Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά…


Φτώχεια και σχολικά συσσίτια στην Αθήνα της κρίσης
Της Άννας Ματθαίου
ΗΙστορία, ως γνωστόν, δεν επαναλαμβάνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο: οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι συνώνυμες με αυτές του παρελθόντος, οι κρίσεις διατροφής διαφέρουν σε πολλά από εκείνες των παλαιότερων καθεστώτων. Με την προϊούσα βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη φάνηκε να απομακρύνεται, κάθε δεκαετία και περισσότερο, ένας κοινός τόπος και παμπάλαιος φόβος, αταβιστικός, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων της ευρωπαϊκής Ιστορίας: η πείνα.

Η οικονομική κρίση των τελευταίων πέντε χρόνων στην Αθήνα, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις, έφερε ανατροπές στο σύστημα της διατροφής ολοένα και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων: αλλαγές στα διατροφικά πρότυπα, επαναφορά παλαιότερων τροφών και συνταγών που χαρακτηρίζονταν...
ως συνταγές επιβίωσης[1], ελαχιστοποίηση της κατανάλωσης βασικών προϊόντων (κρέας, ψάρι κ.ά.) ή προϊόντων πολυτελείας, υποσιτισμό για τις οικογένειες των ανέργων και των μεταναστών. Αν και τα ΜΜΕ αποφεύγουν τις άμεσες αναφορές στην επισιτιστική ανασφάλεια (πράττοντας συχνά το ακριβώς αντίθετο, με εκπομπές μαγειρικής που απευθύνονται σε θεατές που αναζητούν το «υψηλό γούστο»), ο καθημερινός υποσιτισμός και η στέρηση αγαθών για χιλιάδες πολίτες είναι γεγονός. Ας μην ξεχνάμε πως μεταξύ των ανέργων τα ποσοστά φτώχειας είναι 59,28%, ενώ για το σύνολο του πληθυσμού 38%. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΚΑ, περίπου 2.000.000 Έλληνες βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας.

Ο υποσιτισμός αφορά την ανισορροπία της καθημερινής διατροφής σε σχέση με τα σύγχρονα βιολογικά, ιατρικά και κοινωνικά πρότυπα. Καθώς τα καθεστώτα της φτώχειας δεν είναι απολύτως ομοειδή, τα φαινόμενα υποσιτισμού παρουσιάζονται με πολλά και διαφορετικά «συμπτώματα». Υπάρχουν, ωστόσο, σήμερα κάποιοι κοινοί τόποι: η πρόσληψη λίγων πρωτεϊνών και αντίθετα αρκετών λιπαρών ουσιών και υδατανθράκων, η παρουσία ή απουσία της μαγειρικής πράξης (κατά συνέπεια της κατανάλωσης ή μη φρέσκιας μαγειρεμένης τροφής), τα φτηνά τρόφιμα «ετικέτας» από τα μεγάλα σούπερ μάρκετ, τα κατεψυγμένα «έτοιμα γεύματα», η προμήθεια προϊόντων λίγο πριν τη λήξη τους, αλλά και αλλοιωμένων τροφών από τους κάδους των σκουπιδιών.

Παιδική φτώχεια και πείνα

Τα παιδιά είναι μια κατηγορία που υπέστη τις συνέπειες της φτώχειας, από το 2010 μέχρι σήμερα. Κατηγορία ορατή και εύκολα αναγνωρίσιμη, αφού περνούν μεγάλο μέρος του χρόνου τους στα σχολικά ιδρύματα. Σύμφωνα με μια έκθεση, η οποία συντάχθηκε από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, για λογαριασμό των United Nations Human Rights, από τις 22 έως τις 26 Απριλίου του 2013,[2] το ποσοστό της φτώχειας σε παιδιά κι εφήβους, ηλικίας μέχρι 17 ετών, στην Ελλάδα, υπολογίζεται γύρω στο 44%. Στη λίγο μεταγενέστερη έκθεση της European Union Agency for Fundamental Rights (EU-FRA), η οποία αναφέρεται στην παιδική φτώχεια για το 2012, εκφράζεται η ανησυχία για το δικαίωμα στη ζωή, την επιβίωση και την ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων των οποίων τις οικογένειες πλήττει η ανεργία και η φτώχεια. Στην ίδια έκθεση επισημαίνεται πως η Ελληνική Επιτροπή της Unisef είχε ήδη δημοσιεύσει μια αναφορά, τον Μάρτιο του 2012, όπου αποτυπωνόταν η ανησυχία για την παιδική φτώχεια και τον υποσιτισμό, καθώς και περιστατικά λιποθυμίας μαθητών στο σχολείο.[3]

Ήδη από το 2011, το πρόβλημα της πείνας σε παιδιά που φοιτούσαν σε δημοτικά σχολεία της Αθήνας άρχισε να γίνεται πιο επίμονο, παρόλο που για αρκετό διάστημα το Υπουργείο Παιδείας το αμφισβητούσε. Η λύση αλληλεγγύης που δόθηκε «ατύπως» από πολλές δασκάλες και δασκάλους, στην πρωτεύουσα και αλλού, είναι τα μαθητικά συσσίτια. Η παρακάτω εξιστόρηση στηρίζεται σε όσα μού αφηγήθηκε μια δασκάλα που διδάσκει σε κεντρικό δημοτικό σχολείο της Αθήνας (σε υποβαθμισμένη περιοχή), καθώς και σε στοιχεία που συνέλεξα από τον Τύπο και ιστοσελίδες, από την αυτοδιοίκηση, τον Δήμο της Αθήνας, το Δημοτικό Βρεφοκομείο, την Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Σημειώνω, ακόμα, πως στην περίοδο συλλογής των πληροφοριών (Μάρτιος-Ιούνιος του 2013), η Χρυσή Αυγή εμφανιζόταν με τίτλους όπως «Διαφορετικά συσσίτια», αλλά και «Συσσίτια για Έλληνες», δηλαδή τα γνωστά ρατσιστικά «συσσίτια μίσους», τα οποία κατήγγειλε ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, αναγνωρίζοντας κι αυτός, την ύστατη στιγμή, την επικινδυνότητά τους.

Από τα σάντουιτς στα σχολικά συσσίτια

Επανέρχομαι στα σχολικά συσσίτια. Στην αρχή, ορισμένοι δάσκαλοι και δασκάλες διαπίστωσαν πως κάποια παιδιά δεν είχαν να φάνε κολατσιό στο ολοήμερο σχολείο. Έτσι, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα άμεσα, φτιάχνοντας σάντουιτς που έφερναν οι ίδιοι από το σπίτι τους, μία μέρα την εβδομάδα εναλλάξ, και τα πρόσφεραν στα παιδιά. Γρήγορα όμως κατάλαβαν πως το σύστημα δεν μπορούσε να μακροημερεύσει και απευθύνθηκαν στο Δημοτικό Βρεφοκομείο του Δήμου Αθηναίων, το οποίο διέθετε μαγειρεία, όπου παρασκευάζονται φαγητά για τους βρεφικούς σταθμούς του Δήμου καθημερινά. Εδώ και τρία χρόνια περίπου, το συγκεκριμένο δημοτικό σχολείο λαμβάνει καθημερινά φαγητό από το Βρεφοκομείο και προσφέρει περίπου 75 μερίδες σε όλα τα παιδιά που φοιτούν στο ολοήμερο σχολείο, ώστε να μην γίνονται διακρίσεις. Κάθε μέρα, δηλαδή, φτάνει ψωμί και μια κατσαρόλα ή ένα ταψί, σφραγισμένα. Το μεσημέρι, μια αίθουσα διδασκαλίας μετατρέπεται σε τραπεζαρία, και οι δάσκαλοι και οι δασκάλες σε τραπεζοκόμους.

Το διδακτικό προσωπικό, λοιπόν, έχει επωμιστεί επιπλέον το «παιδαγωγικό κομμάτι της διανομής» του φαγητού, δηλαδή παρακολουθεί όλη τη διαδικασία του συσσιτίου: την επάρκεια της τροφής, αλλά και τις συμπεριφορές των παιδιών (φαινόμενα βουλιμίας ή απέχθειας και μη κατανάλωσης του μαγειρεμένου φαγητού, αλλά μόνο του ψωμιού κλπ.). Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις που αν περισσέψει μια μερίδα φαγητό ή ψωμί, αυτό προσφέρεται για την οικογένεια που το χρειάζεται. Στο συγκεκριμένο σχολείο (όπως και σε άλλα), με τον ακτιβισμό των δασκάλων και τη συνεργασία του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, δόθηκε μια λύση άμεση, η οποία επιπλέον αποφεύγει πολλούς σκοπέλους (ταπείνωση, υποτίμηση, ντροπή) για τον ψυχικό κόσμο των παιδιών και των γονιών τους.

Καθώς δεν υπάρχουν απολύτως επίσημα στοιχεία για τον ακριβή αριθμό των παιδιών που τρώνε σε σχολικά συσσίτια, μια που όλος ο μηχανισμός κινείται εντός και εκτός των «επίσημων θεσμών», και καθώς το μέγεθος της μερίδας δεν είναι σταθερό (εξαρτάται από τον εκάστοτε αριθμό των παιδιών: μία μερίδα μπορεί να εξυπηρετήσει δύο παιδιά ή και παραπάνω), παραθέτω ορισμένα στοιχεία του Δημοτικού Βρεφοκομείου, που δίνουν μια τάξη μεγέθους. Το Δημοτικό Βρεφοκομείο της Αθήνας παρείχε σίτιση σε περίπου 8.000 παιδιά των βρεφονηπιακών σταθμών του Δήμου Αθηναίων, ενώ από τον Δεκέμβριο του 2012 η Τράπεζα της Ελλάδος και ο Σύλλογος Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος ανταποκρίθηκαν σε έκκληση του Δημοτικού Βρεφοκομείου για την κάλυψη της δαπάνης σίτισης περίπου 650 άπορων παιδιών στα ολοήμερα δημοτικά και νηπιαγωγεία.[4]

Το Υπουργείο Παιδείας αναγνώρισε το πρόβλημα του παιδικού και εφηβικού υποσιτισμού μόλις το 2012. Σε συνεργασία με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών (για την αποστολή δεμάτων με τρόφιμα σε 2.000 άπορα παιδιά) και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, μέσω του Ινστιτούτου Προληπτικής Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Ιατρικής (Prolepsis), έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό, δημιουργήθηκε πρόγραμμα σίτισης για μαθητές δημοσίων σχολείων –δημοτικών και γυμνασίων– σε υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας. Το 2012-13 στο πρόγραμμα εντάχθηκαν 25.349 μαθητές, ενώ το 2013-14 συμμετείχαν 61.876 μαθητές και μαθήτριες (σε σύνολο 152.397 αιτήσεων).

Πάγιο αίτημα των δασκάλων και των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων είναι η αποφυγή της διείσδυσης του ιδιωτικού τομέα στα σχολεία, μέσω χορηγών και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, και η διανομή ενός δωρεάν γεύματος στα παιδιά με έξοδα του κράτους — όπως γινόταν ήδη τον 19ο αιώνα και εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική. Στις αρχές του 2013 εκπονήθηκε μελέτη στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών με θέμα την παροχή σχολικών γευμάτων από τους δημόσιους πόρους, τα οποία θα παρέχονται δωρεάν στους άπορους και φτωχότερους μαθητές, ενώ οι πιο ευκατάστατοι θα καταβάλουν ένα κόστος τροφείων (ενδεικτικά, 50 ευρώ τον μήνα).[5]

Οι αριθμοί των παιδιών που ζουν σε επισιτιστική ανασφάλεια συνεχίζουν να εκτοξεύονται προς τα πάνω, χωρίς όμως να γίνονται γνωστοί με βεβαιότητα οι πραγματικοί αριθμοί, τα πραγματικά πρόσωπα, η συνολική εικόνα των συνθηκών, φυσιολογικών και παθολογικών, της πείνας. Μέρα με τη μέρα τα ποσοστά των ανέργων και των οικογενειών τους σημειώνουν επίσης αυξητική τάση. Σε αυτή την κινούμενη άμμο της φτώχειας δεν έχω συμπεριλάβει ούτε τα οργανωμένα συσσίτια της Εκκλησίας για τους ενήλικες (της Αρχιεπισκοπής και των περιφερειακών μητροπόλεων) ούτε τη συλλογή αγαθών και τροφίμων προς διανομή από επώνυμους φορείς και χορηγούς (που δυστυχώς συνοδεύεται συνήθως με άκομψη –αν μη τι άλλο– διαφημιστική καμπάνια από τα ΜΜΕ). Πάντως, μέσα στο 2013 πολλαπλασιάστηκαν και συστηματοποιήθηκαν οι δομές κοινωνικής αλληλεγγύης στις πληττόμενες γειτονιές των πόλεων, ιδίως της Αθήνας, από τους ίδιους τους κατοίκους (κοινωνικά παντοπωλεία, τακτική διανομή βασικών τροφίμων, «καροτσάκια αλληλεγγύης», κοινωνικές κουζίνες κλπ.).

Ο φακός της τηλεόρασης: απειλή και όπλο για τους αδύναμους

Συνοψίζοντας, ορισμένα ζητήματα προς περαιτέρω σκέψη. Είναι γεγονός πως στις προηγούμενες, προ της κρίσης, δεκαετίες, οι αλλαγές (και) στις διατροφικές συνήθειες υπήρξαν ραγδαίες, αφού η διατροφή συνδέεται άμεσα με την κατανάλωση και την ταξική ένταξη (το προσωπικό γούστο σε σχέση με το κοινωνικό στάτους, αλλά και το λαϊφστάιλ). Η κρίση έφερε ανατροπές στην καθημερινότητα των μεσαίων και λαϊκών τάξεων, οι οποίες τώρα οδηγούνται σε νέες στρατηγικές επιβίωσης, που δεν έχουν πλήρως διαμορφωθεί και επομένως μελετηθεί ως προς τις κοινωνικές, διατροφικές και ψυχολογικές επιπτώσεις τους.

Η κρίση φέρνει επίσης μια νέα, ολοένα και πιο αυταρχική κρατική βιοπολιτική, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με τη διαχείριση των καθημερινών αναγκών των ανέργων, των μεταναστών, των περιθωριοποιημένων, των υποσιτισμένων παιδιών και ενηλίκων, όλων αυτών που συχνά γίνονται θέαμα, πολλές φορές με τα πρόσωπα γεμάτα ντροπή, καθώς προσπαθούν να κρυφτούν από τον φακό της τηλεόρασης που ζουμάρει πάνω τους στις ουρές των συσσιτίων. Από την άλλη, ο φακός είναι το όπλο της αποτύπωσης, ο καλύτερος μάρτυρας μιας πραγματικότητας που δύσκολα μπορεί να περιγραφεί, αλλά και να αμφισβητηθεί ή να αγνοηθεί. Οι πιο συγκλονιστικές μαρτυρίες για την πείνα του 1941-1942 στην Κατοχή υπήρξαν οι φωτογραφίες: η Βούλα Παπαϊωάννου και άλλοι φωτογράφοι απομνημείωσαν τις κουκκίδες του «πύρινου κύκλου της δοκιμασίας» των ανθρώπων της εποχής και ιδίως των μικρών παιδιών.

Ακόμα και σήμερα, η φωτογραφία συνεχίζει να αποτυπώνει αλήθειες, προκαλώντας τις εφησυχασμένες συνειδήσεις όσων δεν βλέπουν, αφού δεν θέλουν να δουν. Αναφέρομαι στη γνωστή εικόνα (αρχές του 2013) των ανθρώπων με τα απλωμένα χέρια για μια σακούλα με ντομάτες από δωρεάν διανομή απεγνωσμένων παραγωγών λαϊκών αγορών. Μια εικόνα που έκανε τον γύρο του κόσμου και θεωρήθηκε από πολλούς ότι παρουσιάζει με τρόπο πλαστό και επικίνδυνο (για λόγους τουρισμού και εθνικού γοήτρου) την ελληνική κοινωνία. Μόνο που, όπως έγραψε ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, η εικόνα αυτή δεν «είναι φτιαχτή. Τα απλωμένα χέρια δεν είναι μόνο πραγματικά. Είναι εξίσου ριζικά αληθινά με την Γκερνίκα του Πικάσο»… «Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει αξιοπρέπεια πέραν της αλήθειας. Και την αλήθεια αυτή δεν δικαιούμαστε να την αποκρύπτουμε, για μας τους ίδιους».[6]

Δημόσια χρηματοδότηση για τα συσσίτια

Δυστυχώς εξακολουθεί, και για τη φετινή δύσκολη σχολική χρονιά, η επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπιστεί η παιδική φτώχεια και πείνα με τα καθημερινά συσσίτια στα σχολεία. Οι νηπιαγωγοί, οι δασκάλες και οι δάσκαλοι που έρχονται καθημερινά τόσο άμεσα σε επαφή με τους –ευφάνταστους και ντελικάτους, ντροπαλούς ή ζαβολιάρηδες– κόσμους των παιδιών έχουν και πάλι την ευθύνη ώστε κανένα παιδί να μη δοκιμάσει την πείνα και το άγχος της πείνας, αλλά και τον κοινωνικό στιγματισμό της φτώχειας, τον ευτελισμό της φιλανθρωπίας ή της επώνυμης χορηγίας, την καθημερινή ανασφάλεια. Και έχει, πιστεύω, εδώ τη θέση της μια αναφορά στη βιωματική καταγραφή του έφηβου, στα χρόνια της Κατοχής, Γιώργου Ιωάννου για την τεράστια σημασία που απέκτησαν γι’ αυτόν τα συσσίτια των κατηχητικών στη Θεσσαλονίκη. Η ένταξή του στα συσσίτια της Εκκλησίας σημάδεψε ανεξίτηλα τον βιολογικό, ψυχικό και νοητικό κόσμο του.[7]

Γιατί, βέβαια, όσο η οργάνωση των σχολικών γευμάτων δεν καλύπτεται από τη δημόσια χρηματοδότηση ή τις δημοτικές αρχές, και οι υλικοί πόροι θα παραμένουν περιορισμένοι (και ολοένα θα περιορίζονται εφόσον η ανεργία εξακολουθεί να υφίσταται), αλλά και τα υποκείμενα, τα ίδια τα παιδιά και οι γονείς τους, θα συνεχίζουν να υπομένουν το καθεστώς της φτώχειας και της πείνας, καθώς και τις επιπτώσεις τους: το άγχος, την ντροπή, την ταπείνωση, τη βουλιμία, τον πανικό, κάποτε και πιο έντονες ψυχικές διαταραχές, με τεράστιες επιπτώσεις για την υπόλοιπη ζωή τους. Και βέβαια όλες και όλοι γνωρίζουμε πως αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε σκληρά κι επικίνδυνα ατομικά ή συλλογικά διαβήματα. Στην τωρινή συγκυρία, πάντως, παρότι οι αντικειμενικές συνθήκες εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα σκληρές, μοιάζει να έχει ματαιωθεί –ας ελπίσουμε για πάντα– ο εφιάλτης των συσσιτίων της Χρυσής Αυγής.

Τελειώνοντας, παραθέτω τα λόγια των τεσσάρων ψυχιάτρων-συγγραφέων της Ψυχοπαθολογίας της πείνας, του φόβου και του άγχους (1947): «Περισσότερο ίσως από την τρομοκρατία, η πείνα επέδρασε πάνω στην ψυχή και στο σώμα του πληθυσμού τον καιρό της Κατοχής. Εκείνη είναι που έφερε μπροστά στα μάτια του καθένα την εικόνα του αφανισμού του»… «Η πείνα αποδείχτηκε το πιο αποτελεσματικό τρομοκρατικό μέτρο και γι’ αυτό συστηματικά οι κατακτητές την εφάρμοσαν σ’ όλη την Ευρώπη»… «Για ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού η πείνα υπήρξε ένα βίωμα, ένα ερέθισμα, εντελώς νέο και άγνωστο, που φυσικό ήταν να ταράξει βαθύτατα ολόκληρο το ψυχικό εποικοδόμημα. Σύγχρονα όμως η πείνα δρούσε άμεσα στη βαθύτερη ενστικτώδικη ζωή μας, στα βιολογικά μας θεμέλια».

Η Άννα Ματθαίου διδάσκει ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΕΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: