Ισλαμικό κράτος (Α΄μέρος)
25-10-2016 Από diaxeiristis
Του Βαγγέλη Κοροβίνη από το Άρδην τ. 104
Α) Στη Μέση Ανατολή, η σκυτάλη της αμφισβήτησης περνάει, από τους εθνικιστές και τους μαρξιστές, στους Ισλαμιστές
Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα εθνικιστικά κινήματα απέσπασαν από τα ισλαμιστικά ρεύματα τα ηνία στον αγώνα της ανεξαρτησίας των χωρών του αραβικού κόσμου. Διαφάνηκε προς στιγμήν ότι και στη Μέση Ανατολή η θρησκεία θα είχε την τύχη που της επιφυλάχθηκε στον υπόλοιπο κόσμο, θα καταντούσε σταδιακά, δηλαδή, ιδιωτική υπόθεση και θα έπαυε να επηρεάζει στο μέλλον τη δημόσια σφαίρα.
Η ήττα τον Ιούνιο του 1967 των στρατών των αραβικών κρατών (προοδευτικών και συντηρητικών), στον πόλεμο των έξι ημερών με το Ισραήλ, αποτελεί την απαρχή για μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης των ηγετικών ομάδων των αραβικών χωρών, που η θέση τους είχε ήδη κλονισθεί από την ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν το κοινωνικό ζήτημα.
Αποτέλεσμα της ήττας είναι ότι, σημείο αναφοράς για τους αραβικούς πληθυσμούς, δεν είναι πια ο νασερισμός και γενικά εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία, αλλά μια οργάνωση μαχητική, που θυμίζει τις καλύτερες πλευρές των κινημάτων εθνικής απελευθέρωσης της προηγούμενης δεκαετίας, η PLO του Παλαιστίνιου Γιασέρ Αραφάτ. Τώρα περισσότερο από ποτέ φαίνεται πως ήρθε η ώρα των καθαρόαιμων μαρξιστών, που εμφανίζονται ως αδιάλλακτοι υπερασπιστές της παλαιστινιακής υπόθεσης.
Δεν επρόκειτο να είναι όμως ο μαρξισμός, που θα ενέπνεε την εξέγερση της δεκαετίας του ’70, αλλά κάτι το τελείως απρόσμενο: το πολιτικό ισλάμ. Κορυφαίο γεγονός της δεκαετίας του ’70 στην περιοχή ήταν η ιρανική επανάσταση που γκρέμισε το καθεστώς του Σάχη, το 1979. Καταλύτης και έναυσμα της διαδικασίας που κατέληξε στην επανάσταση αυτή ήταν ο νέος πόλεμος Αράβων και Ισραήλ, το 1973. Μολονότι νικητής στον στρατιωτικό τομέα ήταν και πάλι το εβραϊκό κράτος, η νίκη του υπήρξε πύρρειος. Η χρησιμοποίηση του πετρελαίου ως πολιτικού όπλου αποδείχθηκε εργαλείο εξαιρετικά αποτελεσματικό για τον εκβιασμό της Δύσης και κατ’ επέκταση και του ίδιου του Ισραήλ.
Πώς φτάσαμε ως τον πόλεμο του 1973; Από το 1967 μέχρι το 1973, ο Σαουδάραβας βασιλιάς Φεϋζάλ θα περνούσε σταδιακά, από τη συμμαχία με το Ισραήλ ενάντια στην Αίγυπτο, σε μια ξεκάθαρη συμπόρευση με την Αίγυπτο ενάντια στο Ισραήλ. Η πλήρης χρεοκοπία του αιγυπτιακού νασερικού καθεστώτος δεν ήταν χρήσιμη από ένα σημείο και πέρα στον Φεϋζάλ. Αντίθετα, μέσα στο οξυμένο κλίμα της αραβικής ταπείνωσης μετά τον πόλεμο του 1967, μιας ταπείνωσης που άγγιξε βαθιά και την ίδια τη σαουδαραβική διανόηση, όπως θα δούμε παρακάτω, η πλήρης χρεοκοπία του νασερισμού απειλούσε τη θέση και την αξιοπιστία και του ίδιου του σαουδαραβικού θρόνου.
Αληθινός νικητής, λοιπόν, της σύρραξης του 1973, ήταν το πετρο-ισλάμ. Από τότε, τα ισλαμικά κινήματα στον αραβικό κόσμο άρχισαν να παίρνουν αποφασιστικά τη σκυτάλη από κάθε εισαγόμενη κοσμική ιδεολογία (εθνικισμό, σοσιαλισμό, κομμουνισμό) στην αμφισβήτηση της Δύσης και του Ισραήλ. Η αντιμετώπιση των κινημάτων αυτών, τόσο από τις πετρελαιοπαραγωγικές μοναρχίες (που μέχρι την έκρηξη της ιρανικής επανάστασης χρηματοδοτουσαν αφειδώς οτιδήποτε είχε να κάνει με το ισλάμ), όσο και από τα υπόλοιπα αραβικά κράτη, ήταν ευνοϊκή.
Στη σιιτική Περσία, η επανάσταση πέτυχε γιατί είχε δημιουργηθεί μια συμπαγής συμμαχία ανάμεσα σ’ ένα μέρος του κλήρου πρώτον, τις ισλαμικές ελίτ δεύτερον, τους μορφωμένους νεολαίους, που η κοινωνική τους ανέλιξη εμποδιζόταν από το καθεστώς του Σάχη και τρίτον τους «απόκληρους», τους στοιβαγμένους στα προάστια.
Στους κόλπους του σουνιτικού αραβικού κόσμου τα κινήματα επανισλαμισμού πνίγηκαν στο αίμα σε κάθε περίπτωση αντιπαράθεσης με το κράτος, στην Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, τη Συρία και αλλού, κυρίως γιατί, σε αντίθεση με το σιιτικό ισλάμ (που διέθετε μια τάξη ημικληρικών με δική της ιεραρχία και πλατιά ανεξαρτησία από την πολιτική εξουσία), οι ειδήμονες του Ιερού Νόμου, οι «ουλεμάδες» του σουνιτικού ισλάμ, δεν κατάφεραν να διατηρήσουν μία πραγματική ανεξαρτησία απέναντι στα καθεστώτα που πήραν την εξουσία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις αραβικές χώρες.
Η ήττα τον Ιούνιο του 1967 των στρατών των αραβικών κρατών (προοδευτικών και συντηρητικών), στον πόλεμο των έξι ημερών με το Ισραήλ, αποτελεί την απαρχή για μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης των ηγετικών ομάδων των αραβικών χωρών, που η θέση τους είχε ήδη κλονισθεί από την ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν το κοινωνικό ζήτημα.
Αποτέλεσμα της ήττας είναι ότι, σημείο αναφοράς για τους αραβικούς πληθυσμούς, δεν είναι πια ο νασερισμός και γενικά εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία, αλλά μια οργάνωση μαχητική, που θυμίζει τις καλύτερες πλευρές των κινημάτων εθνικής απελευθέρωσης της προηγούμενης δεκαετίας, η PLO του Παλαιστίνιου Γιασέρ Αραφάτ. Τώρα περισσότερο από ποτέ φαίνεται πως ήρθε η ώρα των καθαρόαιμων μαρξιστών, που εμφανίζονται ως αδιάλλακτοι υπερασπιστές της παλαιστινιακής υπόθεσης.
Δεν επρόκειτο να είναι όμως ο μαρξισμός, που θα ενέπνεε την εξέγερση της δεκαετίας του ’70, αλλά κάτι το τελείως απρόσμενο: το πολιτικό ισλάμ. Κορυφαίο γεγονός της δεκαετίας του ’70 στην περιοχή ήταν η ιρανική επανάσταση που γκρέμισε το καθεστώς του Σάχη, το 1979. Καταλύτης και έναυσμα της διαδικασίας που κατέληξε στην επανάσταση αυτή ήταν ο νέος πόλεμος Αράβων και Ισραήλ, το 1973. Μολονότι νικητής στον στρατιωτικό τομέα ήταν και πάλι το εβραϊκό κράτος, η νίκη του υπήρξε πύρρειος. Η χρησιμοποίηση του πετρελαίου ως πολιτικού όπλου αποδείχθηκε εργαλείο εξαιρετικά αποτελεσματικό για τον εκβιασμό της Δύσης και κατ’ επέκταση και του ίδιου του Ισραήλ.
Πώς φτάσαμε ως τον πόλεμο του 1973; Από το 1967 μέχρι το 1973, ο Σαουδάραβας βασιλιάς Φεϋζάλ θα περνούσε σταδιακά, από τη συμμαχία με το Ισραήλ ενάντια στην Αίγυπτο, σε μια ξεκάθαρη συμπόρευση με την Αίγυπτο ενάντια στο Ισραήλ. Η πλήρης χρεοκοπία του αιγυπτιακού νασερικού καθεστώτος δεν ήταν χρήσιμη από ένα σημείο και πέρα στον Φεϋζάλ. Αντίθετα, μέσα στο οξυμένο κλίμα της αραβικής ταπείνωσης μετά τον πόλεμο του 1967, μιας ταπείνωσης που άγγιξε βαθιά και την ίδια τη σαουδαραβική διανόηση, όπως θα δούμε παρακάτω, η πλήρης χρεοκοπία του νασερισμού απειλούσε τη θέση και την αξιοπιστία και του ίδιου του σαουδαραβικού θρόνου.
Αληθινός νικητής, λοιπόν, της σύρραξης του 1973, ήταν το πετρο-ισλάμ. Από τότε, τα ισλαμικά κινήματα στον αραβικό κόσμο άρχισαν να παίρνουν αποφασιστικά τη σκυτάλη από κάθε εισαγόμενη κοσμική ιδεολογία (εθνικισμό, σοσιαλισμό, κομμουνισμό) στην αμφισβήτηση της Δύσης και του Ισραήλ. Η αντιμετώπιση των κινημάτων αυτών, τόσο από τις πετρελαιοπαραγωγικές μοναρχίες (που μέχρι την έκρηξη της ιρανικής επανάστασης χρηματοδοτουσαν αφειδώς οτιδήποτε είχε να κάνει με το ισλάμ), όσο και από τα υπόλοιπα αραβικά κράτη, ήταν ευνοϊκή.
Στη σιιτική Περσία, η επανάσταση πέτυχε γιατί είχε δημιουργηθεί μια συμπαγής συμμαχία ανάμεσα σ’ ένα μέρος του κλήρου πρώτον, τις ισλαμικές ελίτ δεύτερον, τους μορφωμένους νεολαίους, που η κοινωνική τους ανέλιξη εμποδιζόταν από το καθεστώς του Σάχη και τρίτον τους «απόκληρους», τους στοιβαγμένους στα προάστια.
Στους κόλπους του σουνιτικού αραβικού κόσμου τα κινήματα επανισλαμισμού πνίγηκαν στο αίμα σε κάθε περίπτωση αντιπαράθεσης με το κράτος, στην Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, τη Συρία και αλλού, κυρίως γιατί, σε αντίθεση με το σιιτικό ισλάμ (που διέθετε μια τάξη ημικληρικών με δική της ιεραρχία και πλατιά ανεξαρτησία από την πολιτική εξουσία), οι ειδήμονες του Ιερού Νόμου, οι «ουλεμάδες» του σουνιτικού ισλάμ, δεν κατάφεραν να διατηρήσουν μία πραγματική ανεξαρτησία απέναντι στα καθεστώτα που πήραν την εξουσία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις αραβικές χώρες.
Β) Ουαχαμπισμός και Σαλαφισμός και η σημασία τους για τη γέννηση του Τζιχαντισμού
Το φαινόμενο της ισλαμικής τρομοκρατίας δεν μπορεί να αποδοθεί αμιγώς σε εξαγόμενο σαουδαραβικό ουαχαμπισμό, όπως κάποιοι σχολιαστές ισχυρίζονται. Στην πραγματικότητα, η πνευματική αφετηρία, κατά μια έννοια, ομάδων σαν την Αλ-Κάιντα είναι περισσότερο ο σαλαφισμός, ένα κίνημα που ξεκίνησε στην Αίγυπτο για να εισαχθεί αργότερα στη Σαουδική Αραβία.
Ο ουαχαμπισμός, λοιπόν, υιοθετήθηκε από τους βεδουίνους της Νατζντ (μιας επαρχίας της αραβικής ερήμου του 18ου αιώνα, ελεγχόμενης από τον Μουχάμαντ μπιν Σαούντ). Κατά τον ουαχαμπισμό, η παρακμή του μουσουλμανικού κόσμου προκλήθηκε από ολέθριες εισαγόμενες καινοτομίες. Το Ισλάμ έπρεπε να αποκαθαρθεί από τις πρακτικές του σουφισμού που συναινούσαν στη λατρεία διαφόρων «Αγίων», στη διεξαγωγή μυστικιστικών τελετών, στην επίσκεψη των πιστών σε τάφους και στις παρακλήσεις στους νεκρούς για μεσολάβηση στον Θεό προς ευνοϊκή μεταχείριση των ζώντων κατά την ημέρα της κρίσης κ.λπ. Οι πρακτικές αυτές καταδικάζονται ως πολυθεϊστικές και δίνεται μεγάλη έμφαση στον μονοθεϊσμό και μεγάλη σημασία στον ιερό πόλεμο, στο τζιχάντ.
Ο σαλαφισμός, με τη σειρά του, άρχισε να αποκρυσταλλώνεται στα μέσα του 19ου αιώνα στην Αίγυπτο. Άλλοι σαλαφιστές τονίζουν τη σημασία του πολιτικού ακτιβισμού, άλλοι επιδιώκουν τη σταδιακή επανισλαμοποίηση της κοινωνίας, ενώ άλλοι πάλι τονίζουν το στοιχείο της προσωπικής κάθαρσης, του εσωτερικού πολέμου κατά των παθών, που θεωρείται σημαντικότερος από τον εξωτερικό κατά των απίστων. Τον εξωτερικό τον επιφυλάσσουν οι τελευταίοι και τον εγκρίνουν μόνον ως αμυντικό μέσο, στην περίπτωση που κινδυνεύσει η πίστη.
Γενικά μιλώντας, ο ουαχαμπισμός απορρίπτει συνολικά τις μοντέρνες επιρροές. Ο σαλαφισμός επιδίωξε να συμφιλιώσει το ισλάμ με τον μοντερνισμό. Θεωρεί ότι το ισλάμ είναι συμβατό με τη σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία και ταυτόχρονα επιδιώκει να εφαρμοσθεί ο ισλαμικός νόμος της εποχής των «ευσεβών πατέρων», ώστε να ανακοπεί η πολιτική και κοινωνική παρακμή της κοινότητας των πιστών, της ούμμας.
Η Σαουδική Αραβία ίδρυσε και χρηματοδότησε πολλές οργανώσεις υπερεθνικής εμβέλειας, αλλά οι ηγετικές φιγούρες σ’ αυτές τις οργανώσεις ήταν κυρίως ξένοι ισλαμιστές. Μεταξύ του 1920 και του 1960, η Σαουδική Αραβία αναδυόταν ως σύγχρονο κράτος. Η αυξανόμενη παραγωγή πετρελαίου απαιτούσε τεχνικές υποδομές και εκπαιδευμένα στελέχη, με αποτέλεσμα η ζήτηση για τέτοιου είδους στελέχη να ξεπεράσει τις δυνατότητες του σαουδαραβικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η αιγυπτιακή οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων (μια ομάδα που ο ιδρυτής της, ο αλ-Μπάνα, ήταν πεπεισμένος ότι κλειδί για την επιτυχή αντίσταση των μουσουλμάνων απέναντι στη δυτική διείσδυση ήταν η μεταβολή του σαλαφιστικού ισλάμ σε πολιτική ιδεολογία) αντιπροσώπευσε μια πηγή εκπαιδευτικών, γραφειοκρατών και μηχανικών για τη Σαουδική Αραβία, με πολλούς απ’ αυτούς να είναι πρόθυμοι να φύγουν από την Αίγυπτο. Ορισμένοι από τους Αιγύπτιους σαλαφιστές που έφθασαν στη Σαουδική Αραβία ήταν οπαδοί του επίσης Αιγύπτιου Σάγιντ Κουτμπ (1906-1966), ο οποίος ξεκίνησε τη διαδρομή του ως ενεργό μέλος των Αδελφών Μουσουλμάνων, στην πορεία όμως επεξεργάσθηκε τη δική του θεωρία, αποτελώντας τον ιδεολογικό πρόγονο του σύγχρονου τζιχαντισμού.
Ο Κουτμπ θα μιλήσει για τη «γενιά του Κορανίου», η οποία ζει απομονωμένη στη σύγχρονη «Τζαχιλίγια» (ο όρος αυτός χαρακτηρίζει την περίοδο της «άγνοιας», τα χρόνια της «βαρβαρότητας» που προηγήθηκαν του κηρύγματος του Μωάμεθ), ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν κάνει τους ηγέτες του αυταρχικού αραβικού εθνικισμού «θεούς στη θέση του θεού» και έχουν εγκαταλείψει προ πολλού την έννοια της μοναδικότητας του θεού και της υπάτης εξουσίας του στα ανθρώπινα. Στόχος του Κουτμπ ήταν να μετατρέψει αυτήν τη γενιά σε μια «ισλαμική εμπροσθοφυλακή», η οποία θα εγκαθιδρύσει την «κυριαρχία του Θεού». Ο Κουτμπ τονίζει ότι, για να δώσει τη μάχη, η «γενιά του Κορανίου» θα πρέπει να «αποστασιοποιηθεί» και να «απεθισθεί» από το «ασεβές» περιβάλλον των τύποις και μόνον μουσουλμανικών κοινωνιών. Ο αληθινός μουσουλμάνος θα πρέπει να απαρνηθεί την τζαχιλίγια και μάλιστα να την καταστρέψει με όπλο το τζιχάντ, ώστε να θεμελιώσει πάνω στα ερείπια το ισλαμικό κράτος.
Συμπερασματικά, ο βασιλιάς Φεϋζάλ της Σαουδαραβίας, αγγαλιάζοντας τον πανισλαμισμό του σαλαφισμού, πέτυχε τον κύριο στόχο του: να υπερφαλαγγίσει τον παναραβισμό του Νάσερ. Παρ’ όλα αυτά, δημιουργήθηκε στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας μια ομάδα ακραίων στελεχών, μέλη της οποίας το σαουδαραβικό καθεστώς χρηματοδότησε και συνεχίζει ως τις μέρες μας να χρηματοδοτεί. Η χρηματοδότηση βέβαια περιορίζεται στους πιο νομιμόφρονες σαλαφιστές.
Ο ουαχαμπισμός, λοιπόν, υιοθετήθηκε από τους βεδουίνους της Νατζντ (μιας επαρχίας της αραβικής ερήμου του 18ου αιώνα, ελεγχόμενης από τον Μουχάμαντ μπιν Σαούντ). Κατά τον ουαχαμπισμό, η παρακμή του μουσουλμανικού κόσμου προκλήθηκε από ολέθριες εισαγόμενες καινοτομίες. Το Ισλάμ έπρεπε να αποκαθαρθεί από τις πρακτικές του σουφισμού που συναινούσαν στη λατρεία διαφόρων «Αγίων», στη διεξαγωγή μυστικιστικών τελετών, στην επίσκεψη των πιστών σε τάφους και στις παρακλήσεις στους νεκρούς για μεσολάβηση στον Θεό προς ευνοϊκή μεταχείριση των ζώντων κατά την ημέρα της κρίσης κ.λπ. Οι πρακτικές αυτές καταδικάζονται ως πολυθεϊστικές και δίνεται μεγάλη έμφαση στον μονοθεϊσμό και μεγάλη σημασία στον ιερό πόλεμο, στο τζιχάντ.
Ο σαλαφισμός, με τη σειρά του, άρχισε να αποκρυσταλλώνεται στα μέσα του 19ου αιώνα στην Αίγυπτο. Άλλοι σαλαφιστές τονίζουν τη σημασία του πολιτικού ακτιβισμού, άλλοι επιδιώκουν τη σταδιακή επανισλαμοποίηση της κοινωνίας, ενώ άλλοι πάλι τονίζουν το στοιχείο της προσωπικής κάθαρσης, του εσωτερικού πολέμου κατά των παθών, που θεωρείται σημαντικότερος από τον εξωτερικό κατά των απίστων. Τον εξωτερικό τον επιφυλάσσουν οι τελευταίοι και τον εγκρίνουν μόνον ως αμυντικό μέσο, στην περίπτωση που κινδυνεύσει η πίστη.
Γενικά μιλώντας, ο ουαχαμπισμός απορρίπτει συνολικά τις μοντέρνες επιρροές. Ο σαλαφισμός επιδίωξε να συμφιλιώσει το ισλάμ με τον μοντερνισμό. Θεωρεί ότι το ισλάμ είναι συμβατό με τη σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία και ταυτόχρονα επιδιώκει να εφαρμοσθεί ο ισλαμικός νόμος της εποχής των «ευσεβών πατέρων», ώστε να ανακοπεί η πολιτική και κοινωνική παρακμή της κοινότητας των πιστών, της ούμμας.
Η Σαουδική Αραβία ίδρυσε και χρηματοδότησε πολλές οργανώσεις υπερεθνικής εμβέλειας, αλλά οι ηγετικές φιγούρες σ’ αυτές τις οργανώσεις ήταν κυρίως ξένοι ισλαμιστές. Μεταξύ του 1920 και του 1960, η Σαουδική Αραβία αναδυόταν ως σύγχρονο κράτος. Η αυξανόμενη παραγωγή πετρελαίου απαιτούσε τεχνικές υποδομές και εκπαιδευμένα στελέχη, με αποτέλεσμα η ζήτηση για τέτοιου είδους στελέχη να ξεπεράσει τις δυνατότητες του σαουδαραβικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η αιγυπτιακή οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων (μια ομάδα που ο ιδρυτής της, ο αλ-Μπάνα, ήταν πεπεισμένος ότι κλειδί για την επιτυχή αντίσταση των μουσουλμάνων απέναντι στη δυτική διείσδυση ήταν η μεταβολή του σαλαφιστικού ισλάμ σε πολιτική ιδεολογία) αντιπροσώπευσε μια πηγή εκπαιδευτικών, γραφειοκρατών και μηχανικών για τη Σαουδική Αραβία, με πολλούς απ’ αυτούς να είναι πρόθυμοι να φύγουν από την Αίγυπτο. Ορισμένοι από τους Αιγύπτιους σαλαφιστές που έφθασαν στη Σαουδική Αραβία ήταν οπαδοί του επίσης Αιγύπτιου Σάγιντ Κουτμπ (1906-1966), ο οποίος ξεκίνησε τη διαδρομή του ως ενεργό μέλος των Αδελφών Μουσουλμάνων, στην πορεία όμως επεξεργάσθηκε τη δική του θεωρία, αποτελώντας τον ιδεολογικό πρόγονο του σύγχρονου τζιχαντισμού.
Ο Κουτμπ θα μιλήσει για τη «γενιά του Κορανίου», η οποία ζει απομονωμένη στη σύγχρονη «Τζαχιλίγια» (ο όρος αυτός χαρακτηρίζει την περίοδο της «άγνοιας», τα χρόνια της «βαρβαρότητας» που προηγήθηκαν του κηρύγματος του Μωάμεθ), ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν κάνει τους ηγέτες του αυταρχικού αραβικού εθνικισμού «θεούς στη θέση του θεού» και έχουν εγκαταλείψει προ πολλού την έννοια της μοναδικότητας του θεού και της υπάτης εξουσίας του στα ανθρώπινα. Στόχος του Κουτμπ ήταν να μετατρέψει αυτήν τη γενιά σε μια «ισλαμική εμπροσθοφυλακή», η οποία θα εγκαθιδρύσει την «κυριαρχία του Θεού». Ο Κουτμπ τονίζει ότι, για να δώσει τη μάχη, η «γενιά του Κορανίου» θα πρέπει να «αποστασιοποιηθεί» και να «απεθισθεί» από το «ασεβές» περιβάλλον των τύποις και μόνον μουσουλμανικών κοινωνιών. Ο αληθινός μουσουλμάνος θα πρέπει να απαρνηθεί την τζαχιλίγια και μάλιστα να την καταστρέψει με όπλο το τζιχάντ, ώστε να θεμελιώσει πάνω στα ερείπια το ισλαμικό κράτος.
Συμπερασματικά, ο βασιλιάς Φεϋζάλ της Σαουδαραβίας, αγγαλιάζοντας τον πανισλαμισμό του σαλαφισμού, πέτυχε τον κύριο στόχο του: να υπερφαλαγγίσει τον παναραβισμό του Νάσερ. Παρ’ όλα αυτά, δημιουργήθηκε στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας μια ομάδα ακραίων στελεχών, μέλη της οποίας το σαουδαραβικό καθεστώς χρηματοδότησε και συνεχίζει ως τις μέρες μας να χρηματοδοτεί. Η χρηματοδότηση βέβαια περιορίζεται στους πιο νομιμόφρονες σαλαφιστές.
Γ) Η προέλευση και τα πιστεύω
του Ισλαμικού Κράτους
του Ισλαμικού Κράτους
Η Αλ-Κάιντα, που παρακλάδια της αποτέλεσαν μία από τις συνιστώσες δημιουργίας του Ισλαμικού Κράτους, είναι ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση που πρωτοεμφανίσθηκε δημόσια το 1989 και προήλθε από τις τάξεις των Αφγανών μουτζαχεντίν. Κεντρικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση του «αγώνα» των μουντζαχεντίν κατά των Σοβιετικών εισβολέων (η ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση των Σοβιετικών ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1979) έπαιξε ο παλαιστινιακής καταγωγής Αμπντάλα Αζάμ, ο οποίος ήταν κουντμπιστής και στα τέλη της δεκαετίας του ’70 εγκαταστάθηκε στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, όπου δίδαξε σε ισλαμικό πανεπιστήμιο, γνωστό εκείνη την εποχή για τον ριζοσπαστικό του προσανατολισμό. Το 1984, με την παρότρυνση της Σαουδικής Αραβίας, θα αποφασίσει να αφιερωθεί στον αγώνα των μουτζαχεντίν και θα μεταβεί στο Πεσαβάρ του Πακιστάν. Εκεί θα φθάσει ύστερα από λίγο καιρό και ο παλιός του μαθητής στο Πανεπιστήμιο της Τζέντας, Οσάμα Μπιν Λάντεν (1957-2011). Ο Μπιν Λάντεν, ο μετέπειτα ιδρυτής και αρχηγός της Αλ-Κάιντα, γεννήθηκε στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Προερχόταν από πλούσια οικογένεια που είχε δεσμούς με τον βασιλικό οίκο της χώρας. Κατά τον ρωσοαφγανικό πόλεμο πήγε στο Αφγανιστάν, προκειμένου να οργανώσει θύλακες αντίστασης κατά των Σοβιετικών, χρηματοδοτούμενος από τις ΗΠΑ. Οι συνεχείς επεμβάσεις των Αμερικανών στο εσωτερικό της χώρας, μετά την αποχώρηση των Ρώσων, συνετέλεσαν ώστε πολλοί από τους μουτζαχεντίν να στραφούν κατά των νέων κατακτητών και ορισμένοι απ’ αυτούς να ενταχθούν στην Αλ-Κάιντα.
Το Ισλαμικό Κράτος, με τη σειρά του, είναι μια οργάνωση που έχει τις ρίζες της σε παρακλάδια της Αλ-Κάιντα, που λειτουργούσαν από το 1999 στην Ιορδανία και το Αφγανιστάν υπό τον αλ-Ζαρκάουι και αναμείχθηκαν με μέρος της γραφειοκρατίας του σουνίτικης προέλευσης καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Η οργάνωση αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του χάους και της ανομίας που επέφερε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, καθώς και της «άλωσης του κράτους» από τη σιιτική πλειοψηφία της χώρας και τις ένοπλες πολιτικοφυλακές της.
Ο Άμπου Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι, ο ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους, φέρεται ότι είναι σαλαφιστής. Οι περισσότεροι σαλαφιστές, βέβαια, απορρίπτουν το Ισλαμικό Κράτος. Είναι μεν υπέρ της εξάπλωσης του Νταρ-αλ-ισλάμ, των εδαφών του Ισλάμ, ακόμη πιθανόν και με την υιοθέτηση βίαιων πρακτικών, όπως οι ακρωτηριασμοί και η δουλεία, αλλά τοποθετούν το όλο εγχείρημα στο μακρινό μέλλον.
Ο Άμπου Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι ηγείται του Ισλαμικού Κράτους από τον Μάιο του 2010, ένα χρόνο σχεδόν πριν αρχίσει ο πόλεμος στη Συρία. Στις 5 Ιουλίου του 2014 αυτοανακηρύχθηκε χαλίφης, αναβαθμιζόμενος, από κυνηγημένος αντάρτης, σε υποτιθέμενο αρχηγό όλων των μουσουλμάνων. Η εισροή τζιχαντιστών από όλο τον κόσμο, που ακολούθησε την ανακήρυξη του χαλιφάτου, ήταν χωρίς προηγούμενο σε ρυθμό και σε όγκο και συνεχίζεται μέχρι σήμερα χωρίς διακοπή. Από τα λεγόμενα του Μπαγκντάντι και την προπαγάνδα του Ισλαμικού Κράτους, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το κράτος αυτό απορρίπτει την ειρήνη από θέση αρχής, ότι καταστατικά είναι ανίκανο να υποστεί αλλαγές, ακόμη κι αν αυτές θα διασφάλιζαν την επιβίωσή του, και ότι θεωρεί, «χιλιαστικά», ότι είναι ο κατ’ εξοχήν μοχλός στο επικείμενο τέλος του κόσμου, στην επικείμενη συντέλεια.
Σε αντίθεση με την Αλ-Κάιντα, που αντιμετώπιζε τις τρομοκρατικές μεθόδους της ως πρόλογο για τη δημιουργία χαλιφάτου στο απώτερο μέλλον και ήταν μια οργάνωση ευέλικτη, λειτουργώντας σαν γεωγραφικά διάχυτο δίκτυο αυτόνομων πυρήνων, το Ισλαμικό Κράτος απαιτεί έδαφος για να παραμείνει νόμιμο και μια διοίκηση να κυβερνά την επικράτεια (η γραφειοκρατία του διαιρείται σε πολιτική και στρατιωτική και το έδαφός του σε επαρχίες).
Σε αντίθεση πάλι με τον Μπιν Λάντεν της Αλ-Κάιντα, που απαιτούσε από τους αντιπάλους του συγκεκριμένες πολιτικές παραχωρήσεις, όπως την απόσυρση των δυνάμεων των ΗΠΑ από τη Σαουδική Αραβία, οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους δεν έχουν κανέναν σχεδόν κοσμικό πολιτικό στόχο. Στην πραγματικότητα, πολλά απ’ αυτά που κάνουν θα τα θεωρούσε κανείς παράλογα, αν δεν αποδέχονταν ότι στόχος τους είναι να επιστρέψει ο κόσμος στο νομικό περιβάλλον του έβδομου αιώνα, όπως το κατανοούν οι ίδιοι και τελικά να επισπευσθεί η Αποκάλυψη.
Κατά τους τζιχαντιστές, η άρνηση της αγιότητας του Κορανίου ή των προφητειών του Μωάμεθ είναι καθαρή αποστασία. Αλλά το Ισλαμικό Κράτος θεωρεί ότι πολλές άλλες πράξεις μπορούν να οδηγήσουν στον αφορισμό ενός μουσουλμάνου. Αυτές περιλαμβάνουν την πώληση αλκοόλ ή ναρκωτικών, την ένδυση με δυτικό ρουχισμό, το να λαμβάνει μέρος κανείς σε εκλογές, έστω κι αν ψηφίζει μουσουλμάνο υποψήφιο. Το Ισλαμικό Κράτος υιοθετεί την άποψη ότι υπάρχει και ένας άλλος τύπος αποστασίας, η συλλογική αποστασία. Το να είσαι σιίτης, όπως οι περισσότεροι Άραβες του Ιράκ, καλύπτει το κριτήριο της αποστασίας, επειδή το Ισλαμικό Κράτος θεωρεί το σιιτισμό καινοτομία και το να εισάγονται καινοτομίες στο Κοράνι ισοδυναμεί με άρνηση της αρχικής του τελειότητας. Αυτό σημαίνει, στην πράξη, ότι όλοι οι Σιίτες προορίζονται για θανάτωση. Για θάνατο προορίζονται και οι επικεφαλής του κράτους κάθε μουσουλμανικής χώρας που έθεσαν τον ανθρώπινο νόμο πάνω από τη Σαρία. Η αντίληψη αυτή περί συλλογικής αποστασίας, που επιρρίπτεται σε ολόκληρους πληθυσμούς, παραβιάζει την κυρίαρχη στους κόλπους του ισλάμ άποψη ότι η αποστασία, ως κατηγορία, μπορεί να επιρριφθεί μόνο σε μεμονωμένα άτομα, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση θεολόγων – νομικών.
Στο Ισλαμικό Κράτος εκτελέσεις ατόμων γίνονται καθημερινά και μαζικές εκτελέσεις κάθε λίγες εβδομάδες. Μουσουλμάνοι «αποστάτες» είναι τα πιο συνηθισμένα θύματα. Οι χριστιανοί εξαιρούνται από την άμεση εκτέλεση, εφ’ όσον δεν προβάλουν αντίσταση στη νέα κυβέρνηση και εφ’ όσον καταβάλουν έναν ειδικό φόρο και αποδεχθούν την υποταγή τους.
Σε ό,τι αφορά τώρα τη μεθοδολογία κατάκτησης νέων εδαφών από το Ισλαμικό Κράτος: Το κράτος αυτό δημιουργεί ζώνες αναρχίας, ανομίας και αυθαιρεσίας, ώστε όχι μόνο να μειωθεί η αντίσταση των κατοίκων στις ζώνες αυτές, αλλά να γίνει αποδεκτή ως σωτηρία από το χάος η άτεγκτη εφαρμογή του ισλαμικού νόμου, που ακολουθεί την επέκταση στα νέα αυτά εδάφη. Για να δικαιολογήσει αυτήν τη «χαοποίηση» που προηγείται της κατάκτησης, η ηγεσία των τζιχαντιστών επικαλείται το γεγονός ότι και οι πρώιμες κατακτήσεις του ίδιου του Μωάμεθ δεν ήταν εύτακτες και ανώδυνες υποθέσεις. Όσο διασταλτικά όμως και εάν ερμηνεύσει κανείς την τακτική των τζιχαντιστών, πόρρω απέχει από την ισλαμική ορθοδοξία.
Το Ισλαμικό Κράτος, με τη σειρά του, είναι μια οργάνωση που έχει τις ρίζες της σε παρακλάδια της Αλ-Κάιντα, που λειτουργούσαν από το 1999 στην Ιορδανία και το Αφγανιστάν υπό τον αλ-Ζαρκάουι και αναμείχθηκαν με μέρος της γραφειοκρατίας του σουνίτικης προέλευσης καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Η οργάνωση αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του χάους και της ανομίας που επέφερε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, καθώς και της «άλωσης του κράτους» από τη σιιτική πλειοψηφία της χώρας και τις ένοπλες πολιτικοφυλακές της.
Ο Άμπου Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι, ο ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους, φέρεται ότι είναι σαλαφιστής. Οι περισσότεροι σαλαφιστές, βέβαια, απορρίπτουν το Ισλαμικό Κράτος. Είναι μεν υπέρ της εξάπλωσης του Νταρ-αλ-ισλάμ, των εδαφών του Ισλάμ, ακόμη πιθανόν και με την υιοθέτηση βίαιων πρακτικών, όπως οι ακρωτηριασμοί και η δουλεία, αλλά τοποθετούν το όλο εγχείρημα στο μακρινό μέλλον.
Ο Άμπου Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι ηγείται του Ισλαμικού Κράτους από τον Μάιο του 2010, ένα χρόνο σχεδόν πριν αρχίσει ο πόλεμος στη Συρία. Στις 5 Ιουλίου του 2014 αυτοανακηρύχθηκε χαλίφης, αναβαθμιζόμενος, από κυνηγημένος αντάρτης, σε υποτιθέμενο αρχηγό όλων των μουσουλμάνων. Η εισροή τζιχαντιστών από όλο τον κόσμο, που ακολούθησε την ανακήρυξη του χαλιφάτου, ήταν χωρίς προηγούμενο σε ρυθμό και σε όγκο και συνεχίζεται μέχρι σήμερα χωρίς διακοπή. Από τα λεγόμενα του Μπαγκντάντι και την προπαγάνδα του Ισλαμικού Κράτους, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το κράτος αυτό απορρίπτει την ειρήνη από θέση αρχής, ότι καταστατικά είναι ανίκανο να υποστεί αλλαγές, ακόμη κι αν αυτές θα διασφάλιζαν την επιβίωσή του, και ότι θεωρεί, «χιλιαστικά», ότι είναι ο κατ’ εξοχήν μοχλός στο επικείμενο τέλος του κόσμου, στην επικείμενη συντέλεια.
Σε αντίθεση με την Αλ-Κάιντα, που αντιμετώπιζε τις τρομοκρατικές μεθόδους της ως πρόλογο για τη δημιουργία χαλιφάτου στο απώτερο μέλλον και ήταν μια οργάνωση ευέλικτη, λειτουργώντας σαν γεωγραφικά διάχυτο δίκτυο αυτόνομων πυρήνων, το Ισλαμικό Κράτος απαιτεί έδαφος για να παραμείνει νόμιμο και μια διοίκηση να κυβερνά την επικράτεια (η γραφειοκρατία του διαιρείται σε πολιτική και στρατιωτική και το έδαφός του σε επαρχίες).
Σε αντίθεση πάλι με τον Μπιν Λάντεν της Αλ-Κάιντα, που απαιτούσε από τους αντιπάλους του συγκεκριμένες πολιτικές παραχωρήσεις, όπως την απόσυρση των δυνάμεων των ΗΠΑ από τη Σαουδική Αραβία, οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους δεν έχουν κανέναν σχεδόν κοσμικό πολιτικό στόχο. Στην πραγματικότητα, πολλά απ’ αυτά που κάνουν θα τα θεωρούσε κανείς παράλογα, αν δεν αποδέχονταν ότι στόχος τους είναι να επιστρέψει ο κόσμος στο νομικό περιβάλλον του έβδομου αιώνα, όπως το κατανοούν οι ίδιοι και τελικά να επισπευσθεί η Αποκάλυψη.
Κατά τους τζιχαντιστές, η άρνηση της αγιότητας του Κορανίου ή των προφητειών του Μωάμεθ είναι καθαρή αποστασία. Αλλά το Ισλαμικό Κράτος θεωρεί ότι πολλές άλλες πράξεις μπορούν να οδηγήσουν στον αφορισμό ενός μουσουλμάνου. Αυτές περιλαμβάνουν την πώληση αλκοόλ ή ναρκωτικών, την ένδυση με δυτικό ρουχισμό, το να λαμβάνει μέρος κανείς σε εκλογές, έστω κι αν ψηφίζει μουσουλμάνο υποψήφιο. Το Ισλαμικό Κράτος υιοθετεί την άποψη ότι υπάρχει και ένας άλλος τύπος αποστασίας, η συλλογική αποστασία. Το να είσαι σιίτης, όπως οι περισσότεροι Άραβες του Ιράκ, καλύπτει το κριτήριο της αποστασίας, επειδή το Ισλαμικό Κράτος θεωρεί το σιιτισμό καινοτομία και το να εισάγονται καινοτομίες στο Κοράνι ισοδυναμεί με άρνηση της αρχικής του τελειότητας. Αυτό σημαίνει, στην πράξη, ότι όλοι οι Σιίτες προορίζονται για θανάτωση. Για θάνατο προορίζονται και οι επικεφαλής του κράτους κάθε μουσουλμανικής χώρας που έθεσαν τον ανθρώπινο νόμο πάνω από τη Σαρία. Η αντίληψη αυτή περί συλλογικής αποστασίας, που επιρρίπτεται σε ολόκληρους πληθυσμούς, παραβιάζει την κυρίαρχη στους κόλπους του ισλάμ άποψη ότι η αποστασία, ως κατηγορία, μπορεί να επιρριφθεί μόνο σε μεμονωμένα άτομα, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση θεολόγων – νομικών.
Στο Ισλαμικό Κράτος εκτελέσεις ατόμων γίνονται καθημερινά και μαζικές εκτελέσεις κάθε λίγες εβδομάδες. Μουσουλμάνοι «αποστάτες» είναι τα πιο συνηθισμένα θύματα. Οι χριστιανοί εξαιρούνται από την άμεση εκτέλεση, εφ’ όσον δεν προβάλουν αντίσταση στη νέα κυβέρνηση και εφ’ όσον καταβάλουν έναν ειδικό φόρο και αποδεχθούν την υποταγή τους.
Σε ό,τι αφορά τώρα τη μεθοδολογία κατάκτησης νέων εδαφών από το Ισλαμικό Κράτος: Το κράτος αυτό δημιουργεί ζώνες αναρχίας, ανομίας και αυθαιρεσίας, ώστε όχι μόνο να μειωθεί η αντίσταση των κατοίκων στις ζώνες αυτές, αλλά να γίνει αποδεκτή ως σωτηρία από το χάος η άτεγκτη εφαρμογή του ισλαμικού νόμου, που ακολουθεί την επέκταση στα νέα αυτά εδάφη. Για να δικαιολογήσει αυτήν τη «χαοποίηση» που προηγείται της κατάκτησης, η ηγεσία των τζιχαντιστών επικαλείται το γεγονός ότι και οι πρώιμες κατακτήσεις του ίδιου του Μωάμεθ δεν ήταν εύτακτες και ανώδυνες υποθέσεις. Όσο διασταλτικά όμως και εάν ερμηνεύσει κανείς την τακτική των τζιχαντιστών, πόρρω απέχει από την ισλαμική ορθοδοξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου