1821 σαν σήμερα…Ήρθαν και πάλι…
Ξημέρωνε πάνω από την Ελλάδα των μνημονίων, των δωσίλογων, των βιαστών της ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Ξημέρωνε πάνω από τους άστεγους, τους άνεργους και τους πεινασμένους. Μαύρη αυγή, μαύρη και η επέτειος του ξεσηκωμού.
Η Σάρα η Μάρα και το Κακό Συναπάντημα «βάδιζαν» από τον ναό του αγίου Διονυσίου, προς την εξέδρα των «επισήμων», από όπου μπροστά της θα.....
περνούσε η παρέλαση για την εθνική επέτειο του ημερολογίου.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στάθηκε κι έκρυψε τον ήλιο. Ο ίσκιος του έπεσε βαρύς πάνω στην Ελλάδα, πάνω στα χώματα που ελευθέρωσε. Ήρθε ο στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, στάθηκε δίπλα κι έριξε τον ίσκιο του πάνω στα χώματα που ελευθέρωσε. Από κοντά ο Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Νικηταράς, ο Αθανάσιος Διάκος, η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Μάρκος Μπότσαρης… Και μετά ο Μιαούλης, ο Κανάρης, ο Τομπάζης, ο Τσαμαδός, οι ναυμάχοι με τα πλοία τους και τα πυρπολικά τους…. Και οι άλλοι ήρωες - ποιους πρώτους να ονοματίσεις, ποιους δεύτερους, δεν χωρούν όλοι στην πρώτη θέση - άνδρες, γυναίκες και παιδιά, χιλιάδες επί χιλιάδων, κρατώντας γκράδες και γιαταγάνια. Γέμισε ο τόπος φουστανέλες και αντρειοσύνη. Του καθενός ο ίσκιος έπεφτε πάνω στο μέρος της γης που ελευθέρωσε με τον ιδρώτα και με το αίμα του. Κι ήταν όλοι ανάκατα, κανένας πιο μπροστά, κανένας πιο πίσω.
Στάθηκαν για λίγο ασάλευτοι και ο Ρήγας Φεραίος περνώντας ανάμεσα στον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Λόρδο Βύρωνα και τον Μακρυγιάννη, άφησε τα δυο πρώτα λουλούδια της άνοιξης στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη.
Κι άρχισαν να παίζουν τα νταούλια και οι ζουρνάδες, να παίζουν οι άσκαυλοι και μετά να χαμηλώνουν και να παίζουν οι φλογέρες.
Και οι αγιασμένοι ήρωες πιάστηκαν από τους ώμους κι άρχισαν τον χορό και τα τραγούδια.
Μια φορά τον χρόνο ο ίσκιος τους πέφτει πάνω στην Ελλάδα. Μια φορά τον χρόνο επιστρέφουν. Μια φορά τον χρόνο μας κοιτούν κατάματα. Μια φορά τον χρόνο πιανόμαστε από τα χέρια και χορεύουμε μαζί τους. Δεν τους βλέπουμε, τους νιώθουμε.
Και η κουστωδία των Γραικύλων βάδιζε καμαρωτά σαν γύφτικα σκεπάρνια, προς την εξέδρα των «επισήμων»…
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κοίταξε από ψηλά την σύγχρονη κουστωδία και είπε:
- Τι είναι όλοι αυτοί ορέ Καραϊσκο, τι δουλειά έχουν εδώ;
- Είναι οι σφογγοκωλάριοι των ξένων, ακόμα και των Τούρκων. Μια κουστωδία υποτακτικών. Θα τους δείξω τα απ’ αυτά μου.
- Να τα δείξεις αδερφέ μου, να τα δείξεις…
Νίκος Καραγιάννης
Η Σάρα η Μάρα και το Κακό Συναπάντημα «βάδιζαν» από τον ναό του αγίου Διονυσίου, προς την εξέδρα των «επισήμων», από όπου μπροστά της θα.....
περνούσε η παρέλαση για την εθνική επέτειο του ημερολογίου.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στάθηκε κι έκρυψε τον ήλιο. Ο ίσκιος του έπεσε βαρύς πάνω στην Ελλάδα, πάνω στα χώματα που ελευθέρωσε. Ήρθε ο στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, στάθηκε δίπλα κι έριξε τον ίσκιο του πάνω στα χώματα που ελευθέρωσε. Από κοντά ο Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Νικηταράς, ο Αθανάσιος Διάκος, η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Μάρκος Μπότσαρης… Και μετά ο Μιαούλης, ο Κανάρης, ο Τομπάζης, ο Τσαμαδός, οι ναυμάχοι με τα πλοία τους και τα πυρπολικά τους…. Και οι άλλοι ήρωες - ποιους πρώτους να ονοματίσεις, ποιους δεύτερους, δεν χωρούν όλοι στην πρώτη θέση - άνδρες, γυναίκες και παιδιά, χιλιάδες επί χιλιάδων, κρατώντας γκράδες και γιαταγάνια. Γέμισε ο τόπος φουστανέλες και αντρειοσύνη. Του καθενός ο ίσκιος έπεφτε πάνω στο μέρος της γης που ελευθέρωσε με τον ιδρώτα και με το αίμα του. Κι ήταν όλοι ανάκατα, κανένας πιο μπροστά, κανένας πιο πίσω.
Στάθηκαν για λίγο ασάλευτοι και ο Ρήγας Φεραίος περνώντας ανάμεσα στον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Λόρδο Βύρωνα και τον Μακρυγιάννη, άφησε τα δυο πρώτα λουλούδια της άνοιξης στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη.
Κι άρχισαν να παίζουν τα νταούλια και οι ζουρνάδες, να παίζουν οι άσκαυλοι και μετά να χαμηλώνουν και να παίζουν οι φλογέρες.
Και οι αγιασμένοι ήρωες πιάστηκαν από τους ώμους κι άρχισαν τον χορό και τα τραγούδια.
Μια φορά τον χρόνο ο ίσκιος τους πέφτει πάνω στην Ελλάδα. Μια φορά τον χρόνο επιστρέφουν. Μια φορά τον χρόνο μας κοιτούν κατάματα. Μια φορά τον χρόνο πιανόμαστε από τα χέρια και χορεύουμε μαζί τους. Δεν τους βλέπουμε, τους νιώθουμε.
Και η κουστωδία των Γραικύλων βάδιζε καμαρωτά σαν γύφτικα σκεπάρνια, προς την εξέδρα των «επισήμων»…
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κοίταξε από ψηλά την σύγχρονη κουστωδία και είπε:
- Τι είναι όλοι αυτοί ορέ Καραϊσκο, τι δουλειά έχουν εδώ;
- Είναι οι σφογγοκωλάριοι των ξένων, ακόμα και των Τούρκων. Μια κουστωδία υποτακτικών. Θα τους δείξω τα απ’ αυτά μου.
- Να τα δείξεις αδερφέ μου, να τα δείξεις…
Νίκος Καραγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου