Με αφορμή την έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών.
Τε­λι­κά με τις αμε­ρι­κα­νι­κές προ­ε­δρι­κές εκλο­γές απο­δει­κνύ­ε­ται με τον πλέον πε­ρί­τρα­νο τρόπο ότι όταν η Αρι­στε­ρά «απο­ποιεί­ται» τον εαυτό της, τότε αυτός που κερ­δί­ζει δεν είναι καμιά «εν­διά­με­ση» δη­μο­κρα­τι­κή ή προ­ο­δευ­τι­κή πα­ρά­τα­ξη, αλλά απε­να­ντί­ας το κενό εκ­προ­σώ­πη­σης των πλη­βεια­κών λαϊ­κών τά­ξε­ων έρ­χε­ται να κα­λύ­ψει η πιο ακραία εκ­δο­χή του κα­θε­στω­τι­σμού και της αστι­κής πο­λι­τι­κής, η άκρα δεξιά.
Ο Μπέρ­νι Σά­ντερς ως υπο­ψή­φιος σο­σια­λι­στής στην κούρ­σα του Δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος, έκ­φρα­σε κατά έναν μα­ζι­κό τρόπο τις νε­ο­λαι­ί­στι­κες και ερ­γα­τι­κές δυ­νά­μεις, κα­τα­γρά­φο­ντας σχε­τι­κές προσ­δο­κί­ες για την κα­τά­κτη­ση του χρί­σμα­τος των δη­μο­κρα­τι­κών. Το ίδιο όμως το αστι­κό, διε­φθαρ­μέ­νο, πο­λε­μο­χα­ρές αμε­ρι­κα­νι­κό κα­τε­στη­μέ­νο φρό­ντι­σε με κάθε τρόπο να τον εκτο­πί­σει, χρί­ζο­ντας προ­ε­δρι­κή υπο­ψή­φια την Χί­λα­ρι Κλί­ντον, κλα­σι­κή του εκ­πρό­σω­πο. Ο Μπέρ­νι Σά­ντερς υπο­χώ­ρη­σε και δή­λω­σε την στή­ρι­ξή του στην υπο­ψή­φια των δη­μο­κρα­τι­κών, και δεν έδωσε συ­νέ­χεια στην κα­τά­θε­ση από μέ­ρους του ανε­ξάρ­τη­της υπο­ψη­φιό­τη­τας που θα άλ­λα­ζε άρδην όλα τα δε­δο­μέ­να των πο­λι­τι­κών συ­σχε­τι­σμών στην αμε­ρι­κα­νι­κή κοι­νω­νία. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν να απο­στα­σιο­ποι­η­θούν λαϊ­κές δυ­νά­μεις σο­σια­λι­στι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού, ο Ντό­ναλντ Τράμπ, αντι­συ­στη­μι­κός υπο­ψή­φιος, βα­θειά όμως ρι­ζω­μέ­νος στον αμε­ρι­κα­νι­κό αστι­σμό, να κα­τορ­θώ­σει να συ­σπει­ρώ­σει τα «από­κλη­ρα» κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, ένα­ντι της ψευ­δε­πί­γρα­φης «με­σαί­ας τάξης» του Δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος, και να κερ­δί­σει τις αμε­ρι­κα­νι­κές προ­ε­δρι­κές εκλο­γές. Κι’ αυτό πα­ρό­λο που είχε απέ­να­ντί του την διοι­κη­τι­κή και επι­χει­ρη­μα­τι­κή γρα­φειο­κρα­τία όχι μόνον του Δη­μο­κρα­τι­κού, αλλά και του Ρε­που­μπλι­κα­νι­κού Κόμ­μα­τος, τα έντυ­πα και τη­λε­ο­πτι­κά μέσα ενη­μέ­ρω­σης.
          Και βέ­βαια δεν είναι μόνον η πα­νη­γυ­ρι­κή νίκη του αντι­συμ­βα­τι­κού υπο­ψη­φί­ου στην προ­ε­δρία της με­γα­λύ­τε­ρης υπερ­δύ­να­μης, αλλά και το γε­γο­νός ότι από την προ­ε­δρι­κή ανα­μέ­τρη­ση δεν πα­ρα­μέ­νει κά­ποιο ισχυ­ρό λαϊκό ρεύμα που να δια­δρα­μα­τί­σει τον αντι­πο­λι­τευ­τι­κό ρόλο με όρους ερ­γα­τι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων και ρι­ζο­σπα­στι­σμού. Η ητ­τη­μέ­νη υπο­ψή­φια των Δη­μο­κρα­τι­κών δεν ση­μα­το­δο­τεί κα­νε­νός εί­δους τέ­τοιο πο­λι­τι­κό ρεύμα, εφό­σον είναι κατ’ εξο­χήν εκ­πρό­σω­πος του επι­χει­ρη­μα­τι­κού και χρη­μα­τι­στη­ρια­κού κό­σμου. Άρα η απο­χώ­ρη­ση του Μπέρ­νι Σά­ντερς ση­μα­το­δό­τη­σε μια διπλή ήττα: Αφε­νός την επι­κρά­τη­ση του Ντό­ναλντ Τράμπ ένα­ντι της κα­θε­στω­τι­κής Χί­λα­ρι Κλί­ντον, και αφε­τέ­ρου την διά­λυ­ση των όρων και προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων υπό­στα­σης ενός αντι­πο­λι­τευ­τι­κού ρι­ζο­σπα­στι­κού ρεύ­μα­τος στην αμε­ρι­κα­νι­κή κοι­νω­νία, που είχε αρ­χί­σει να σχη­μα­το­ποιεί­ται δυ­να­μι­κά με την προ­ε­κλο­γι­κή εκ­στρα­τεία του σο­σια­λι­στή υπο­ψη­φί­ου. Το συ­μπέ­ρα­σμα πα­ρα­μέ­νει ισχυ­ρό και αδιαμ­φι­σβή­τη­το, όχι μόνον για την αμε­ρι­κα­νι­κή πε­ρί­πτω­ση, αλλά και σε άλλες, ευ­ρω­παϊ­κές κυ­ρί­ως, χώρες του κα­πι­τα­λι­στι­κού κό­σμου : Όταν η Αρι­στε­ρά «απο­ποιεί­ται» τον εαυτό της για χάρη «εν­διά­με­σων» λύ­σε­ων κα­θε­στω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα (στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρων), όταν «εγκα­τα­λεί­πει» την τα­ξι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων, τότε το κενό εκ­προ­σώ­πη­σης θα κα­τα­λά­βει η πιο ακραία εκ­δο­χή του κα­θε­στω­τι­σμού. Τον αντι­συ­στη­μι­κό ρόλο που έχει «εγκα­τα­λεί­ψει» τον ανα­λαμ­βά­νει η άκρα δεξιά με όρους όχι ανα­τρο­πής, αλλά ενί­σχυ­σης των πιο ακραί­ων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της αστι­κής πο­λι­τι­κής.
          Το ίδιο τεί­νει να συμ­βεί και σε άλλες πε­ρι­πτώ­σεις της ευ­ρω­παϊ­κής πο­λι­τι­κής ζωής, και με­τα­ξύ αυτών η ίδια η ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση. Αφού ο μι­κρο­α­στι­κός εκ­συγ­χρο­νι­στι­κός σχη­μα­τι­σμός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ κα­τόρ­θω­σε να γίνει εκλο­γι­κός εκ­φρα­στής των πλητ­τό­με­νων από τα μνη­μό­νια λαϊ­κών τά­ξε­ων, «απο­ποι­ή­θη­κε» στη συ­νέ­χεια, μόλις ανέ­λα­βε την δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας, τον ρόλο της υλο­ποί­η­σης των πιο στοι­χειω­δών αντι­μνη­μο­νια­κών εξαγ­γε­λιών, και με­τα­το­πί­στη­κε στην αντί­πε­ρα όχθη, στο στρα­τό­πε­δο της αστι­κής πο­λι­τι­κής. Αυτή η «εγκα­τά­λει­ψη» είναι δυ­να­τόν, όπως δεί­χνουν και όλες οι δια­θέ­σι­μες σφυγ­μο­με­τρή­σεις, να οδη­γή­σει σε μια επι­κρά­τη­ση της δε­ξιάς ΝΔ, (εν απου­σία μά­λι­στα ζω­τι­κού και ενω­τι­κού ερ­γα­τι­κού απερ­για­κού κι­νή­μα­τος) της οποί­ας μά­λι­στα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά προ­σο­μοιά­ζουν με της άκρας δε­ξιάς : Ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση των στενά κοι­νω­νι­κών δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών, ευ­ρεί­ας κλί­μα­κας απο­λύ­σεις στο δη­μό­σιο, πα­ρα­πέ­ρα μεί­ω­σης μι­σθών και συ­ντά­ξε­ων, απαλ­λα­γή των επι­χει­ρή­σε­ων από την φο­ρο­λό­γη­ση. Κι’ αυτό τη στιγ­μή που ο μνη­μο­νια­κός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, όχι μόνον δεν αντα­πο­κρί­θη­κε στις ίδιες του τις προ­ε­κλο­γι­κές δε­σμεύ­σεις, αλλά στά­θη­κε «ανί­κα­νος» να προ­ω­θή­σει και μέτρα ακόμη μι­κρο­α­στι­κού δη­μο­κρα­τι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού (π.χ. κα­θυ­πό­τα­ξη στις υπα­γο­ρεύ­σεις της εκ­κλη­σια­στι­κής εξου­σί­ας, αδυ­να­μία δη­μο­κρα­τι­κής ρύθ­μι­σης του τη­λε­ο­πτι­κού το­πί­ου κλπ.).
          Η πιο κλα­σι­κή όμως πε­ρί­πτω­ση που έρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο είναι αυτή που αφορά την γαλ­λι­κή κοι­νω­νία, εν όψει των προ­ε­δρι­κών εκλο­γών του Απρι­λί­ου – Μαίου 2017. Από το 1981 μέχρι το 2007 το γαλ­λι­κό ΚΚ είδε τα πο­σο­στά του στις αντί­στοι­χες προ­ε­δρι­κές εκλο­γές να τα­πει­νώ­νο­νται από το 15% στο 2%, εξ αι­τί­ας του γε­γο­νό­τος ότι ασκού­σε μια επαμ­φο­τε­ρί­ζου­σα και ερ­μα­φρό­δι­τη πο­λι­τι­κή: Εγκα­τέ­λει­πε στα­δια­κά τον ρόλο του πο­λι­τι­κού υπέρ­μα­χου των πλη­βεια­κών λαϊ­κών τά­ξε­ων, «απο­ποιού­νταν» τον τα­ξι­κό του ρόλο, και προ­σχω­ρού­σε στην δια­χει­ρι­στι­κή λο­γι­κή του Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος που κα­τεί­χε την προ­ε­δρία της Γαλ­λι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας. Αυτό το γε­γο­νός, το κενό δη­λα­δή εκ­προ­σώ­πη­σης ερ­γα­τι­κών στρω­μά­των, ήρθε να κα­λύ­ψει το Εθνι­κό Μέ­τω­πο, που γι­γα­ντώ­θη­κε με το 14% στις προ­ε­δρι­κές εκλο­γές του 1988, για να κα­τα­λή­ξει να φτά­σει σή­με­ρα στα επί­πε­δα του 26% εν όψει των προ­σε­χών προ­ε­δρι­κών εκλο­γών του 2017. Ευ­τυ­χώς που από τις προ­ε­δρι­κές εκλο­γές του 2012 δια­μορ­φώ­θη­κε το αρι­στε­ρό μέ­τω­πο υπό τον Ζαν Λυκ Με­λαν­σόν, και επα­νέ­φε­ρε τα πο­σο­στά της γαλ­λι­κής Αρι­στε­ράς στα επί­πε­δα του 11%. Αλλά και η χρε­ο­κο­πία και ο αντι­λαϊ­κός χα­ρα­κτή­ρας της προ­ε­δρί­ας Φρουν­σουά Ολάντ που ξε­κί­νη­σε το 2012 μέχρι σή­με­ρα, έχει οδη­γή­σει την απο­γο­ή­τευ­ση και από­γνω­ση ση­μα­ντι­κών λαϊ­κών με­ρί­δων προς το αντι­συ­στη­μι­κό, και μαζί βα­θειά κα­θε­στω­τι­κό, Εθνι­κό Μέ­τω­πο, που στα σί­γου­ρα θα βρί­σκε­ται στον δεύ­τε­ρο γύρο των προ­ε­δρι­κών εκλο­γών, απέ­να­ντι σε έναν ρε­που­μπλι­κα­νό υπο­ψή­φιο, με την Αρι­στε­ρά εκτός δεύ­τε­ρου γύρου. Το ίδιο λοι­πόν πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό: Το Εθνι­κό Μέ­τω­πο (αντί­στοι­χο του Ντό­ναλντ Τράμπ) απέ­να­ντι στους δε­ξιούς ρε­που­μπλι­κα­νούς (Νι­κο­λά Σαρ­κο­ζί ή Αλέν Ζυπέ αντί­στοι­χοι της Χί­λα­ρι Κλί­ντον), που ήδη από τον πρώτο γύρο προ­βλέ­πε­ται να συ­γκε­ντρώ­νουν αθροι­στι­κά περί τα δύο τρίτα του εκλο­γι­κού σώ­μα­τος.
          Το ζή­τη­μα εν προ­κει­μέ­νω δεν είναι αν η Μαρίν Λεπέν κα­τορ­θώ­σει να βάλει πόδι στην γαλ­λι­κή προ­ε­δρία, ή αν αυτό γίνει εφι­κτό από τον ρε­που­μπλι­κα­νό υπο­ψή­φιο : Το θέμα είναι ότι απέ­να­ντι σε μια κο­ρυ­φαία πο­λι­τι­κή ανα­μέ­τρη­ση αντι­πα­ρα­τί­θε­νται οι δύο οπτι­κές του κα­θε­στω­τι­σμού, ενώ τα λαϊκά ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα θα στε­ρού­νται της πο­λι­τι­κής τους εκ­προ­σώ­πη­σης (εν­νο­εί­ται στον δεύ­τε­ρο γύρο). Η μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση οι δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς (στη Γαλ­λία το Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα πά­ντο­τε ανα­φέ­ρε­ται ως Αρι­στε­ρά) να διεκ­δι­κή­σουν την εί­σο­δό τους στον δεύ­τε­ρο γύρο, είναι αν σχη­μα­τί­σουν ενω­τι­κό μέ­τω­πο ευθύς εξαρ­χής, υπό την κυ­ριαρ­χία του αρι­στε­ρού υπο­ψη­φί­ου Ζαν Λυκ Με­λαν­σόν, και όχι των όποιων νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων τε­χνο­κρα­τών του Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος (αθροι­στι­κά 11% + 17% = 28%). Ο κα­θέ­νας όμως αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι ένα τέ­τοιο εν­δε­χό­με­νο είναι απί­θα­νο να συμ­βεί, και υπάρ­χει μόνον ως «θε­ω­ρη­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα». Αυτό που θα μπο­ρού­σε να συμ­βεί στις αμε­ρι­κα­νι­κές προ­ε­δρι­κές εκλο­γές αν η υπο­ψη­φιό­τη­τα του Μπέρ­νι Σά­ντερς πα­ρέ­με­νε ως ανε­ξάρ­τη­τη, αντι­συ­στη­μι­κή και αρ­κού­ντως αντι­κα­θε­στω­τι­κή, πράγ­μα που και δεν έγινε.
          Φαί­νε­ται ότι ο αντι­συ­στη­μι­σμός στα χέρια μιας Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς είναι δυ­να­τόν (χωρίς βέ­βαια και αυτό να είναι σί­γου­ρο) να με­τα­σχη­μα­τι­στεί σε αντι­κα­θε­στω­τι­σμό (ενα­ντί­ω­ση στην κυ­ριαρ­χία των κα­τε­στη­μέ­νων επι­χει­ρη­μα­τι­κών κα­πι­τα­λι­στι­κών κέ­ντρων), ενώ στα χέρια της συ­ντη­ρη­τι­κής πα­ρά­τα­ξης γί­νε­ται η πιο ακραία εκ­δο­χή του κα­θε­στω­τι­σμού. Η επέν­δυ­ση αυτού του ακρο­δε­ξιού αντι­συ­στη­μι­σμού – κα­θε­στω­τι­σμού με επι­κλή­σεις εθνι­κι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα, με ρα­τσι­στι­κές και ξε­νο­φο­βι­κές στά­σεις, με ανα­φο­ρές στην εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, με επι­στρο­φή σε εθνι­κό νό­μι­σμα, δεν μπο­ρούν να απο­κρύ­ψουν το απε­χθές πρό­σω­πο της πιο με­γά­λης έντα­σης της κα­πι­τα­λι­στι­κής κυ­ριαρ­χί­ας σ’ όλα τα επί­πε­δα. Στο πλαί­σιο της σύγ­χρο­νης πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νης οι­κο­νο­μί­ας, οι συ­ντη­ρη­τι­κές πα­ρα­τά­ξεις εφάρ­μο­σαν άτεγ­κτα τον ακραίο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό, αδυ­να­τούν να προ­βά­λουν μια πο­λι­τι­κή προ­ο­πτι­κή που να πε­ρι­λαμ­βά­νει και ορι­σμέ­νες λαϊ­κές απο­χρώ­σεις, και χά­νουν την δυ­να­τό­τη­τα δια­κυ­βέρ­νη­σης που διέ­θε­ταν. Η εναλ­λα­γή στην δια­χεί­ρι­ση των σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών σχη­μα­τι­σμών, όχι μόνον δεν κα­τόρ­θω­σε να λει­τουρ­γή­σει με στοι­χειώ­δεις ανα­δια­νε­μη­τι­κούς όρους, αλλά ανα­δεί­χθη­καν σε αιχμή του δό­ρα­τος της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης κα­πι­τα­λι­στι­κής ανα­διάρ­θρω­σης, χά­νο­ντας τη λαϊκή τους νο­μι­μο­ποί­η­ση. Οι δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις (Ελ­λά­δα, Ιτα­λία, Γαλ­λία κλπ.) δεν στά­θη­καν επαρ­κείς να δια­μορ­φώ­σουν όρους μιας ρι­ζο­σπα­στι­κής εναλ­λα­κτι­κής διε­ξό­δου από την κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση. Άρα δεν απέ­με­νε παρά η ανά­δει­ξη αυτού του λαϊ­κού αντι­συ­στη­μι­σμού από τα δεξιά, που σε κάθε προ­φα­νώς πε­ρί­πτω­ση, είναι η ακρό­τε­ρη εκ­δο­χή του συ­ντη­ρη­τι­κού κα­θε­στω­τι­σμού. Κι είναι σή­με­ρα οι λαϊ­κές τά­ξεις που οδη­γού­νται να επεν­δύ­σουν σ’ αυτή την προ­ο­πτι­κή, σε δια­φο­ρο­ποί­η­ση με την εποχή του με­σο­πο­λέ­μου του 20ου αιώνα, όπου η κύρια κοι­νω­νι­κή δύ­να­μη τρο­φο­δό­τη­σης του ακρο­δε­ξιού και φα­σι­στι­κού ρεύ­μα­τος ήταν τα μι­κρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα.
          Απέ­να­ντι σ’ αυτές τις δρα­μα­τι­κές εξε­λί­ξεις που ανα­δει­κνύ­ο­νται πλέον σε πλα­νη­τι­κό επί­πε­δο, και μά­λι­στα στις ανα­πτυγ­μέ­νες κα­πι­τα­λι­στι­κές οι­κο­νο­μί­ες με κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δη­μο­κρα­τία, στην Αρι­στε­ρά και στις ερ­γα­τι­κές κοι­νω­νι­κές ορ­γα­νώ­σεις ενα­πό­κει­ται να αντι­με­τω­πί­σουν δρα­στι­κά αυτές τις προ­κλή­σεις :
          Δια­μορ­φώ­νο­ντας ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις με τον άνερ­γο και ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο, με τα πλη­βεια­κά στρώ­μα­τα, εγκα­τα­λεί­πο­ντας τον αυ­τά­ρε­σκο υπο­κει­με­νι­σμό, και προ­ά­γο­ντας την κι­νη­μα­τι­κή τους πα­ρέμ­βα­ση, την προ­βο­λή τους στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο, αν δεν επι­θυ­μούν η «ερ­γα­τι­κή τάξη» να διαν­θί­ζει τις ομι­λί­ες του Ντό­ναλντ Τράμπ και της Μαρίν Λεπέν.
          Πα­ρα­μέ­νο­ντας συ­νε­πής στον εαυτό της, μα­κράν από οποια­δή­πο­τε λο­γι­κή «απο­ποί­η­σης» του ρόλου της, που στα σί­γου­ρα οδη­γεί στην απο­τυ­χία της, επι­μέ­νο­ντας στον ρι­ζο­σπα­στι­κό κοι­νω­νι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό με την ενερ­γό συμ­με­το­χή των ίδιων των λαϊ­κών τά­ξε­ων.
          Φέρ­νο­ντας στο επί­κε­ντρο την ανα­γκαιό­τη­τα άμε­σης ικα­νο­ποί­η­σης των ζω­τι­κών κοι­νω­νι­κών ανα­γκών, μέσα από την ρι­ζι­κή ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος σε βάρος των κα­τε­στη­μέ­νων αστι­κών συμ­φε­ρό­ντων κερ­δο­φο­ρί­ας, και προς όφε­λος των «από κάτω» (απο­κα­τά­στα­ση μι­σθών, συ­ντά­ξε­ων, επι­δο­μά­των ανερ­γί­ας κλπ.).
          Γυ­ρί­ζο­ντας την πλάτη σε λο­γι­κές που προ­τάσ­σουν πρώτα την οι­κο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη του τόπου, την πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση με φι­λο­λαϊ­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, δί­νο­ντας την προ­τε­ραιό­τη­τα στις επι­χει­ρη­μα­τι­κές δυ­νά­μεις της αγο­ράς, και πα­ρα­πέ­μπο­ντας την κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη και ισό­τη­τα στις ελ­λη­νι­κές κα­λέν­δες.
          Δια­μορ­φώ­νο­ντας σχέ­σεις ερ­γα­τι­κής αλ­λη­λεγ­γύ­ης σε ευ­ρω­παϊ­κό και ευ­ρύ­τε­ρο επί­πε­δο, μα­κριά από λο­γι­κές εθνι­κής πε­ρι­χα­ρά­κω­σης και «οχύ­ρω­σης» στο κα­βού­κι ενός ψευ­δε­πί­γρα­φου πα­τριω­τι­σμού, θέ­το­ντας στη θέση των πα­τριω­τι­κών και εθνι­κών συμ­φε­ρό­ντων, τα τα­ξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα χει­ρα­φέ­τη­σης της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νί­ας.
          Οδεύ­ο­ντας σε ισχυ­ρές τομές στις ίδιες της δομές της κα­θε­στω­τι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας, στο­χεύ­ο­ντας στην από­σπα­ση της κερ­δο­φο­ρί­ας του κε­φα­λαί­ου και στην επι­βο­λή δρα­στι­κού ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου, σε αντι­συ­στη­μι­κές αλ­λα­γές, κι’ όχι προ­φα­νώς σε απλές νο­μι­σμα­τι­κές με­τα­τρο­πές.
https://rproject.gr/