Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν είχε παρατηρήσει ότι το να διεξάγει κανείς επανειλημμένως το ίδιο πείραμα και να περιμένει διαφορετικό αποτέλεσμα είναι ένα σίγουρο δείγμα παραφροσύνης. Ισως κάτι αντίστοιχο πρέπει να ειπωθεί για την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της, που συμφώνησαν να παρατείνουν τη δανειακή σύμβαση της χώρας για τέσσερις ακόμα μήνες. Κι αυτό γιατί ο σκοπός της παράτασης είναι να διαπραγματευθούν οι δύο πλευρές ένα νέο οικονομικό πρόγραμμα που θα διέπεται από την ίδια μακροοικονομική συνταγή όπως το προηγούμενο. Γιατί όμως το νέο αυτό πρόγραμμα να έχει διαφορετικά αποτελέσματα από το προηγούμενο, που απέτυχε τόσο παταγωδώς;
Η επιμονή της τρόικας να επιβάλλει ασφυκτική δημοσιονομική λιτότητα στο πλαίσιο του ζουρλομανδύα του ευρώ βρίσκεται στον πυρήνα της ολέθριας οικονομικής επίδοσης της Ελλάδας από το 2010 και μετά. Χωρίς τη δυνατότητα άσκησης αυτόνομης νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής που να αμβλύνει τον υφεσιακό αντίκτυπο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, δεν αποτέλεσε έκπληξη η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Σήμερα, το ελληνικό ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί κατά 22% σε σχέση με το 2008, ενώ η ανεργία ξεπερνά το 25% (η υψηλότερη στην Ευρωζώνη). Στη χώρα έχει επίσης εδραιωθεί ο αποπληθωρισμός, που φτάνει το 2,5% σε ετήσια βάση. Ο αποπληθωρισμός δυσχεραίνει σημαντικά τη δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας και θα μπορούσε να καταστήσει ουσιαστικά αδύνατη τη μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ.
Η διαπραγμάτευση ενός νέου προγράμματος με τους επίσημους πιστωτές της ξεκινά δυσοίωνα για τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα της νέας όξυνσης της πολιτικής αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία δείχνει να έχει διολισθήσει ξανά στην ύφεση, όπως υποδεικνύει η αισθητή πτώση της βιομηχανικής παραγωγής τους τελευταίους δύο μήνες. Παράλληλα, έχει καταγραφεί μία απότομη μείωση στην είσπραξη φόρων.
Ολα αυτά έχουν συνοδευτεί από κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό: τη σημαντική εκροή καταθέσεων από τις τράπεζες. Οι καταθέσεις έχουν μειωθεί κατά 25 δισ. ευρώ από τον Δεκέμβριο, γεγονός που θα εντείνει τους δισταγμούς των ελληνικών τραπεζών να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Η φυσιολογική αντίδραση σε μία κατάσταση εξασθένησης της ζήτησης και πιστωτικής ασφυξίας είναι η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό είναι κάτι που οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας μάλλον αποκλείεται να εγκρίνουν. Παρότι στο πλαίσιο της τετράμηνης παράτασης δέχθηκαν να είναι πιο επιεικείς με την Ελλάδα το 2015, θα επιμείνουν σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ για φέτος.
Καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα που κληρονόμησε η νέα κυβέρνηση δείχνει ήδη να έχει εξαλειφθεί, ο στόχος του 2% συνεπάγεται νέα μέτρα σφιξίματος του ζωναριού. Η νέα αυτή δόση λιτότητας θα εφαρμοστεί κι αυτή στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, χωρίς τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος. Οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας ακόμα ελπίζουν ότι με ρηξικέλευθες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις η ελληνική οικονομία θα αποκτήσει δυναμική ισχυρότερη από την ανασταλτική επίδραση της λιτότητας. Τα πρόσφατα βιώματα της Ευρωζώνης συντείνουν σε σκεπτικισμό απέναντι σε μία τέτοια κοσμοθεωρία. Σχετικά με την Ελλάδα, ο σκεπτικισμός αυτός ενισχύεται.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν πιστεύει στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Επιπλέον, πολλά από τα μέτρα που όντως εκφράζουν τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ως στόχο τους πλουσίους. Ο συνδυασμός αυτός είναι μάλλον απίθανο να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι να βυθιστεί εκ νέου στην ύφεση. Μία τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής στη χώρα. Θα αύξανε επίσης τις χρηματοδοτικές ανάγκες της, λόγω του αρνητικού αντίκτυπου της ύφεσης στα φορολογικά έσοδα. Ωστόσο, αν το παρελθόν είναι πρόλογος για το μέλλον, αυτό ακριβώς θα συμβεί αν υπάρξουν νέα μέτρα λιτότητας μέσα στον ζουρλομανδύα του ευρώ.
Τώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ουσιαστικά προσχωρήσει στις αποτυχημένες πολιτικές της προκατόχου της, αναρωτιέται κανείς τι θα πρέπει να γίνει ώστε τα μέλη της ελληνικής πολιτικής τάξης να αναγνωρίσουν ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι μία σίγουρη συνταγή για πολλά ακόμα χρόνια οικονομικής και κοινωνικής δυστυχίας. Σε ποια φάση θα δουν ότι τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ελλάδας θα εξυπηρετηθούν καλύτερα από το βραχυπρόθεσμο τραύμα μιας εξόδου από το ευρώ, που όμως θα παράσχει την προοπτική οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Για να θυμηθούμε τη φράση των Γερμανών, είναι επιτέλους ώρα να συνειδητοποιήσει η Ελλάδα ότι ένα τρομακτικό τέλος είναι προτιμότερο από τον τρόμο χωρίς τέλος.
Ο Ντέσμοντ Λάκμαν είναι Εταίρος στο American Enterprise Institute στην Ουάσιγκτον, πρώην αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος Διαμόρφωσης και Αξιολόγησης Πολιτικής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Έντυπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου