«Εσείς από εκεί έξω...»


Αρχές Φλεβάρη και δε λέει να χειμωνιάσει σε τούτον εδώ τον τόπο, λες και θέλει με κάθε τρόπο να σε κρατήσει για πάντα εδώ. Τα Σαββατοκύριακα συνήθως βρίσκω χρόνο να επικοινωνήσω με φίλους και συγγενείς πίσω. ...
"Εσείς από εκεί έξω καλά τα λέτε"... Την πρώτη φορά που το ακούω δε δίνω σημασία, το θεωρώ τυχαίο και το αφήνω να περάσει. Τη δεύτερη φορά θυμώνω, θέλω να πω πολλά, μάταιος κόπος. Αντιλαμβάνομαι ότι απλά μιλάω.
Το λεωφορείο που μας μετέφερε ξέμεινε από οδηγό. Μας ζητήθηκε να επιλέξουμε τον επόμενο. Οι υποψήφιοι πολλοί, διεγνωσμένοι όλοι με μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού σχιζοφρένεια. Επιλέξαμε τον λιγότερο σχιζοφρενή και ξεκινήσαμε. Λάθος. Δεν έπρεπε ποτέ να είχαμε επιβιβαστεί σε εκείνο το λεωφορείο. Στην πορεία κάποιοι το αντιληφθήκαμε. Στην πρώτη στάση κατεβήκαμε και αναζητήσαμε νέο τρόπο για να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Για τους υπόλοιπους, που συνεχίζουν το ταξίδι, τα πράγματα είναι απλά. Είτε θα κατεβάσουν τον οδηγό αρπάζοντας το τιμόνι είτε θα απομείνουν να κοιτάζουν τον γκρεμό που με ιλιγγιώδη ταχύτητα προσεγγίζουν.
Για εμάς, που κατεβήκαμε σε εκείνη την πρώτη στάση, ο δρόμος δεν είναι εύκολος. Πάνω σε εκείνο το λεωφορείο αφήσαμε όλες μας τις "αποσκευές". Αφήσαμε το μισό του βίου μας. Εγκαταλείψαμε οικογένειες, αγαπημένους φίλους και συγγενείς. Κλειδώσαμε τα σπίτια μας και τις καρδιές μας, κλειδώσαμε τις αναμνήσεις μας και κυρίως τα όνειρά μας, σφίξαμε τα δόντια και προχωρήσαμε. 
Θα μας βόλευε πολύ να μας μεταφέρει και εμάς ένα λεωφορείο, κρίναμε σωστό όμως να βαδίσουμε. Εκεί που φτάσαμε δε μας στρώσανε κανένα κόκκινο χαλί. Καθημερινά παλεύουμε σκληρά. 
Περιμένουμε τις λίγες μέρες των διακοπών που συνειδητά επιλέγουμε να περάσουμε στην πατρίδα γνωρίζοντας ότι με τα ίδια χρήματα μπορούμε να επισκεφθούμε κάποια άλλη χώρα. Πουθενά άλλου όμως τα βουνά δεν έχουν αυτό το μοναδικό μπλε χρώμα και πουθενά αλλού την άνοιξη το άρωμα των λουλουδιών της πορτοκαλιάς μπλεγμένο με το βουητό των μελισσών δε σου ξυπνούν εκείνες τις αναρίθμητες αναμνήσεις των παιδικών σου χρόνων.
Ανά τακτά διαστήματα στέλνουμε τις οικονομίες μας στην Ελλάδα, άλλοι για να στηρίξουμε τις οικογένειες που αφήσαμε πίσω και άλλοι για να πληρώσουμε τους φόρους που μας ζητάνε επιμόνως. Δυστυχώς τους πληρώνουμε, αλλά εκείνο το πατρικό που με βύζαξε η μάνα μου και που ακόμη ανάβει την ξυλόσομπα ο πατέρας μου είναι μία άγκυρα που δένει με τον τόπο και δε γουστάρω να το δω στα χέρια κανενός κερατά.
Εδώ που ζούμε δε βρεθήκαμε από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Για την ακρίβεια μας στείλατε. Με το ανάλογο αντίτιμο πια αγοράζεις την υπηκοότητα αλλά εκείνο το Hellenic Nationality δε διαγράφεται από την καρδιά, κατά συνέπεια γιατί να διαγραφεί από τα χαρτιά;
Στο τρίτο άτομο που μου λέει το ίδιο σιωπώ και ευγενικά καληνυχτίζω.
Κάτι έχει αλλάξει. Χρόνια πριν οι άνθρωποι αυτοί μας ξεπροβόδιζαν από τη χώρα στέλνοντας μας στο ταξίδι της μετανάστευσης, προσφορά-θυσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λίγο καιρό αργότερα οι ίδιοι μας προέτρεπαν να μείνουμε για πάντα εδώ, όταν ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μας εύχονταν "καλή πατρίδα". 
Τότε η κρίση δεν τους είχε αγγίξει, ήταν πρόβλημα για άλλους, τώρα πια δε βρίσκεται απλά στα σκαλοπάτια του σπιτιού τους, έχει διαβεί το κατώφλι τους και στρογγυλοκάθεται στον καναπέ του σαλονιού τους. Μόνο που γιαυτό δε φταίνε εκείνοι που κατέβηκαν στην πρώτη στάση αλλά εκείνοι που αμέριμνοι συνέχισαν το ταξίδι μη θέλοντας να αποχωριστούν την άνεση της θέσης του λεωφορείου που με τον γνωστό τρόπο είχαν κλείσει χρόνια πριν. 
Καλό ξημέρωμα πατρίδα...


Επιστολή αναγνώστριας από την ξενητειά

στον Τοίχο

Δεν υπάρχουν σχόλια: