Όμηρος Ταχμαζίδης
Σπανίως, σχεδόν ποτέ, κάποιες απόψεις μου συμπίπτουν, έστω και επιφανειακώς, με εκείνες του επιφυλλιδογράφου της καθεστωτικής εφημερίδας >Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ< Χρήστου Γιανναρά. Σε άρθρο του (Κυριακή 31 Μαΐου 2015) με τον ηχηρό, αλλά άστοχο τίτλο, “Δεν είναι κρίση, αλλά παρακμή” ο συντάκτης του προβαίνει σε κάποιες εύστοχες παρατηρήσεις: κυρίως, όσον αφορά, το κεντρικό ζήτημα της ιστορικής συγκυρίας – το χρέος και την αποπληρωμή του.
Η ευστοχία του συγκεκριμένου κειμένου αφορά στην εστίαση του ενδιαφέροντος του αρθρογράφου στο ζήτημα του “οικονομισμού”: η πρώτη αράδα του δίδει ένα είδος “ορισμού” του φαινομένου – “ονομάζουμε >οικονομισμό< την υποταγή της πολιτικής στην οικονομία: ο πολιτικός προβληματισμός και οι πολιτικές στοχεύσεις δεν αντλούνται από τις ανάγκες της κοινωνίας και δεν αποβλέπουν σε αυτές”.
Ωστόσο, δεν είναι αυτή η κοινότοπη διαπίστωση, που κινητοποίησε τα αντανακλαστικά μου. Μια άλλη φράση, δύο αράδες παρακάτω, έχει τεράστια σημασία: “Σήμερα οι δανειστές της Ελλάδας επιβάλλουν στην καταχρεωμένη χώρα μας εκβιαστικά, τον οικονομισμό” – υπογραμμίζω το επίρρημα “εκβιαστικά”, το οποίο αναδεικνύει τον “οικονομισμό” ως μορφή έμπρακτης βίας . Η χρήση του θέτει επί τάπητος το ερώτημα για το είδος του εκβιασμού εις βάρος της χώρας μας και, κοντά σε αυτό, το ακόμη πιο σημαντικό ερώτημα: μήπως, εν τέλει, ο οικονομισμός δεν είναι παρά μια μορφή βίας, άλλοτε συγκαλυμμένης και άλλοτε ολοφάνερης;
Η αναφορά του Χρήστου Γιανναρά, σε εκβιαστική επιβολή, για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται οι δανειστές απέναντι στους Έλληνες/τις Ελληνίδες, συμπίπτει με τη φαινομενολογική ανάλυση για το ζήτημα της πατερναλιστικής βίας στις διανθρώπινες σχέσεις: ο οικονομισμός, στο φαινομενολογικό πλαίσιο περιγραφής, καταγράφεται ως μορφή βίας – ένας τύπος βίας, ο οποίος δεν εκδηλώνεται άμεσα, αλλά ακολουθεί “παραδρόμους”, υφέρπει μέσα από “παραδρόμους” (Schleichwege).
Η βία επωάζεται στη σκιά φαινομένων, όπως η “δύναμις”: ο ισχυρισμός του Χρήστου Γιανναρά – και κάθε ευθύβολου παρατηρητή των πραγμάτων μας – ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας “εκβιαστικής επιβολής του οικονομισμού” αφορά εκείνη τη σχέση της βίας με τον καταναγκασμό, που περιγράφει η φαινομενολογική θεώρηση, δηλαδή την υποχρέωση κάποιου/κάποιας να κάνει κάτι εναντίον της θελήσεώς του΄ στην περίπτωση της Ελλάδας, η αφετηρία του πράττειν, όπως και σε όλες τις μορφές άσκησης βίας, ευρίσκεται εκτός του υποκειμένου, το οποίο καλείται να πράξει, δηλαδή ο ελληνικός λαός ως υποκείμενο κυριαρχίας, ως ο φορέας του πολιτικού πράττειν, δε μπορεί να είναι η αφετηρία μιας πολιτικής, κοινωνικής, εθνικής πράξεως.
Μετά την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα, έγινε μια προσπάθεια να παρουσιαστούν η ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες, στη δημοσιότητα της Γερμανίας, ως εκβιαστές των “εταίρων”: αυτές τις μέρες ακούστηκε από την ηγετική φυσιογνωμία της γερμανικής Αριστεράς, Ζάρα Βάγκενκνεχτ, ωμά και ξάστερα, αυτό που διστάζουμε να δηλώσουμε δημοσίως οι Έλληνες, κάτω από ένα πλέγμα ενοχής και μειονεξίας – “ανελέητος εκβιασμός της Ελλάδας”. Εκβιαστική είναι η πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης και αυτό αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους η γερμανική Αριστερά (“Die Linke”) αρνείται να συναινέσει στους σχεδιασμούς για μια μελλοντική κυβερνητική συμμαχία, την οποία θα αποτελούν τα κόμματα: Πράσινοι, Σοσιαλημοκράτες, “Η Αριστερά –Die Linke”.
Σε τι συνίσταται γενικώς μια εκβιαστική συμπεριφορά ή καλύτερα τι σημαίνει ένας “εκβιασμός” για το ίδιο το πράττειν του υποκειμένου/των υποκειμένων;
Ο φαινομενολόγος Bernhard Waldenfels επ΄ αυτού: “Ο εκβιασμός ή η απειλή πρόκλησης πόνου οδηγούν σε ένα πράττειν υπό καταναγκασμό” – είναι ολοφάνερο ότι οι πιέσεις και οι εκβιασμοί οδηγούν σε εξαναγκασμένες συμπεριφορές΄ στα ελληνικά διαθέτουμε το εκπληκτικό ρήμα “πειθαναγκάζω” για να περιγράψουμε παρόμοιες μορφές καταναγκασμού και βίας. Στην αντιπαράθεση «εταίρων» και Ελλάδος, οι “μεταμορφώσεις της βίας”, φαίνεται να έχουν την τιμητική τους.
Εάν συνδέσουμε το “πειθαναγκασμένο υποκείμενο” ενός συγκεκριμένου πράττειν, με εκείνη τη μορφή βίας, την οποία ο B. Waldenfels περιγράφει ως βία “εκπροσώπησης” θα αναδυθεί αμέσως ενώπιον μας το μέγεθος και το είδος της βίας, που ασκείται στην ελληνική κοινωνία, όπου και εδώ η “εκπροσώπηση” αφορά την ανάληψη της ευθύνης για το πράττειν ενός άλλου: κάτι που πολύ εύκολα μετατρέπεται σε κηδεμονία και υποτέλεια – “αυτό το γνωρίζουμε υπό τη μορφή μιας πατριαρχίας, η οποία αυτονόητα ασκεί διαρκώς τη βία της >για το καλό<…”.
Οι “πιέσεις” – η λέξη βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο γερμανικό ρήμα erpressen=εκβιάζω, το οποίο εμπεριέχει τη σημασία της “πίεσης”, σε αντίθεση με την ελληνική λέξη “εκ-βιασμός”, η οποία παραπέμπει άμεσα στη βία και η προκατανόησή της σε πολλά σημεία παραπέμπει στη γερμανική λέξη Gewalt, Vergewaltigung κλπ. – σε παρόμοιες περιπτώσεις εκβιασμού αποκτούν μια τέτοια κανονικότητα, οι οποίες προσδίδουν σε αυτό το είδος της βίας το χαρακτήρα του συνηθισμένου: εμφανίζεται ως κάτι που έχει εγκατασταθεί στο χώρο του καθημερινού, και το οποίο, με τη σειρά του, οδηγεί στη μετατροπή της βίας σε κάτι ανάλογο με τις χρόνιες ασθένειες (“η βία εισδύει στην κανονικότητα, μετατρέπεται σε χρόνια όπως ορισμένες ασθένειες”), δηλαδή, σε παρόμοιες καταστάσεις, εμφανίζεται ενώπιον μας μια “πολλαπλή κανονικοποίηση της βίας”.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο χώρος της οικονομίας μετατρέπεται σε “έναν τόπο μιας ειδικής οικονομικής βίας”. Αυτό, το οποίο αναφέρει ο Χρήστος Γιανναράς ως “οικονομισμό”, περιλαμβάνει διάφορες ειδικές μορφές της οικονομικής βίας: από τις πρακτικές διαχείρισης (μάνατζμεντ), τους ισολογισμούς, τους υπολογισμούς κερδοφορίας, και, φυσικώς, τα χρήματα τα οποία προορίζονται για τη διαφθορά υπαλλήλων (“λάδωμα”) και τις ειδικές πληρωμές με τα ειδικά βιβλία (διπλά βιβλία). Οι σκοτεινές διαδρομές του χρήματος της Siemens αποτελούν καθοριστικό στοιχείο του οικονομισμού και της ολιγαρχίας των επενδυτών.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την φαινομενολογική ανάλυση, η ανταλλακτική δραστηριότητα του “δούναι και λαβείν”, μετατρέπεται σε “δούναι και υφαρπάζειν”: η κατοχή δεν αφορά τη γενική ωφέλεια, ούτε προκύπτει από τον συγκαθορισμό όλων των συμμετεχόντων.
Η βία του οικονομισμού δεν είναι στατική, αλλά διαδίδεται: όταν παραδείγματος χάριν ο κόσμος της εργασίας παύει να αποτελείται από συνεργάτες, αλλά αποτελείται από θέσεις εργασίας, οι οποίες πρέπει να δημιουργηθούν ή να καταστραφούν – κάτω από την προσταγή του ορθολογισμού. Ο Χρήστος Γιανναράς θα χρησιμοποιούσε τη λέξη “χρησιμοθηρία”, έννοια κεντρική της ιδεολογικής του ιδιολέκτου, στη θέση του συγκεκριμένου όρου: έτσι, ενώ, στην φαινομενολογική ανάλυση αφορά στην προσπάθεια περιγραφής ενός φαινομένου, στην περί τον κόσμο αντίληψη του Έλληνα λογίου αποκτά χαρακτηριστικά περιχαράκωσης απέναντι σε μια συγκεκριμένη μορφή του ξένου – συγκροτεί το βασικό στοιχείο ενός ιδεολογικού καταγγελτικού λόγου.
Στο πλαίσιο, το οποίο ορίζει ο ορθολογισμός, η εργασία μετατρέπεται σε απλό παράγοντα κέρδους, τα αγαθά μετατρέπονται σε εμπορεύματα, οι χώροι κατοικίας σε επενδύσεις κεφαλαίου κ.ο.κ. Αυτό θα ήταν μια περιγραφή της “οικονομιστικής” σκέψης: αυτό είναι το κυρίαρχο υπόδειγμα της πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης των ημερών – είτε υπό τη μορφή του νεοφιλελεύθερου “δεξιού” οικονομισμού, είτε υπό τη μορφή του παρεμβατικού “αριστερού” οικονομισμού.
Ο Bernhard Waldensfels διευρύνει, ωστόσο, την περιγραφή του φαινομένου: “Η αναγωγή τουhomo σε homo oeconomicus προκαλεί μια συστημική διαδικασία της βίας, όταν στην οικονομική και εργασιακή ζωή, η οποία ως οικονομικός ειδικός κόσμος είναι ενσωματωμένη στον βιόκοσμο, υποδομούνται οικονομικές κατασκευές”.
Γι΄ αυτό κάτι αντίστοιχο με τη μάχη εναντίον του οικονομισμού ευρίσκουμε στην ιστορία της ίδιας της φιλοσοφίας: πρόκειται για τη διαρκή μάχη του Edmund Husserl κατά του φυσικαλισμού – “ο αγώνας που έκανε ο Χούσερλ εναντίον του φυσικαλισμού θα πρέπει να διεξαχθεί mutatis mutandis κατά του οικονομισμού”: ο Edmund Husserl στην “Κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών”, διαπιστώνει ότι η θεώρηση του κόσμου κυριαρχείται ολοκληρωτικώς από τις φυσικές επιστήμες και κυρίως από τη φυσική και αυτό είναι μια καταστροφή: για τον φαινομενολόγο αυτές οι επιστήμες δεν αποδίδουν τον πραγματικό κόσμο, αλλά βοηθούν για να “υπεισέλθουν” σε αυτόν τα μαθηματικά σχήματα. Οπότε ο φιλόσοφος δεν αρνείται τις επιστήμες, αλλά θεωρεί εσφαλμένη κάθε προσπάθεια να επιχειρήσουμε μια οντολογική περιγραφή του κόσμου μέσα από αυτά τα σχήματα. Ο φυσικαλισμός είναι το σφάλμα να θεωρούμε τα μοντέλα των φυσικών επιστημών ως περιγραφές της πραγματικότητας: ως διέξοδο, σε φιλοσοφικό επίπεδο, προτείνει ο Έντμουντ Χούσερλ την “υπερβατολογική φαινομενολογία” (transzendentale Phaenomenologie). Κατ΄ αντιστοιχία, ο “οικονομισμός” είναι εκείνο το σφάλμα να θεωρούμε το μοντέλα των φυσικών επιστημών ως περιγραφές της πραγματικότητας: στη σύγχρονη φιλοσοφική γλώσσα αναφερόμαστε σε “μαθηματικοποίηση της επιστήμης” – αλλά και εδώ ισχύουν οι χουσερλιανές αιτιάσεις εναντίον του φυσικαλισμού και η (φιλοσοφική) πρόταση για ανάκτηση της πραγματικότητας από τη συνείδηση ως συγκεκριμένο “φαινομενικό” δεδομένο και η προσπάθεια να ενσωματωθούν οι επιστήμες με κατάλληλο τρόπο στο “βιόκοσμο”.
Ερχόμενος από αυτή τη θεωρητική παράδοση ο Β. Waldenfels υπερβαίνει με ριζοσπαστικό τρόπο την εκδοχή του Juergen Habermass – και των διαφόρων μορφών της μαρξιστικής και μεταμαρξιστικής παράδοσης – περί “αποίκησης” του “βιόκοσμου” και αναφέρεται σε μια “πραγματική αφαίρεση” (Realabstraktion), η οποία, δεν “αποικίζει” απλώς, αλλά έχει βίαιες συνέπειες. Με αυτή την “πραγματική αφαίρεση” παρακάμπτει κανείς όλα εκείνα τα προβλήματα που δεν καταχωρούνται στην “επιτυχία” των αποτελεσμάτων: ενδεικτική είναι η επίθεση την οποία δέχεται ο αριστερός “οικονομισμός” από τον δεξιό «οικονομισμό» αναφορικά με τις συνέπειες της επιλογής του. Αυτές αφορούν το περιεχόμενο του οικονομικιστικού ορθολογισμού – απώλεια των στόχων κλ.π.
Είναι αξιοπρόσεκτος ο τρόπος με τον οποίο ο “οικονομισμός” αρχίζει να απωθεί, ακόμη περισσότερο, τα οικολογικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, τους γενικούς όρους διαβίωσης, τους ελάχιστους όρους διαβίωσης κ.α.. Ως παράδειγμα αναφέρει ο Bernhard Waldenfels, τους χιλιάδες θανάτους από πείνα καθημερινά στον πλανήτη, που ταυτοχρόνως σημαίνει κάτι σαν “αφήνω να πεθάνουν”: στην ελληνική περίπτωση θα μπορούσε να αναγνωσθεί και ως “αφήνω να αυτοκτονήσουν” και ως “οδηγώ στην αυτοκτονία” ή λιγότερο μελοδραματικώς, απ΄ ό,τι θέλει ένα είδος λαϊκιστικού λόγου, ως “αφήνω να πτωχύνουν”, “αφήνω να εξαθλιωθούν” – όλα αυτά είναι μια πραγματική κατάσταση που κρύβεται πίσω από τους οικονομιστικούς υπολογισμούς και τους αριθμούς της ανάπτυξης. Έτσι, ο “οικονομισμός’ όταν προσκρούει σε αντιδράσεις, εκτός από την απόδοση της μομφής της “ηθικολογίας” στους αντιπάλους του, εγκαταλείπει το πεδίο του δικού του “ορθού λόγου” και καταφεύγει στο λαϊκισμό ως μέσο χειραγώγησης: στην ελληνική περίπτωση ο λαϊκισμός του οικονομισμού ανακαλεί το φθόνο και τη μνησικακία ως πολιτικά “επιχειρήματα” και τον κυνισμό ως κυρίαρχη πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά.
Τα θύματα της οικονομικής βίας, όμως, δεν είναι απλά στατιστικά δεδομένα, αλλά παραλήπτες, αποδέκτες της βίας. Πρόκειται για ένα είδος βίας το οποίο βασίζεται σε μια διαδικασία και αυτές οι διαδικασίες δε μπορούν να αποκοπούν έτσι απλώς από τη σφαίρα της συλλογικής δράσεως: η “άφεση”, η “εγκατάλειψη” του άλλου να πεθάνει από την πείνα δεν είναι μια καθαρή οικονομική διαδικασία, για αυτό η πρώτη μομφή την οποία αποδίδουν οι “οικονομιστές” στους αντιπάλους τους είναι πως οι τελευταίοι σκέφτονται ως “ηθικολόγοι” – και αυτό, μόνο και μόνο, επειδή αυτοί αμφισβητούν το δικαίωμα της αυθεντίας του νόμου (=φυσικαλισμός) στους εκπροσώπους οικονομιστικών αντιλήψεων. Η βίαιη επιβολή των οικονομιστικών δοξασιών με την επίκληση της αυθεντίας του “κανόνα”, του “νόμου” προκαλεί για να εμφανιστούν αντίρροπες δυνάμεις στο προσκήνιο: “Η αφύπνιση των αντιδυνάμεων θα έπρεπε να απελευθερώσει >στην καρδιά της οικονομίας<, ένα >ανοικονομικό< και να αρχίσει να δουλεύει προς μια >αποκριτική οργάνωση<, που αφήνει χώρο σε ξένες αξιώσεις, ενόσω εξασκείται στην >βαθμιαία κατασκευή από όρια στην πράξη< ” – στη σφαίρα του >ανοικονομικού< ανήκουν μορφές μιας οικονομίας του δώρου, ενώ αναφορικά με το ελληνικό χρέος ένα >ανοικονομικό< στοιχείο δύναται να εισαχθεί με διάφορες εναλλακτικές μορφές σεισάχθειας κ.α.
Για να αποκτήσουμε μια εικόνα των “εργαστηρίων της βίας” θα πρέπει να σημειώσουμε και το εξής για αυτήν την ίδια τη βία και το περιβάλλον που τη δημιουργεί: στους βασικούς μηχανισμούς της βίας, στην άσκηση της βίας, περιλαμβάνεται το αίτημα προς τον άλλον να συμβάλλει, να γίνει συνεργός της. Οι πρωτοστατούντες στη διαδικασία της βίας ζεύουν τους συνεργούς στο κάρο, όπως ζεύουν τους ίππους στην άμαξα. Μαζί με αυτόν τον μηχανισμό της βίας εμφανίζονται και ευδοκιμούν δύο κοινωνικώς απορριπτέες συμπεριφορές: “… ο βίαιος καταναγκασμός για την άσκηση της βίας περιλαμβάνει όλες τις δυνατότητες της διαφθοράς και της προδοσίας” – ήδη από τον 19ο αιώνα ο Αλέξις ντε Τοκβίλ είχε διατυπώσει τον ισχυρισμό ότι ο πατριωτισμός δεν υφίσταται σε μια κατακτημένη χώρα.
Η εμπλοκή συνεργών δεν είναι τυχαίο γεγονός, αλλά βασικό συστατικό της συνοδοιπορίας και της προδοσίας: “Χωρίς τις στοχευμένες μορφές της συνέργειας και συμπληρωματικές μορφές της συνοδοιπορίας δεν λειτουργεί καμία κρατική δικτατορία και επίσης καμία επίσημη ένωση, όπως η μαφία ή η καμόρα” – το περίφημο “μαζί τα φάγαμε”, εκτός από την πρόθεση να δημιουργήσει ενοχικά πλέγματα, αποτελεί, ξεκάθαρη και σαφέστατη, μαρτυρία αυτής της συνθήκης συνενοχής και συμμετοχής, την οποία κληροδότησαν ως “πολιτικό τραύμα” η “συνέργεια” και οι “συμπληρωματικές μορφές της συνοδοιπορίας” του παλαιού κλεπτοκρατικού καθεστώτος. Οι ιθύνοντες της Siemens γνωρίζουν πολύ καλά την αξία της συνεργασίας του πολιτικού προσωπικού της παλαιάς πολιτικής τάξης, της “λογικής” και της “υπευθυνότητας” του!
Αλλά η περίπτωση της Siemens – για να παραμείνουμε στο παράδειγμα – δεν πρέπει να περιοριστεί στο πλαίσιο μιας άγονης σκανδαλοθηρίας και μιας καταστροφικής πολιτικής πρακτικής αντεκδίκησης, ούτε καν σε ένα αίτημα διαφάνειας και κάθαρσης, διότι η σύγκρουση της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών προεικονίζει συνθήκες ενός συγκεκριμένως σχεδιασμένου αντιδημοκρατικού μέλλοντος: απόλυτη κυριαρχία των αγορών, του οικονομισμού και της ιδεολογίας του, εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, μετατροπή του εκλογικού σώματος σε «αγοραίο σώμα», όπου τα δικαιώματα των πολιτών και οι υποχρεώσεις τους θα ορίζονται αναλόγως με τη συμβατότητα τους προς την «αγορά», την οποία θα διευθύνει «μια πλανητική ολιγαρχία επενδυτών» (W. Streeck). Η ελληνική κοινωνία πήρε τα τελευταία έτη και , κυρίως, τους τελευταίους μήνες μια πρόγευση του χαρακτήρα αυτού του μέλλοντος: υπό αυτές τις συνθήκες το πολιτικό δίλημμα της ιστορικής στιγμής συνοψίζεται στο ερώτημα: θα αφήσουμε τη δημοκρατία να πεθάνει στη χώρα που γεννήθηκε;
Το δίλημμα ετέθη από τον πρωθυπουργό της χώρας και είναι δίλημμα που οφείλει να θέσει ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας στον εαυτό του ξεχωριστά: η υπεράσπιση του συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων – ο “συνταγματικός πατριωτισμός” δεν αναιρείται και δε δεσμεύεται από κανένα εκλογικό αποτέλεσμα και από καμία κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»
[Το κείμενο δόθηκε προς ανάρτηση χωρίς τις επεξηγηματικές σημειώσεις, τις παραπομπές και τη βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε. Υπό την ολοκληρωμένη και επιμελημένη μορφή του θα δημοσιευτεί στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ]