Το δοκιμαστήριο της πείνας

Σπύρος Παπαγιάννης
Τελικά η Ελλάδα της σήμερον μοιάζει με το Μεσολλόγγι του 21. Από έξω οι εχθροί που είναι ταυτόχρονα και φίλοι, σύμμαχοι και πιστωτές, χωρίς άρματα, μόνο με επιταγές και όρους υποτέλειας. Δεν ζητούνε παρά γή και ύδωρ, πολιτισμένα, χωρίς κανόνια και αιματοχυσίες.
Και από μέσα οι «τραβάτε με κι ας κλαίω» υπερασπιστές της υπό εκχώρησιν Ελληνικής επικράτειας. Και στο ερώτημα, ελευθερία ή υποτέλεια έρχεται το φάντασμα της πείνας, όπως
και το 21, να σφυγμομετρήσει πόσο παθιασμένοι για ελευθερία είναι οι σύγχρονοι Έλληνες, καθώς η ελευθερία με την στομαχική πείνα δοκιμάζει τους εραστές της, πριν αποφασίσει σε ποιόν θα χαρισθεί. Πρέπει να είναι παθιασμένος λοιπόν με την ελευθερία κάποιος για να μπορεί να υπερβεί για χάρη της την ακατανίκητη πείνα του σώματος.
Τελικά με την πείνα αναμετράται κάθε φορά η ψυχή του ανθρώπου. Με την νηστεία και ο θεός δοκιμάζει την πίστη των πιστών του.
Με την στέρηση των υλικών απολαύσεων δυναμώνει το πνεύμα. Με την περιφρόνηση των υλικών αγαθών πιστοποιείται ο έρωτας και η αγάπη.
Με την στέρηση γίνεται γενικότερα αντιληπτή η αξία όλων των πραγμάτων.
Όσο πιο δύσκολα αποκτάται κάτι, τόσο πιο πολύ ανεβαίνει η αξία του. Όταν χάνουμε κάτι πολύτιμο, ή κάποιο αγαπημένο πρόσωπο τότε μόνο συνειδητοποιούμε το μέγεθος της απώλειας. Όταν ζούμε μακριά από τη πατρίδα, τότε ξυπνάει μέσα μας η νοσταλγία της. Το φαγητό γίνεται πιο νόστιμο μετά την κόπωση, την δουλειά και το περπάτημα. Ο Μέγας Αλέξανδρος έλεγε πως δεν μπορεί να ευχαριστηθεί φαγητό αν δεν πορευτεί 10 τουλάχιστον στάδια. Η σχέση του σώματος με το πνεύμα αποδεικνύεται έτσι, αμφίδρομη. Το σώμα επηρρεάζει το πνεύμα, αλλά και το πνεύμα το σώμα. Όσο πειθαρχούμε και ελέγχουμε το σώμα, τόσο περισσότερο καλλιεργείται το πνεύμα, που μαθαίνει κι’ αυτό να πειθαρχεί στην αρετή. Αν το σώμα μάθει να υπερβαίνει την πείνα του, τότε το πνεύμα μαθαίνει κι’ αυτό να υπερβαίνει τα πάθη και τις αδυναμίες του. Η υπέρβαση των στερήσεων προσδίδει ένα ευάρεστο αίσθημα αυτοκυριαρχίας στον άνθρωπο, τόσο επί του σώματός του, όσο και επί του πνεύματός του ακόμη.
Η πειθαρχία του στόματος προστατεύει το πνεύμα από τις ανόητες φλυαρίες του. Το λακωνίζειν εστί ταυτόχρονα φιλοσοφείν. Τα μεγάλα παχειά λόγια, σαν αυτά των υπερφίαλων πολιτικών υποσχεσιολόγων της δημοκρατίας μας, που ανταγωνίζονται με φραστικά πυροτεχνήματα, προδίδουν πνευματική μωρία το λιγότερο, πέραν του πονηρού δόλου.
Ο μωρός κι ο πονηρός όμως δεν μπορεί με τίποτε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων για να οδηγήσει ένα έθνος στην μοίρα του. Κι αν μια μεγάλη χώρα έχει την πολυτέλεια και τα αποθέματα δυνάμεως για να μπορεί να διοικηθεί με τον αυτόματο πιλότο της καλολαδωμένης κρατικής μηχανής της και από τους πλέον αχρήστους πολίτες της ακόμη. Μια χώρα μικρή και ένδοξη ταυτόχρονα, με την μεγαλύτερη ιστορία του κόσμου, σαν την δική μας, δεν μπορεί να αφήνεται στο έλεος των κυμάτων και των αγορών, ακυβέρνητη κατ΄ουσίαν, στα χέρια εφήμερων τυχάρπαστων πολιτικών τυχοδιωκτών, που δεν έχουν καν την γνώση της ιστορίας της για να σεβασθούν τους πολίτες της και το αξίωμά τους.
Μα ούτε και την γνώση της γλώσσας της για να μπορούν να σκεφθούν Ελληνικά. Λένε κάποιοι πως οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν. Από την άλλη όμως, αν είναι μικροί, έχουν τους ηγέτες που τους επιβάλλουν με τον τρόπο τους οι μεγάλοι, που όταν χρειασθεί βγαίνουν από το παρασκήνιο και τους φυτεύουν εξ’ ουρανού, σαν τον κ. Παπαδήμο.
Επομένως θα ήταν ορθότερο να λέμε πως οι λαοί, ακόμη και στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, έχουν τους ηγέτες που εκφράζουν τους οικονομικούς νταβατζήδες τους και τις δεσμεύσεις της πολιτικής τους υποτέλειας.
Σήμερα όμως, η χρόνια αυτή υποτέλεια, έφθασε σε ένα οριακό σημείο, όπου ο υποτελής καλείται να αυτοκαταργηθεί ως πολιτική παρουσία στον πολιτικό χάρτη, τιμωρούμενος για τους ανάξιους, υποτακτικούς ηγέτες του, που επέλεξε εν μέσω άλλων εξίσου ανάξιων και υποτακτικών, που του υπέδειξε η αμαρτωλή εξουσιαστική του αφρόκρεμα, για να τον οδηγήσουν στην πλήρη πολιτικοοικονομική εξάρτηση και μακροπρόθεσμα στον εθνικό του αφανισμό.
Την στέρηση της τροφής όμως την νιώθουμε άμεσα. Με την κοινωνική δοκιμασία αποδεικνύεται αν αντέχουν οι κοινωνικοί δεσμοί και πως βλέπει καθένας την θέση του σε σχέση με την κοινωνία. Και είναι η πικρή αλήθεια πως στην εξατομικευμένη σύγχρονη ζωή, συνήθισαν οι άνθρωποι στην ανωνυμία, στην μοναξιά, στην απομόνωση και στην σχετικότητα των ηθικών και συλλογικών αξιών.

Από την άλλη ο δημοκρατικός πολυκομματισμός και οι εισαγόμενες διεθνιστικές ιδεολογίες, διήρεσαν πνευματικά και συναισθηματικά τον λαό στρέφοντάς τον προς διαφορετικούς εθνικούς και κοινωνικούς προσανατολισμούς. Παράλληλα, η συν τω χρόνω επιτευχθείσα αποξένωση της ανωτέρας πολιτικής και οικονομικής ελίτ από τα λαϊκά στρώματα, συνέβαλε έτι περαιτέρω στην απομόνωση και περιθωριοποίηση του απλού πολίτη, ο οποίος δεν ακούγεται πλέον, μα βομβαρδίζεται διά των πνευματικών τηλεβόλων της τηλεόρασης, για να συντριβεί μέσα του η προσωπική αντίληψη της πραγματικότητας που έχει και να υποταχθεί στην εικονική πραγματικότητα που του επιβάλλουν.
Ο πολίτης έτσι μαθαίνει να μην πιστεύει στα μάτια του, στην λογική του, στην εμπειρία του και να αφήνεται σε απομεμακρυσμένους επαΐοντες να τον κυβερνούν από το πολιτικό υπερπέραν, μεταβάλλοντας τον ίδιο σε ένα τηλεκατευθυνόμενο ιδεολογικό και ψηφοδοτικό ρομπότ.
Η έλλειψη πνευματικής επαφής των ανθρώπων μέσα στο χαοτικό αστικό περιβάλλον έχει ως αποτέλεσμα να χάσουν την πίστη τους και την αγάπη τους προς τον συνάνθρωπο, αποκτώντας μια μοναχική εξατομικευμένη σχέση με την φαντασμική περισσότερο ιδέα της κοινωνίας, παρά με τα ζωντανά κύτταρά της, που προσομοιάζει προς το πρότυπο της μοναχικής σχέσης ανθρώπου-Θεού και της εν προσωπική ελευθερία, αυθαίρετης από τον καθένα ερμηνείας του γραπτού ευαγγελικού λόγου των προτεσταντών.
Η κατά προέκταση αυτής της προτεσταντικής εξατομίκευσης, σύγχρονη νεοφιλελεύθερη πολιτική αντίληψη, αρνείται ακόμη και να συλλάβει την ιδέα της κοινωνίας, θεωρώντας πως δεν αποτελεί παρά ένα άθροισμα ατομικοτήτων, χωρίς ιδιαίτερους πνευματικούς, εθνικούς και πολιτιστικούς δεσμούς. Η πολιτική ηγεσία έτσι, που υποτίθεται πως εκπροσωπεί δημοκρατικά αυτές τις ατομικότητες δεν νιώθει καμμιά συνείδηση ευθύνης προς τις θεμελιώδεις εθνικές και πολιτιστικές αξίες της φαντασμικής κατά την νεοφιλελεύθερη πολιτική αντίληψη κοινωνίας, γι΄ αυτό και στις μέρες μας παζαρεύει την εθνική κυριαρχία σα να παζαρεύει πορτοκάλια, χωρίς να νιώθει το βάρος των πράξεών της. Βλέπουμε σε αντιδιαστολή, πόσο πολύ περισσότερη πολιτειακή ευθύνη ένιωθαν παλαιότερα οι βασιλείς και οι μονοκράτορες, οι οποίοι μπορεί να μην δεσμεύονταν από τους εκλογείς τους, δεσμεύονταν όμως από τις συλλογικές ιδέες του Θεού και του Έθνους και ένιωθαν υπόλογοι απέναντί τους.
Η σημερινή ψευτοδημοκρατική νεοφιλελεύθερη ελευθεριότης αντίθετα, αποθρασύνει τις πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες άπαξ και εξαπάτησαν τους εκλογείς τους και τους υπέκλεψαν την ψήφο, αφού εντέχνως πρώτα τους παραπληροφόρησαν, έχουν το νόμιμο δικαίωμα, καθώς ηθική πλέον δεν υπάρχει, να εκποιήσουν και την πατρίδα τους ακόμη και να πουλήσουν τους πολίτες και εκλογείς τους σαν δουλοπάροικους στους κεφαλαιοκρατικούς και τραπεζικούς πειρατές των κερδοσκοπικών αγορών.
Ο όρος λοιπόν προδοσία με τα ενοχικά του συμπλέγματα δεν μπορεί να εκφράσει αυτήν την πολύ βαθύτερη πνευματική διαστροφή και μετάλλαξη της μετανεωτερικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής αντίληψης, καθώς οι κοσμοπολίτες φορείς της έχουν από καιρού απεξαρτηθεί από κάθε είδους ηθική, ή συνειδησιακή αναστολή. Στόχος τους λοιπόν να εθίσουν τον λαό στον αμοραλισμό τους και να τον διαπλάσουν πνευματικά κατά εικόνα και ομοίωσή τους, να τον διαιρέσουν και να τον κατατμήσουν κομματικά και ταξικά σε πολλαπλές υποκατηγορίες και κοινωνικές ταχύτητες, να τον νοθεύσουν με αλλοδαπούς λαθρομετανάστες, και αφού τον αποδυναμώσουν πολιτικά και συνειδησιακά, να έλθουν σε συνθήκες πλέον κοινωνικού σοκ να του θέσουν το ψυχολογικό ψευτοδίλημμα : Υποδούλωση ή Πείνα, χωρίς όμως και πάλι να του δίνουν το δικαίωμα να εκφρασθεί και αυτοβούλως να αποφασίσει, καθώς ως επαΐοντες έχουν αποφασίσει πριν απ’ αυτόν, για αυτόν.
Βλέπουμε λοιπόν πως από την στιγμή που η δημοκρατία έρχεται να εκφράσει ελεύθερα και δημοκρατικά αυτό που το εξουσιαστικό παρασκήνιο έχει έντεχνα προετοιμάσει και προπαγανδίσει , δεν αποτελεί κατ΄ ουσία ένα σύστημα ελεύθερης πολιτικής έκφρασης, όσο ένα σύστημα εξάσκησης των πολιτών να κομίζουν ελεύθερα την συναινετική ψήφο τους στην κάλπη, ίδια όπως οι εξασκημένοι σκύλοι κομίζουν ελεύθερα πίσω στον εκπαιδευτή τους το κόκαλο, που κάθε τόσο αυτός τους πετάει.
Τα εξαρτημένα ανακλαστικά του Παβλόφ βρίσκουν έτσι την δημοκρατική τους έκφραση και η κοινοβουλευτική δημοκρατία αναδεικνύεται στο ιδανικό πολίτευμα του απρόσωπου κεφαλαίου, που μπορεί να εκμισθώνει και να κατευθύνει τους πολιτικούς της προτίμησής του για να περνούν στον λαό την πολιτική του, έτσι που μηχανικά, ασυνείδητα αυτός να την υπηρετεί.
Στην περίπτωση μάλιστα της εν εξελίξει Ελληνικής πολιτικής τραγωδίας, φθάσαμε στο σημείο να καλείται ο Ελληνικός λαός να αποδεχθεί μοιρολατρικά, ως αναπόφευκτη ιστορική νομοτέλεια, την προδιαγεγραμμένη κοινωνική υποδούλωσή του και τον μακροπρόθεσμο εθνικό αφανισμό του.
Ο σκύλος λοιπόν μεταβάλλεται σε σκύλο αυτοκτονίας και καθοδηγείται στον μονόδρομο του πολιτικού λαβύρινθου να απαρνηθεί ακόμη και τα πολιτικά του δικαιώματα, την εθνική του αυτεξουσιότητα και το ένστικτο ακόμη της βιολογικής του αυτοσυντήρησης. Τον πολιτικό αυτόν άθλο ανέλαβε να επιτελέσει το κόμμα του ΠΑΣΟΚ, που είχε αποδείξει έμπρακτα στην ιστορία του την ικανότητά του να αλλοιώνει το νόημα των λέξεων, να δημιουργεί πολιτικούς μύθους και στον λαό ασυνείδητα ανακλαστικά.
Με αυτή όμως την ακραία αποστολή αυτοκτονίας του Ελληνικού λαού που ανέλαβε να επιτελέσει το κορυφαίο σε επιδόσεις πολιτικού αμοραλισμού και κυνισμού, κόμμα του ΠΑΣΟΚ, απεδείχθη περίτρανα και ο ρόλος των οργανωμένων πολιτικών κομμάτων, ιδίως αυτών που διεκδικούν την εξουσία και ο οποίος δεν είναι να εκφράσουν πολιτικά τον ελεύθερα σκεπτόμενο πολίτη, όσο να τον εκπαιδεύσουν να τους κουβαλάει την ψήφο του με τα ποικίλα ανά περίπτωση επιβραβευτικά ανταλλάγματα. Και όπως τα κόμματα αυτά, παραδομένα στα εξωθεσμικά συμφέροντα του πολιτικού παρασκηνίου, ντόπιου και ξένου, ξεκόβουν από τον λαό, μπορούν να αναλάβουν και το ρόλο του πολιτικού του δημίου ακόμη.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία μας έτσι, στερούμενη ασφαλιστικών δικλείδων, απεδείχθη πως στερείται κόκκινων γραμμών και ενστίκτου αυτοσυντήρησης και πως στόχος της δεν είναι να εκφράζει δημοκρατικά τον λαό, μα να τον υποτάσσει, ψευτοδημοκρατιά και αναίμακτα.
Γι’ αυτό παρατηρείται η συστηματική αποφυγή της προσφυγής στην κάλπη και της έκφρασης της γνώμης του λαού για τα μείζονα του πολιτικού μέλλοντός του.
Γι’ αυτό προτάσσονται οι πολιτικές αποφάσεις και αναβάλλονται οι εκλογές.
Γι’ αυτό συσπειρώνονται οι άπαξ δια παντός εκλεγμένοι, για να μην λογοδοτήσουν στον θεωρητικά κυρίαρχο εντολέα τους και να μην αποφασίσει αυτός για την μοίρα του, παρά να κληθεί απλώς να την επικυρώσει, όταν θα είναι αργά πλέον για να την αλλάξει.
Γι’ αυτό η δημοκρατία κατάντησε παιχνίδι οφθαλμαπάτης και τηλεοπτικών εντυπώσεων, παρά ουσίας.
Γι’ αυτό η λέξη δημοκρατία εκφυλίσθηκε και διεθνώς σε πολιτικό αλατοπίπερο του κάθε είδους εξουσιαστή.
Για αυτό φθάσαμε, ρομαντικά να αναπολούμε την πολιτική νοθεία της τελευταίας στιγμής, στην κάλπη, τότε που το πολιτικό σύστημα δεν ήταν τόσο οργανωμένο και αλάνθαστο, που να διαθέτει δικούς του ανθρώπους σε όλους τους πολιτικούς χώρους, να κατασκευάζει κατά παραγγελία κόμματα και να μπορεί να μαγειρεύει κατάλληλα εκ των προτέρων την κοινή γνώμη.
Για αυτό η δημοκρατία ως ύψιστο πολιτικό φετίχ, ευνόησε τον πολιτικό φετιχισμό όλων των πολιτικών αποχρώσεων, σε όλους τους πολιτικούς χώρους, ακόμη και των κατ΄ επίφαση θεωρητικών αμφισβητιών της.
Γι΄ αυτό οι πάλαι ποτέ επαγγελματίες επαναστάτες της κοινωνικής απελευθέρωσης, οχυρωμένοι σαν παππικοί καρδινάλιοι στα πολυτελή γραφεία τους, σκιαμαχούν αέναα κατά του δαιμονοποιημένου κεφαλαίου, χωρίς όμως να επαναστατούν, αρκούμενοι απλώς σε εκδρομικές διαδηλώσεις με κόκκινες σημαίες στο κέντρο της πόλης, περιφρουρώντας μάλιστα την ταυτότητα του επαναστάτη απ’ όποιον παρείσακτο θα ήθελε να παρεισφρήσει σ’ αυτές..
Ο φόβος του αναρχικού προβοκάτορα βέβαια καιροφυλακτεί, από την άλλη όμως η πρόδηλη διάθεση των κόκκινων διαδηλωτών να μην αμφισβητηθεί η φιλειρηνικότητά τους, προδίδει την παντελή απουσία επαναστατικής διάθεσης εκ μέρους των, ή των ηγετών τους τουλάχιστον. Ταυτόχρονα ο πολιτικός κομματικός τους απομονωτισμός και η απροθυμία τους να συνεργασθούν, έστω και εκλογικά μόνο και στις πιο ακραίες ακόμη πολιτικές καταστάσεις, σαν αυτές που διέρχεται η χώρα σήμερα, είναι αποτέλεσμα όχι τόσο μιας ενσυνείδητης, θρησκευτικής σχεδόν πίστης, σε κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία, όσο της προσπάθειας να συντηρηθεί αυτός ο ιδιότυπος πολιτικός φετιχισμός της δήθεν ιδεολογικής επαναστατικής ορθοδοξίας, που θα αποδυναμώνονταν από όποια προεκλογική σύμπραξη, ίδια όπως θα αποδυναμώνονταν μια ευρέως γνωστή εμπορική φίρμα, αν τα προϊόντα της κυκλοφορούσαν σε κοινή συσκευασία με κάποια ομοειδή.
Όπως η Ελληνική φέτα λοιπόν προστάτευσε το όνομά της από τους διεθνείς σφετεριστές της, εν αντιθέσει προς την Ελληνική Μακεδονία, που δεν το κατόρθωσε, το Ελληνικό ΚΚ δεν είναι πρόθυμο να μειώσει την φετιχιστική του επαναστατικότητα συμπράττοντας έστω και προσωρινά με μη επαναστάτες, για την σωτηρία της εθνικής κυριαρχίας, που κι΄ αυτή κατά την γνώμη του ήταν πάντα ένα νομικό πολιτικό φετίχ , στερούμενη βαθύτερης ουσίας, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου έχει ενταχθεί.

Τι λοιπόν και αν βαθαίνει και πλαταίνει η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, μα και της δημοκρατίας της ίδιας, στα παιχνίδια της οποίας συμμετέχει νομιμοποιώντας την, ο συγκεκριμένος κομματικός ορθοδοξισμός; Στόχος του είναι να περιφρουρήσει τα πολιτικά φετίχ του δικού του σπιτιού, για να μπορεί να επαναστατεί και αύριο, αναίμακτα βέβαια, κι’ ας είναι κόκκινες οι σημαίες του, μια που κόκκινες γραμμές εθνικής κυριαρχίας και εργασιακού εκμεταλλευτισμού για να βγεί από τον απομονωτισμό του, ούτε γι΄ αυτόν υπάρχουν, καθώς οι αφέντες σαν τους δούλους για έναν που έχει διεθνιστική ψυχή, δεν έχουν εθνικότητα. Και αφέντες πάντα υπήρχαν και δούλοι πάντα θα υπάρχουν. Γι’ αυτό κι’ αυτή η αγγλικού δικαίου ψυχραιμία, την ώρα που η χώρα παραδίδεται στο αγγλικό δίκαιο. Η μισή αλήθεια λοιπόν του ασυμβίβαστου επαναστάτη, πως το κράτος ήταν πάντα μαϊμού, δεν μπορεί να καλύψει το μισό ψέμμα του, πως δηλαδή δεν μπορεί να κάνει τίποτε για την προστασία των δημοκρατικών και εργατικών δικαιωμάτων των πολιτών από το να περιμένει υπομονετικά πότε θα αποφασίσουν οι αφέντες να προκηρύξουν εκλογές,
για να προτείνει στους πολίτες το δικό του ψευτοδίλημμα, ή εγώ αφέντης, ή τίποτε..
Πάλι ο λαός λοιπόν σε ρόλο σκύλου θα κληθεί να επαληθεύσει την εκ του κόμματος προγραμματισμένη επανάσταση, παρά η επανάσταση να εκφράσει την τρέχουσα επαναστατικότητά του, καθώς στην βράση κολλάει το σίδερο. Άλλο όμως να επαναστατεί αυθόρμητα ο λαός και άλλο κάποιος να του προτείνει εκβιαστικά τον δικό του επαναστατικό μονόδρομο, που περνά κι’ αυτός μέσα από τα εκλογικά γρανάζια της δημοκρατίας των αφεντικών, μόνο και μόνο για να αποτρέψει μια μη ελεγχόμενη ακηδεμόνευτη επανάσταση, από την οποία δεν θα επωφελείτο προσωπικά, ή κομματικά αυτός ο ίδιος. Γι’ αυτό και η σιωπή όλων για την ειρηνική επανάσταση της Ισλανδίας, όπου ακηδεμόνευτος κομμάτων, δια δημοψηφίσματος εξέφρασε ο λαός την βούλησή του, προχωρώντας ταυτόχρονα στην σύνταξη νέου, γνήσια φιλολαϊκού συντάγματος, στην οποία συμμετέχουν από κοινού όλοι οι πολίτες. Κι’ όλα αυτά χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς κανείς να υπόσχεται πως μόνο αυτός ξέρει τον δρόμο του κοινωνικού παραδείσου. Πόσο πράγματι απέχουμε από την Ισλανδία, όχι μόνο γεωγραφικά, μα και πολιτικά, εμείς οι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων πρωτομαστόρων της δημοκρατίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: