να κάνουν υπομονή άλλα τρία χρόνια, εκείνους που θέλουν λύσεις άμεσα και πίστεψαν στην Αριστερά. Είναι εκείνοι που τελικά δεν βρίσκουν κανέναν νόημα να συμμετέχουν στις εκλογές, αυξάνοντας την αποχή και καθορίζοντας με την απουσία τους το εκλογικό αποτέλεσμα. Είναι εκείνοι που από «ταξικό ένστικτο» είχαν στηρίξει ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο και ψήφισαν χωρίς δεύτερη σκέψη ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Είναι εκείνοι που συναντούσαμε στον δρόμο προεκλογικά και με βλέμμα μελαγχολικό ή θυμωμένο μας έλεγαν ότι «όλοι ίδιοι είστε».
Από την επόμενη λοιπόν του δημοψηφίσματος οι πολίτες βιώνουν το παράδοξο ότι έχασαν ενώ μόλις είχαν κερδίσει. Πρόκειται καταρχάς για μια ήττα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαϊκού κόσμου που πίστεψε σε άμεσες ριζοσπαστικές αλλαγές και συνεπακόλουθα για μια ήττα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στο σύνολο της που παραδοσιακά πολιτικά εκφράζει αυτό το ρεύμα. Η Λαϊκή Ενότητα και οι υπόλοιπες δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράςαπέτυχαν να συλλάβουν τόσο το μέγεθος της απογοήτευσης όσο ότι επηρεάζει κυρίως αυτές και το δικό τους πολιτικό σχέδιο. Το αποτέλεσμα είναι ότι στη νέα βουλή δεν υπάρχει εκπροσώπηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η νέα Βουλή
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο ξεκάθαρος νικητής των εκλογών. Καταφέρνει παρά την συνολική μεταστροφή του όσον αφορά τα μνημόνια να κρατήσει αλώβητα τα ποσοστά του (χάνοντας βέβαια αρκετές χιλιάδες ψήφους), να διατηρήσει απόσταση ασφαλείας από το δεύτερο κόμμα και να πετάξει έξω από την βουλή τους «αποστάτες που έριξαν την κυβέρνηση». Η τακτική της διπλής ρητορικής ότι δεν υπήρχε εναλλακτική από τη μία και ότι θα επανέλθει το παλιό πολιτικό σύστημα από την άλλη αποδίδει τα μέγιστα και κάνει ξανά τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση με μόνους συνεργάτες τους ΑΝΕΛ που επίσης καταφέρνουν να μπουν στην βουλή. Βέβαια είναι πολλοί οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που τον ψήφισαν με «μισή καρδιά» αναμένοντας από αυτόν να υλοποιήσει άμεσα το παράλληλο πρόγραμμα που έχει εξαγγείλει, καθιστώντας το μνημόνιο πιο υποφερτό. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει είναι πολύ πιθανό ότι πρώτοι οι ίδιοι οι ψηφοφόροι του θα βρεθούν σε βάθος χρόνου απέναντι του στους δρόμους, νιώθοντας για δεύτερη φορά προδομένοι. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση συνεργασίας μόνο με τους ΑΝΕΛ δίνει μεν ηθικό πλεονέκτημα στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά από την άλλη τον αναγκάζει να σηκώσει μόνος του το πολιτικό κόστος της μνημονιακής διακυβέρνησης καθώς δεν θα έχει την δικαιολογία των «βαριδιών» του παλιού πολιτικού προσωπικού που τον κρατάνε πίσω. Κατά τα άλλα ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετατρέπεται μέρα με την ημέρα από μιαμνημονιακή «Αριστερά της ευθύνης» σε μία συνεπή ιδεολογικά σοσιαλδημοκρατία με σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Το αποδεικνύει και η σύνθεση της νέας κυβέρνησης καθώς και το άνοιγμα στους ευρωπαίους σοσιαλιστές.
Τα υπόλοιπα μνημονιακά κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ,ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων) παρά τις διάφορες μικρές ποσοστιαίες αυξομειώσεις παραμένουν πολιτικά σταθερά, το οποίο είναι μεγάλη επιτυχία εάν αναλογιστεί κανείς την συλλογική τους ήττα μετά το δημοψήφισμα. Σαφέστατα υπεύθυνη για την συγκεκριμένη νεκρανάσταση είναι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ που έφερε από το παράθυρο και ξανανομιμοποίησε τις μνημονιακές επιλογές. Από την στιγμή που δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση, τα συγκεκριμένα μνημονιακά κόμματα λογικά θα προσπαθήσουν να διαφοροποιούνται κατά καιρούς από την κυβερνητική πολιτική επιλέγοντας ποιους εφαρμοστικούς νόμους θα στηρίζουν ώστε να ρίχνουν ολόκληρο το πολιτικό κόστος στον ΣΥΡΙΖΑ και την διαχείριση του.
Η σημαντική αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής επιβεβαιώνει το δεύτερο σκέλος της θεωρίας της αριστερής παρένθεσης που είχε ο προ-μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ καθώς και άλλες οργανώσεις της Αριστεράς. Δηλαδή ότι μία ενδεχόμενη μαζική απογοήτευση εξαιτίας της αποτυχίας ενός αριστερού σχεδίου μπορεί να σπρώξει ένα μεγάλο κομμάτι κόσμου στην αγκαλιά της ΧΑ και του ναζισμού. Όσο θα ψηφίζονται οι εφαρμοστικοί νόμοι η απογοήτευση θα αυξάνεται παράλληλα με την δυνατότητα της ΧΑ να παίξει ηγεμονικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό. Η απάντηση στον νεοφασισμό είναι διττή: Δυναμικό αντιφασιστικό κίνημα από την μία και η ύπαρξη ενός φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα είναι ικανός να προτείνει άμεσες λύσεις ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων από την άλλη.
Η διατήρηση των ποσοστών του ΚΚΕ μάλλον ως ήττα μπορεί να του χρεωθεί ιδιαίτερα μετά την μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται πως αν και το χαλασμένο ρολόι έδειξε δυο φορές σε σύντομο χρονικό διάστημα την σωστή ώρα (μία με την πρόβλεψη για την κατάληξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και δεύτερη με την πρόβλεψη για την κατάληξη μετά το δημοψήφισμα) οι πολίτες συνέχισαν να το αντιμετωπίζουν ως ένα παραδοσιακό κόμμα διαμαρτυρίας, που δεν θέλει να αναλάβει την υλοποίηση ενός άμεσου σχεδίου υπέρ των λαϊκών αναγκών.
Αποτιμώντας συνολικά την νέα βουλή μπορούμε να πούμε ότι είναι πλήρως αναντίστοιχη με το 62% ΟΧΙ του δημοψηφίσματος αφού το 89% των βουλευτών έχουν εκλεγεί με βασικό πρόγραμμα το μνημόνιο, 6% είναι ναζιστές και έχουν ως κρυφό πρόγραμμα το μνημόνιο και μόνο ένα 5% είναι αριστεροί-κομμουνιστές και ειλικρινά αντιμνημονιακοί. Πρόκειται για μία βουλή που μέχρι το τέλος του χειμώνα θα έχει απονομιμοποιηθεί βαθιά ως σύνθεση στις συνειδήσεις των πολιτών.
Η επόμενη μέρα
Μετά το δημοψήφισμα και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου γεννιέται αναπόφευκτα το ερώτημα (εκ δεξιών και εξ αριστερών) εάν το δίπολο μνημόνιο - αντιμνημόνιο έχει πλέον ξεπεραστεί. Το παραπάνω δίπολο δεν αποτέλεσε ποτέ μία λαϊκίστικη ρητορική με σκοπό οι κάθε φορά αντιμνημονιακοί να φαίνονται στο πλευρό του λαού. Το μνημόνιο είναι μια σειρά μέτρων και πολιτικών που συμπυκνώνουν μια άνευ προηγουμένου επίθεση στα εργασιακά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Είναι με άλλα λόγια η ναυαρχίδα του νεοφελελευθερισμού στην σημερινή ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Αυτή η επίθεση αυξάνει γεωμετρικά την εκμετάλλευση της εργασίας προκαλώντας μια βίαιη φτωχοποίηση και προλεταριοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Όσο λοιπόν οι επιπτώσεις των μνημονίων είναι πραγματικές (υλικές), το ίδιο πραγματικό θα παραμένει και το δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο.
Φυσικά αυτό από μόνο του δεν αρκούσε ποτέ για να δημιουργηθεί ένα πολιτικό ρεύμα αμφισβήτησης και ανατροπής της μνημονιακής πραγματικότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε κυβέρνηση τον Ιανουάριο απλά με μία αντιμνημονιακή ρητορική αλλά γιατί κατάφερε να πείσει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι υπάρχει εναλλακτικός δρόμος σε αντιδιαστολή με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας. Εξέφρασε ένα πολιτικό σχέδιο για ανατροπή των μνημονίων εντός της ΕΕ και για μια νέα αμοιβαίως επωφελής συμφωνία που θα έβαζε την χώρα άμεσα σε προοδευτική τροχιά ανάπτυξης. Άσχετα εάν το συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο δοκιμάστηκε και απέτυχε με τα γνωστά αποτελέσματα, κατάφερε όμως να συγκεντρώσει την εμπιστοσύνη της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Σήμερα χρειάζεται από την ριζοσπαστική Αριστερά ένα νέο πολιτικό σχέδιο που λαμβάνοντας υπόψιν την κοινωνική πραγματικότητα της ήττας να προσπαθεί να την μετατρέψει από στρατηγική σε τακτική, από μόνιμη σε παροδική. Χρειάζεται ένα σχέδιο που θα βασίζεται στους άξονες των ριζοσπαστικών συγκρούσεων και μεταρρυθμίσεων, της βίαιης αναδιανομής του πλούτου προς όφελος των φτωχών, της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Ένα σχέδιο που θα μπορεί να πείθει ότι προϋπόθεση πραγματικής αλλαγής προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων είναι η ρήξη με την ευρωζώνη, η μονομερής διαγραφή του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του χρέους, η κοινωνικοποίηση των τραπεζών, η κοινωνικοποίηση των βασικών τομέων παραγωγής.
Υπάρχουν πολλοί που δικαιολογημένα δηλώνουν μη πεισμένοι καθώς δεν αναπτύσσονται πλήρως οι τυχόν δυσκολίες . Πράγματι ένα τέτοιο σχέδιο δεν θα είναι περίπατος στο πάρκο, όχι τόσο λόγο των τεχνικών δυσκολιών μετάβασης αλλά γιατί η τελευταία θα χρειαστεί μια άνευ προηγουμένου ταξική σύγκρουση (αυτή που φοβήθηκε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ). Είναι πιθανόν η τρομοκρατία που αντιμετωπίσαμε τις ημέρες πριν το δημοψήφισμα να καταστεί ευχάριστη ανάμνηση μπροστά στον πόλεμο που θα εξαπολύσει η αστική τάξη σε περίπτωση εξόδου από την ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει ότι καταρχάς θα χρειαστεί ένα σοβαρό και στιβαρό πολιτικό υποκείμενο που θα έχει την δυνατότητα να κινητοποιεί και να συνενώνει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Σημαίνει όμως επίσης και την ύπαρξη ενός ριζοσπαστικού αριστερού προγράμματος που θα έχει συνδημιουργήσει το πολιτικό υποκείμενο με τις εν ενεργεία και εν δυνάμει παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Κατά την διάρκεια αυτής της συνδημιουργίας θα εμφανιστούν και θα αντιμετωπιστούν οι όποιες τεχνικές δυσκολίες αλλά κυρίως μέσω αυτής τις διαδικασίας θα αποδαιμονοποιηθεί η έξοδος από την ευρωζώνη στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η Λαϊκή Ενότητα
Η Λαϊκή Ενότητα έδωσε μία πολύ δύσκολή εκλογική μάχη έχοντας να αναμετρηθεί με ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Αν και σε πρώτο βαθμό εντόπισε το πρόβλημα της αποχής και προσπάθησε να το αντιμετωπίσει, απέτυχε να αντιληφθεί ότι θα απείχαν κυρίως εκείνα τα κομμάτια της κοινωνίας που θα αποτελούσαν τους πρώτους εν δυνάμει ψηφοφόρους της. Ταυτόχρονα υποτιμήθηκε η δύναμη του ψευτοδιλήμματος για το ποιος θα διαχειριστεί το μνημόνιο, αυξάνοντας τις διαρροές τις τελευταίας στιγμής (ρόλο έπαιξαν και οι δημοσκοπήσεις που έφερναν ισοπαλία τον ΣΥΡΙΖΑ με ΝΔ) ενώ η κοινωνική δυναμική της Λαϊκής Ενότητας φαινόταν να ισχυροποιείται όσο πλησίαζαν οι εκλογές. Επίσης υπήρχε το πρόβλημα της αναγνωσιμότητας, πράγμα λογικό για έναν πολιτικό σχηματισμό που δεν είχε κλείσει ούτε μήνα ζωής, με πολλούς πολίτες να συνδέουν την Λαϊκή Ενότητα με πρόσωπα παρά με μία πολιτική ταυτότητα και πολιτικό σχέδιο. Τέλος φαινόταν πολλές φορές εξαιρετικά δύσκολο (λόγω της πρόσφατης ήττας και της παντοδυναμίας του δόγματος ότι δεν υπάρχει εναλλακτική) να πείσουν τα μέλη της Λαϊκής Ενότητας για το εναλλακτικό σχέδιο (το οποίο σαφέστατα ήταν πρωτογεννές). Ως αποτέλεσμα η Λαϊκή Ενότητα δεν κατάφερε να εκπροσωπείται στην βουλή. Το παραπάνω σημαίνει ότι τα καθήκοντα που ανάλαβε η Λαϊκή Ενότητα με την δημιουργία της θα πρέπει να τα φέρει εις πέρας καταβάλλοντας πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια σε μια σειρά από τομείς .
Παρά την αναγκαία πρώτη δημιουργία της από τα πάνω, η Λαϊκή ενότητα έχει πλέον την ευθύνη να συγκροτηθεί δημοκρατικά σε έναν αριστερό, ριζοσπαστικό πολιτικό φορέα που θα σπάει το φράγμα της διαμαρτυρίας και θα αναδειχθεί σε πλειοψηφική ηγεμονική δύναμη. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να έχει στον πυρήνα της και να τελειοποιήσει το πολιτικό σχέδιο ρήξης που αναλύθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Θα χρειαστεί όμως και μια σοβαρή οργανωτική δομή καθώς η στοχοθεσία που η ίδια έχει θέσει είναι αναντίστοιχη με χαλαρές οργανωτικές δομές. Δεν μπορεί δηλαδή να εξυπηρετηθεί ένα πολιτικό σχέδιο ρήξης και ένας ενδεχομένως ολομέτωπος πόλεμος ενάντια στην αστική τάξη χωρίς στιβαρή οργανωτική συγκρότηση.
Έχουν ήδη δρομολογηθεί οι πρώτες διαδικασίες συγκρότησης της Λαϊκής Ενότητας για το επόμενο διάστημα οι οποίες οφείλουν να καταλήξουν χωρίς βιασύνες αλλά έχοντας και μια στοιχειώδη συλλογική αντίληψη ότι η ιστορία δεν πρόκειται να μας περιμένει οπότε ο χρόνος που έχουμε στην διάθεση μας δεν είναι άπειρος. Κατά την άποψη μου η Λαϊκή Ενότητα οφείλει συλλογικά και με ομοθυμία να προχωρήσει στα παρακάτω βήματα:
- Κάλεσμα ξανά σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς και σε ανένταχτους αγωνιστές που σε πρώτη φάση δεν έκαναν το βήμα ένταξης τους στην Λαϊκή Ενότητα ώστε να συμμετάσχουν στην συγκρότησή της. Ταυτόχρονο κάλεσμα σε όλες της δημοκρατικές και λαϊκές δυνάμεις του τόπου που δεν έχουν βρώμικο παρελθόν και επιθυμούν ειλικρινά να υπηρετήσουν ένα πολιτικό σχέδιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
- Όλο το βάρος στις οργανώσεις βάσης της Λαϊκής Ενότητας οι οποίες θα αποτελέσουν τον πυρήνα δημοκρατίας, συλλογικής ζωής, ζύμωσης, ανασύνθεσης και εξωστρεφής παρέμβασης.
- Ένα μέλος – μία ψήφος από τα νύχια έως την κορυφή της Λαϊκής Ενότητας ώστε να υπάρχει νόημα συμμετοχής για κάποιον που δεν είναι προενταγμένος σε κάποια συλλογικότητα που συγκροτεί την Λαϊκή Ενότητα.
- Εκλογή των κεντρικών οργάνων από την βάση (άμεσα ή μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων) με ταυτόχρονη μίνιμουμ εκπροσώπηση όλων των δυνάμεων που συγκροτούν την Λαϊκή Ενότητα. Τα κεντρικά όργανα αποφασίζουν με απόλυτη πλειοψηφία και σε προαποφασισμένα θέματα στρατηγικής σημασίας με αυξημένη πλειοψηφία εάν χρειαστεί.
5.Δημοκρατία με αποτελεσματικότητα. Να επιχειρείται πάντα η μέγιστη σύνθεση αλλά να παίρνονται και αποφάσεις αποφεύγοντας χρονοβόρες διαδικασίες “ισορροπιών” .
Μωράκης Παναγιώτης
Μέλος του προσωρινού Πολιτικού Συμβουλίου της ΛΑ.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου