«ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ΕΝ ΜΕΣΩ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΑΡΜΑΓΕΔΩΝΑ;


Εκτύπωση

ΤΡΙΤΗ 22/12/15 
Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ

Σε όλη την μέχρι σήμερα οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούνταν ότι η συνολική παραγωγική δραστηριότητα στηρίζεται σε τρεις πυλώνες, δηλαδή αυτόν του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα, την δημόσια κοινωφελή σφαίρα και τον τομέα της κοινωνικής οικονομίας. Αν θελήσει να δει κανείς σήμερα την κατάσταση που επικρατεί σ’ αυτούς τους τρεις πυλώνες της παραγωγικής δραστηριότητας, δεν έχει παρά να επισημάνει :
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
α) Ο ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας καλύπτει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της εθνικής οικονομικής δραστηριότητας, και έχει οδηγηθεί στη διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης στην εκκαθάριση ενός σημαντικού μέρους του μη κερδοφόρου ή ζημιογόνου κεφαλαίου (μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων), απαξιώνοντας πάγια κεφάλαια και εργατικό δυναμικό. Στην τελευταία εντούτοις διετία (2013-14), με την συνδρομή της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής και της εισοδηματικής λιτότητας, η πλειονότητα των 22.230 επιχειρήσεωντου εταιρικού τομέα επανήλθε στην κερδοφορία, χωρίς παράλληλα να καταγράφονται αναπτυξιακοί ρυθμοί και απορρόφηση της ανεργίας.
β) Ο δημόσιος τομέας της οικονομίας, που είχε θεωρηθεί σχεδόν από το σύνολο της ελληνικής Αριστεράς στις προηγούμενες δεκαετίες, ως μοχλός οικονομική ανάταξης, κοινωφελούς λειτουργίας και παροχής υπηρεσιών σε προσιτό για τα εργατικά εισοδήματα κόστος, στην τελευταία εικοσιπενταετία, και ιδιαίτερα στην πενταετή μνημονιακή εποχή, παραχωρήθηκε σταδιακά στο ιδιωτικό κεφάλαιο, μια και αποτελούσε κερδοφόρο τμήμα της παραγωγικής δραστηριότητας (κλασικό παράδειγμα ο ΟΤΕ και η COSMOTE, που συγκαταλέγονται στις πλέον κερδοφόρες επιχειρήσεις, υπό την ιδιοκτησία και εκμετάλλευση του γερμανικού κεφαλαίου στις τηλεπικοινωνίες). Κι αν αυτή η πολιτική των αποκρατικοποιήσεων ήταν ένας κεντρικός άξονας του ακραίου νεοφιλελευθερισμού των αστικών πολιτικών κομμάτων, ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, δυστυχώς μετά την συμφωνία της ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της 12ης Ιουλίου και την ψήφιση του 3ου Μνημονίου στα μέσα του Αυγούστου, την ίδια πολιτική ιδιωτικοποιήσεων συνεχίζει και η κυβέρνηση του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ.
Κι αυτό με μοναδικό επιχείρημα ότι αποκρατικοποιεί μόνον εννέα δημόσιες επιχειρήσεις (περιφερειακά αεροδρόμια, ΟΛΠΟΛΘΤΡΑΙΝΟΣΕ κλπ.), έναντι του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων της ΝΔ που προέβλεπε είκοσι τρεις μεταβιβάσεις στο ιδιωτικό κεφάλαιο (αυτές που πραγματοποιεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και επιπρόσθετα ορισμένων άλλων όπως της Εγνατίας, τηςΕΥΑΘ, της ΕΥΔΑΠ, των ΕΛΠΕ κλπ.), επιχείρημα ανάξιο λόγου, εφόσον μετά την υλοποίηση των εννέα πρώτων ιδιωτικοποιήσεων, θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες. Το ζήτημα πλέον είναι ότι μ’ αυτή την συνέχιση των αποκρατικοποιήσεων της σημερινής κυβέρνησης, ουσιαστικά καταργείται ο δημόσιος κοινωφελής τομέας της οικονομίας, που θεωρούνταν ένας από τους τρεις αναπτυξιακούς πυλώνες της χώρας.
γ) Σ’ ό,τι αφορά τέλος τον «κοινωνικό τομέα» της οικονομίας, αυτός εξ αιτίας της μακρόχρονης νεοφιλελεύθερης διαχείρισης έχει παραμείνει ατροφικός, καλύπτοντας μόλις το 1% της συνολικής παραγωγικής δραστηριότητας. Αφού λοιπόν ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ αποποιήθηκε τον ρόλο της παρέμβασης στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα (διατήρηση της μείωσης του κατώτατου μισθού, απουσία εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων, μέτρα εισοδηματικής διανομής σε βάρος της αστικής τάξης και προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων), και εφόσον συνεχίζει την πεπατημένη των προηγούμενων κυβερνήσεων για την εκποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων και τελικά αφανισμό του κοινωφελούς τομέα της οικονομίας, επιχειρεί σήμερα να εφεύρει ένα ορισμένο «άλλοθι» μιας υποτιθέμενης προοδευτικής πολιτικής, με την φιλολογία των ημερών από τα οικονομικά υπουργεία για την ενίσχυση και ανάπτυξη της «κοινωνικής οικονομίας». Προκειμένου λοιπόν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρήσει να αμβλύνει τα άτεγκτα μνημονιακά χαρακτηριστικά της πολιτικής της, την ταύτισή της με το αστικό μνημονιακό πολιτικό τόξο, επιστρατεύει την επίκληση της «κοινωνικής οικονομίας» (πρόσφατες ανακοινώσεις μιας πλειάδας υπουργών της κυβέρνησης όπως οι Ρ. ΑντωνοπούλουΓ. ΣταθάκηςΑ. ΧαρίτσηςΒ. Αποστόλου και Γ. Κατρούγκαλος στην παρουσίαση στον Κεραμεικό στις 17 Δεκεμβρίου).
Βέβαια το Κυβερνητικό Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ του Σεπτεμβρίου, προκειμένου να αποφύγει την αναφορά στις μνημονιακές δεσμεύσεις του Αυγούστου, κάνει λόγο για την ανάπτυξη της «κοινωνικής οικονομίας», με όρους αντινεοφιλελεύθερους. Προβάλει έτσι την αντίληψη ότι «το οικονομικό σύστημα του νεοφιλελευθερισμού χαρακτηρίζεται από την μονοκαλλιέργεια του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, που υπονομεύει συστηματικά τις αναπτυξιακές δυνατότητες του κοινωνικού τομέα». Και επίσης ότι «στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ η κοινωνική οικονομία συνιστά έναν από τους κεντρικούς αναπτυξιακούς μοχλούς της παραγωγικής ανασυγκρότησης». Προτείνει επίσης την «δημοκρατική οργάνωση, την αυτοδιαχείριση, την συνεργατικότητα και αλληλεγγύη ως χαρακτηριστικά της κοινωνικής οικονομίας». Τέλος αναφέρει ότι «ρυθμίζουμε ζητήματα που αφορούν εγκαταλειμμένες επιχειρήσεις ώστε αυτές να συνεχίσουν τη λειτουργία τους με ανάληψη της διαχείρισης από τους εργαζόμενους». Θέλει να δώσει δηλαδή την πολιτική εντύπωση ενός κοινωνικού και οικονομικού ριζοσπαστισμού, που να αντισταθμίσει τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των εφαρμοστικών νόμων του 3ου Μνημονίου.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Ποια είναι όμως η πραγματικότητα που συνοδεύει αυτές τις προγραμματικές διακηρύξεις όπως αποτυπώθηκε στην παρουσίαση της «θεσμοθέτησης της οικονομίας από τα κάτω»; Ποια αντιστοιχία έχουν αυτά τα μέτρα με το ίδιο το Κυβερνητικό Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που θέλει φραστικά να τοποθετείται στον πόλο του αντι-νεοφιλελευθερισμού και της λαϊκότητας, όταν ταυτόχρονα προάγει την αύξηση της φορολόγησης, την μείωση των συντάξεων και τηςεκποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων;
Πρώτα από όλα αναφέρεται στην επαναλειτουργία πτωχευμένων επιχειρήσεων που έχουν κλείσει, αλλά και παράλληλα έχουν εγκαταλειφθεί από τους καπιταλιστές-ιδιοκτήτες τους, μέσα από την λειτουργία συνεταιρισμών των εργαζομένων.
Δεύτερο, ότι αυτή η «κοινωνική οικονομία» θα εξασφαλίσει ένα σταθερό περιβάλλον για τα αυτό – οργανωμένα παραγωγικά εγχειρήματα, που μάλιστα θα έχουν αυτοδιαχειριστικά χαρακτηριστικά.
Τρίτο, προβλέπεται την διάθεση κονδυλίων συνολικού ύψους 137 εκατομ. ευρώ, που θα χρηματοδοτήσουν μισθολογικά έξοδα καθώς και προμήθειες μηχανημάτων κλπ., αναγκαίων για την επαναλειτουργία αυτών των πτωχευμένων εγκαταλειμμένων επιχειρήσεων.
Η κριτική που μπορεί να ασκηθεί σ’ αυτά τα μέτρα, που αποτελούν κακέκτυπο του ίδιου του παράλληλου Κυβερνητικού Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στα ακόλουθα :
Κατ’ αρχήν, οι εγκαταλειμμένες επιχειρήσεις μεταξύ αυτών που έχουν κλείσει εξ αιτίας της καπιταλιστικής κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής, είναι ελάχιστες, γιατί η καπιταλιστική εργοδοσία, ακόμη και αν κλείσει ένα εργοστάσιο, κρατά στα χέρια της την ιδιοκτησία των παγίων κεφαλαίων (π.χ. ΑΛΛΑΤΙΝΗΚΟΚΑ ΚΟΛΑ κ.ά.). Συνεπώς γίνεται λόγος για μια περιθωριακή οικονομική παρέμβαση, εφόσον το κεφάλαιο, στη συντριπτική πλειοψηφία των εργοστασίων που έχουν κλείσει, συνεχίζει να παραμένει ιδιοκτήτης των μηχανημάτων, των γηπέδων κλπ.
Κατόπιν, οι χρηματοδοτήσεις που προβλέπονται στα πλαίσια αυτών των μέτρων για την επαναλειτουργία κλειστών εγκαταλειμμένων επιχειρήσεων είναι απειροελάχιστες, και δεν αρκούν ούτε για την επαναλειτουργία μιας μεγάλης επιχείρησης που έχει κλείσει. Τα προβλεπόμενα 137 εκατομ. ευρώ δεν αντιπροσωπεύουν παρά το 0,1% του συνολικού ενεργητικού όλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Για να το πούμε διαφορετικά, αν πρόκειται για την επαναλειτουργία της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, οι απαιτήσεις των εργαζομένων και του δημοσίου ανέρχονται ήδη στα 120 εκατομ. ευρώ.
Τέλος, μέσα σε ένα οικονομικό περιβάλλον που κυριαρχείται ασφυκτικά από τον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς, πώς θα μπορούν να σταθούν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες αυτών των συνεταιριστικών επιχειρήσεων, αν δεχθούμε ότι δημιουργούνται ορισμένες από αυτές, πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο. Έτσι η ανταγωνιστικότητα άλλων μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων θα μπορεί να περιθωριοποιήσει την αγορά των συνεταιριστικών εργοστασίων, οδηγώντας σε νέες πτωχεύσεις. Γιατί η κοινωνική οικονομική οργάνωση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κοινωνικά δίκτυα διάθεσης και κυκλοφορίας των παραγομένων προϊόντων, εκτός του πλαισίου του ανταγωνισμού της ελεύθερης αγοράς.
Η ανάταξη της οικονομικής αναπτυξιακής δραστηριότητας απεναντίας, με εργατικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, δεν μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων:
1) Την εθνικοποίηση των επιχειρήσεων που μπορούν να επαναλειτουργήσουν και να έχουν ένα ουσιαστικό παραγωγικό οικονομικό αποτέλεσμα κάλυψης βασικών λαϊκών αναγκών.
2) Την ισχυρή χρηματοδοτική τους κάλυψη από ένα πρόγραμμα δημόσιων παραγωγικών επενδύσεων στο ύψος τουλάχιστον των προ της καπιταλιστικής κρίσης επιπέδων, και ακόμη περισσότερο, καθώς και χρηματοδοτικών ροών από ένα κοινωνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα.
3) Την πλήρη λειτουργία μορφών εργατικού, δημόσιου και λαϊκού ελέγχου τέτοιου είδους παραγωγικών μονάδων σ’ όλα τα επίπεδα και τις φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας.
4) Την ασφαλή διάθεση των παραγόμενων προϊόντων και των προσφερομένων υπηρεσιών μέσα από μια κοινωνική αγορά, τοποθετημένη προφανώς σε ένα γενικότερο σχέδιο δημοκρατικού οικονομικού προγραμματισμού, πέραν της ανταγωνιστικής αγοράς που κυριαρχεί στις σημερινές συνθήκες.
ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ISKRA
http://www.iskra.gr/index.php

Δεν υπάρχουν σχόλια: