«Η Ελλάδα δεν θα εξέλθει εθελοντικά από την Ευρωζώνη», είπε ο Τσίπρας στο Ώστιν του Τέξας μιλώντας στο πανεπιστήμιο με τον Τζέημς Γκαλμπρέιθ και τον Γιάννη Βαρουφάκη, κι αυτό προκάλεσε αντιδράσεις. Οι αντιδράσεις του τύπου: «Έδωσε εξετάσεις υποταγής» (ΚΚΕ) ή «Στο Τέξας, την πατρίδα του Μπους» (Αλέκος Αλαβάνος) ή «Ο Γκαλμπρέιθ» υπήρξε «άτυπος σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου»κι αυτό έχει «μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα και ιδιαίτερο συμβολισμό» (Γ. Δελαστίκ στο «Έθνος») είναι χαμηλού επιπέδου και άνευ σημασίας.
Αλίμονο, αν ο επικεφαλής ενός κόμματος που διεκδικεί την κυβερνητική ευθύνη και την ηγεσία της κοινωνίας, περιόριζε τις συζητήσεις του στους επαναστάτες συντρόφους του όπου γης,«στις κοιτίδες του επαναστατικού κινήματος», όπως ζήτησε από τον ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή η Αλέκα Παπαρήγα, ή εξέταζε τους τόπους που επισκέπτεται με κριτήριο, αν είναι τόποι καταγωγής συμπαθών ή απεχθών πολιτικών.
Ολόκληρο το σύνθημα δεν βολεύει
Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν λάθος αν ο ΣΥΡΙΖΑ απέφευγε να εξηγήσει την πολιτική του σε ακροατήρια των διεθνών αστικών ελίτ δεν θα τα πείσει, αλλά θα ξέρουν με ποιους θα έχουν να κάνουν. Βλέπεις, σε έναν αστικό κόσμο και οι αριστερές κυβερνήσεις θα έχουν να κάνουν κυρίως με τέτοιους συνομιλητές. Αν ο Τσίπρας αρνιόταν να μιλήσει με αστούς συνομιλητές, θα ήταν ακατάλληλος για τη δουλειά που έχει αναλάβει. Πόσο μάλλον που οι συνομιλητές του στο Ώστιν ανήκουν στο προοδευτικό φάσμα της διανόησης των ΗΠΑ.
Η μομφή, όμως, ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έκανε κωλοτούμπα είναι σοβαρότερη. Μια πτυχή αυτής της μομφής είναι ότι ο Τσίπρας, λέγοντας ότι η Ελλάδα με αριστερή κυβέρνηση δεν θα φύγει εθελοντικά από την ευρωζώνη, εγκαταλείπει το προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ: «Καμιά θυσία για το ευρώ!». Συνήθως, βέβαια, αυτή η κριτική παραλείπει το δεύτερο μέρος εκείνου του συνθήματος που ήταν: «Καμιά αυταπάτη για τη δραχμή!». Ο λόγος είναι εύκολα αντιληπτός: η κριτική πηγάζει από τη θέση ότι η Ελλάδα έτσι κι αλλιώς πρέπει να αποχωρήσει από την ευρωζώνη και να ακολουθήσει μοναχική πορεία ολόκληρο το σύνθημα, λοιπόν, δεν βολεύει.
Πιο ουσιώδες όμως είναι ότι αυτή η κριτική παραβλέπει ότι «οι θυσίες», δηλαδή η πολιτική των μνημονίων για τον ευρωπαϊκό Νότο, η πολιτική λιτότητας για όλες τις χώρες της ευρωζώνης, δεν αποσκοπούν στη σωτηρία του κοινού νομίσματος ούτε στη διασφάλιση της παραμονής του ευρωπαϊκού Νότου στην ευρωζώνη. Τα νομίσματα δεν απαιτούν θυσίες ούτε έχουν τα ίδια συμφέροντα. Η πολιτική της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της μεγάλης συμμαχίας συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών, χρησιμοποιούν προσχηματικά το νόμισμα, για να εφαρμόσουν το μεγάλο πλιάτσικο εναντίον των λαϊκών τάξεων. Με άλλα λόγια, όλη αυτή η φιλολογία βασίζεται σε έναν νομισματικό φετιχισμό.
Αυτονόητη η ελευθερία της γνώμης
Ο Τσίπρας στο Ώστιν, αυτό τουλάχιστον φαίνεται από την ομιλία του, εξέθεσε την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως την έχει αποφασίσει το συνέδριό του και όπως αυτή επανειλημμένως έχει διατυπωθεί από ιδρύσεώς του. Την εξέθεσε μάλιστα και στα δύο σκέλη της: η αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα βλάψει την Ελλάδα, την οικονομία της, τον λαό της, και επίσης θα βλάψει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει πει ότι θέλει να αποτραπούν και τα δύο, και αυτό ακριβώς επανέλαβε ο πρόεδρός του. Μπορεί κανείς να διαφωνήσει – κατά τη γνώμη μου δεν υπήρξε μέχρι τώρα επαρκώς θεμελιωμένη διαφωνία – αλλά δεν είναι ιδιαίτερα έντιμο να λέει κανείς ότι ο Τσίπρας ανέτρεψε αυτή την πολιτική. Την εντιμότητα δεν την περιμένει κανείς από τα κόμματα της συγκυβέρνησης και από τα ΜΜΕ της διαπλοκής. Αυτοί είπαν και έγραψαν ακόμα και ότι την πρόταση μομφής που υπέβαλε στη Βουλή η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ την υπέβαλε αιφνιδιαστικά ο Τσίπρας, για να εξουδετερώσει τις αντιδράσεις, λέει, που υπήρξαν μετά την ομιλία του στο Ώστιν. Τι σημασία έχει γι’ αυτούς ότι την πρόταση μομφής την αποφάσισε ομόφωνα η Πολιτική Γραμματεία του κόμματος και τη σχεδίασε το Προεδρείο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας; Από ανθρώπους της Αριστεράς όμως θα έπρεπε να την περιμένουμε αυτήν την εντιμότητα.
Στον ΣΥΡΙΖΑ η ελευθερία της γνώμης και της δημόσιας έκφρασής της είναι αυτονόητη – κι εκεί διαφέρει από τα άλλα κόμματα. Τα μέλη του, τα στελέχη του κρίνουν τα ίδια, αν και πότε θα διατυπώσουν την όποια διαφωνία τους, χωρίς να έχουν να φοβηθούν μέτρα πειθάρχησής τους. Αυτό το δικαίωμα, ας πούμε, άσκησε ο Άκης Μπαδογιάννης με άρθρο του στην ιστοσελίδα «Ίσκρα». Κάνει λάθος όταν γράφει ότι «Τα όσα είπε ο Α. Τσίπρας στο Ώστιν του Τέξας (…) ξαναθέτουν το ερώτημα» για τον ρεαλισμό της πολιτικής του. Τα ερωτήματα τα θέτουν όσοι τα έχουν, δεν τίθενται όποτε ένα κόμμα εκθέτει τη διακηρυγμένη πολιτική του. Κατά τη γνώμη μου, οι ενστάσεις για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που εξέθεσε ο πρόεδρός του στο Ώστιν, έχουν ένα κοινό στοιχείο, κι αυτό είναι η ηττοπάθεια και η παραίτηση από τη σύγκρουση. Από τον Σαμαρά και τον Άδωνη Γεωργιάδη ως τον Αλέκο Αλαβάνο προβάλλονται ως επιχείρημα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ τα παθήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καλά οι δεξιοί, αλλά πώς αριστεροί άνθρωποι παρακάμπτουν το γεγονός ότι το κυπριακό «Όχι!» το διαχειρίστηκε η κυβέρνηση Αναστασιάδη που δεν το ήθελε και απλώς δεν είχε τολμήσει να υπερασπιστεί στη Βουλή τη θέση της; Και πώς δεν καταγγέλλουν την ατιμία της ελληνικής κυβέρνησης που, εγκαταλείποντας το δόγμα «Η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάς συμπαρίσταται!», αρνήθηκε κάθε βοήθεια και μάλιστα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ψήφισε να διακοπεί η χορήγηση ρευστότητας προς την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου;
Ωραία, θα πει κάποιος. Και το δίδαγμα; Πρώτον, ότι χρειάζεται μια κυβέρνηση που θα έχει τη λαϊκή συμπαράσταση και θα είναι αποφασισμένη να πάει τη σύγκρουση μέχρι τέλους. Δεύτερον, ότι χρειάζεται από τώρα να μπουν οι βάσεις για συμμαχίες (με κυβερνήσεις, αλλά και με κοινωνικές δυνάμεις) στην Ευρώπη και τον κόσμο που θα στηρίξουν την εκβιαζόμενη Ελλάδα. Βλέπεις, η διαπραγμάτευση έχει ήδη αρχίσει και τη διεξάγει ο ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αντιπολίτευσης. Γι’ αυτό και το μεγάλο ενδιαφέρον παντού για συναντήσεις και συνομιλίες με εκπροσώπους του. Ο ισχυρισμός, από δεξιά και από αριστερά, ότι η υπόθεση είναι χαμένη από χέρι χαρίζει τη διαπραγμάτευση στην Μέρκελ πριν αυτή ακόμα γίνει. Και κλείνει το δρόμο για την ανατροπή σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Δεξιά θέλει αυτό ακριβώς. Το ερώτημα τι θέλουν τίθεται για τους ανθρώπους της Αριστεράς.
ΠΗΓΗ: Εποχή