3-4-2016
«salus patriae suprema lex esto»
Ο εθνομηδενισμός οδηγεί σε κοινωνική αναλγησία και εθνοπροδοσία
Ο εθνομηδενισμός οδηγεί σε κοινωνική αναλγησία και εθνοπροδοσία
του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 103 που κυκλοφορεί
Στο παρελθόν, στην ελληνική παράδοση, μέχρι και την περίοδο του «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου της δεκαετίας του ’80, η κοινωνική ευαισθησία ήταν πάντα συναρτημένη με τον πατριωτισμό και την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων –τουλάχιστον από την… Επανάσταση του ’21 και μετά. Πιο πρόσφατα, στην Κατοχή, το ΕΑΜ εξέφρασε ακριβώς αυτήν τη σύνθεση των παραμέτρων της ελληνικής ιδιοπροσωπίας: Κοινωνική δικαιοσύνη και ελεύθερη πατρίδα ήταν οι δύο βασικοί πυλώνες της ιδεολογίας του. Επιγενέστερα, ακόμα και η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου θα συνδυάζει την κοινωνική πολιτική με την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων στο Kυπριακό. Όπως έχουμε επαναλάβει πολλές φορές, ακόμα και η μήτρα των εθνικομηδενιστικών ρευμάτων στην Αριστερά, το ΚΚΕ εσωτερικού, είχε παρ’ όλα αυτά ως σύμβολό του την ελληνική σημαία μαζί με το σφυροδρέπανο. Βέβαια στο ιδεολογικό πεδίο, ιδιαίτερα στην Αριστερά, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, αυτή η προτεραιότητα ήταν υπονομευμένη από την υποταγή της πατριωτικής συνιστώσας στη δήθεν «κοινωνική», ωστόσο κουτσά στραβά, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και το Νταβός του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Τουργκούτ Οζάλ, εμφανιζόταν μία συστοίχιση των δύο αυτών διαστάσεων.
Όμως, από τη δεκαετία του 1990 –και, ακόμα περισσότερο εκείνη του 2000–, στην παράδοση της ανανεωτικής Αριστεράς ιδιαίτερα, καθώς και του αριστερισμού, που αποτέλεσαν και τα συστατικά στοιχεία του ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια, η κοινωνιοκεντρική αντίληψη και ο πατριωτισμός άρχισαν να παίρνουν, οριστικά, διαζύγιο μεταξύ τους. Η ανανεωτική Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ θα ταυτιστούν σταδιακά με τις εθνομηδενιστικές αντιλήψεις, ιδιαίτερα στον χώρο των πανεπιστημίων, της νεολαίας και της διανόησης. Αντίθετα, ο πατριωτισμός στο εσωτερικό των αριστερών κομμάτων και σχηματισμών συρρικνωνόταν διαρκώς. Στο ΠΑΣΟΚ θα κυριαρχήσει ο σημιτικός εθνομηδενισμός και θα περιθωριοποιηθούν οι πατριωτικές φωνές (Χαραλαμπίδης, Τσοβόλας, Παπαθεμελής), ενώ και στον χώρο του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ επίσης, οι πατριωτικές φωνές (Αλαβάνος, Λαφαζάνης, Γλέζος) είτε θα σιγήσουν είτε θα προσαρμοστούν στην κυρίαρχη εθνομηδενιστική αντίληψη. Τόσο ώστε, ο Λαφαζάνης και ο Αλαβάνος, να υπογράψουν κείμενο υπεράσπισης της Μαρίας Ρεπούση! Όσοι επιμέναμε στην παραδοσιακή σύνθεση κοινωνιοκεντρισμού, οικολογίας και πατριωτισμού είχαμε γίνει μειοψηφία και, μάλιστα, η κυρίαρχη τάση ήταν να εκδιώκονται και να αποβάλλονται οι πατριωτικές φωνές από τις κοινωνικές κινητοποιήσεις και η οικολογική ευαισθησία να ταυτίζεται με τον αντιπατριωτισμό.
Αυτή η εξέλιξη, η οποία κατέστη ηγεμονική στις δεκαετίες 1990 και 2000, απέκοψε ουσιαστικά, και στο επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων, τον πατριωτισμό από την Αριστερά. Σε πατριωτική κατεύθυνση έμεναν περισσότερο τμήματα της λαϊκής Δεξιάς ή της Εκκλησίας, ενώ ο εθνομηδενισμός της Αριστεράς συναγωνιζόταν εκείνον της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς. (Καθόλου τυχαία, με το σχέδιο Ανάν θα συνταχθεί ο Σημίτης και οι περί αυτόν, η Μπακογιάννη και ο Μητσοτάκης, ο Συνασπισμός και ο Κωνσταντόπουλος, ενώ θα αντιδράσουν οι μικρές δυνάμεις της πατριωτικής Αριστεράς και της λαϊκής Δεξιάς.)
Αντίθετα εμείς, στο Άρδην, ξεκινούσαμε πάντα από τη διαπίστωση πως η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία εξαρτημένη από τις παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις της Δύσης και ταυτόχρονα απειλείται κατ’ εξοχήν από τον τουρκικό επεκτατισμό. Γι’ αυτό και θεωρούσαμε πάντοτε πως ήταν πρωταρχική η εμμονή στην πατριωτική διάσταση, διότι χωρίς ανεξάρτητη πατρίδα δεν μπορεί να υπάρχει ούτε κοινωνική δικαιοσύνη, ούτε δημοκρατικά δικαιώματα, ούτε… προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι, για είκοσι τουλάχιστον χρόνια, από το 1993 και μετά, όταν καταρρέει το ανατολικό στρατόπεδο και κυριαρχεί η αμερικανοκεντρική παγκοσμιοποίηση, θέτουμε ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα της χώρας το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, γι’ αυτό και συμμετέχουμε ενεργά σε όλους τους μεγάλους αγώνες, για την υπεράσπιση της κατακρεουργούμενης Γιουγκοσλαβίας, για τη συμπαράσταση στους μόνους αυθεντικούς συμμάχους μας στην Τουρκία, τους Κούρδους και στον Οτσαλάν, προπαντός δε για την απόρριψη του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο. Στο ιδεολογικό πεδίο, κύρια μέριμνά μας γίνεται η αποδόμηση των εθνοαποδομητών και του εθνομηδενισμού που κυριαρχεί σταδιακά στον χώρο της διανόησης και της Αριστεράς. Παραδειγματική υπήρξε η αντίθεσή μας στο βιβλίο της Ρεπούση και γενικότερα στην αποδόμηση της ελληνικής ιστορίας, που απεργάζονται από κοινού οι ΜΚΟ του Σόρος και οι ψευδοαριστεροί.
Οι «συριζαίοι» αντίπαλοί μας και οι συνοδοιπόροι τους μας επέκριναν όλα αυτά τα χρόνια ως «εθνικιστές» και «εθνοπατριώτες», που εγκαταλείπουν δήθεν την κοινωνική προτεραιότητα προτάσσοντας την εθνική. Βέβαια, το πόσο ψευδής ήταν αυτή η ιδεολογική αντίληψη φάνηκε με το ξέσπασμα της κρίσης, όταν απεδείχθη ότι η ανεργία και η κατακρεούργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των Ελλήνων ήταν συνέπεια του αποικιακού χαρακτήρα των σχέσεών μας με τη Δύση. Γι’ αυτό εξάλλου και πρωτοστατήσαμε στις κινήσεις ενάντια στο μνημόνιο, με τους Αγανακτισμένους και τη «Σπίθα». Η κοινωνική κρίση στην Ελλάδα υπήρξε συνέπεια του παρασιτικού και εξαρτημένου χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο νεαρός λαοπλάνος αρχηγός του, ενδύθηκαν πρόσκαιρα, μετά το 2012, τη λεοντή του πατριωτισμού. Άρχισαν να μιλάνε για «πατρίδα» και «πατριωτισμό», εξαπατώντας ακόμα και ένα τμήμα της εναπομείνασας πατριωτικής Αριστεράς. Εμείς δεν παρασυρθήκαμε από αυτά τα απατηλά λόγια, αλλά εξακολουθούσαμε να υπενθυμίζουμε –έστω και εάν φανήκαμε για ένα διάστημα μονότονοι και ιδεοληπτικοί– πως ο εθνομηδενιστής, του οποίου το ιδεολογικό σύμπαν κινείται σε έναν «μεταεθνικό κόσμο», και του οποίου η πατρίδα βρίσκεται στο Λονδίνο του Τσακαλώτου και του Παππά ή την Αμερική του Βαρουφάκη, δεν μπορεί να γίνει πατριώτης, ούτε μπορεί να υπερασπιστεί αυθεντικά τα κοινωνικά δικαιώματα του ελληνικού λαού, τα οποία προϋποθέτουν ακριβώς την εθνική ανεξαρτησία.
Για να το κάνουμε πιο λιανά, σε μια χώρα που αποτελεί παρασιτικό εξάρτημα της Δύσης και απειλείται άμεσα από τον τουρκικό επεκτατισμό, η εθνική πατριωτική αντίληψη είναι προϋπόθεση και για οποιαδήποτε κοινωνιοκεντρική πολιτική. Και αυτό φάνηκε πολύ καθαρά μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Άνθρωποι που δεν αγαπάνε την πατρίδα τους δεν μπορούν και να αγαπάνε τον λαό της. Άνθρωποι που θεωρούν τους Έλληνες «Ελληνάρες», «εθνικιστές», «καθυστερημένους», «θρησκόληπτους», δεν μπορούν να τους υπερασπιστούν απέναντι στους «πολιτισμένους» Αμερικανούς, Γερμανούς ή Ολλανδούς πολιτικούς και επιχειρηματίες, που σαν τον Σάυλοκ απαιτούν ένα κομμάτι σάρκας από τους Έλληνες, και ακόμα λιγότερο μπορούν να αντισταθούν στον Ερντογάν που θέλει να παγιώσει και de jure την κατοχή της Κύπρου. Γι’ αυτό και εν τέλει οι δήθεν αντιμνημονιακοί και κοινωνιοκεντρικοί ψευδοαντικαπιταλιστές γλείφουν με τόση επιμέλεια τις μπότες της Μέρκελ και της Λαγκάρντ και εφαρμόζουν το χειρότερο μνημόνιο εις βάρος του ελληνικού λαού.
Εξάλλου, αφού διάβηκαν τον Ρουβίκωνα του μνημονίου, τον Ιούλιο του 2015, ξεδιπλώνουν με τη μεγαλύτερη αναισχυντία και την εθνομηδενιστική ιδεολογία τους. Δηλώσεις του Φίλη για τους Ποντίους, αλλαγή των βιβλίων της ιστορίας από την Αναγνωστοπούλου, ανακήρυξη του εθνομηδενιστή (και πρόεδρου του σημιτικού ΟΠΕΚ) Λιάκου σε υπεύθυνο για τη μεταρρύθμιση της παιδείας (!), απόλυτη αδιαφορία για τις συνέπειες του προσφυγικού και μεταναστευτικού κύματος στην ελληνική κοινωνία. Και επειδή όλα πρέπει να πηγαίνουν μαζί, ακολουθεί η προσπάθεια οριστικού ενταφιασμού του κυπριακού ελληνισμού, με ένα νέο σχέδιο Ανάν, στο οποίο πρωταγωνιστούν ανενδοίαστα.
Τι έχουν να χάσουν πλέον; Τα λαϊκά στρώματα, που τους πίστεψαν και τους ψήφισαν προς στιγμήν, τα έχουν ήδη απολέσει, καθώς και ένα μεγάλο μέρος της ίδιας της κομματικής τους βάσης – ιδιαίτερα εκείνους που κάτι πίστευαν από τις εξαγγελίες τους. Επομένως, μια και δεν έχουν πουθενά αλλού να στηριχθούν, θα πρέπει να στηριχθούν αποκλειστικά στις ξένες καγκελαρίες και να γίνουν οι πιστότεροι τοποτηρητές των συμφερόντων των αφεντικών τους. Γι’ αυτό εξάλλου και αυτοί τους ανταμείβουν: Καμιά άλλη κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια δεν είχε τόσο μεγάλη στήριξη από Αμερικανούς και Ευρωπαίους, διότι ως γνωστόν οι αποστάτες είναι πάντοτε προτιμότεροι ακόμα και από τους ομοϊδεάτες. Αυτά που κάνει ο Κατρούγκαλος στο ασφαλιστικό, ο «μαρξιστής» των λονδρέζικων σαλονιών και της Μπλακ Ροκ, Τσακαλώτος, η Χριστοδουλοπούλου στο μεταναστευτικό, δεν μπορούσαν να τα κάνουν ούτε κατά διάνοιαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή ο Αντώνης Σαμαράς. Και ήταν έτοιμοι από καιρό: Η εθνομηδενιστική ιδεολογία τούς είχε προετοιμάσει για να είναι οι καλύτεροι υπηρέτες των ξένων και μάλιστα με εκσυγχρονιστικό πασπάλισμα για δικαιώματα των μειονοτήτων, αντιρατσισμό, υπέρβαση των «εθνικών στερεοτύπων» και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Και όσο χάνουν τη λαϊκή στήριξη, τόσο πιο επικίνδυνοι γίνονται, γιατί το μόνο που τους απασχολεί είναι το να κρατηθούν στην εξουσία με κάθε τίμημα. Γιατί ξέρουν πως, αν απομακρυνθούν από αυτή –την εξουσία– δεν έχουν κανένα μέλλον και καμία τύχη. Θα αποσυντεθούν πολύ χειρότερα και από το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ. Γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι για κάθε είδους υποταγή, για κάθε είδους προδοσία.
Ελπίζω, έστω κατόπιν εορτής, αυτοί που θεωρούν «προδότη» του αντιμνημονιακού αγώνα τον Τσίπρα, να αρχίσουν να καταλαβαίνουν πως όσοι αντιπαραθέτουν κοινωνικά δικαιώματα και πατριωτισμό, ή θέτουν τον πατριωτισμό σε δεύτερη μοίρα στην Ελλάδα, θα εισπράττουν αναπόφευκτα έναν ΓΑΠ ή έναν Τσίπρα. Εδώ, σε αυτόν τον τόπο, είσαι πριν απ’ όλα ή πατριώτης ή εθνομηδενιστής και μετά οτιδήποτε άλλο. Αυτό σε τελική ανάλυση επικαθορίζει και τα υπόλοιπα.
Όμως, από τη δεκαετία του 1990 –και, ακόμα περισσότερο εκείνη του 2000–, στην παράδοση της ανανεωτικής Αριστεράς ιδιαίτερα, καθώς και του αριστερισμού, που αποτέλεσαν και τα συστατικά στοιχεία του ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια, η κοινωνιοκεντρική αντίληψη και ο πατριωτισμός άρχισαν να παίρνουν, οριστικά, διαζύγιο μεταξύ τους. Η ανανεωτική Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ θα ταυτιστούν σταδιακά με τις εθνομηδενιστικές αντιλήψεις, ιδιαίτερα στον χώρο των πανεπιστημίων, της νεολαίας και της διανόησης. Αντίθετα, ο πατριωτισμός στο εσωτερικό των αριστερών κομμάτων και σχηματισμών συρρικνωνόταν διαρκώς. Στο ΠΑΣΟΚ θα κυριαρχήσει ο σημιτικός εθνομηδενισμός και θα περιθωριοποιηθούν οι πατριωτικές φωνές (Χαραλαμπίδης, Τσοβόλας, Παπαθεμελής), ενώ και στον χώρο του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ επίσης, οι πατριωτικές φωνές (Αλαβάνος, Λαφαζάνης, Γλέζος) είτε θα σιγήσουν είτε θα προσαρμοστούν στην κυρίαρχη εθνομηδενιστική αντίληψη. Τόσο ώστε, ο Λαφαζάνης και ο Αλαβάνος, να υπογράψουν κείμενο υπεράσπισης της Μαρίας Ρεπούση! Όσοι επιμέναμε στην παραδοσιακή σύνθεση κοινωνιοκεντρισμού, οικολογίας και πατριωτισμού είχαμε γίνει μειοψηφία και, μάλιστα, η κυρίαρχη τάση ήταν να εκδιώκονται και να αποβάλλονται οι πατριωτικές φωνές από τις κοινωνικές κινητοποιήσεις και η οικολογική ευαισθησία να ταυτίζεται με τον αντιπατριωτισμό.
Αυτή η εξέλιξη, η οποία κατέστη ηγεμονική στις δεκαετίες 1990 και 2000, απέκοψε ουσιαστικά, και στο επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων, τον πατριωτισμό από την Αριστερά. Σε πατριωτική κατεύθυνση έμεναν περισσότερο τμήματα της λαϊκής Δεξιάς ή της Εκκλησίας, ενώ ο εθνομηδενισμός της Αριστεράς συναγωνιζόταν εκείνον της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς. (Καθόλου τυχαία, με το σχέδιο Ανάν θα συνταχθεί ο Σημίτης και οι περί αυτόν, η Μπακογιάννη και ο Μητσοτάκης, ο Συνασπισμός και ο Κωνσταντόπουλος, ενώ θα αντιδράσουν οι μικρές δυνάμεις της πατριωτικής Αριστεράς και της λαϊκής Δεξιάς.)
Αντίθετα εμείς, στο Άρδην, ξεκινούσαμε πάντα από τη διαπίστωση πως η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία εξαρτημένη από τις παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις της Δύσης και ταυτόχρονα απειλείται κατ’ εξοχήν από τον τουρκικό επεκτατισμό. Γι’ αυτό και θεωρούσαμε πάντοτε πως ήταν πρωταρχική η εμμονή στην πατριωτική διάσταση, διότι χωρίς ανεξάρτητη πατρίδα δεν μπορεί να υπάρχει ούτε κοινωνική δικαιοσύνη, ούτε δημοκρατικά δικαιώματα, ούτε… προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι, για είκοσι τουλάχιστον χρόνια, από το 1993 και μετά, όταν καταρρέει το ανατολικό στρατόπεδο και κυριαρχεί η αμερικανοκεντρική παγκοσμιοποίηση, θέτουμε ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα της χώρας το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, γι’ αυτό και συμμετέχουμε ενεργά σε όλους τους μεγάλους αγώνες, για την υπεράσπιση της κατακρεουργούμενης Γιουγκοσλαβίας, για τη συμπαράσταση στους μόνους αυθεντικούς συμμάχους μας στην Τουρκία, τους Κούρδους και στον Οτσαλάν, προπαντός δε για την απόρριψη του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο. Στο ιδεολογικό πεδίο, κύρια μέριμνά μας γίνεται η αποδόμηση των εθνοαποδομητών και του εθνομηδενισμού που κυριαρχεί σταδιακά στον χώρο της διανόησης και της Αριστεράς. Παραδειγματική υπήρξε η αντίθεσή μας στο βιβλίο της Ρεπούση και γενικότερα στην αποδόμηση της ελληνικής ιστορίας, που απεργάζονται από κοινού οι ΜΚΟ του Σόρος και οι ψευδοαριστεροί.
Οι «συριζαίοι» αντίπαλοί μας και οι συνοδοιπόροι τους μας επέκριναν όλα αυτά τα χρόνια ως «εθνικιστές» και «εθνοπατριώτες», που εγκαταλείπουν δήθεν την κοινωνική προτεραιότητα προτάσσοντας την εθνική. Βέβαια, το πόσο ψευδής ήταν αυτή η ιδεολογική αντίληψη φάνηκε με το ξέσπασμα της κρίσης, όταν απεδείχθη ότι η ανεργία και η κατακρεούργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των Ελλήνων ήταν συνέπεια του αποικιακού χαρακτήρα των σχέσεών μας με τη Δύση. Γι’ αυτό εξάλλου και πρωτοστατήσαμε στις κινήσεις ενάντια στο μνημόνιο, με τους Αγανακτισμένους και τη «Σπίθα». Η κοινωνική κρίση στην Ελλάδα υπήρξε συνέπεια του παρασιτικού και εξαρτημένου χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο νεαρός λαοπλάνος αρχηγός του, ενδύθηκαν πρόσκαιρα, μετά το 2012, τη λεοντή του πατριωτισμού. Άρχισαν να μιλάνε για «πατρίδα» και «πατριωτισμό», εξαπατώντας ακόμα και ένα τμήμα της εναπομείνασας πατριωτικής Αριστεράς. Εμείς δεν παρασυρθήκαμε από αυτά τα απατηλά λόγια, αλλά εξακολουθούσαμε να υπενθυμίζουμε –έστω και εάν φανήκαμε για ένα διάστημα μονότονοι και ιδεοληπτικοί– πως ο εθνομηδενιστής, του οποίου το ιδεολογικό σύμπαν κινείται σε έναν «μεταεθνικό κόσμο», και του οποίου η πατρίδα βρίσκεται στο Λονδίνο του Τσακαλώτου και του Παππά ή την Αμερική του Βαρουφάκη, δεν μπορεί να γίνει πατριώτης, ούτε μπορεί να υπερασπιστεί αυθεντικά τα κοινωνικά δικαιώματα του ελληνικού λαού, τα οποία προϋποθέτουν ακριβώς την εθνική ανεξαρτησία.
Για να το κάνουμε πιο λιανά, σε μια χώρα που αποτελεί παρασιτικό εξάρτημα της Δύσης και απειλείται άμεσα από τον τουρκικό επεκτατισμό, η εθνική πατριωτική αντίληψη είναι προϋπόθεση και για οποιαδήποτε κοινωνιοκεντρική πολιτική. Και αυτό φάνηκε πολύ καθαρά μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Άνθρωποι που δεν αγαπάνε την πατρίδα τους δεν μπορούν και να αγαπάνε τον λαό της. Άνθρωποι που θεωρούν τους Έλληνες «Ελληνάρες», «εθνικιστές», «καθυστερημένους», «θρησκόληπτους», δεν μπορούν να τους υπερασπιστούν απέναντι στους «πολιτισμένους» Αμερικανούς, Γερμανούς ή Ολλανδούς πολιτικούς και επιχειρηματίες, που σαν τον Σάυλοκ απαιτούν ένα κομμάτι σάρκας από τους Έλληνες, και ακόμα λιγότερο μπορούν να αντισταθούν στον Ερντογάν που θέλει να παγιώσει και de jure την κατοχή της Κύπρου. Γι’ αυτό και εν τέλει οι δήθεν αντιμνημονιακοί και κοινωνιοκεντρικοί ψευδοαντικαπιταλιστές γλείφουν με τόση επιμέλεια τις μπότες της Μέρκελ και της Λαγκάρντ και εφαρμόζουν το χειρότερο μνημόνιο εις βάρος του ελληνικού λαού.
Εξάλλου, αφού διάβηκαν τον Ρουβίκωνα του μνημονίου, τον Ιούλιο του 2015, ξεδιπλώνουν με τη μεγαλύτερη αναισχυντία και την εθνομηδενιστική ιδεολογία τους. Δηλώσεις του Φίλη για τους Ποντίους, αλλαγή των βιβλίων της ιστορίας από την Αναγνωστοπούλου, ανακήρυξη του εθνομηδενιστή (και πρόεδρου του σημιτικού ΟΠΕΚ) Λιάκου σε υπεύθυνο για τη μεταρρύθμιση της παιδείας (!), απόλυτη αδιαφορία για τις συνέπειες του προσφυγικού και μεταναστευτικού κύματος στην ελληνική κοινωνία. Και επειδή όλα πρέπει να πηγαίνουν μαζί, ακολουθεί η προσπάθεια οριστικού ενταφιασμού του κυπριακού ελληνισμού, με ένα νέο σχέδιο Ανάν, στο οποίο πρωταγωνιστούν ανενδοίαστα.
Τι έχουν να χάσουν πλέον; Τα λαϊκά στρώματα, που τους πίστεψαν και τους ψήφισαν προς στιγμήν, τα έχουν ήδη απολέσει, καθώς και ένα μεγάλο μέρος της ίδιας της κομματικής τους βάσης – ιδιαίτερα εκείνους που κάτι πίστευαν από τις εξαγγελίες τους. Επομένως, μια και δεν έχουν πουθενά αλλού να στηριχθούν, θα πρέπει να στηριχθούν αποκλειστικά στις ξένες καγκελαρίες και να γίνουν οι πιστότεροι τοποτηρητές των συμφερόντων των αφεντικών τους. Γι’ αυτό εξάλλου και αυτοί τους ανταμείβουν: Καμιά άλλη κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια δεν είχε τόσο μεγάλη στήριξη από Αμερικανούς και Ευρωπαίους, διότι ως γνωστόν οι αποστάτες είναι πάντοτε προτιμότεροι ακόμα και από τους ομοϊδεάτες. Αυτά που κάνει ο Κατρούγκαλος στο ασφαλιστικό, ο «μαρξιστής» των λονδρέζικων σαλονιών και της Μπλακ Ροκ, Τσακαλώτος, η Χριστοδουλοπούλου στο μεταναστευτικό, δεν μπορούσαν να τα κάνουν ούτε κατά διάνοιαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή ο Αντώνης Σαμαράς. Και ήταν έτοιμοι από καιρό: Η εθνομηδενιστική ιδεολογία τούς είχε προετοιμάσει για να είναι οι καλύτεροι υπηρέτες των ξένων και μάλιστα με εκσυγχρονιστικό πασπάλισμα για δικαιώματα των μειονοτήτων, αντιρατσισμό, υπέρβαση των «εθνικών στερεοτύπων» και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Και όσο χάνουν τη λαϊκή στήριξη, τόσο πιο επικίνδυνοι γίνονται, γιατί το μόνο που τους απασχολεί είναι το να κρατηθούν στην εξουσία με κάθε τίμημα. Γιατί ξέρουν πως, αν απομακρυνθούν από αυτή –την εξουσία– δεν έχουν κανένα μέλλον και καμία τύχη. Θα αποσυντεθούν πολύ χειρότερα και από το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ. Γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι για κάθε είδους υποταγή, για κάθε είδους προδοσία.
Ελπίζω, έστω κατόπιν εορτής, αυτοί που θεωρούν «προδότη» του αντιμνημονιακού αγώνα τον Τσίπρα, να αρχίσουν να καταλαβαίνουν πως όσοι αντιπαραθέτουν κοινωνικά δικαιώματα και πατριωτισμό, ή θέτουν τον πατριωτισμό σε δεύτερη μοίρα στην Ελλάδα, θα εισπράττουν αναπόφευκτα έναν ΓΑΠ ή έναν Τσίπρα. Εδώ, σε αυτόν τον τόπο, είσαι πριν απ’ όλα ή πατριώτης ή εθνομηδενιστής και μετά οτιδήποτε άλλο. Αυτό σε τελική ανάλυση επικαθορίζει και τα υπόλοιπα.
Το κυρίαρχο πρόσημο του νέου πολιτικού πόλου θα είναι ο πατριωτισμός
Θυμούμαστε ότι όταν εγκαινιάστηκε η μεταπολίτευση, ο Ανδρέας Παπανδρέου κατόρθωσε να εκφράσει την κοινωνική πλειοψηφία των Ελλήνων με μια διττή συνθηματολογία: «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και «κοινωνική δικαιοσύνη». Μια συνθηματολογία που «έπιανε» και εξέφραζε την ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως εξάλλου και η κοινωνική συμμαχία πάνω στην οποία τη θεμελίωνε: στους «μη προνομιούχους Έλληνες».
Ωστόσο, και παρά τα «πατριωτικά» και τριτοκοσμικά συνθήματα του ΠΑΣΟΚ, η μεταπολίτευση σφραγίστηκε από την προτεραιότητα των «κοινωνικών» αιτημάτων και την υποτίμηση τελικώς της εθνικής διάστασης. Αυτό φαίνεται καθαρά και από τη στάση όλου του πολιτικού κόσμου απέναντι στην τουρκική εισβολή και την κατοχή της Κύπρου. Όλοι αποδέχονταν το status quo που είχε δημιουργήσει η εισβολή και όλοι εν τέλει συνηγορούσαν στον διάλογο με τους εισβολείς. Θα λέγαμε μάλιστα πως η μεταπολίτευση οικοδομήθηκε ακριβώς πάνω στην αποδοχή αυτού του ακρωτηριασμού, όπως εν μέρει είχε συμβεί μετά το 1922. Γι’ αυτό και σταδιακώς τα «πατριωτικά» αιτήματα και χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής ζωής άρχισαν να υποχωρούν και μετά τη «δεκαετία της παγκοσμιοποίησης», τη δεκαετία του 1990, υποχώρησαν μέχρις εξαφανίσεως.
Και οι βασικές παράμετροι της διεθνούς και εσωτερικής πολιτικής της χώρας οδηγούσαν ακριβώς στην υπέρβαση του εθνικού παράγοντα και την αναβάθμιση της ατομικής, αν όχι και ατομικιστικής ευημερίας. Στην Ευρώπη, για τριάντα ή σαράντα χρόνια, μέχρι την κρίση του 2008, θα ενισχύεται η στρατηγική της υπέρβασης των εθνικών ταυτοτήτων, η οποία θα καταστεί κυρίαρχη στην Ελλάδα από τον Σημίτη μέχρι τον ΓΑΠ. Η ελληνική Αριστερά σε όλες της τις συνιστώσες –άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο– θα εγκαταλείψει το πεδίο του πατριωτισμού προς όφελος του δικαιωματισμού και της προώθησης της λογικής των «κινημάτων», των μειονοτήτων, της προτεραιότητας του ατομικού έναντι του συλλογικού. Έσχατη και κυρίαρχη έκφραση αυτής της εξέλιξης υπήρξε ο εθνομηδενισμός.
Με την οικονομική κρίση που άνοιξε το 2010, και την έσχατη πολιτική μορφή της, τον Σύριζα, ολοκληρώνεται η ανατροπή των θεωριών περί μιας υπερεθνικής και ισότιμης Ευρώπης, προς την κατεύθυνση της μεταβολής της Ελλάδας σε αποικία χρέους, ενώ μέσα από το προσφυγικό-μεταναστευτικό αναδεικνύεται η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα και οι κίνδυνοι τους οποίους εγκυμονεί. Στην Ευρώπη, η παλιά ανέξοδη ευρωπαϊστική φρασεολογία έχει αντικατασταθεί από την ενίσχυση του εθνικού, ακόμη και του εθνικιστικού λόγου, από την Πολωνία και την Ουγγαρία μέχρι το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, και την απειλή εξόδου της Αγγλίας από την Ε.Ε. Στα ανατολικά μας, η Τουρκία, μέσα σε σαράντα χρόνια, μεταβλήθηκε σε σημαντική περιφερειακή δύναμη, ενώ ο αραβικός κόσμος, από πυλώνα της στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, έχει μεταβληθεί σε μια ανεξάντλητη πηγή πολέμων, εμφύλιων σπαραγμών, προσφύγων και μεταναστών. Επιπλέον, στο εσωτερικό πεδίο, η μεταπολιτευτική παρασιτική ευημερία έχει οδηγήσει σ’ έναν γερασμένο πληθυσμό, σε δημογραφική κρίση και καταστροφή του παραγωγικού ιστού.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το τέλος της μεταπολίτευσης, που σηματοδοτεί η υπό αποχώρηση κυβέρνηση Τσίπρα, ανοίγει τον δρόμο σε μια νέα ιστορική περίοδο, όπου τα αιτήματα και οι διεκδικήσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης θα απορροφηθούν, ή μάλλον θα εκφραστούν, ολοκληρωτικά μέσα από το αίτημα και τη διεκδίκηση της εθνικής επιβίωσης. Η «μετά-μεταπολιτευτική» περίοδος θα σφραγιστεί από την αγωνία του ελληνισμού να επιβιώσει – είναι πολύ χαρακτηριστική η διαρκής αναζωπύρωση της οικονομικής κρίσης και τα επαναλαμβανόμενα μνημόνια που μεταβάλλουν την Ελλάδα σ’ ένα «οικονομικό Ιράκ ή Συρία της Ευρώπης»: δηλαδή μια χώρα που δεν κατορθώνει να εξέλθει από την κρίση και, σε μια καθοδική σπείρα, επαναλαμβάνει τη μνημονιακή τραγωδία χωρίς τέλος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως προείπαμε, η κοινωνική διεκδίκηση απορροφάται στρατηγικά από εκείνην της εθνικής επιβίωσης. Και εδώ βρίσκεται το απίστευτο, το αβυσσαλέο κενό των πολιτικών και πνευματικών ελίτ της χώρας. Καμία πολιτική δύναμη, ούτε καν οι φασίστες της Χ.Α., δεν προτάσσει στην πραγματικότητα την ανάγκη της εθνικής σωτηρίας ως το κεντρικό διακύβευμα της περιόδου, το δε μεγαλύτερο χάος και η μεγαλύτερη σύγχυση κυριαρχούν στον χώρο της Αριστεράς και της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Εδώ, ακόμα και οι πατριωτικές εξάρσεις προσλαμβάνουν έναν οικονομίστικο και ψευδοταξικό χαρακτήρα, που εμμένει στη διασφάλιση της ευημερίας αδυνατώντας να κατανοήσει πως, σ’ αυτήν τη νέα εποχή, η σωτηρία της πατρίδας θα καταστεί ο υπέρτατος νόμος. (salus patriae suprema lex esto) και τα κοινωνιοκεντρικά αιτήματα θα εκφράζονται ως αναγκαία συνιστώσα του πατριωτισμού.
Και όμως, όπως είχε συμβεί τηρουμένων των αναλογιών και στην περίοδο 1940-1944, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας και κατ’ εξοχήν η Αριστερά είναι ανέτοιμες για κάτι τέτοιο. Ας θυμηθούμε τι συνέβη με την κατάρρευση της Ευρώπης του Μεσοπολέμου και της φρασεολογίας της ταξικής πάλης που χαρακτήριζε την ελληνική κομμουνιστική Αριστερά. Θα χρειαστεί ένας βίαιος επανακαθορισμός της τακτικής της προς μία εθνικοαπελευθερωτική κατεύθυνση, την οποία όμως, κατά βάθος, αυτή η ίδια δεν θεωρούσε πρωτεύουσα, αλλά παράγωγη της σύγκρουσης της σοβιετικής πατρίδας με τον ναζισμό – για να ηγηθεί σε έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για τον οποίο όμως δεν διέθετε τα πολιτικά και ιδεολογικά εργαλεία ώστε να τον ολοκληρώσει αποτελεσματικά.
Άραγε και στη νέα αυτή ιστορική περίοδο, όπου τα αιτήματα δεν αφορούν απλώς μια απελευθέρωση, αλλά την ίδια την εθνική επιβίωση, θα συμβεί κάτι ανάλογο; Δηλαδή, θα τον διεξαγάγουν, τσάτρα πάτρα και κουτσά στραβά, δυνάμεις που δεν έχουν καν συνείδηση του τι διακυβεύεται στην πραγματικότητα; Έχουμε πολλές φορές μιλήσει για την πανουργία της ιστορίας, η οποία αναθέτει συχνά τα ιστορικά αιτήματα που τίθενται από τη συγκυρία σε δυνάμεις που δεν έχουν συνείδηση γι’ αυτά. Πρόκειται όμως για τη συνταγή μιας τελικής αποτυχίας, ιδιαίτερα όταν τα ζητήματα είναι τόσο περίπλοκα όσο σήμερα.
Μόνο όσοι θέτουν ως άξονα του προβληματισμού τους την απόλυτη προτεραιότητα, στη σημερινή συγκυρία, της εθνικής διάστασης των αντιθέσεων, μπορούν και να κατανοήσουν το τι ακριβώς συμβαίνει και ποια ακριβώς βήματα χρειάζονται να γίνουν. Το γεγονός ότι, στη διάρκεια του 2015, το Άρδην υπήρξε η μόνη δύναμη που κατανόησε, ακόμα και στις λεπτομέρειές τους, την εξέλιξη των γεγονότων, οφείλεται αποκλειστικά στο ότι είναι η μόνη πολιτική δύναμη η οποία θέτει ως προτεραιότητα την εθνική επιβίωση και κατά συνέπεια μπορεί από αυτήν τη σκοπιά να κατανοεί τις εξελίξεις. Ίσως δε και η πρότερη «μαρξιστική» παιδεία μας, πάνω στον χαρακτήρα της κύριας αντίθεσης, μας βοήθησε αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα όμως, τα ισχνά μεγέθη μας και η αδυναμία ακόμα και συντρόφων μας να κατανοήσουν αυτή την πραγματικότητα, καταδεικνύουν και τη δυσκολία του εγχειρήματος.
Πάντως, για να περάσουμε στη μεγάλη εικόνα: με τον έναν ή άλλον τρόπο, με πλήρη συνείδηση ή ψαχουλευτά, στην ιστορική περίοδο που ανοίγεται, οι πατριωτικές αντιλήψεις και δυνάμεις δεν διεκδικούν έναν μειοψηφικό και περιθωριακό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό, αλλά διεκδικούν αντίθετα έναν ρόλο πρωταγωνιστικό, ως του ηγεμονικού και πολιτικού πόλου του ελληνισμού, στη διάρκεια του πρώτου μισού του εικοστού πρώτου αιώνα.
Στη νέα ιστορική περίοδο, είτε θα κατορθώσουμε να εκφράσουμε, μαζί με την πλειοψηφία των Ελλήνων, ένα αίτημα εθνικής επιβίωσης και κατά συνέπεια και κοινωνικής ισορροπίας –μια και μόνο οι λαϊκές και παραγωγικές τάξεις μπορούν να εκφράσουν πραγματικά αυτό το αίτημα απέναντι στις μεταπρατικές και ξενόδουλες ελίτ της χώρας–, είτε ο ελληνικός κόσμος θα αποσυντεθεί δραματικά.
Έχουμε ήδη εισέλθει σε αυτήν τη νέα ιστορική περίοδο και αυτό που απαιτείται από εμάς είναι να μην αφήσουμε να επαναληφθεί ο «καημός της ρωμιοσύνης», δηλαδή το ανολοκλήρωτο και αδιέξοδο όλων των προηγούμενων ιστορικών προσπαθειών, διότι αυτήν τη φορά δεν θα υπάρξει άλλη ιστορική ευκαιρία.
Ωστόσο, και παρά τα «πατριωτικά» και τριτοκοσμικά συνθήματα του ΠΑΣΟΚ, η μεταπολίτευση σφραγίστηκε από την προτεραιότητα των «κοινωνικών» αιτημάτων και την υποτίμηση τελικώς της εθνικής διάστασης. Αυτό φαίνεται καθαρά και από τη στάση όλου του πολιτικού κόσμου απέναντι στην τουρκική εισβολή και την κατοχή της Κύπρου. Όλοι αποδέχονταν το status quo που είχε δημιουργήσει η εισβολή και όλοι εν τέλει συνηγορούσαν στον διάλογο με τους εισβολείς. Θα λέγαμε μάλιστα πως η μεταπολίτευση οικοδομήθηκε ακριβώς πάνω στην αποδοχή αυτού του ακρωτηριασμού, όπως εν μέρει είχε συμβεί μετά το 1922. Γι’ αυτό και σταδιακώς τα «πατριωτικά» αιτήματα και χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής ζωής άρχισαν να υποχωρούν και μετά τη «δεκαετία της παγκοσμιοποίησης», τη δεκαετία του 1990, υποχώρησαν μέχρις εξαφανίσεως.
Και οι βασικές παράμετροι της διεθνούς και εσωτερικής πολιτικής της χώρας οδηγούσαν ακριβώς στην υπέρβαση του εθνικού παράγοντα και την αναβάθμιση της ατομικής, αν όχι και ατομικιστικής ευημερίας. Στην Ευρώπη, για τριάντα ή σαράντα χρόνια, μέχρι την κρίση του 2008, θα ενισχύεται η στρατηγική της υπέρβασης των εθνικών ταυτοτήτων, η οποία θα καταστεί κυρίαρχη στην Ελλάδα από τον Σημίτη μέχρι τον ΓΑΠ. Η ελληνική Αριστερά σε όλες της τις συνιστώσες –άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο– θα εγκαταλείψει το πεδίο του πατριωτισμού προς όφελος του δικαιωματισμού και της προώθησης της λογικής των «κινημάτων», των μειονοτήτων, της προτεραιότητας του ατομικού έναντι του συλλογικού. Έσχατη και κυρίαρχη έκφραση αυτής της εξέλιξης υπήρξε ο εθνομηδενισμός.
Με την οικονομική κρίση που άνοιξε το 2010, και την έσχατη πολιτική μορφή της, τον Σύριζα, ολοκληρώνεται η ανατροπή των θεωριών περί μιας υπερεθνικής και ισότιμης Ευρώπης, προς την κατεύθυνση της μεταβολής της Ελλάδας σε αποικία χρέους, ενώ μέσα από το προσφυγικό-μεταναστευτικό αναδεικνύεται η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα και οι κίνδυνοι τους οποίους εγκυμονεί. Στην Ευρώπη, η παλιά ανέξοδη ευρωπαϊστική φρασεολογία έχει αντικατασταθεί από την ενίσχυση του εθνικού, ακόμη και του εθνικιστικού λόγου, από την Πολωνία και την Ουγγαρία μέχρι το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, και την απειλή εξόδου της Αγγλίας από την Ε.Ε. Στα ανατολικά μας, η Τουρκία, μέσα σε σαράντα χρόνια, μεταβλήθηκε σε σημαντική περιφερειακή δύναμη, ενώ ο αραβικός κόσμος, από πυλώνα της στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, έχει μεταβληθεί σε μια ανεξάντλητη πηγή πολέμων, εμφύλιων σπαραγμών, προσφύγων και μεταναστών. Επιπλέον, στο εσωτερικό πεδίο, η μεταπολιτευτική παρασιτική ευημερία έχει οδηγήσει σ’ έναν γερασμένο πληθυσμό, σε δημογραφική κρίση και καταστροφή του παραγωγικού ιστού.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το τέλος της μεταπολίτευσης, που σηματοδοτεί η υπό αποχώρηση κυβέρνηση Τσίπρα, ανοίγει τον δρόμο σε μια νέα ιστορική περίοδο, όπου τα αιτήματα και οι διεκδικήσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης θα απορροφηθούν, ή μάλλον θα εκφραστούν, ολοκληρωτικά μέσα από το αίτημα και τη διεκδίκηση της εθνικής επιβίωσης. Η «μετά-μεταπολιτευτική» περίοδος θα σφραγιστεί από την αγωνία του ελληνισμού να επιβιώσει – είναι πολύ χαρακτηριστική η διαρκής αναζωπύρωση της οικονομικής κρίσης και τα επαναλαμβανόμενα μνημόνια που μεταβάλλουν την Ελλάδα σ’ ένα «οικονομικό Ιράκ ή Συρία της Ευρώπης»: δηλαδή μια χώρα που δεν κατορθώνει να εξέλθει από την κρίση και, σε μια καθοδική σπείρα, επαναλαμβάνει τη μνημονιακή τραγωδία χωρίς τέλος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως προείπαμε, η κοινωνική διεκδίκηση απορροφάται στρατηγικά από εκείνην της εθνικής επιβίωσης. Και εδώ βρίσκεται το απίστευτο, το αβυσσαλέο κενό των πολιτικών και πνευματικών ελίτ της χώρας. Καμία πολιτική δύναμη, ούτε καν οι φασίστες της Χ.Α., δεν προτάσσει στην πραγματικότητα την ανάγκη της εθνικής σωτηρίας ως το κεντρικό διακύβευμα της περιόδου, το δε μεγαλύτερο χάος και η μεγαλύτερη σύγχυση κυριαρχούν στον χώρο της Αριστεράς και της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Εδώ, ακόμα και οι πατριωτικές εξάρσεις προσλαμβάνουν έναν οικονομίστικο και ψευδοταξικό χαρακτήρα, που εμμένει στη διασφάλιση της ευημερίας αδυνατώντας να κατανοήσει πως, σ’ αυτήν τη νέα εποχή, η σωτηρία της πατρίδας θα καταστεί ο υπέρτατος νόμος. (salus patriae suprema lex esto) και τα κοινωνιοκεντρικά αιτήματα θα εκφράζονται ως αναγκαία συνιστώσα του πατριωτισμού.
Και όμως, όπως είχε συμβεί τηρουμένων των αναλογιών και στην περίοδο 1940-1944, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας και κατ’ εξοχήν η Αριστερά είναι ανέτοιμες για κάτι τέτοιο. Ας θυμηθούμε τι συνέβη με την κατάρρευση της Ευρώπης του Μεσοπολέμου και της φρασεολογίας της ταξικής πάλης που χαρακτήριζε την ελληνική κομμουνιστική Αριστερά. Θα χρειαστεί ένας βίαιος επανακαθορισμός της τακτικής της προς μία εθνικοαπελευθερωτική κατεύθυνση, την οποία όμως, κατά βάθος, αυτή η ίδια δεν θεωρούσε πρωτεύουσα, αλλά παράγωγη της σύγκρουσης της σοβιετικής πατρίδας με τον ναζισμό – για να ηγηθεί σε έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για τον οποίο όμως δεν διέθετε τα πολιτικά και ιδεολογικά εργαλεία ώστε να τον ολοκληρώσει αποτελεσματικά.
Άραγε και στη νέα αυτή ιστορική περίοδο, όπου τα αιτήματα δεν αφορούν απλώς μια απελευθέρωση, αλλά την ίδια την εθνική επιβίωση, θα συμβεί κάτι ανάλογο; Δηλαδή, θα τον διεξαγάγουν, τσάτρα πάτρα και κουτσά στραβά, δυνάμεις που δεν έχουν καν συνείδηση του τι διακυβεύεται στην πραγματικότητα; Έχουμε πολλές φορές μιλήσει για την πανουργία της ιστορίας, η οποία αναθέτει συχνά τα ιστορικά αιτήματα που τίθενται από τη συγκυρία σε δυνάμεις που δεν έχουν συνείδηση γι’ αυτά. Πρόκειται όμως για τη συνταγή μιας τελικής αποτυχίας, ιδιαίτερα όταν τα ζητήματα είναι τόσο περίπλοκα όσο σήμερα.
Μόνο όσοι θέτουν ως άξονα του προβληματισμού τους την απόλυτη προτεραιότητα, στη σημερινή συγκυρία, της εθνικής διάστασης των αντιθέσεων, μπορούν και να κατανοήσουν το τι ακριβώς συμβαίνει και ποια ακριβώς βήματα χρειάζονται να γίνουν. Το γεγονός ότι, στη διάρκεια του 2015, το Άρδην υπήρξε η μόνη δύναμη που κατανόησε, ακόμα και στις λεπτομέρειές τους, την εξέλιξη των γεγονότων, οφείλεται αποκλειστικά στο ότι είναι η μόνη πολιτική δύναμη η οποία θέτει ως προτεραιότητα την εθνική επιβίωση και κατά συνέπεια μπορεί από αυτήν τη σκοπιά να κατανοεί τις εξελίξεις. Ίσως δε και η πρότερη «μαρξιστική» παιδεία μας, πάνω στον χαρακτήρα της κύριας αντίθεσης, μας βοήθησε αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα όμως, τα ισχνά μεγέθη μας και η αδυναμία ακόμα και συντρόφων μας να κατανοήσουν αυτή την πραγματικότητα, καταδεικνύουν και τη δυσκολία του εγχειρήματος.
Πάντως, για να περάσουμε στη μεγάλη εικόνα: με τον έναν ή άλλον τρόπο, με πλήρη συνείδηση ή ψαχουλευτά, στην ιστορική περίοδο που ανοίγεται, οι πατριωτικές αντιλήψεις και δυνάμεις δεν διεκδικούν έναν μειοψηφικό και περιθωριακό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό, αλλά διεκδικούν αντίθετα έναν ρόλο πρωταγωνιστικό, ως του ηγεμονικού και πολιτικού πόλου του ελληνισμού, στη διάρκεια του πρώτου μισού του εικοστού πρώτου αιώνα.
Στη νέα ιστορική περίοδο, είτε θα κατορθώσουμε να εκφράσουμε, μαζί με την πλειοψηφία των Ελλήνων, ένα αίτημα εθνικής επιβίωσης και κατά συνέπεια και κοινωνικής ισορροπίας –μια και μόνο οι λαϊκές και παραγωγικές τάξεις μπορούν να εκφράσουν πραγματικά αυτό το αίτημα απέναντι στις μεταπρατικές και ξενόδουλες ελίτ της χώρας–, είτε ο ελληνικός κόσμος θα αποσυντεθεί δραματικά.
Έχουμε ήδη εισέλθει σε αυτήν τη νέα ιστορική περίοδο και αυτό που απαιτείται από εμάς είναι να μην αφήσουμε να επαναληφθεί ο «καημός της ρωμιοσύνης», δηλαδή το ανολοκλήρωτο και αδιέξοδο όλων των προηγούμενων ιστορικών προσπαθειών, διότι αυτήν τη φορά δεν θα υπάρξει άλλη ιστορική ευκαιρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου