3-4-2016
Του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην τ. 103
Το ξέσπασμα της προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης στην χώρα μας, από τις αρχές του 2015 κι έπειτα έμελλε να λειτουργήσει ως ένα «πολιτικό εργαστήριο» καθώς και ως «τελική κρίση» σε σχέση με τα έμπρακτα αποτελέσματα της ιδεολογίας του κοσμοπολίτικου ανθρωπισμού και των «ανοιχτών συνόρων».
Για πρώτη φορά στο τιμόνι της χώρας, βρέθηκε ένα κόμμα κι ένας άνθρωπος που o πυρήνας της σκέψης τους απηχούσε πραγματικά αυτές τις αντιλήψεις –όσο κι αν είχαν λειανθεί στον βωμό της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, καθώς και εξαιτίας των «γενικών αναγκαιοτήτων» που επέβαλε ο μετασχηματισμός από ένα μικρό κοινοβουλευτικό κόμμα ριζοσπαστικού ευρωκεντρικού εκσυγχρονισμού, σ’ ένα κόμμα εξουσίας.
Οι προγραμματικές αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα, ήδη από το 2012, θα έπρεπε να μας είχαν προϊδεάσει, ότι, δοθέντων των δραματικών εξελίξεων στο γεωπολιτικό πεδίο της ευρύτερης περιοχής, ενδεχόμενη άνοδός του στην κυβέρνηση κυοφορούσε εκ των πραγμάτων τον κίνδυνο διολίσθησης της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης που ούτως ή άλλως αντιμετώπιζε η χώρα σε ένα ναρκοθετημένο αδιέξοδο.
Μέσα στην «αντιμνημονιακή» πρεμούρα της εποχής, όμως, σχεδόν κανείς δεν διατηρούσε την οξυδέρκεια να διαπιστώσει εκείνο που κατά τα άλλα παρήλαυνε μπροστά στα μάτια του: Η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ για το μεταναστευτικό εισηγούνταν ένα απόλυτο Laissez-passer που ισοδυναμούσε με de facto κατάργηση κάθε έννοιας συνόρου της ελληνικής επικράτειας, και καθιέρωνε μέριμνες δυνάμει νομιμοποίησης όλων των ανθρώπων που θα εισέρχονταν στην χώρα μας. Η ουσία του τότε προγράμματος (το οποίο εισηγήθηκε ο ΣΥΝ ως κύριος κορμός του εκλογικού μετώπου) βρίσκονταν σε δύο αναφορές ως προς την προτεινόμενη πολιτική νομιμοποίησης:
Θέσπιση ενός πρόσθετου τύπου άδειας, που θα λέγεται «άδεια προς αναζήτηση εργασίας», με την οποία θα εφοδιάζεται αυτομάτως κάθε ενδιαφερόμενος (είτε με αίτηση προς τις αρμόδιες ελληνικές αρχές είτε με αίτηση στο ελληνικό προξενείο της χώρας προέλευσης) και θα αποκτά αυτοδικαίως το δικαίωμα παραμονής στην ελληνική επικράτεια για ένα χρόνο, με στόχο να αναζητήσει δουλειά.
Αποσύνδεση της ανανέωσης της άδειας παραμονής από την ύπαρξη ορισμένου αριθμού ενσήμων, για να μην μεταπίπτουν εργαζόμενοι μετανάστες, μαζικά και άδικα, από το καθεστώς της νομιμότητας στο καθεστώς της παρανομίας, εξαιτίας της απροθυμίας των εργοδοτών τους να καταβάλουν τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία ασφαλιστικές εισφορές (1).
Τι θα σήμαινε όμως η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής, σε συνδυασμό με άλλα μέτρα που προέβλεπε το πρόγραμμα, όπως η διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης, η ακραία σχετικοποίηση των κριτηρίων απόδοσης Ιθαγένειας, η μαζική χορήγηση ταξιδιωτικών εγγράφων για την προώθηση αυτών των ανθρώπων στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., είναι πολύ εύκολο πλέον να το φανταστεί κανείς: Η δυστοπία ενός «έθνους των περαστικών», συνωστισμένου στον προθάλαμο της Ευρώπης.
Διότι προφανώς, η κατάργηση οποιασδήποτε οριοθέτησης που να προσδιορίζει το περιεχόμενο των εννοιών «ανεξάρτητη χώρα» και «κυρίαρχος λαός» θα οδηγούσε στην έκπτωση της ελληνικής κοινωνίας σε μια εθνο-πολιτισμική βαβέλ· και βέβαια, δεν αποτελεί αντισταθμιστικό μέτρο η έμμεση αμφισβήτηση του «Δουβλίνο ΙΙ» δια της μαζικής χορήγησης ταξιδιωτικών εγγράφων, καθώς ήδη κάτι τέτοιο είχε προσπαθήσει να κάνει ο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, και σταμάτησε όταν ο Σαρκοζί τον απείλησε με διακοπή της συνθήκης Σέγκεν.
Τρία χρόνια μετά, ο σκληρός πυρήνας αυτής της αντίληψης έμελλε να υλοποιηθεί εμμέσως και πλαγίως, όταν το δίδυμο Δρίτσα-Χριστοδουλοπούλου αποποιήθηκαν κάθε ευθύνη φύλαξης των ελληνικών συνόρων, και μετέβαλαν τις αρμόδιες αρχές σε υπηρεσίες συνδρομής των δουλεμπορικών κυκλωμάτων που δρούσαν στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Πράξη, την οποία επικρότησε έμμεσα και ο πρωθυπουργός της χώρας, αμφισβητώντας με δηλώσεις του την ύπαρξη των θαλάσσιων συνόρων της στο Αιγαίο –γνωρίζοντας πολύ καλά ότι την ίδια στιγμή αυτά αμφισβητούνται από τον… τουρκικό επεκτατισμό (!).
Σήμερα, ζούμε τις πρώτες άμεσες συνέπειες αυτής της πολιτικής, όπου στην ουσία έθεσε το κράτος στην υπηρεσία των δουλεμπόρων και του τουρκικού επεκτατισμού: Τα δουλεμπορικά κυκλώματα ανθούν και έχουν στήσει μια μεγα-επιχείρηση στις ανατολικές όχθες του Αιγαίου, κυριολεκτικά πάνω στα πτώματα των πνιγμένων που προσπαθούν να εισέλθουν στην χώρα μας· νησιά όπως η Κως και η Μυτιλήνη έχουν «γονατίσει» στην κυριολεξία από το διαρκές πέρασμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων· απειλούμαστε από τις γειτονικές χώρες με σφράγισμα των βορείων συνόρων της χώρας, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να εγκλωβιστούν εδώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι· τα θαλάσσια σύνορα της χώρας μας με την Τουρκία αποδομήθηκαν και για πρώτη φορά μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας τελούν υπό καθεστώς συνδιαχείρισης από δυνάμεις οι οποίες τα… αμφισβητούν!
Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ (και οι ΑΝΕΛ, οι οποίοι πλέον έχουν μεταβληθεί ολοκληρωτικά στην ελαφρολαϊκή του συνιστώσα) επιστρατεύουν μισές αλήθειες για να συγκαλύψουν μια αμείλικτη πραγματικότητα: Γι’ αυτή την κατάσταση, λένε, φταίει η Ευρώπη που κωφεύει στις εκκλήσεις της Ελλάδας και δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα στη σωστή, ανθρωπιστική του βάση. Είναι γνωστό, βέβαια, ότι οι δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες θέλουν την Ελλάδα να παίζει ρόλο «εξωτερικής μεθορίου» στην προοπτική μιας Ευρώπης-Φρούριο και μεθοδεύουν σταδιακά την απόδοση αυτού του ρόλου στην χώρα μας. Αυτό, εντούτοις, αποτελεί δεδομένο και κάθε κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να πολιτεύεται βάσει των δεδομένων που της θέτει η ίδια η πραγματικότητα. Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα, δεν είναι οι «κακοί ξένοι» οι οποίοι δημιούργησαν το προσφυγικό/μεταναστευτικό αδιέξοδο στην χώρα μας, αλλά η ίδια η ελληνική κυβέρνηση που τους επέτρεψε να το δημιουργήσουν. Και ως προς αυτό, είναι απολύτως σαφές και ξεκάθαρο ότι βρισκόμαστε μπροστά σε άμεσα, και πρακτικά αποτελέσματα των λογικής των «ανοιχτών συνόρων», του ριζικού κοσμοπολιτισμού, και του εθνομηδενισμού ο οποίος συστηματικά διακινούνταν τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας από έναν πολιτικό αστερισμό που είχε ως βαρυτικό κέντρο τον ΣΥΡΙΖΑ και δορυφόρους ομάδες από τον αντι-εξουσιαστικό χώρο και την άκρα αριστερά.
Εν τοις πράγμασι, λοιπόν, η ιδεολογία τους λειτούργησε ως «οργανική ιδεολογία» των… δουλεμπόρων, του ΝΑΤΟ, του τουρκικού επεκτατισμού και της… Ευρώπης-φρούριο. Με την ίδια θεαματική αντιστροφή σημαίνοντος και σημαινόμενου, ως προς τα «ανθρωπιστικά» και ψευδο-διεθνιστικά κίνητρα των εν λόγω τοποθετήσεων, που ίσχυσαν κατά το παρελθόν κατά τους βομβαρδισμούς που εξαπέλυσε το ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, κατά την αμερικάνικη επέμβαση στο Αφγανιστάν, το Ιράκ κ.ο.κ.
Που βρίσκονται τα βαθύτερα αίτια αυτής της θεαματικής αντιστροφής, που ξεκίνησε, υποτίθεται, ως ευαίσθητη και ρομαντικά α-εθνική τοποθέτηση, για να καταλήξει σε κρατική πολιτική αυτο-υπονόμευσης μιας ολόκληρης χώρας, που απειλεί με ακραία σχετικοποίηση την εθνική μας ανεξαρτησία, με απόλυτη διάλυση την κοινωνική συνοχή, και οριστική αποδόμηση τη λαϊκή κυριαρχία;
Το ζήτημα είναι πολύ απλό: Στον πλανήτη γη, και όχι στον «ουρανό των καθαρό ιδεών» σημασία έχει ποιος κάνει τι και γιατί. Κοινώς: Το τι σημαίνει για μια αδύναμη από κάθε άποψη χώρα σαν την Ελλάδα να αμφισβητήσει τα ίδια της τα σύνορα, να σχετικοποιήσει την εθνική της συνοχή, να μεταβάλει την κοινωνική της σύνθεση, μεταβαλλόμενη σε βαβέλ εξαθλιωμένων. Όχι, δεν ζούμε ούτε στην κομμουνιστική ούτε σε μια αντιεξουσιαστική ουτοπία. Ζούμε το 2015 σ’ έναν πλανήτη που βαίνει μια μεταιχμιακή περίοδο ακραίας αποσταθεροποίησης, την οποία εκμεταλλεύονται παγκόσμιες ή περιφερειακές δυνάμεις για να υφαίνουν σχέδια κυριαρχίας.
Και είναι αυτοί οι συσχετισμοί που κρίνουν το περιεχόμενο μιας άποψης, και όχι οι «καλές προθέσεις», με τις οποίες σπέρνεται ο δρόμος για την κόλαση. Που έχει την ίδια απόσταση, όση έχει και αυτή η «ουτοπία» με την πραγματικότητα. Με λίγα λόγια, όλη αυτή η «no border» ιδεολογία, ήταν και είναι ακραία απολίτικη, καθώς επιμένει να αγνοεί τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης και ισχύος που ορίζουν την μοίρα της ευρύτερής μας περιοχής. Και ταυτόχρονα φέρει μέσα της μια ριζική αποτυχία στο να συλλάβει το πραγματικό περιεχόμενο των ίδιων αρχών τις οποίες επικαλείται –κύρια την κοινωνική δικαιοσύνη, τον πλουραλισμό και την δημοκρατία: Μπορούν να πραγματωθούν άραγε αυτές οι αρχές στην πολιτιστική βαβέλ ενός φτωχού και εξαθλιωμένου πλήθους;
Εξ άλλου, πέραν όλων των άλλων, οι κύριοι εκφραστές αυτής της «ουτοπίας», ο σκληρός, εθνομηδενιστικός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξαν αρκετά ρεαλιστές ως προς την σύμπραξη σε υπαρκτά σχέδια σχετικοποίησης της εθνικής μας κυριαρχίας –μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα, Μη-κυβερνητικές οργανώσεις, προγράμματα σύμπραξης με τον τουρκικό επεκτατισμό κ.ο.κ. για να πιστέψουμε ότι πρόκειται για ονειροπόλους αφελείς. Ή τουλάχιστον, η αφέλειά τους ήταν αρκετά βολική στο να τους επιτρέπει ταυτοχρόνως να βόσκουν ανενόχλητοι στα λιβάδια των αρχουσών τάξεων με το αζημίωτο!
Για πρώτη φορά στο τιμόνι της χώρας, βρέθηκε ένα κόμμα κι ένας άνθρωπος που o πυρήνας της σκέψης τους απηχούσε πραγματικά αυτές τις αντιλήψεις –όσο κι αν είχαν λειανθεί στον βωμό της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, καθώς και εξαιτίας των «γενικών αναγκαιοτήτων» που επέβαλε ο μετασχηματισμός από ένα μικρό κοινοβουλευτικό κόμμα ριζοσπαστικού ευρωκεντρικού εκσυγχρονισμού, σ’ ένα κόμμα εξουσίας.
Οι προγραμματικές αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα, ήδη από το 2012, θα έπρεπε να μας είχαν προϊδεάσει, ότι, δοθέντων των δραματικών εξελίξεων στο γεωπολιτικό πεδίο της ευρύτερης περιοχής, ενδεχόμενη άνοδός του στην κυβέρνηση κυοφορούσε εκ των πραγμάτων τον κίνδυνο διολίσθησης της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης που ούτως ή άλλως αντιμετώπιζε η χώρα σε ένα ναρκοθετημένο αδιέξοδο.
Μέσα στην «αντιμνημονιακή» πρεμούρα της εποχής, όμως, σχεδόν κανείς δεν διατηρούσε την οξυδέρκεια να διαπιστώσει εκείνο που κατά τα άλλα παρήλαυνε μπροστά στα μάτια του: Η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ για το μεταναστευτικό εισηγούνταν ένα απόλυτο Laissez-passer που ισοδυναμούσε με de facto κατάργηση κάθε έννοιας συνόρου της ελληνικής επικράτειας, και καθιέρωνε μέριμνες δυνάμει νομιμοποίησης όλων των ανθρώπων που θα εισέρχονταν στην χώρα μας. Η ουσία του τότε προγράμματος (το οποίο εισηγήθηκε ο ΣΥΝ ως κύριος κορμός του εκλογικού μετώπου) βρίσκονταν σε δύο αναφορές ως προς την προτεινόμενη πολιτική νομιμοποίησης:
Θέσπιση ενός πρόσθετου τύπου άδειας, που θα λέγεται «άδεια προς αναζήτηση εργασίας», με την οποία θα εφοδιάζεται αυτομάτως κάθε ενδιαφερόμενος (είτε με αίτηση προς τις αρμόδιες ελληνικές αρχές είτε με αίτηση στο ελληνικό προξενείο της χώρας προέλευσης) και θα αποκτά αυτοδικαίως το δικαίωμα παραμονής στην ελληνική επικράτεια για ένα χρόνο, με στόχο να αναζητήσει δουλειά.
Αποσύνδεση της ανανέωσης της άδειας παραμονής από την ύπαρξη ορισμένου αριθμού ενσήμων, για να μην μεταπίπτουν εργαζόμενοι μετανάστες, μαζικά και άδικα, από το καθεστώς της νομιμότητας στο καθεστώς της παρανομίας, εξαιτίας της απροθυμίας των εργοδοτών τους να καταβάλουν τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία ασφαλιστικές εισφορές (1).
Τι θα σήμαινε όμως η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής, σε συνδυασμό με άλλα μέτρα που προέβλεπε το πρόγραμμα, όπως η διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης, η ακραία σχετικοποίηση των κριτηρίων απόδοσης Ιθαγένειας, η μαζική χορήγηση ταξιδιωτικών εγγράφων για την προώθηση αυτών των ανθρώπων στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., είναι πολύ εύκολο πλέον να το φανταστεί κανείς: Η δυστοπία ενός «έθνους των περαστικών», συνωστισμένου στον προθάλαμο της Ευρώπης.
Διότι προφανώς, η κατάργηση οποιασδήποτε οριοθέτησης που να προσδιορίζει το περιεχόμενο των εννοιών «ανεξάρτητη χώρα» και «κυρίαρχος λαός» θα οδηγούσε στην έκπτωση της ελληνικής κοινωνίας σε μια εθνο-πολιτισμική βαβέλ· και βέβαια, δεν αποτελεί αντισταθμιστικό μέτρο η έμμεση αμφισβήτηση του «Δουβλίνο ΙΙ» δια της μαζικής χορήγησης ταξιδιωτικών εγγράφων, καθώς ήδη κάτι τέτοιο είχε προσπαθήσει να κάνει ο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, και σταμάτησε όταν ο Σαρκοζί τον απείλησε με διακοπή της συνθήκης Σέγκεν.
Τρία χρόνια μετά, ο σκληρός πυρήνας αυτής της αντίληψης έμελλε να υλοποιηθεί εμμέσως και πλαγίως, όταν το δίδυμο Δρίτσα-Χριστοδουλοπούλου αποποιήθηκαν κάθε ευθύνη φύλαξης των ελληνικών συνόρων, και μετέβαλαν τις αρμόδιες αρχές σε υπηρεσίες συνδρομής των δουλεμπορικών κυκλωμάτων που δρούσαν στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Πράξη, την οποία επικρότησε έμμεσα και ο πρωθυπουργός της χώρας, αμφισβητώντας με δηλώσεις του την ύπαρξη των θαλάσσιων συνόρων της στο Αιγαίο –γνωρίζοντας πολύ καλά ότι την ίδια στιγμή αυτά αμφισβητούνται από τον… τουρκικό επεκτατισμό (!).
Σήμερα, ζούμε τις πρώτες άμεσες συνέπειες αυτής της πολιτικής, όπου στην ουσία έθεσε το κράτος στην υπηρεσία των δουλεμπόρων και του τουρκικού επεκτατισμού: Τα δουλεμπορικά κυκλώματα ανθούν και έχουν στήσει μια μεγα-επιχείρηση στις ανατολικές όχθες του Αιγαίου, κυριολεκτικά πάνω στα πτώματα των πνιγμένων που προσπαθούν να εισέλθουν στην χώρα μας· νησιά όπως η Κως και η Μυτιλήνη έχουν «γονατίσει» στην κυριολεξία από το διαρκές πέρασμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων· απειλούμαστε από τις γειτονικές χώρες με σφράγισμα των βορείων συνόρων της χώρας, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να εγκλωβιστούν εδώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι· τα θαλάσσια σύνορα της χώρας μας με την Τουρκία αποδομήθηκαν και για πρώτη φορά μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας τελούν υπό καθεστώς συνδιαχείρισης από δυνάμεις οι οποίες τα… αμφισβητούν!
Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ (και οι ΑΝΕΛ, οι οποίοι πλέον έχουν μεταβληθεί ολοκληρωτικά στην ελαφρολαϊκή του συνιστώσα) επιστρατεύουν μισές αλήθειες για να συγκαλύψουν μια αμείλικτη πραγματικότητα: Γι’ αυτή την κατάσταση, λένε, φταίει η Ευρώπη που κωφεύει στις εκκλήσεις της Ελλάδας και δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα στη σωστή, ανθρωπιστική του βάση. Είναι γνωστό, βέβαια, ότι οι δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες θέλουν την Ελλάδα να παίζει ρόλο «εξωτερικής μεθορίου» στην προοπτική μιας Ευρώπης-Φρούριο και μεθοδεύουν σταδιακά την απόδοση αυτού του ρόλου στην χώρα μας. Αυτό, εντούτοις, αποτελεί δεδομένο και κάθε κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να πολιτεύεται βάσει των δεδομένων που της θέτει η ίδια η πραγματικότητα. Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα, δεν είναι οι «κακοί ξένοι» οι οποίοι δημιούργησαν το προσφυγικό/μεταναστευτικό αδιέξοδο στην χώρα μας, αλλά η ίδια η ελληνική κυβέρνηση που τους επέτρεψε να το δημιουργήσουν. Και ως προς αυτό, είναι απολύτως σαφές και ξεκάθαρο ότι βρισκόμαστε μπροστά σε άμεσα, και πρακτικά αποτελέσματα των λογικής των «ανοιχτών συνόρων», του ριζικού κοσμοπολιτισμού, και του εθνομηδενισμού ο οποίος συστηματικά διακινούνταν τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας από έναν πολιτικό αστερισμό που είχε ως βαρυτικό κέντρο τον ΣΥΡΙΖΑ και δορυφόρους ομάδες από τον αντι-εξουσιαστικό χώρο και την άκρα αριστερά.
Εν τοις πράγμασι, λοιπόν, η ιδεολογία τους λειτούργησε ως «οργανική ιδεολογία» των… δουλεμπόρων, του ΝΑΤΟ, του τουρκικού επεκτατισμού και της… Ευρώπης-φρούριο. Με την ίδια θεαματική αντιστροφή σημαίνοντος και σημαινόμενου, ως προς τα «ανθρωπιστικά» και ψευδο-διεθνιστικά κίνητρα των εν λόγω τοποθετήσεων, που ίσχυσαν κατά το παρελθόν κατά τους βομβαρδισμούς που εξαπέλυσε το ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, κατά την αμερικάνικη επέμβαση στο Αφγανιστάν, το Ιράκ κ.ο.κ.
Που βρίσκονται τα βαθύτερα αίτια αυτής της θεαματικής αντιστροφής, που ξεκίνησε, υποτίθεται, ως ευαίσθητη και ρομαντικά α-εθνική τοποθέτηση, για να καταλήξει σε κρατική πολιτική αυτο-υπονόμευσης μιας ολόκληρης χώρας, που απειλεί με ακραία σχετικοποίηση την εθνική μας ανεξαρτησία, με απόλυτη διάλυση την κοινωνική συνοχή, και οριστική αποδόμηση τη λαϊκή κυριαρχία;
Το ζήτημα είναι πολύ απλό: Στον πλανήτη γη, και όχι στον «ουρανό των καθαρό ιδεών» σημασία έχει ποιος κάνει τι και γιατί. Κοινώς: Το τι σημαίνει για μια αδύναμη από κάθε άποψη χώρα σαν την Ελλάδα να αμφισβητήσει τα ίδια της τα σύνορα, να σχετικοποιήσει την εθνική της συνοχή, να μεταβάλει την κοινωνική της σύνθεση, μεταβαλλόμενη σε βαβέλ εξαθλιωμένων. Όχι, δεν ζούμε ούτε στην κομμουνιστική ούτε σε μια αντιεξουσιαστική ουτοπία. Ζούμε το 2015 σ’ έναν πλανήτη που βαίνει μια μεταιχμιακή περίοδο ακραίας αποσταθεροποίησης, την οποία εκμεταλλεύονται παγκόσμιες ή περιφερειακές δυνάμεις για να υφαίνουν σχέδια κυριαρχίας.
Και είναι αυτοί οι συσχετισμοί που κρίνουν το περιεχόμενο μιας άποψης, και όχι οι «καλές προθέσεις», με τις οποίες σπέρνεται ο δρόμος για την κόλαση. Που έχει την ίδια απόσταση, όση έχει και αυτή η «ουτοπία» με την πραγματικότητα. Με λίγα λόγια, όλη αυτή η «no border» ιδεολογία, ήταν και είναι ακραία απολίτικη, καθώς επιμένει να αγνοεί τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης και ισχύος που ορίζουν την μοίρα της ευρύτερής μας περιοχής. Και ταυτόχρονα φέρει μέσα της μια ριζική αποτυχία στο να συλλάβει το πραγματικό περιεχόμενο των ίδιων αρχών τις οποίες επικαλείται –κύρια την κοινωνική δικαιοσύνη, τον πλουραλισμό και την δημοκρατία: Μπορούν να πραγματωθούν άραγε αυτές οι αρχές στην πολιτιστική βαβέλ ενός φτωχού και εξαθλιωμένου πλήθους;
Εξ άλλου, πέραν όλων των άλλων, οι κύριοι εκφραστές αυτής της «ουτοπίας», ο σκληρός, εθνομηδενιστικός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξαν αρκετά ρεαλιστές ως προς την σύμπραξη σε υπαρκτά σχέδια σχετικοποίησης της εθνικής μας κυριαρχίας –μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα, Μη-κυβερνητικές οργανώσεις, προγράμματα σύμπραξης με τον τουρκικό επεκτατισμό κ.ο.κ. για να πιστέψουμε ότι πρόκειται για ονειροπόλους αφελείς. Ή τουλάχιστον, η αφέλειά τους ήταν αρκετά βολική στο να τους επιτρέπει ταυτοχρόνως να βόσκουν ανενόχλητοι στα λιβάδια των αρχουσών τάξεων με το αζημίωτο!
Η δεύτερη πράξη του δράματος
Όλα τούτα, προφανώς, δεν έχουν γίνει αντικείμενο αναστοχασμού στο πλαίσιο μιας συζήτησης για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Διότι αυτή η συζήτηση δεν έχει καν ανοίξει, καθώς σύσσωμο το πολιτικό σύστημα –πλην των ναζί της Χρυσής Αυγής, πράγμα που είναι πολύ επικίνδυνο– επί της ουσίας συναινεί στην πολιτική της κυβέρνησης. Όχι γιατί, για παράδειγμα, η Νέα Δημοκρατία ή άλλα κόμματα εξουσίας που προέρχονται από την δεξιά απηχεί στην ιδεολογία των «ανοιχτών συνόρων». Αλλά διότι πέραν τούτου, ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίζεται η χώρα μας τα προσφυγικά και τα μεταναστευτικά κύματα που εισέρχονται σε αυτήν, αποτελεί ρητή απαίτηση των μεγάλων δυτικών δυνάμεων. Επομένως, αποτελεί προϋπόθεση για οποιοδήποτε κόμμα εξουσίας να ευθυγραμμιστεί, πλέον, με αυτήν την απαίτηση –πράγμα που δεν ίσχυε μάλλον πριν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ωστόσο σήμερα αποτελεί αδήριτη πραγματικότητα.
Υπό αυτήν την έννοια, η δημόσια αξιολόγηση των κυβερνητικών πεπραγμένων ενταφιάζεται ενώ ταυτόχρονα, η δημόσια συζήτηση εκβιάζεται να περάσει στην φάση Β΄ μιας πορείας κρατικής/κοινωνικής αποδιάρθρωσης, η οποία τείνει να γίνει προδιαγεγραμμένη.
Γι’ αυτό και τώρα, στιγμή που υπάρχει ξεκάθαρα απειλή ολικού αποκλεισμού της Ελλάδας στα Βόρεια της σύνορα, και άρα κίνδυνος εγκλωβισμού δεκάδων ή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στο εσωτερικό της χώρας, κράτος και κοινωνία καλείται να υλοποιήσει μια επιβαλλόμενη από τα έξω πολιτική υποτιθέμενης «φιλοξενίας». Το πραγματικό περιεχόμενο της οποίας, είναι να μεταβάλει σημεία σε όλη την χώρα σε ανοιχτά στρατόπεδα συγκέντρωσης των εγκλωβισμένων.
Τα οποία, μάλιστα, προωθούνται υπό την ίδια την ανθρωπιστική λεοντή –μόλο που στην ουσία αποτελούν μορφές ανοιχτής προσωποκράτησης (ας τα πούμε «γκέτο») ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές χώρες, και δεν επιθυμούν να παραμείνουν στην χώρα μας.
Με το «έτσι θέλω» λοιπόν, η κυβέρνηση, ως ιμάντας μεταβίβασης των εντολών που έρχονται από τις Βρυξέλλες, ορίζει τοποθεσίες για τα περίφημα κέντρα μετεγκατάστασης και τα «Hot Spots» (Κως, Σχιστό, Διαβατά, Μυτιλήνη, Λέρος και Σάμος). Τα οποία θα φιλοξενήσουν ανθρώπους, οι οποίοι από εδώ και στο εξής θα εισέρχονται στην χώρα, την στιγμή που τα σύνορά της θα φυλάνε αυτοί που… δημιούργησαν την ανθρωπιστική κρίση στην χώρα μας (Τουρκία) και αυτοί που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο να τη μεταβάλουν σε αποθήκη ψυχών (Γερμανία)!
Και όλα αυτά δίχως οι ιθύνοντες να έχουν το παραμικρό σχέδιο ή ιδέα πόσους καλούνται να φιλοξενήσουν και για πόσο. Καθώς επί της ουσίας μιλάμε όχι μόνον για τους 50.000 πρόσφυγες που αναλογούν στην χώρα μας, βάσει του καταμερισμού της Ε.Ε., αλλά και για όσους δεν είναι πρόσφυγες, και θα εγκλωβιστούν στην χώρα μας, μιας και η προοπτική επαναπροώθησης σε μια χώρα που συστηματικά κατευθύνει τα δουλεμπορικά δίκτυα μετακίνησης τους προς τα εμάς, είναι απολύτως γελοία.
Δεν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι αυτή η πολιτική είναι εξ υπαρχής ναρκοθετημένη, και ότι θα έχει σοβαρότατες συνέπειες. Ας εξηγήσουμε γιατί; Πόσο βιώσιμη και ομαλή είναι η αναγκαστική συνύπαρξη σε άθλιες υποδομές 3.000 ή 5.000 ανθρώπων, που προέρχονται από τόσο διαφορετικές χώρες μεταξύ τους, όσο είναι η Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράν, το Ιράκ, το Μαρόκο και η Λιβύη; Ήδη στην Ειδομένη πήραμε μια πρόγευση αυτής της κατάστασης, καθώς σύντομα επικράτησε κλίμα αντιπαλότητας, καβγάδες για την σίτιση, εντάσεις οι οποίες μάλιστα έφτασαν σε σύρραξη που είχε και νεκρό.
Δεύτερον, τι θα σημάνει μια ενδεχόμενη αδυναμία ή καθυστέρηση στις υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους για παροχή σίτισης ή υγειονομικής περίθαλψης; Και εδώ, πιλότος είναι τα όσα συνέβησαν στην Μυτιλήνη, στην Κω, και την Ειδομένη, όπου πραγματοποιήθηκαν σποραδικές εξεγέρσεις των εγκλωβισμένων. Ή μήπως είναι «ανθρωπιστικό» το να επιστρατεύονται κάθε φορά τα ΜΑΤ για να αποκαταστήσουν την ομαλότητα της «φιλοξενίας» (sic!);
Τρίτον, τι θα γίνει με την ικανοποίηση των λατρευτικών αναγκών αυτών των ανθρώπων; Θα στηθούν τζαμιά δίπλα σε κάθε «κέντρο φιλοξενίας»; Και πως αυτό θα συμβαδίσει με τις πραγματικότητες των κατά τόπους κοινωνιών;
Ακόμα, δε, κι αν δεν υπήρχε η πολιτισμική και θρησκευτική παράμετρος που αποτρέπει ή δυσχεραίνει δραματικά την συνύπαρξη μεταξύ ντόπιων και προσφύγων/μεταναστών, καθώς και των μεταναστευτικών/προσφυγικών ομάδων μεταξύ τους, τι είδους ενσωμάτωση, έστω και προσωρινή, μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο μιας κατεστραμμένης οικονομίας, όπου ανακύπτουν προβλήματα «κοινωνικού αυτοματισμού» ακόμα και μεταξύ των ντόπιων κοινωνικών ομάδων;
Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Είναι η αποτυχία αυτής της πολιτικής, που καταρτίζεται και καθοδηγείται από ανθρώπους ανίκανους, που θα δημιουργήσει σοβαρότατο πρόβλημα κοινωνικής και πολιτισμικής συνοχής στην ελληνική κοινωνία. Και αυτή ακριβώς η κατάσταση θα τροφοδοτήσει την γενίκευση κρουσμάτων ξενοφοβίας και σε δεύτερο χρόνο ρατσισμού, πράγμα που θα ενισχύσει τα γκέτο, την εθνοθρησκευτική περιχαράκωση κ.ο.κ. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που λειτουργεί εν είδει κοινωνικού και πολιτισμικού αυτοματισμού. Τον έχουμε δει ήδη να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Ο οποίος αποτέλεσε το «πολιτικό εργαστήριο» μέσα στο οποίο επωάστηκε η Χρυσή Αυγή και καθιερώθηκε ως πανεθνική κοινοβουλευτική δύναμη.
Πραγματικά, όμως, το πάθημα δεν έχει γίνει μάθημα σε κανέναν: Όπως και με το ασφαλιστικό ή το ευρώ, ή εν τέλει κάθε άλλο ζήτημα που όρισε τις μοίρες αυτής της χώρας την τελευταία εικοσαετία, η δημόσια συζήτηση πραγματοποιείται με καθυστέρηση… 10ετίας!
Η αποδόμηση από τα πάνω
Η πολιτική της κυβέρνησης στις δύο της φάσεις, διάλυση των συνόρων, και εγκαθίδρυση μη-βιώσιμων μαζικών μηχανισμών εγκατάστασης, δημιουργεί de facto τις συνθήκες ενός «γεωπολιτικού μνημονίου από τα κάτω». Επιτρέπει την βίαιη μεταβολή της πληθυσμιακής, εθνοπολιτισμικής σύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας και δυναμιτίζει την ενότητα της ελληνικής πολιτείας στην πιο ουσιαστική της βάση: Οποιαδήποτε μορφή συλλογικής συνύπαρξης θεμελιώνεται πάνω σε μια συμφωνία για τους κοινούς κανόνες που τις διέπει – αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης ονόμαζε «φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας». Στον βαθμό που η τελευταία θρυμματίζεται, δεν νοείται ούτε η συλλογικότητα του «έθνους», και παύει να ισχύει η ενιαία και αδιαίρετη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ακόμα και αυτή η έννοια του λαού κατακερματίζεται σε ένα πλήθος εθνο-πολιτισμικών φατριών – μια κοινωνική μορφή οργάνωσης που θυμίζει τα «μιλιέτ» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προφανώς, η αναλογία δεν γίνεται τυχαία, διότι μια τέτοια μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, απαιτεί μια εξουσία που θα ορθώνεται από πάνω της και θα την αστυνομεύει. Και ήδη, ο Νταβούτογλου στο περίφημο «Στρατηγικό Βάθος» ορίζει αυτό ακριβώς το μοντέλο ως πρότυπο οργάνωσης των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, στο πλαίσιο μιας νέας pax-ottomanica.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι του προσφυγικού αδιεξόδου δεν περιορίζονται μόνο σε αυτό το «μνημόνιο από τα κάτω». Την ίδια στιγμή η Δύση, παρεμβαίνει στο ελληνικό προσφυγικό αδιέξοδο, συντονίζεται με αυτές τις εξελίξεις, και επιβάλει μια αντίστοιχη διαδικασία «από τα πάνω». Αυτή, δεν συνίσταται μόνο στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος απλώς λειτούργησε ως «ιμάντας μεταβίβασης» μιας πολιτικής φιλοξενίας που εκπονήθηκε στις Βρυξέλλες και επιβλήθηκε στην χώρα μας. Προχωράει και παρακάτω, οργανώνοντας ένα νέο «στυλ πολιτικής διακυβέρνησης» που αρμόζει σε χώρα περιορισμένης ευθύνης: Έτσι, τόσο το πρόγραμμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, όσο και τα αντίστοιχα που εκπονεί η Ε.Ε. (και τα οποία αφορούν όχι μόνο στο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά εν γένει, κάθε κοινωνική πολιτική που υλοποιείται με ευρωπαϊκούς πόρους) είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να παρακάμπτει την ελληνική πολιτεία!
Οι πόροι για τους μηχανισμούς φιλοξενίας των προσφύγων/μεταναστών καθώς και τις άλλες δράσεις ανθρωπιστικής ανακούφισης διοχετεύονται απευθείας στην τοπική αυτοδιοίκηση, υπό την ρητή προϋπόθεση ότι η τελευταία θα τα αξιοποιήσει μεταβιβάζοντάς τα σε… μη-κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την εκτέλεσή τους. Με αυτόν τον τρόπο, τεχνηέντως, αποφεύγεται κάθε δυνατότητα παρέμβασης και ελέγχου του ελληνικού κράτους πάνω στην πολιτική φιλοξενίας, δηλαδή, αποτρέπεται κάθε δυνατότητα δημοκρατικού της ελέγχου. Και επί της ουσίας, ο μηχανισμός των ΜΚΟ λειτουργεί ως παράλληλη εκτελεστική εξουσία στην χώρα μας, η οποία εντέλλεται όχι από τον κυρίαρχο λαό, αλλά από την Νέα Υόρκη (ΟΗΕ) και τις Βρυξέλλες (Ε.Ε.)!
Δηλαδή, η ραχοκοκαλιά μιας αποικιακής διοίκησης έχει ήδη στηθεί de facto και… de jure στην χώρα μας: Τα σύνορα τα φυλούν οι Τούρκοι και οι Γερμανοί υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ. Την κοινωνική πολιτική την εκτελούν μη-κυβερνητικές οργανώσεις, με την τοπική αυτοδιοίκηση να παίζει απλώς ρόλο θησαυροφύλακα των πόρων· και η ελληνική πολιτεία περιορίζει τις αρμοδιότητές της μόνο στο πεδίο της φορολογίας, της ρύθμισης του αστικού δικαίου μεταξύ των κατοίκων αυτής της χώρας, και της… αστυνόμευσης.
Έτσι, «ανεπαισθήτως», που θα έλεγε και ο Καβάφης, έχει συντελεστεί ο υποβιβασμός της ελληνικής πολιτείας, από ελεύθερη και κυρίαρχη πολιτείας στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου κράτους, σε απλή διοίκηση. Ή, όπως κωδικοποίησε τις εξελίξεις ο Δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, που εμφανίστηκε με τον Δήμαρχο της Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη σε πρόσφατη εκδήλωση στην Αθήνα υπό τον τίτλο «Μεγα-Πόλεις» ως κατ εξοχήν εκπρόσωποι αυτού του νέου, αποικιακού μοντέλου διακυβέρνησης: «Τα εθνικά σύνορα εξαφανίζονται, οι πόλεις αναδύονται» (2)…
Υπό αυτήν την έννοια, η δημόσια αξιολόγηση των κυβερνητικών πεπραγμένων ενταφιάζεται ενώ ταυτόχρονα, η δημόσια συζήτηση εκβιάζεται να περάσει στην φάση Β΄ μιας πορείας κρατικής/κοινωνικής αποδιάρθρωσης, η οποία τείνει να γίνει προδιαγεγραμμένη.
Γι’ αυτό και τώρα, στιγμή που υπάρχει ξεκάθαρα απειλή ολικού αποκλεισμού της Ελλάδας στα Βόρεια της σύνορα, και άρα κίνδυνος εγκλωβισμού δεκάδων ή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στο εσωτερικό της χώρας, κράτος και κοινωνία καλείται να υλοποιήσει μια επιβαλλόμενη από τα έξω πολιτική υποτιθέμενης «φιλοξενίας». Το πραγματικό περιεχόμενο της οποίας, είναι να μεταβάλει σημεία σε όλη την χώρα σε ανοιχτά στρατόπεδα συγκέντρωσης των εγκλωβισμένων.
Τα οποία, μάλιστα, προωθούνται υπό την ίδια την ανθρωπιστική λεοντή –μόλο που στην ουσία αποτελούν μορφές ανοιχτής προσωποκράτησης (ας τα πούμε «γκέτο») ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές χώρες, και δεν επιθυμούν να παραμείνουν στην χώρα μας.
Με το «έτσι θέλω» λοιπόν, η κυβέρνηση, ως ιμάντας μεταβίβασης των εντολών που έρχονται από τις Βρυξέλλες, ορίζει τοποθεσίες για τα περίφημα κέντρα μετεγκατάστασης και τα «Hot Spots» (Κως, Σχιστό, Διαβατά, Μυτιλήνη, Λέρος και Σάμος). Τα οποία θα φιλοξενήσουν ανθρώπους, οι οποίοι από εδώ και στο εξής θα εισέρχονται στην χώρα, την στιγμή που τα σύνορά της θα φυλάνε αυτοί που… δημιούργησαν την ανθρωπιστική κρίση στην χώρα μας (Τουρκία) και αυτοί που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο να τη μεταβάλουν σε αποθήκη ψυχών (Γερμανία)!
Και όλα αυτά δίχως οι ιθύνοντες να έχουν το παραμικρό σχέδιο ή ιδέα πόσους καλούνται να φιλοξενήσουν και για πόσο. Καθώς επί της ουσίας μιλάμε όχι μόνον για τους 50.000 πρόσφυγες που αναλογούν στην χώρα μας, βάσει του καταμερισμού της Ε.Ε., αλλά και για όσους δεν είναι πρόσφυγες, και θα εγκλωβιστούν στην χώρα μας, μιας και η προοπτική επαναπροώθησης σε μια χώρα που συστηματικά κατευθύνει τα δουλεμπορικά δίκτυα μετακίνησης τους προς τα εμάς, είναι απολύτως γελοία.
Δεν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι αυτή η πολιτική είναι εξ υπαρχής ναρκοθετημένη, και ότι θα έχει σοβαρότατες συνέπειες. Ας εξηγήσουμε γιατί; Πόσο βιώσιμη και ομαλή είναι η αναγκαστική συνύπαρξη σε άθλιες υποδομές 3.000 ή 5.000 ανθρώπων, που προέρχονται από τόσο διαφορετικές χώρες μεταξύ τους, όσο είναι η Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράν, το Ιράκ, το Μαρόκο και η Λιβύη; Ήδη στην Ειδομένη πήραμε μια πρόγευση αυτής της κατάστασης, καθώς σύντομα επικράτησε κλίμα αντιπαλότητας, καβγάδες για την σίτιση, εντάσεις οι οποίες μάλιστα έφτασαν σε σύρραξη που είχε και νεκρό.
Δεύτερον, τι θα σημάνει μια ενδεχόμενη αδυναμία ή καθυστέρηση στις υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους για παροχή σίτισης ή υγειονομικής περίθαλψης; Και εδώ, πιλότος είναι τα όσα συνέβησαν στην Μυτιλήνη, στην Κω, και την Ειδομένη, όπου πραγματοποιήθηκαν σποραδικές εξεγέρσεις των εγκλωβισμένων. Ή μήπως είναι «ανθρωπιστικό» το να επιστρατεύονται κάθε φορά τα ΜΑΤ για να αποκαταστήσουν την ομαλότητα της «φιλοξενίας» (sic!);
Τρίτον, τι θα γίνει με την ικανοποίηση των λατρευτικών αναγκών αυτών των ανθρώπων; Θα στηθούν τζαμιά δίπλα σε κάθε «κέντρο φιλοξενίας»; Και πως αυτό θα συμβαδίσει με τις πραγματικότητες των κατά τόπους κοινωνιών;
Ακόμα, δε, κι αν δεν υπήρχε η πολιτισμική και θρησκευτική παράμετρος που αποτρέπει ή δυσχεραίνει δραματικά την συνύπαρξη μεταξύ ντόπιων και προσφύγων/μεταναστών, καθώς και των μεταναστευτικών/προσφυγικών ομάδων μεταξύ τους, τι είδους ενσωμάτωση, έστω και προσωρινή, μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο μιας κατεστραμμένης οικονομίας, όπου ανακύπτουν προβλήματα «κοινωνικού αυτοματισμού» ακόμα και μεταξύ των ντόπιων κοινωνικών ομάδων;
Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Είναι η αποτυχία αυτής της πολιτικής, που καταρτίζεται και καθοδηγείται από ανθρώπους ανίκανους, που θα δημιουργήσει σοβαρότατο πρόβλημα κοινωνικής και πολιτισμικής συνοχής στην ελληνική κοινωνία. Και αυτή ακριβώς η κατάσταση θα τροφοδοτήσει την γενίκευση κρουσμάτων ξενοφοβίας και σε δεύτερο χρόνο ρατσισμού, πράγμα που θα ενισχύσει τα γκέτο, την εθνοθρησκευτική περιχαράκωση κ.ο.κ. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που λειτουργεί εν είδει κοινωνικού και πολιτισμικού αυτοματισμού. Τον έχουμε δει ήδη να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Ο οποίος αποτέλεσε το «πολιτικό εργαστήριο» μέσα στο οποίο επωάστηκε η Χρυσή Αυγή και καθιερώθηκε ως πανεθνική κοινοβουλευτική δύναμη.
Πραγματικά, όμως, το πάθημα δεν έχει γίνει μάθημα σε κανέναν: Όπως και με το ασφαλιστικό ή το ευρώ, ή εν τέλει κάθε άλλο ζήτημα που όρισε τις μοίρες αυτής της χώρας την τελευταία εικοσαετία, η δημόσια συζήτηση πραγματοποιείται με καθυστέρηση… 10ετίας!
Η αποδόμηση από τα πάνω
Η πολιτική της κυβέρνησης στις δύο της φάσεις, διάλυση των συνόρων, και εγκαθίδρυση μη-βιώσιμων μαζικών μηχανισμών εγκατάστασης, δημιουργεί de facto τις συνθήκες ενός «γεωπολιτικού μνημονίου από τα κάτω». Επιτρέπει την βίαιη μεταβολή της πληθυσμιακής, εθνοπολιτισμικής σύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας και δυναμιτίζει την ενότητα της ελληνικής πολιτείας στην πιο ουσιαστική της βάση: Οποιαδήποτε μορφή συλλογικής συνύπαρξης θεμελιώνεται πάνω σε μια συμφωνία για τους κοινούς κανόνες που τις διέπει – αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης ονόμαζε «φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας». Στον βαθμό που η τελευταία θρυμματίζεται, δεν νοείται ούτε η συλλογικότητα του «έθνους», και παύει να ισχύει η ενιαία και αδιαίρετη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ακόμα και αυτή η έννοια του λαού κατακερματίζεται σε ένα πλήθος εθνο-πολιτισμικών φατριών – μια κοινωνική μορφή οργάνωσης που θυμίζει τα «μιλιέτ» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προφανώς, η αναλογία δεν γίνεται τυχαία, διότι μια τέτοια μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, απαιτεί μια εξουσία που θα ορθώνεται από πάνω της και θα την αστυνομεύει. Και ήδη, ο Νταβούτογλου στο περίφημο «Στρατηγικό Βάθος» ορίζει αυτό ακριβώς το μοντέλο ως πρότυπο οργάνωσης των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, στο πλαίσιο μιας νέας pax-ottomanica.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι του προσφυγικού αδιεξόδου δεν περιορίζονται μόνο σε αυτό το «μνημόνιο από τα κάτω». Την ίδια στιγμή η Δύση, παρεμβαίνει στο ελληνικό προσφυγικό αδιέξοδο, συντονίζεται με αυτές τις εξελίξεις, και επιβάλει μια αντίστοιχη διαδικασία «από τα πάνω». Αυτή, δεν συνίσταται μόνο στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος απλώς λειτούργησε ως «ιμάντας μεταβίβασης» μιας πολιτικής φιλοξενίας που εκπονήθηκε στις Βρυξέλλες και επιβλήθηκε στην χώρα μας. Προχωράει και παρακάτω, οργανώνοντας ένα νέο «στυλ πολιτικής διακυβέρνησης» που αρμόζει σε χώρα περιορισμένης ευθύνης: Έτσι, τόσο το πρόγραμμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, όσο και τα αντίστοιχα που εκπονεί η Ε.Ε. (και τα οποία αφορούν όχι μόνο στο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά εν γένει, κάθε κοινωνική πολιτική που υλοποιείται με ευρωπαϊκούς πόρους) είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να παρακάμπτει την ελληνική πολιτεία!
Οι πόροι για τους μηχανισμούς φιλοξενίας των προσφύγων/μεταναστών καθώς και τις άλλες δράσεις ανθρωπιστικής ανακούφισης διοχετεύονται απευθείας στην τοπική αυτοδιοίκηση, υπό την ρητή προϋπόθεση ότι η τελευταία θα τα αξιοποιήσει μεταβιβάζοντάς τα σε… μη-κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την εκτέλεσή τους. Με αυτόν τον τρόπο, τεχνηέντως, αποφεύγεται κάθε δυνατότητα παρέμβασης και ελέγχου του ελληνικού κράτους πάνω στην πολιτική φιλοξενίας, δηλαδή, αποτρέπεται κάθε δυνατότητα δημοκρατικού της ελέγχου. Και επί της ουσίας, ο μηχανισμός των ΜΚΟ λειτουργεί ως παράλληλη εκτελεστική εξουσία στην χώρα μας, η οποία εντέλλεται όχι από τον κυρίαρχο λαό, αλλά από την Νέα Υόρκη (ΟΗΕ) και τις Βρυξέλλες (Ε.Ε.)!
Δηλαδή, η ραχοκοκαλιά μιας αποικιακής διοίκησης έχει ήδη στηθεί de facto και… de jure στην χώρα μας: Τα σύνορα τα φυλούν οι Τούρκοι και οι Γερμανοί υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ. Την κοινωνική πολιτική την εκτελούν μη-κυβερνητικές οργανώσεις, με την τοπική αυτοδιοίκηση να παίζει απλώς ρόλο θησαυροφύλακα των πόρων· και η ελληνική πολιτεία περιορίζει τις αρμοδιότητές της μόνο στο πεδίο της φορολογίας, της ρύθμισης του αστικού δικαίου μεταξύ των κατοίκων αυτής της χώρας, και της… αστυνόμευσης.
Έτσι, «ανεπαισθήτως», που θα έλεγε και ο Καβάφης, έχει συντελεστεί ο υποβιβασμός της ελληνικής πολιτείας, από ελεύθερη και κυρίαρχη πολιτείας στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου κράτους, σε απλή διοίκηση. Ή, όπως κωδικοποίησε τις εξελίξεις ο Δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, που εμφανίστηκε με τον Δήμαρχο της Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη σε πρόσφατη εκδήλωση στην Αθήνα υπό τον τίτλο «Μεγα-Πόλεις» ως κατ εξοχήν εκπρόσωποι αυτού του νέου, αποικιακού μοντέλου διακυβέρνησης: «Τα εθνικά σύνορα εξαφανίζονται, οι πόλεις αναδύονται» (2)…
Αντί επιλόγου: Οι πελταστές της αποδόμησης
Αν η ελληνική κυβέρνηση προκαλεί με τις πράξεις και τις παραλήψεις της την αποδόμηση της Ελλάδας «από τα κάτω», ενώ οι μεγάλοι υπερεθνικοί οργανισμοί την ολοκληρώνουν «από τα πάνω», υπάρχει και η συνιστώσα που εν τοις πράγμασι λειτουργεί ως παράγοντας φίμωσης και ευθυγράμμισης των… κινημάτων με αυτές τις διαδικασίες αποικιοποίησης. Είναι όλος αυτός ο «no-border» χώρος, που ξεκινάει από την νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, περνάει από τους διαγραμμένους της και κομμάτια της άκρας αριστεράς, και καταλήγει στη μεγαλύτερη μερίδα του αντιεξουσιαστικού χώρου.
Ένας χώρος, ο οποίος την ίδια στιγμή που συμβαίνουν όλα αυτά, και απειλείται η χώρα με ανθρωπιστική καθίζηση, αναλαμβάνουν δράση πιέζοντας… να ανοίξουν ολοσχερώς τα σύνορα στο Αιγαίο και τον Έβρο. Το γεγονός, βέβαια, ότι την ίδια στιγμή οι χώρες που συνορεύουν στα βόρεια της χώρας μεθοδεύουν το κλείσιμο των συνόρων με φράκτες, ένταση της στρατιωτικοποίησης κ.ο.κ. λίγο φαίνεται να τους απασχολεί ή να θίγει την ευαισθησία τους περί «ανοιχτών συνόρων».
Γιατί το ζήτημα για αυτούς, δεν είναι ούτε καν το να υπάρξει τελικά ένας ασφαλής δίαυλος των προσφύγων και των μεταναστών προς την Ευρώπη, όπου εξάλλου επιθυμούν να πάνε. Το ζήτημα είναι να καταπέσουν τα δικά μας σύνορα, να καταλυθεί το ελληνικό κράτος, να αποεθνικοποιηθεί η δική μας κοινωνία. Γιατί το πρόβλημα για αυτούς δεν είναι ο σωβινισμός, η ακροδεξιά, και όλα τα παρελκόμενά τους – που στο κάτω κάτω της γραφής επωάζονται εξ αντανακλάσεως από αυτήν ακριβώς την δραστηριότητα ριζικής αντιπαλότητας με τον ελληνικό λαό. Είναι εν γένει η πραγματικότητα του έθνους, ως υπαρκτό, ζωντανό αυτεξούσιο και δημοκρατικό υποκείμενο.
Το γεγονός ότι το ίδιο πρόβλημα έχουν και οι άρχουσες τάξεις αυτής της χώρας, που έχουν αποφασίσει να προσχωρήσουν (με το αζημίωτο) φυσικά, ως ντόπιοι παράγοντες του νέου αποικιακού σχεδίου, δεν φαίνεται να τους απασχολεί καθόλου.
Ούτε το ότι η δράση τους επιταχύνει την εισαγωγή της γενικευμένης πολιτιστικής αντιπαράθεσης στην χώρα μας – που θα σημάνει την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος ακραίας ανελευθερίας στην ελληνική κοινωνία, που θα σαρώσει εν τοις πράγμασι κάθε δημοκρατική, κοινωνική και πολιτική κατάκτηση του λαού μας. Διότι πέρα από τις πολιτικές διακηρύξεις και τα συνθήματα, και εδώ αναμφίβολα ο Μαρξ διατηρεί αυτούσια την επικαιρότητά του, σημασία σε τελευταία ανάλυση έχει «το κοινωνικό είναι» των ανθρώπων. Και αυτή η μερίδα των global μεσαίων και μεγάλων αστών, γιατί αυτή είναι πλέον ξεκάθαρα η κοινωνική φυσιογνωμία που κυριαρχεί σε αυτούς τους χώρους, έχουν αποφασίσει, με αμιγώς ταξικά κριτήρια, ότι το μέλλον τους εγγράφεται μέσα στο νέο αποικιακό σχέδιο, και όχι έξω από αυτό.
Υπάρχει άραγε μέσα σε αυτόν τον εφιάλτη μια τρίτη άποψη που να διατηρεί τις ελπίδες να υπερβούμε από το αδιέξοδο, περισώζοντας τις εθνικές, δημοκρατικές, και κοινωνικές μας ελευθερίες; Υπάρχει η δυνατότητα να αμφισβητήσουμε τον κυρίαρχο παροξυστικό εθνομηδενισμό, και τον σωβινισμό που εξ αντακλάσεως αυτός προκαλεί; Η απάντηση είναι θεωρητικά, τουλάχιστον, ναι, ωστόσο θα πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτή η προοπτική είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Για να αρθρώσουμε έναν δημοκρατικό λόγο πάνω στο προσφυγικό αδιέξοδο, που να μην χαρίζει τον ανθρωπισμό στις δυνάμεις που επιδιώκουν την αποδόμηση της χώρας, και την πατρίδα στην άκρα δεξιά, θα πρέπει πρώτα και πάνω από όλα να πολιτικοποιήσουμε το προσφυγικό/μεταναστευτικό αδιέξοδο. Να το θέσουμε στις σωστές του διαστάσεις: Το δημιουργεί η Τουρκία, το υλοποιούν οι δουλέμποροι, το παροξύνει η Ευρώπη, το επιτρέπει η ελληνική κυβέρνηση. Αυτοί είναι ο στόχος, και όχι οι πρόσφυγες ή οι μετανάστες – ένα τέχνασμα στην λογική του «αποδιοπομπαίου τράγου» που επιστρατεύει η άκρα δεξιά για να αποπολιτικοποιήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια σε τυφλό μίσος.
Η φιλοξενία είναι ζητούμενο, αλλά στο μέτρο του δυνατού και του εφικτού – που ακούστηκε οικοδεσπότης να γκρεμίζει το σπίτι του, για να υποδεχθεί τους φιλοξενούμενους. Και εξάλλου όσο η επίκληση του ανθρωπισμού τίθεται ανταγωνιστικά ως προς την βιωσιμότητα και τις ελευθερίες της ελληνικής κοινωνίας, θα είναι το μακρύ χέρι της υποδούλωσής μας, όπως συνέβη και με άλλες χώρες και λαούς της ευρύτερης γειτονιάς μας. Και το πρόσχημα, ώστε να μεταβληθεί μια ολόκληρη χώρα σε ανοιχτό στρατόπεδο συγκέντρωσης εγκλωβισμένων, με τίμημα την μεταβολή του τόπου μας σε no man’s land κατά τον 21ο αιώνα της γενικευμένης αποσταθεροποίησης…
Ένας χώρος, ο οποίος την ίδια στιγμή που συμβαίνουν όλα αυτά, και απειλείται η χώρα με ανθρωπιστική καθίζηση, αναλαμβάνουν δράση πιέζοντας… να ανοίξουν ολοσχερώς τα σύνορα στο Αιγαίο και τον Έβρο. Το γεγονός, βέβαια, ότι την ίδια στιγμή οι χώρες που συνορεύουν στα βόρεια της χώρας μεθοδεύουν το κλείσιμο των συνόρων με φράκτες, ένταση της στρατιωτικοποίησης κ.ο.κ. λίγο φαίνεται να τους απασχολεί ή να θίγει την ευαισθησία τους περί «ανοιχτών συνόρων».
Γιατί το ζήτημα για αυτούς, δεν είναι ούτε καν το να υπάρξει τελικά ένας ασφαλής δίαυλος των προσφύγων και των μεταναστών προς την Ευρώπη, όπου εξάλλου επιθυμούν να πάνε. Το ζήτημα είναι να καταπέσουν τα δικά μας σύνορα, να καταλυθεί το ελληνικό κράτος, να αποεθνικοποιηθεί η δική μας κοινωνία. Γιατί το πρόβλημα για αυτούς δεν είναι ο σωβινισμός, η ακροδεξιά, και όλα τα παρελκόμενά τους – που στο κάτω κάτω της γραφής επωάζονται εξ αντανακλάσεως από αυτήν ακριβώς την δραστηριότητα ριζικής αντιπαλότητας με τον ελληνικό λαό. Είναι εν γένει η πραγματικότητα του έθνους, ως υπαρκτό, ζωντανό αυτεξούσιο και δημοκρατικό υποκείμενο.
Το γεγονός ότι το ίδιο πρόβλημα έχουν και οι άρχουσες τάξεις αυτής της χώρας, που έχουν αποφασίσει να προσχωρήσουν (με το αζημίωτο) φυσικά, ως ντόπιοι παράγοντες του νέου αποικιακού σχεδίου, δεν φαίνεται να τους απασχολεί καθόλου.
Ούτε το ότι η δράση τους επιταχύνει την εισαγωγή της γενικευμένης πολιτιστικής αντιπαράθεσης στην χώρα μας – που θα σημάνει την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος ακραίας ανελευθερίας στην ελληνική κοινωνία, που θα σαρώσει εν τοις πράγμασι κάθε δημοκρατική, κοινωνική και πολιτική κατάκτηση του λαού μας. Διότι πέρα από τις πολιτικές διακηρύξεις και τα συνθήματα, και εδώ αναμφίβολα ο Μαρξ διατηρεί αυτούσια την επικαιρότητά του, σημασία σε τελευταία ανάλυση έχει «το κοινωνικό είναι» των ανθρώπων. Και αυτή η μερίδα των global μεσαίων και μεγάλων αστών, γιατί αυτή είναι πλέον ξεκάθαρα η κοινωνική φυσιογνωμία που κυριαρχεί σε αυτούς τους χώρους, έχουν αποφασίσει, με αμιγώς ταξικά κριτήρια, ότι το μέλλον τους εγγράφεται μέσα στο νέο αποικιακό σχέδιο, και όχι έξω από αυτό.
Υπάρχει άραγε μέσα σε αυτόν τον εφιάλτη μια τρίτη άποψη που να διατηρεί τις ελπίδες να υπερβούμε από το αδιέξοδο, περισώζοντας τις εθνικές, δημοκρατικές, και κοινωνικές μας ελευθερίες; Υπάρχει η δυνατότητα να αμφισβητήσουμε τον κυρίαρχο παροξυστικό εθνομηδενισμό, και τον σωβινισμό που εξ αντακλάσεως αυτός προκαλεί; Η απάντηση είναι θεωρητικά, τουλάχιστον, ναι, ωστόσο θα πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτή η προοπτική είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Για να αρθρώσουμε έναν δημοκρατικό λόγο πάνω στο προσφυγικό αδιέξοδο, που να μην χαρίζει τον ανθρωπισμό στις δυνάμεις που επιδιώκουν την αποδόμηση της χώρας, και την πατρίδα στην άκρα δεξιά, θα πρέπει πρώτα και πάνω από όλα να πολιτικοποιήσουμε το προσφυγικό/μεταναστευτικό αδιέξοδο. Να το θέσουμε στις σωστές του διαστάσεις: Το δημιουργεί η Τουρκία, το υλοποιούν οι δουλέμποροι, το παροξύνει η Ευρώπη, το επιτρέπει η ελληνική κυβέρνηση. Αυτοί είναι ο στόχος, και όχι οι πρόσφυγες ή οι μετανάστες – ένα τέχνασμα στην λογική του «αποδιοπομπαίου τράγου» που επιστρατεύει η άκρα δεξιά για να αποπολιτικοποιήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια σε τυφλό μίσος.
Η φιλοξενία είναι ζητούμενο, αλλά στο μέτρο του δυνατού και του εφικτού – που ακούστηκε οικοδεσπότης να γκρεμίζει το σπίτι του, για να υποδεχθεί τους φιλοξενούμενους. Και εξάλλου όσο η επίκληση του ανθρωπισμού τίθεται ανταγωνιστικά ως προς την βιωσιμότητα και τις ελευθερίες της ελληνικής κοινωνίας, θα είναι το μακρύ χέρι της υποδούλωσής μας, όπως συνέβη και με άλλες χώρες και λαούς της ευρύτερης γειτονιάς μας. Και το πρόσχημα, ώστε να μεταβληθεί μια ολόκληρη χώρα σε ανοιχτό στρατόπεδο συγκέντρωσης εγκλωβισμένων, με τίμημα την μεταβολή του τόπου μας σε no man’s land κατά τον 21ο αιώνα της γενικευμένης αποσταθεροποίησης…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου