Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει σήμερα το 6ο μέρος της σειράς των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.
Πώς φτάσαμε στον Δεκέμβρη (Β)
Το κύριο πρόβλημα για τους Άγγλους από τη στιγμή που πάτησαν σε ελληνικό έδαφος ήταν πως είχαν να αντιμετωπίσουν ένα πανίσχυρο λαϊκό κίνημα το οποίο εκτός των άλλων διέθετε και στρατό. Συνεπώς το ζήτημα του στρατού και του ελέγχου πάνω σ’ αυτόν ήταν ζήτημα καθοριστικής σημασίας για την εξουσία που θα επικρατούσε στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Το στρατιωτικό ζήτημα, ο Παπανδρέου και οι Άγγλοι
Πρώτη νύξη για το στρατιωτικό ζήτημα και τη λύση του έγινε στο συνέδριο του Λιβάνου. Λίγο αργότερα, στις 18/10/1944, μιλώντας στο λαό της Αθήνας στο Σύνταγμα, ο Γ. Παπανδρέου περιέγραψε ως εξής τη λύση του στρατιωτικού ζητήματος[1]: «Εν τη μερίμνη προς αποκατάστασιν του Ελευθέρου Ελληνικού κράτους, η κυβέρνησις θα επιδιώξη την ανασύνταξιν των ενόπλων δυνάμεων του Έθνους, με κριτήρια αποκλειστικώς εθνικά και Στρατιωτικά, όπως προσδιορίζει το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου. Θα αποδοθούν αι δίκαιαι τιμαί εις τους γενναίους αγωνιστάς των ανταρτικών μας δυνάμεων και τα στελέχη των θα εύρουν την πρέπουσα θέσιν εις τον ανασυντασσόμενον τακτικόν μας Στρατόν. Βάσει του εθνικού μας Στρατού δια το μέλλον, όπως συνέβαινε ανέκαθεν εις την Ελλάδα και όπως συμβαίνει εις όλους τους Ελευθέρους λαούς θα είναι η τακτική στρατολογία. Ολόκληρος ο ελληνικός λαός διεκδικεί την τιμήν να είναι υπερασπιστής της Πατρίδος».
Ο Παπανδρέου, λέγοντας τα παραπάνω, γνώριζε άριστα πως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Διότι είναι ηλίου φαεινότερον πως ένας νέος στρατός που θα δημιουργούνταν με τακτική στρατολογία- με το ΕΑΜ να έχει την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού- και με την δυνατότητα να υπηρετήσουν σ’ αυτόν τα στελέχη του αντάρτικου κινήματος θα ήταν στην πράξη ένας στρατός στον οποίο θα πλειοψηφούσαν οι ΕΑΜίτες και οι ΕΛΑΣίτες.
Όπως έχουμε ήδη προαναφέρει ο Γ. Παπανδρέου μία γνώμη είχε για την λύση του στρατιωτικού ζητήματος κι αυτή την ήταν άλλη από την «πάση θυσία» διάλυση του ΕΛΑΣ. Σ’ ένα άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, το Μάρτη του 1948, ο Γ. Παπανδρέου ήταν απολύτως σαφής πάνω σ’ αυτό το θέμα. Διαβάζουμε[2]: «Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή ‘‘δώρον του Υψίστου’’. Αλλά δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχομεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με την συμμετοχήν του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και δια να ευρεθούν εδώ οι βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγούμενως να είχεν υπογραφή το σύμφωνο της Καζέρτας. Και δια να γίνη Στάσις- το ‘‘δώρον του Υψίστου’’- έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμό του, ή να επιχειρήση την Στάσιν υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι οδήγουν εις την συντριβήν του… Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».
Απ’ όλα αυτά είναι πλέον αναμφισβήτητο το συμπέρασμα πως ο ΕΛΑΣ εμπειροπόλεμος και ετοιμοπόλεμος όπως ήταν- με μάχιμη και εφεδρική δύναμη περίπου 130.000 ανδρών-, αποτελούσε τον πλέον ανασταλτικό παράγοντα στα αντιλαϊκά σχέδια της αστικής τάξης και των Βρετανών. Χωρίς τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και την συγκρότηση ενός άλλου στρατού που θα τον έλεγχαν απόλυτα οι Εγγλέζοι και η ντόπια αντίδραση, τα σχέδια αυτά ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Κι ακριβώς αυτό, η επιδίωξη τους δηλαδή να αφοπλίσουν το λαϊκό κίνημα για να μπορέσουν στη συνέχεια να το καθυποτάξουν, έφερε ως αποτέλεσμα τα Δεκεμβριανά. Η σημασία που είχε για τους Εγγλέζους το στρατιωτικό ζήτημα και οι προθέσεις τους απέναντι στο λαϊκό κίνημα φαίνονται ξεκάθαρα από το γράμμα του Τσόρτσιλ προς τον Ηντεν στις 7/11/44: «Ελπίζω- έλεγε ο Τσόρτσιλ- ότι η ελληνική ταξιαρχία (σ.σ. πρόκειται για την περιβόητη ορεινή ταξιαρχία) θα φτάσει σύντομα και ότι δεν θα διστάσει να ανοίγει πυρ, όπου είναι αναγκαίο... Χρειαζόμαστε άλλες 8 με 10 χιλιάδες στρατιώτες για να κρατήσουμε για λογαριασμό της ελληνικής κυβερνήσεως, την πρωτεύουσα και τη Θεσσαλονίκη. Το θέμα επεκτάσεως της ελληνικής εξουσίας πρέπει να το εξετάσουμε αργότερα»[3].
Ας δούμε, όμως πως επιχειρήθηκε να λυθεί το στρατιωτικό ζήτημα μετά την απελευθέρωση.
Το στρατιωτικό ζήτημα και η ρήξη
Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, ως πρώτη λύση, πρότειναν την διάλυση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας (αντάρτικα στρατιωτικά σώματα, ορεινή ταξιαρχία και ιερός λόχος) και δημιουργία εθνικού στρατού μέσω της κλήσης κλάσεων, δηλαδή μέσω της τακτικής στρατολογίας. Ο Παπανδρέου αρχικά δέχτηκε αλλά στη συνέχεια αρνήθηκε αυτή τη λύση με το επιχείρημα ότι διαφωνούσαν οι Άγγλοι. Έτσι σε μια ύστατη προσπάθεια να αποτραπεί η ρήξη το ΚΚΕ και το ΕΑΜ πρότειναν τη συγκρότηση τμήματος ενιαίου εθνικού στρατού που θα αποτελείτο από την «Ορεινή Ταξιαρχία», τον «Ιερό Λόχο», τμήματα του ΕΔΕΣ και μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ «ίση προς το άθροισμα των άνω δυνάμεων και με ίσον οπλισμόν».
Ο Γ. Παπανδρέου αποδέχτηκε και αυτή την πρόταση για να την αναιρέσει στη συνέχεια ύστερα από εντολή του στρατηγού Σκόμπυ και του Βρετανού πρεσβευτή Λήπερ. Στις 28/11/44, μάλιστα, ανακοίνωσε ένα αλλοιωμένο κείμενο ως δήθεν συμφωνία με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ που αν εφαρμοζόταν έδινε τη δυνατότητα στους Εγγλέζους και τους ντόπιους συνεργάτες τους να αφοπλίσουν το λαϊκό κίνημα. Καταρχήν δινόταν η δυνατότητα στον ΕΔΕΣ να συμμετέχει στο τμήμα του εθνικού στρατού με δύναμη ανάλογη αυτής που θα συμμετείχε ο ΕΛΑΣ πράγμα που ήταν έξω από τη συμφωνία. Επίσης έμεναν ανέπαφα τα στρατιωτικά τμήματα του ιερού λόχου και της ορεινής ταξιαρχίας με αποτέλεσμα οι στρατιωτικές δυνάμεις της αντίδρασης να είναι υπέρτερες του ΕΛΑΣ, αν αυτό γινόταν αποδεκτό. Ακόμη, το τμήμα στρατού που θα συγκροτούνταν δεν θα ήταν ενιαίο αλλά θα αποτελείτο από ασύνδετες μεταξύ τους δυνάμεις. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας λογικής, αν γινόταν αποδεχτή, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Στο όνομα του δήθεν εθνικού στρατού οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ θα στέλνονταν στα σύνορα και το λαϊκό κίνημα θα βρισκόταν έρμαιο κάτω από τις λόγχες των βρετανών και των ντόπιων πραιτοριανών. Φυσικό επόμενο ήταν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να μην πέσουν στην παγίδα που τους έστηναν ο Παπανδρέου και οι Εγγλέζοι.
Για το πώς φτάσαμε στο Δεκέμβρη και για το ποιοι ευθύνονταν για τη ρήξη ο Αλ. Σβώλος δημοσίευσε τον Δεκέμβρη του 1945 μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Η ΜΑΧΗ». Στο δεύτερο άρθρο αυτής της σειράς που φέρει τον τίτλο «Τα Όπλα» και αναφέρεται στο στρατιωτικό ζήτημα, ο Σβώλος- ανάμεσα σε άλλα- σημειώνει[4]:
«Στο σχέδιο συμφωνίας με την Αριστερά- λέει ο Σβώλος- που μονόγραψε ο κ. Παπανδρέου στις 22 Νοεμβρίου, όρισε ο ίδιος ρητά ότι θα διελύετο ουσιαστικά και η ορεινή ταξιαρχία με τη χορήγηση αορίστου αδείας στους άνδρες της. Δυστυχώς ο Παπανδρέου μετέβαλε τη συμφωνία, γιατί όπως εξήγησε ο ίδιος πολλές φορές, η βρετανική κυβέρνηση (ειδικότερα η επιθυμία του Τσόρτσιλ) και η απόφαση των εδώ βρετανικών στρατιωτικών αρχών δεν επέτρεψαν τη διάλυση της ταξιαρχίας...Λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία του πρωθυπουργού ν' ανταποκριθεί, όπως έλεγε, στην απαίτηση του κ. Σκόμπυ για τη διατήρηση της ορεινής ταξιαρχίας... Υποβάλαμε, ο σ. Ζέβγος, ο Τσιριμώκος κι εγώ στον Παπανδρέου, συνεννοημένοι με τον Σαρηγιάννη, ένα σχέδιο δημιουργίας μικτού στρατιωτικού τμήματος που θ' απαρτίζετο από την υφισταμένη τότε ορεινή ταξιαρχία, τον ιερό λόχο, ένα τμήμα του ΕΔΕΣ και μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ που συμφωνήθηκε να έχει δύναμη και οπλισμό, ίσα με το σύνολο όλων των άλλων δυνάμεων που θα διατηρούνταν. Το τμήμα αυτό θα ήταν κάτι σαν μεραρχία, θα είχε όπως επίσης συμφωνήσαμε, ενιαία διοίκηση. Αναφέρθηκαν μάλιστα και ονόματα υποψηφίων μεράρχων...Δυστυχώς ο Παπανδρέου ενώ συμφωνήσαμε στη βάση αυτή, δημοσίευσε την άλλη μέρα εντελώς αλλιώτικο το μέρος αυτό του σχεδίου μας, έτσι που εματαιώνετο ο σκοπός του...Το ξέσπασμα της δυσπιστίας από την πλευρά της Αριστεράς ήταν δικαιολογημένο και ευεξήγητο. Επιμείναμε ακόμα στη συνεννόηση. Ζητήσαμε από τον Παπανδρέου να επανέλθει στο αρχικό που είχε συμφωνηθεί, αλλά στο μεταξύ το ΚΚΕ ζητώντας ριζικώτερες λύσεις ξαναγύρισε σ' εκείνο που και ο Παπανδρέου θεωρούσε λογικό, αλλ' αδύνατο, επειδή δεν το επέτρεπαν οι Άγγλοι, στην ιδέα της αποστράτευσης όλων, ορεινής ταξιαρχίας, ιερού λόχου και ανταρτών. Ο Παπανδρέου στο σχέδιο που του ανέπτυξε ο Σιάντος δεν αντέταξε παρά μόνο την άρνηση των Άγγλων και την αδυναμία του να μεταβάλει τις αντιλήψεις τους».
Έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα για χάρη των Εγγλέζων και των πραιτοριανών τους φτάσαμε στο Δεκέμβρη. Την αλήθεια αυτή ομολόγησε κι ένας άλλος πολιτικός του Κέντρου, ο Γ. Καφαντάρης. Μιλώντας στην πολιτική σύσκεψη των παρατάξεων, στις 26/12/444, όταν ο Τσόρτσιλ ήρθε στην Αθήνα, ο Καφαντάρης είχε πει χαρακτηριστικά: «Αν ο κ. Παπανδρέου ενόμιζε ότι έπρεπε να οδηγηθούμε σε σύρραξη θα όφειλε να διαλέξει άλλες αφορμές και όχι το ζήτημα των 2000 πραιτοριανών, όταν μάλιστα είχε δεχτεί την διάλυση τους και κατόπι υπαναχώρησε»[5].
Η Αθήνα κατεχόμενη πόλη
Από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι ένοπλες συγκρούσεις του Δεκέμβρη, η Μ. Βρετανία πέταξε από πάνω της το πέπλο της συμμάχου και άρχισε να συμπεριφέρεται ανοικτά και απροκάλυπτα ως κατακτητής που θέλει να διατηρήσει τις κτήσεις του. Η Ελλάδα ήταν γι' αυτούς μια χώρα που έπρεπε να κατακτηθεί αλλά προηγουμένως έπρεπε να κατακτηθεί η Αθήνα. Στις 5/12/1944- όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο σημείωμα- ο Τσόρτσιλ τηλεγραφούσε στον Σκόμπυ: «Είσθε υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που θα πλησιάσουν προς την πόλη...Μη διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση»[6].
Μέσα σ’ εκείνο τον πυρετό της σύγκρουσης, ανάμεσα στο λαό και την αντίδραση, αξίζει να σημειωθεί και τούτο το επεισόδιο. Το βράδυ της 4ης Δεκεμβρίου ο Γ. Παπανδρέου- που ήταν κλεισμένος στο ξενοδοχείο Μ. Βρετανία μαζί με το εγγλέζικο στρατιωτικό επιτελείο- υπέβαλλε την παραίτηση του στο Βρετανό πρεσβευτή Λήπερ. Η παραίτηση έγινε αρχικά αποδεχτή και άρχισε να προετοιμάζεται η λύση πρωθυπουργός να αναλάβει ο Θ. Σοφούλης. Τη λύση αυτή απέτρεψε ο Τσόρτσιλ με τηλεγράφημα του, την επομένη, προς τον Λήπερ. «Πρέπει- έλεγε το τηλεγράφημα- να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου να κάνει το καθήκον του και να τον διαβεβαιώσετε ότι, αν το κάνει, θα υποστηριχθεί με όλες τις δυνάμεις μας. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς. Έχει περάσει ο καιρός που η οποιαδήποτε ομάδα Ελλήνων πολιτικών θα μπορούσε να επηρεάσει αυτή την εξέγερση του όχλου. Η μόνη του ελπίδα είναι να βγει απ' αυτή την κατάσταση, τασσόμενος ανεπιφύλακτα στο πλευρό μας»[7].
Να τι χρειάζεται για να ανακηρυχθεί κάποιος σε «Γέρο της Δημοκρατίας».
Στο επόμενο: Η προετοιμασία του ΕΑΜ για τον Δεκέμβρη.
Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος
[1] Γ. Παπανδρέου: «Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος», εκδόσεις ‘‘ΑΛΦΑ’’ Ι. ΣΚΑΖΙΚΗ, Αθήνα 1945, σελ. 165.
[2]ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2/3/1948
[3] Γιάννης Ανδρικόπουλος: «1944 Κρίσιμη Χρονιά», εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1974, τόμος Β', σελ. 201
[4] Εφημερίδα "Η ΜΑΧΗ", 5/12/1945
[5] Π. Ρούσου: «Η Μεγάλη Πενταετία», Τρίτη έκδοση, Αθήνα 1986 , τόμος Β', σελ. 367 και πρώτη «Λευκή Βίβλος ΕΑΜ», σελ. 61.
[6] Γιάννης Ανδρικόπουλος: «1944 Κρίσιμη Χρονιά», εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1974, τόμος Β', σελ. 257
[7] Γ. Ανδρικόπουλος, στο ίδιο, τόμος Β', σελ. 258