«Είμαι απαισιόδοξη ως προς το μέλλον της τηλεόρασης»

25-11-2016



Προσωπικά, έβλεπα ελάχιστη τηλεόραση μέχρι το 2000, όταν ανέλαβα μια καθημερινή τηλεοπτική στήλη, ένα τηλεοπτικό χρονογράφημα, για έντεκα περίπου χρόνια. Ήμουνα λοιπόν τηλεθεατής heavy viewer, σύμφωνα με την αμερικανική ορολογία, βαρέων βαρών. Αναγκαστικά έβλεπα αρκετή τηλεόραση, διάβαζα για την τηλεόραση, παρακολουθούσα τα τηλεοπτικά πράγματα. Από τότε που έφυγα, έριξα μαύρη τηλεοπτική πέτρα πίσω μου. Όχι από σνομπισμό ή αδιαφορία αλλά γιατί υπήρχαν και άλλα πράγματα να κάνω, πιο ενδιαφέροντα ή μάλλον πιο επιτακτικά.
Θα σταθώ στο τελευταίο ερώτημα της σημερινής συζήτησης: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική ριζοσπαστική πολιτική για τα ΜΜΕ; Και ποια μπορεί να είναι αυτή; Επειδή τα ΜΜΕ είναι μια πολύ πλατιά έννοια, θα ήθελα να περιοριστώ στην τηλεόραση, δημόσια και ιδιωτική. Και να μετατρέψω το ερώτημα ως εξής: Μπορεί να υπάρξει ένα λαϊκό κίνημα για μια άλλη τηλεόραση; Μπορεί να υπάρξει μια αλλαγή από τα κάτω;
Όσον αφορά την επίσημη τηλεόραση, η απάντησή μου είναι αρνητική. Όσον αφορά τη web tv, τη διαδικτυακή τηλεόραση, πιστεύω ότι ναι, θα μπορούσε να γίνει κάτι. Αλλά αυτό είναι μεγάλη συζήτηση. Θα σταθώ στην επίσημη τηλεόραση και συγκεκριμένα στην ιδιωτική.
Αιχμή του δόρατος τις τελευταίες μέρες έχει γίνει το ΕΣΡ. Ακούμε για κριτήρια βάσει των οποίων θα δοθούν οι άδειες· για τουλάχιστον τετρακόσιους εργαζόμενους ανά κανάλι· για πλουραλιστική τηλεόραση, αντικειμενική τηλεόραση, ποιοτική, τηλεόραση με κόχες πολιτισμού, ανοιχτή στην κοινωνία κ.λπ. Επίθετα χωρίς νόημα. Ιδιότητες μη μετρήσιμες. Το ΕΣΡ σαν ανεξάρτητη αρχή δεν μπορεί να μετρήσει πράγματα μη μετρήσιμα: το πολύ πολύ να επιβάλλει πρόστιμα σε ακραίες περιπτώσει ή να δίνει αποστειρωμένες συστάσεις σε προεκλογικές περιόδους. Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, είχε πει: «Τα πράγματα που έχουν αξία, που μετρούν στη ζωή, δεν είναι μετρήσιμα και αυτά που είναι μετρήσιμα δεν έχουν αξία».
Η πιο αστεία δήλωση: Ένας παλιός πολιτικός του Κέντρου, νομίζω ο Μαύρος, είχε πει: «Κάθε χρόνο που περνάει, η τηλεόρασή μας μοιάζει όλο και λιγότερο με το BBC». Λες κι έμοιαζε ποτέ!
Η αλήθεια είναι ότι το ΒΒC έχει παίξει κατά το παρελθόν θετικό κοινωνικό ρόλο. Αυτός ο ρόλος ανάγεται στην έκταση που πήρε το λεγόμενο κοινωνικό κράτος στη Βρετανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την εποχή που θεμελιώθηκε και το περίφημο ΕΣΥ, την εποχή που επεκτάθηκε το σύστημα των δημόσιων βιβλιοθηκών κ.λπ. Ήταν δηλαδή παιδί της βρετανικής σοσιαλδημοκρατίας, μόνο που η εποχή αυτή έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Στην εποχή της επέλασης του νεοφιλευθερισμού, στην εποχή του λιγότερου κράτους, όλα αυτά τείνουν να ανήκουν στο παρελθόν.
Ωστόσο, ακόμα και σήμερα γίνεται αναφορά σε δύο εκπομπές: αφενός του Κέννεθ Κλαρκ (πιο παραδοσιακού και συντηρητικού), για την ιστορία της τέχνης, αφετέρου στην εκπομπή Ways of Seeing του Τζων Μπέργκερ (η σειρά αυτή πήρε τη μορφή βιβλίου με τίτλο Η εικόνα και το βλέμμα). Επίσης πολλοί μεγάλοι Βρετανοί θεατρικοί συγγραφείς και σκηνοθέτες καθιερώθηκαν ή έκαναν τα πρώτα τους καλλιτεχνικά βήματα μέσω του βρετανικού ραδιοφώνου και της τηλεόρασης (Xάρολντ Πίντερ, Τζων Όσμπορν, Τομ Στόππαρντ, αλλά και ο Κεν Λόουτς, που η τελευταία ταινία του παίζεται τώρα). Εξαιρετικά ντοκιμαντέρ έχουν προβληθεί στο ΒΒC, αλλά και στο PBS, το αμερικανικό δημόσιο κανάλι, το οποίο όμως βλέπουν ελάχιστοι, ακόμα και στην Αμερική.
Δεν έχω τον χρόνο να σταθώ στην ΕΡΤ, όμως τα πράγματα δείχνουν ότι έχει χάσει το τρένο και της ποιότητας και της λαϊκότητας, της καινοτομίας, του πειραματισμού και της επιδραστικότητας. Όχι τυχαία. Επιδίωξη όλων των κυβερνήσεων ήταν μια ΕΡΤ μη ανταγωνιστική προς τα ιδιωτικά κανάλια, δηλαδή μη ανταγωνιστική προς τους επιχειρηματίες. Λένε: «Η τηλεόραση είναι ακριβό σπορ». Αυτό σημαίνει ότι μόνο η επιχειρηματική ελίτ μπορεί να επιδοθεί σε αυτό. Το ίδιο έδειξε εξάλλου και ο περίφημος διαγωνισμός για τις τέσσερις άδειες, στον οποίο κέρδισε το ζεστό χρήμα ασχέτως αν η διαδικασία κατέληξε σε φιάσκο.
Συνειδητά η κυβέρνηση σήμερα ακολουθεί την ίδια πρακτική, όχι μόνο αφαιρώντας πόρους από την ΕΡΤ αλλά και φροντίζοντας για τη συνέχεια του τηλεοπτικού κράτους, δηλαδή τη συνέχεια της τηλεοπτικής πλήξης.
Κι ερχόμαστε σε κάτι σημαντικό: στο πολυδιασπασμένο κοινό. Με τον πολλαπλασιασμό των καναλιών στην Ελλάδα από το 1990, είχαμε πολλά «κοινά»: το νεανικό, το λεγόμενο δυναμικό κοινό των 18-35, το μέσης ηλικίας κοινό, το γεροντικό κοινό. Η εποχή που όλη η οικογένεια μαζευόταν στο σαλόνι κι έβλεπε ΛάμψηΔυναστεία ή Τόλμη και γοητεία δεν υπάρχει πια, από τη στιγμή που στα περισσότερα σπίτια υπάρχουν τουλάχιστον δύο συσκευές τηλεόρασης. Σήμερα μπορεί να παρακολουθεί κανείς το ίδιο τηλεοπτικό περιεχόμενο από τον υπολογιστή, την ταμπλέτα, ακόμα και το κινητό του. Επομένως, το κοινό είναι ακόμα πιο πολυδιασπασμένο. Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους θεατές πληθαίνουν και βαθαίνουν.
Παλιά υπήρχε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους αναλφάβητους κι εκείνους που ήξεραν γραφή και ανάγνωση, που διάβαζαν εφημερίδα και μπορούσαν να γράψουν μια επιστολή. Σήμερα, υπάρχει πάλι μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ αυτούς που συστηματικά βλέπουν τηλεόραση και σ’ εκείνους που βλέπουν ελάχιστη ή καθόλου. Είναι περιττό να πούμε ποιες ηλικίες και ποια εισοδήματα είναι οι heavy viewers. Η φτώχεια σε κλείνει στο σπίτι, αφού ακόμα και το καφενείο γίνεται απαγορευτικό. Η οθόνη γίνεται η μόνη παρηγοριά.
Mια διάσημη κινηματογραφική κριτικός, η Πωλίν Κάελ είχε πει με αφορμή τις αμερικανικές εκλογές του 1972: «Φαίνεται ότι ζω σε κάποιον άλλον κόσμο. Ξέρω μόνο έναν άνθρωπο που ψήφισε Νίξον. Πού βρίσκονται όλοι αυτοί που τον ψήφισαν δεν ξέρω. Βρίσκονται εκτός του οπτικού μου πεδίου».
Παλιά πολλοί έλεγαν: «Δεν ξέρω ούτε έναν άνθρωπο που να έχει μηχανάκι της AGB». Συχνά διαπιστώνουμε ότι κανείς από τους φίλους μας δεν βλέπει τηλεόραση, με εξαίρεση ίσως τις ειδήσεις, το ποδόσφαιρο και κάποιες πολιτικές εκπομπές. Τηλεόραση βλέπουν μόνο οι γείτονές μας στην πολυκατοικία, βλέπει η μαμά μας, η γιαγιά μας, βλέπουν και τα μικρά παιδάκια. Αν ρίξουμε μια ματιά στα έντυπα που κρέμονται στα περίπτερα, διαπιστώνουμε ότι τα πολιτικά ή πολιτιστικά περιοδικά έχουν εξαφανιστεί. Κυριαρχούν τα περιοδικά με το τηλεοπτικό πρόγραμμα, τα κουτσομπολίστικα (που ασχολούνται με τις σελέμπριτι της τηλεόρασης) και τα περιοδικά μαγειρικής – στα οποία πρωταγωνιστούν οι τηλεμάγειροι (το Unfollow, φωτεινή εξαίρεση). Και αυτή η εξαφάνιση δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική κρίση ή στον ανταγωνισμό από το διαδίκτυο.
Είμαι απαισιόδοξη ως προς το μέλλον της τηλεόρασης, και της κρατικής και της δημόσιας. Μια ελίτ θα έχει την τεχνολογική δυνατότητα να κατεβάζει ταινίες και σειρές από το ίντερνετ, ενώ κάποιοι που έχουν οικονομική άνεση θα προτιμούν τη συνδρομητική τηλεόραση (Filmnet, Nova, Otenet)· αλλά η πλειονότητα του τηλεοπτικού κοινού θα καταναλώνει ό,τι της σερβίρουν.
Η τελευταία αναλαμπή ενός δημοκρατικού κινήματος για την τηλεόραση ήταν για το μαύρο στην ΕΡΤ. Ακόμα κι αν περνούσε ο αρχικός νόμος Παππά και τα κανάλια γίνονταν τέσσερα, αμφιβάλλω αν ο λαός θα ξεσηκωνόταν και θα έβγαινε στους δρόμους γυρεύοντας πολυφωνία ή μάλλον ποικιλία στο εμπόρευμα.
Επανέρχομαι στο τελευταίο ερώτημα της συζήτησης: «Ποιες θα ήταν οι βασικές πλευρές μιας εναλλακτικής ριζοσπαστικής πολιτικής για τα ΜΜΕ»;
Δεν έχω απαντήσεις. Πιστεύω όμως ότι αυτή η πολιτική είναι υπόθεση όχι τόσο ημών των έξω, αλλά των μέσα. Των εργαζομένων στη βιομηχανία της τηλεόρασης και ευρύτερα στην πολιτιστική βιομηχανία. Όχι μόνο ποσοτικές, οικονομικές διεκδικήσεις, αλλά και παρέμβαση στο περιεχόμενο του τηλεοπτικού προγράμματος.
Τελειώνω με ένα παράδειγμα. Κάποτε ένας τεχνικός σε κάποιο ιδιωτικό κανάλι μού τηλεφώνησε και μου είπε ότι όταν έκανε μοντάζ σε μια «σκουπιδοεκπομπή» κλείδωνε την πόρτα γιατί ντρεπόταν. Ντρεπόταν μην μπει μέσα κάποια καθαρίστρια και δει την τσόντα που είχε βαφτιστεί «αποκαλυπτική δημοσιογραφία».
Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν αυτό που μου είπε εκείνος ο άνθρωπος ψιθυριστά ακουγόταν στη συνέλευση των υπαλλήλων του καναλιού, δημοσιογράφων και τεχνικών, αν οι ίδιοι αποφάσιζαν να μποϊκοτάρουν ό,τι τους υποβίβαζε και σαν εργαζόμενους και σαν τηλεθεατές.

Παρουσίαση στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Πολιτική-Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής στην Αθήνα, στις 5 Νοεμβρίου 2016, με θέμα «Η σύγκρουση για τις τηλεοπτικές άδειες. Μπορεί να υπάρξει μια εναλλακτική πολιτική για την τηλεόραση;». Στην εκδήλωση συμμετείχαν επίσης ο Αυγουστίνος Ζενάκος, ο Γεράσιμος Λιβιτσάνος και ο Γιώργος Πλειός.
Η Μαριάννα Τζιαντζή είναι δημοσιογράφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: