Πετρόπουλος Ανδρέας|
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα (ΑΥΓΗ)
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, με επαναφορά στα επίπεδα του 2009, η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποτελούν τους βασικούς όρους για την αντιμετώπιση των δραματικών διαστάσεων που έχει προσλάβει η ανεργία, σημειώνει στην "Αυγή" της Κυριακής ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ Σάββας Ρομπόλης.
Συνέντευξη στον Ανδρέα Πετρόπουλο
* Την ώρα που η κυβέρνηση και ο υπουργός Εργασίας επιμένουν να βλέπουν σταθεροποίηση ή και υποχώρηση της ανεργίας, το ΙΝΕ επιμένει ότι και το 2014 θα είναι έτος αύξησης της ανεργίας. Ποιες είναι οι τελικές εκτιμήσεις σας;
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ επιβεβαιώθηκε στις προβλέψεις του ότι η ανεργία το 2013 θα κυμανθεί στο 29% και θα αφορά 1.450.000 άτομα, ενώ για το 2014 το επίπεδο θα αυξηθεί και άλλο φθάνοντας στο 30% - 31% και οι άνεργοι θα υπερβούν το 1.500.000. Παράλληλα, από το 2010 είχαμε επισημάνει ότι λόγω του κύκλου της ύφεσης στην Ελλάδα η ανεργία πολύ δύσκολα θα διαμορφωθεί κάτω από το 17% μέχρι το 2026, ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ 3,5%-4% (50.000 νέες θέσεις εργασίας τον χρόνο), καθώς αυτό το ποσοστό αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία στα επίπεδα ανεργίας του 2009, όταν και αριθμούσε 450.000 ανέργους, για να καλύψει δηλαδή το 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας που χάθηκαν την περίοδο 2009-2013, θα χρειαστούν τουλάχιστον 20 χρόνια.
Για το 2014 προβλέπουμε ότι το σύνολο των απασχολουμένων θα είναι μικρότερο από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό και τους ανέργους κατά 1,1 εκατομμύρια άτομα. Επιπλέον βλέπουμε να συνεχίζεται μια πρωτόγνωρη διχοτόμηση της αγοράς εργασίας στη χώρα μας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο αριθμός των επίσημα καταγεγραμμένων ανέργων (1.400.000 άτομα) συμπίπτει με τον αριθμό των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα, δημιουργώντας έτσι συνθήκες τρόμου μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, αλλά και απαξίωσης της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, που προκαλεί ανησυχητικές προοπτικές στην κοινωνική συνοχή, ιδιαίτερα με το υψηλό ποσοστό (71% - 955.000 άτομα) της μακροχρόνιας ανεργίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούν στο τρίτο τρίμηνο του 2013.
* Στο όνομα της αντιμετώπισης της ανεργίας προωθήθηκε, όχι μόνο στην Ελλάδα του Μνημονίου αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ευελιξία στην αγορά εργασίας. Γιατί δεν απέδωσε αυτή η πολιτική;
Σε όλες τις χώρες την τελευταία εικοσαετία επιβάλλεται μια ισχυρή τάση απορρυθμίσεων των εργασιακών σχέσεων, επειδή δήθεν με αυτόν τον τρόπο προσαρμόζεται το εργατικό δυναμικό στις τεχνολογικές εξελίξεις της παραγωγής.
Όμως εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι η ευελιξία, η απασχολησιμότητα και οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης δεν αντιμετώπισαν το πρόβλημα της ανεργίας. Αντίθετα, οι πολιτικές απασχόλησης και προστασίας των ανέργων έτειναν περισσότερο προς τη δημιουργία συνθηκών εργασιακής ανασφάλειας για σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού. Το ίδιο το κράτος έγινε η ατμομηχανή της ανασφάλειας, είτε ως φορέας έμπνευσης και άσκησης των εφαρμοζόμενων πολιτικών απασχόλησης είτε ως εργοδότης προς τους υπαλλήλους του.
Οι προσδοκίες της ευελιξίας της αγοράς εργασίας ως επιλογή για τη βελτίωση των δυνατοτήτων απασχόλησης, κατέρρευσαν, όπως έδειξε και η εμπειρική έρευνα στην Ευρώπη (Revue Alternatives Economiques, Decembre 2013), στην οποία αναφέρεται ότι τα κράτη - μέλη που καθυστερούν να εξέλθουν από την κρίση είναι αυτά στα οποία η αγορά εργασίας είναι περισσότερο απορρυθμισμένη και ευέλικτη.
* Ναι, αλλά προκρίθηκε για να επιλύσει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας...
Απεναντίας, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας όχι μόνο δεν επέλυσε το πρόβλημα της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, αλλά συνέβαλε στην αύξηση του επιπέδου των φτωχών εργαζομένων στη ζώνη του ευρώ από 7,4% το 2006 σε 9,1% το 2012, ενώ στην Ελλάδα οι βίαιες μειώσεις των μισθών συνέβαλαν στην αύξηση των φτωχών-εργαζομένων από 11,9% το 2010 σε 15,1% το 2011 (Eurostat, 2012). Έτσι γίνεται πλέον φανερό ότι οι ασκούμενες πολιτικές της ευελιξίας της απασχόλησης και των μισθών δεν συνιστούν πολιτικές που δημιουργούν θέσεις εργασίας.
* Ποια είναι η εναλλακτική λύση για την ενίσχυση της απασχόλησης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην Ευρώπη και στη χώρα μας;
Είναι επιβεβλημένο στην Ευρώπη να ενταχθεί η καταπολέμηση της ανεργίας στη μακροοικονομική πολιτική. Αυτό σημαίνει, καταρχήν, την προσφυγή στη στρατηγική της ισομερούς ανάπτυξης μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την προσθήκη στα τρία κριτήρια του Μάαστριχτ (χρέος, έλλειμμα, πληθωρισμός) τέταρτου κριτηρίου που θα αναφέρεται στο επίπεδο της απασχόλησης ή της ανεργίας, ως αναγκαίο μέτρο ουσιαστικής και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ανεργίας στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη η οργανική ενότητα των πολιτικών απασχόλησης με τις ανάγκες της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της αναπτυξιακής πολιτικής στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα.
* Τι σημαίνει αυτό;
Τρία βασικά πράγματα: Αύξηση του κατώτατου μισθού, ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Παράλληλα, απαιτείται σύνδεση των δημόσιων πολιτικών με τον χαρακτήρα και τη διάρθρωση του παραγωγικού συστήματος της χώρας καθώς και βελτίωση του πλέγματος των αλληλεξαρτήσεων των ηγετικών κλάδων παραγωγής. Έτσι, θα δημιουργηθούν οι αναγκαίες συνθήκες μεταμόρφωσης και ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης, που μονοκαλλιεργείται από τις υπηρεσίες και τον τουρισμό, με τη δημιουργία δικτύων, συνεργιών και συμπληρωματικότητας μεταξύ των τομέων και των κλάδων παραγωγής σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, προκειμένου να αυξηθούν η παραγωγή, η απασχόληση, η παραγωγικότητα, το εισόδημα (αρχής γενομένης από την αύξηση του κατώτατου μισθού στα επίπεδα των 751 ευρώ) και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου