Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί περίπτωση φθίνοντος έθνους















Ένα προφητικό κείμενο, από τα ωραιότερα που έχω ποτέ διαβάσει, γραμμένο το 1992 από τον στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη για τις αιτίες της ελληνικής παρακμής και για όσα συμβαίνουν στις μέρες μας που ταιριάζει απόλυτα και στην περίπτωση της Κύπρου. Κάνετε υπομονή και διαβάστε το μέχρι τέλους θα αντλήσετε φοβερά διδάγματα

 Όμηρος Αλεξάνδρου

Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.


Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.

Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα ? αν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.

Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν.

Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.

Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαρειά σκιά. Οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ? βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.

Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει. Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις. Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋπο­θέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.

Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση.

Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση ? οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει. Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.

Η σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο «πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»: μπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο η διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες — απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον? η σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού μας». Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες μας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι με τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν μία περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούν μάλλον θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και μάλλον δείχνοντας κατανόηση προς τους άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τους ίδιους.

Μεταξύ τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων. Η ακραία και oλεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της χώρας στον δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού με αντάλλαγμα την εύνοια «του λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά. Είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού, ανήμπορος ως εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός» απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό ? αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, πού κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.

Η κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες — διαιωνίζοντας την. Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια τού ελληνικού «πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός με τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος τον καθιστά ανίκανο να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει. Ο κατακερματισμός των αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της χειρισμός και η σύνδεση της με ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, τον αποπροσανατολισμό του συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων και των ομάδων. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν βέβαια μάταιο ν’ αναμένει κανείς από τους συγκαιρινούς Έλληνες διανοουμένους να δώσουν εκείνοι ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος «πολιτικός κόσμος». Όχι μόνον επειδή οι ίδιοι είναι κατακερματισμένοι σε ομάδες επίσης κατακερματισμένες σε εν πολλοίς αυτιστικά άτομα, όχι μόνον επειδή η γενική τους μόρφωση θυμίζει ως προς το ποιόν και τη συγκρότησή της τον αεριτζίδικο και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνον επειδή για τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ακόμα λιγότερα και από τα όσα επιφανειακά και ασυνάρτητα γράφονται στις ελληνικές εφημερίδες, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: επειδή αντιλαμβάνονται την πολιτική με βάση φιλολογικές ή ηθικολογικές κατηγορίες και επιχειρούν πολιτικές αποφάνσεις στο επίπεδο των αντίστοιχων νερουλών γενικεύσεων.

Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη  μεταμφίεση του όψιμου  επιχώριου ευδαιμονισμού,  ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει». Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά ? τόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται ? η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δι­κές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.

Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση, η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κτλ. Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική.

Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοση να βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.

Και η τελευταία τάση, για την οποία θα μιλήσουμε ακροθιγώς σε σχέση με την ελληνική εθνική πολιτική, δεν διαθέτει κάποιον αξιόλογο και μαζικό πολιτικό φορέα, αλλά είναι μάλλον διάχυτη, όπως και η προηγούμενη. Απλώνεται σε διάφορους βαθμούς ασάφειας κυρίως μέσα στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, μολονότι κάποτε συνοδοιπορεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής ένταξης, αν και εφ’ όσον απ’ αυτήν αναμένεται η άμβλυνση των εθνικισμών και η προαγωγή της ειρήνης ή της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μέσω της απάλειψης των συνόρων, της καθολικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ. κτλ. Τέτοιοι, κατά βάθος απολιτικοί, ευσεβείς πόθοι αποτελούν κατ’ ουσία την αριστερή εκδοχή ή παραλλαγή του μαζικοδημοκρατικού ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται μία κατάσταση, όπου συλλογικές προσπάθειες και συλλογικές θυσίες θα είναι περιττές, και την απροθυμία του γι’ αυτές την ντύνει με ψευτοηθικές δεοντολογίες. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, οι παρεμφερείς αντιλήψεις εκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογική λειτουργία.

Πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθη­καν παταγωδώς και οι οποίοι τώρα δεν έχουν αρκετή αξιοπρέπεια για να σωπάσουν και να αναρωτηθούν μήπως είναι ανίκανοι να καταλάβουν τι γίνεται στον κόσμο, παρά αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοι την ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του άνθρωπου» και στην «πρόοδο» — πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμερα υποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες. Νομίζουν ότι με τον τονισμό του μεγάλου κοινού ανθρωπιστικού παρονομαστή και με την υπόμνηση του πάντα αδιάπτωτου ανθρωπιστικού τους φρονήματος θα ρίξουν μία γέφυρα ανάμεσα στις χθεσινές και στις σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη των άλλων τις πολιτικές τους γκάφες και διασκεδάζοντας τις εύλογες αμφιβολίες, ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες σ’ ό,τι αφορά στη σύλληψη πολιτικών καταστάσεων. Ο κόπος τους φαίνεται ωστόσο να πηγαίνει χαμένος. Γιατί και τα καινούργια τους θεολογούμενα απέχουν, το ίδιο όπως και τα παλιά, παρασάγγες από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης πλανητικής ιστορίας και από τον χαρακτήρα της πολιτικής. Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορα σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. Και εξ ίσου πολιτικά νήπιοι είναι όσοι φαντάζονται ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν ν’ αποτελέσουν αμετακίνητο κριτήριο για την άσκηση εθνικής πολιτικής, παραγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη επήρεια και χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε πολιτική συγκυρία.

Ας επαναλάβουμε, κλείνοντας, ότι σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα πού αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι μία τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του. Για να περπατήσει κανείς πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει πόδια ? το που, πώς και πότε θα πάει, δεν το ξέρει πάντοτε εκ των προτέρων και δεν το καθορίζει πάντοτε ο ίδιος. Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό. Πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας. Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της.

Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς.>>

Πηγή: Omiros Alexandrou
https://averoph.wordpress.com

«Η Ελλάδα επιθυμεί την εμβάθυνση των σχέσεων με τις χώρες της BRICS»


          Sputnik Η Ελλάδα εκτιμά ότι η βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία και τα άλλα μέλη της  συμμαχίας των BRICS θα τη βοηθήσει να διαδραματίσει ένα μεγαλύτερο ρόλο στη διεθνή σκηνή, όπως αναφέρει ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Κώστας Ήσυχος, στη συνέντευξή του στο πρακτορείο Σπούτνικ.
Η BRICS περιλαμβάνει πέντε από τις μεγαλύτερες αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου: Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική.

Η εμβάθυνση των σχέσεων με τις χώρες BRICS θα μπορούσε να επιτρέψει στην Ελλάδα να  αναλάβει « σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο στο πλαίσιο των κρίσεων που σημειώνονται γύρω από τη χώρα» περιλαμβανομένων των συγκρούσεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, σύμφωνα με τον κ. Ήσυχο
«Έχουμε έναν σημαντικό ρόλο να παίξουμε στο πλαίσιο ενός πολυπολικού κόσμου, ο οποίος όμως θα πρέπει να εκλαμβάνεται, ως ένας πολυπολικός  κόσμο της σταθερότητας και όχι της αστάθειας» διευκρίνισε ο Έλληνας αναπληρωτής υπουργός Άμυνας.
Το αριστερό κόμμα  του ΣΥΡΙΖΑ, που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ελλάδας μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 έχει καλές σχέσεις με όλες τις κυβερνήσεις των χωρών BRICS και είναι πρόθυμο να επεκτείνει τη συνεργασία αυτή, ανέφερε ο κ. Ήσυχος, υπενθυμίζοντας σχετικές δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά προς το ειδησεογραφικό πρακτορείο Σπούτνικ τον Μάρτιο, ότι η Ελλάδα είχε πάντα βαθιές σχέσεις  με τα κράτη μέλη BRICS,  και ειδικά την Ινδία, την Κίνα και τη Ρωσία.

http://gr.rbth.com

Η κυβέρνηση στρέφεται προς τα BRICS

ΣΕ ΣΤΕΝΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΗΠΑ ΓΙΑ ΝΑ "ΣΠΑΣΕΙ" ΤΗΝ ΑΔΙΑΛΛΑΞΙΑ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ-ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

18/03/2015
Οι Ευρωπαίοι εταίροι σφίγγουν συνεχώς τη θηλιά γύρω από την Ελλάδα προκαλώντας οικονομική ασφυξία στη χώρα μας και η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να ξεφύγει από την παγίδα αυτή αναπτύσσοντας μία πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και ενδυναμώνοντας τις σχέσεις της με τη Ρωσία και τις άλλες χώρες των BRICS, αλλά και με τις ΗΠΑ.
 
Οι νέοι εκβιασμοί των Βρυξελλών πώς το νομοσχέδιο για τις 100 δόσεις και την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης συνιστά μονομερής ενέργεια και δεν πρόκειται να εγκριθούν από τους «θεσμούς» κάθε άλλο παρά στην άρση του αδιεξόδου συμβάλλουν παραμονή της Συνόδου Κορυφής και της πενταμερούς διάσκεψης που ζήτησε ο Αλέξης Τσίπρας και η οποία θα γίνει την Πέμπτη στις 9 το βράδυ.
 
Στη διάσκεψη αυτή θα συμμετάσχουν ο Έλληνας πρωθυπουργός, η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο Πρόεδρος της ΕΕ, Ντόναλντ Τουσκ και ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι. 
 
Κατά τη συνάντηση αυτή θα επιδιωχθεί από ελληνικής πλευράς να βρεθεί μία λύση σε πολιτικό επίπεδο όσον αφορά στο χρηματοδοτικό πρόβλημα της Ελλάδας και την αντιμετώπιση της κρίσης γενικώς, αφού οι Ευρωπαίοι και κυρίως οι Γερμανοί, όπως αναφέρουν από το Μέγαρο Μαξίμου θέλουν να τορπιλίσουν την απόφαση της 20ης Φεβρουαρίου του Eurogroup με τα τεχνικά κλιμάκια στην Αθήνα να ζητούν παράλογα πράγματα.
 
Αν δεν βρεθεί λύση σε αυτή τη συνάντηση τότε η κυβέρνηση, όπως αναφέρουν πηγές, θα κάνει ένα ακόμη βήμα προς άλλες πηγές χρηματοδότησης. Ήδη, οι επαφές με την ρωσική κυβέρνηση μπαίνουν σε νέο δρόμο και είναι ενδεικτικό ότι κατά την επίσπευση που θα κάνει ο Αλέξης Τσίπρας στη Μόσχα στις 8 Απριλίου και στη συνάντηση του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν θα αναζητηθούν τρόποι συνεργασίας των δύο χωρών σε οικονομικό επίπεδο.
 
Η Ρωσία έχει δηλώσει πώς μπορεί να χρηματοδοτήσει την Ελλάδα με ένα ποσό, αρχικώς της τάξεως των 10 δισ. δολαρίων. Ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας Κώστας Ήσυχος βρίσκεται ήδη στη Μόσχα λειτουργώντας ως προπομπός του Αλέξη Τσίπρα και η πρώτη δήλωση που έκανε στα ρωσικά μέσα ήταν πώς «η Ελλάδα θα ενδυναμώσει τις σχέσεις της με την Ρωσία και την ομάδα των BRICS».
 
Ο κ. Ήσυχος και η κυβέρνηση γενικότερα αναφέρονταν κυρίως στην Κίνα και τη Βραζιλία. Η πρώτη έχει να παίξει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις, λόγω των τεράστιων επενδυτικών συμφερόντων της στην περιοχή και ήδη ετοιμάζεται ταξίδι στο Πεκίνο, ελληνικής αντιπροσωπείας  υπό τον αντιπρόεδρο Γιάννη Δραγασάκη και τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά. Όσο για τη Βραζιλία, η χώρα του καφέ μπαίνει στο κάδρο εξαιτίας του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
 
Ένας άλλος λόγος είναι πώς οι χώρες των BRICS επιχειρούν να ανδειχθούν και μέσα από την οικονομική τους συνεργασία δημιουργώντας τη δική τους παγκόσμια τράπεζα με ένα αρχικό αποθεματικό κεφάλαιο της τάξεως των 100 δισ. δολαρίων και τους δικούς τους οίκους αξιολόγησης. 
 
Η ελληνική κυβέρνηση κοιτάζει προς αυτή την κατεύθυνση, της στήριξης της δηλαδή από τις αναπτυσσόμενες χώρες, τη στιγμή που η Ευρωπαική Ένωση της συμπεριφέρεται απαξιωτικά και ζητώντας την υποταγή της σε ένα μνημόνιο που ο ελληνικός λαός δεν θέλει και δεν αντέχει. 
 
Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε στενή συνεργασία και επικοινωνία με τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν τους δικούς τους λόγους να βρεθεί μία λύση μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαικής Ένωσης. Αφενός να μην πληγεί περαιτέρω η παγκόσμια οικονομία από ένα «ατύχημα» εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη και αφετέρου για να μην καταλήξει η Ελλάδα με την κρίσιμη για τους Αμερικανούς γεωστρατηγική θέση στην «αγκαλιά» της Ρωσίας.
 
Τα θέματα αυτά, πληροφορίες αναφέρουν πως συζητήθηκαν κατά την επίσκεψη της βοηθού υπουργού Εξωτερικών και αρμόδιας για θέματα ευρωπαικά των ΗΠΑ Βικτώριας Νούλαντ, στις συναντήσεις που είχε τόσο με τον Αλέξη Τσίπρα όσο και με τους υπουργούς Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά και Εθνικής Άμυνας Πάνο Καμμένο. Ο κ. Καμμένος μάλιστα τις επόμενες ημέρες θα ταξιδέψει στην Ουάσιγκτον, όπου θα έχει επαφές σε υψηλό επίπεδο.
 
Η στροφή προς τις χώρες των BRICS και τις ΗΠΑ για την ελληνική κυβέρνηση είναι δεδομένη και θα γίνεται ξεκάθαρη ακόμη περισσότερο όσο οι Ευρωπαίοι εταίροι επιμένουν στις απειλές, τα τελεσίγραφα και τους εκβιασμούς. 
 
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Ενα τρομακτικό τέλος είναι προτιμότερο από τον τρόμο χωρίς τέλος


Ντέσμοντ Λάκμαν      ΤΕΤΑΡΤΗ 18-3-2015                              























































































































Ο ​​Αλβέρτος Αϊνστάιν είχε παρατηρήσει ότι το να διεξάγει κανείς επανειλημμένως το ίδιο πείραμα και να περιμένει διαφορετικό αποτέλεσμα είναι ένα σίγουρο δείγμα παραφροσύνης. Ισως κάτι αντίστοιχο πρέπει να ειπωθεί για την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της, που συμφώνησαν να παρατείνουν τη δανειακή σύμβαση της χώρας για τέσσερις ακόμα μήνες. Κι αυτό γιατί ο σκοπός της παράτασης είναι να διαπραγματευθούν οι δύο πλευρές ένα νέο οικονομικό πρόγραμμα που θα διέπεται από την ίδια μακροοικονομική συνταγή όπως το προηγούμενο. Γιατί όμως το νέο αυτό πρόγραμμα να έχει διαφορετικά αποτελέσματα από το προηγούμενο, που απέτυχε τόσο παταγωδώς;
Η επιμονή της τρόικας να επιβάλλει ασφυκτική δημοσιονομική λιτότητα στο πλαίσιο του ζουρλομανδύα του ευρώ βρίσκεται στον πυρήνα της ολέθριας οικονομικής επίδοσης της Ελλάδας από το 2010 και μετά. Χωρίς τη δυνατότητα άσκησης αυτόνομης νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής που να αμβλύνει τον υφεσιακό αντίκτυπο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, δεν αποτέλεσε έκπληξη η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Σήμερα, το ελληνικό ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί κατά 22% σε σχέση με το 2008, ενώ η ανεργία ξεπερνά το 25% (η υψηλότερη στην Ευρωζώνη). Στη χώρα έχει επίσης εδραιωθεί ο αποπληθωρισμός, που φτάνει το 2,5% σε ετήσια βάση. Ο αποπληθωρισμός δυσχεραίνει σημαντικά τη δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας και θα μπορούσε να καταστήσει ουσιαστικά αδύνατη τη μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ.
Η διαπραγμάτευση ενός νέου προγράμματος με τους επίσημους πιστωτές της ξεκινά δυσοίωνα για τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα της νέας όξυνσης της πολιτικής αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία δείχνει να έχει διολισθήσει ξανά στην ύφεση, όπως υποδεικνύει η αισθητή πτώση της βιομηχανικής παραγωγής τους τελευταίους δύο μήνες. Παράλληλα, έχει καταγραφεί μία απότομη μείωση στην είσπραξη φόρων.
Ολα αυτά έχουν συνοδευτεί από κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό: τη σημαντική εκροή καταθέσεων από τις τράπεζες. Οι καταθέσεις έχουν μειωθεί κατά 25 δισ. ευρώ από τον Δεκέμβριο, γεγονός που θα εντείνει τους δισταγμούς των ελληνικών τραπεζών να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Η φυσιολογική αντίδραση σε μία κατάσταση εξασθένησης της ζήτησης και πιστωτικής ασφυξίας είναι η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό είναι κάτι που οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας μάλλον αποκλείεται να εγκρίνουν. Παρότι στο πλαίσιο της τετράμηνης παράτασης δέχθηκαν να είναι πιο επιεικείς με την Ελλάδα το 2015, θα επιμείνουν σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ για φέτος.
Καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα που κληρονόμησε η νέα κυβέρνηση δείχνει ήδη να έχει εξαλειφθεί, ο στόχος του 2% συνεπάγεται νέα μέτρα σφιξίματος του ζωναριού. Η νέα αυτή δόση λιτότητας θα εφαρμοστεί κι αυτή στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, χωρίς τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος. Οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας ακόμα ελπίζουν ότι με ρηξικέλευθες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις η ελληνική οικονομία θα αποκτήσει δυναμική ισχυρότερη από την ανασταλτική επίδραση της λιτότητας. Τα πρόσφατα βιώματα της Ευρωζώνης συντείνουν σε σκεπτικισμό απέναντι σε μία τέτοια κοσμοθεωρία. Σχετικά με την Ελλάδα, ο σκεπτικισμός αυτός ενισχύεται.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν πιστεύει στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Επιπλέον, πολλά από τα μέτρα που όντως εκφράζουν τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ως στόχο τους πλουσίους. Ο συνδυασμός αυτός είναι μάλλον απίθανο να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι να βυθιστεί εκ νέου στην ύφεση. Μία τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής στη χώρα. Θα αύξανε επίσης τις χρηματοδοτικές ανάγκες της, λόγω του αρνητικού αντίκτυπου της ύφεσης στα φορολογικά έσοδα. Ωστόσο, αν το παρελθόν είναι πρόλογος για το μέλλον, αυτό ακριβώς θα συμβεί αν υπάρξουν νέα μέτρα λιτότητας μέσα στον ζουρλομανδύα του ευρώ.
Τώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ουσιαστικά προσχωρήσει στις αποτυχημένες πολιτικές της προκατόχου της, αναρωτιέται κανείς τι θα πρέπει να γίνει ώστε τα μέλη της ελληνικής πολιτικής τάξης να αναγνωρίσουν ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι μία σίγουρη συνταγή για πολλά ακόμα χρόνια οικονομικής και κοινωνικής δυστυχίας. Σε ποια φάση θα δουν ότι τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ελλάδας θα εξυπηρετηθούν καλύτερα από το βραχυπρόθεσμο τραύμα μιας εξόδου από το ευρώ, που όμως θα παράσχει την προοπτική οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Για να θυμηθούμε τη φράση των Γερμανών, είναι επιτέλους ώρα να συνειδητοποιήσει η Ελλάδα ότι ένα τρομακτικό τέλος είναι προτιμότερο από τον τρόμο χωρίς τέλος.

Ο Ντέσμοντ Λάκμαν είναι Εταίρος στο American Enterprise Institute στην Ουάσιγκτον, πρώην αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος Διαμόρφωσης και Αξιολόγησης Πολιτικής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Έντυπη
- See more at: http://www.drachmi5.gr/politiki-apopseis/ena-tromaktiko-telos-einai-protimotero-apo-ton-tromo-horis-telos#sthash.MJa0iJo5.dpuf

Το Αλφαβητάριο του εθνικού νομίσματος

ΤΕΤΑΡΤΗ 18-3-2015
Τρεις είναι οι θεμελιώδεις στόχοι, των οποίων την επίτευξη, ένα κυρίαρχο κράτος, πρέπει να επιδιώκει παντοιοτρόπως.Την πλήρη απασχόληση, την προστασία της αξίας του εθνικού νομίσματος και την παροχή αξιοπρεπών μισθών, συντάξεων και υγείας.
Τα μέσα που έχει μια κυβέρνηση για να επιτύχει αυτούς τους στόχους είναι η φορολογία και οι δαπάνες του κράτους, ο δανεισμός και η αποπληρωμή των δανείων του και η έκδοση και κυκλοφορία νέου χρήματος καθώς και η απόσυρση του.
Άλλα μέσα δεν υπάρχουν, όποια μορφή και αν πάρει ένα καθεστώς, εκτός από τις χώρες τις ΕΕ, που τα μέσα είναι λιγότερα και κατά συνέπεια στόχοι και δημοκρατία συρρικνώνονται.
Ο τρόπος υλοποίησης των στόχων αυτών, με τα δεδομένα μέσα, αφορούν σε πολιτικές που τα κόμματα θα εισηγηθούν και ο Λαός θα αποφασίσει.
Εδώ τίθεται το ερώτημα. Μπορούμε με το ευρώ τους παραπάνω στόχους να τους ικανοποιήσουμε; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά  όχι. Και γιατί όχι;
Γιατί η αξία του ευρώ είναι αντίστροφη του επιπέδου απασχόλησης. Η πραγματική του αξία του ευρώ δεν στηρίζεται στην δαπάνη του για να παραχθεί πλούτος αλλά στον αποθησαυρισμό του, γιατί είναι σαν τον χρυσό. Ως προς την παραγωγή του ΑΕΠ, το ευρώ είναι ουδέτερο, δηλαδή δεν επηρεάζει την παραγωγή και την απασχόληση. Η χρήση του ευρώ απαιτεί διαρκή λιτότητα και υψηλή ανεργία. Είναι ξένο νόμισμα.
Ας πάμε να δούμε το ίδιο θέμα, δηλαδή την πλήρη απασχόληση, την διατήρηση της αξίας του νομίσματος και τους αξιοπρεπείς μισθούς,  έχοντας κατά νου ένα κράτος που εκδίδει το δικό του νόμισμα.
Πως ένα τέτοιο κράτος λειτουργεί με τα παραπάνω μέσα. Ας αρχίσουμε με ένα απλό ορισμό με το τι είναι αυτό το εθνικό νόμισμα, το εθνικό χρήμα.
Το χρήμα είναι μια αφηρημένη αξία που την εκδίδει το κράτος. Γίνεται αποδεκτό αυτομάτως, όχι γιατί πίσω από αυτό κρύβεται  χρυσός ή άλλα πολύτιμα μέταλλα ή οτιδήποτε άλλο έχει αξία -τι μύθος και αυτός- αλλά γιατί απλά το κράτος σε αυτό εισπράττει φόρους και γενικά στις συναλλαγές του αυτό αποδέχεται ως νόμιμο χρήμα.  Έτσι γίνεται καθολικά αποδεκτό χωρίς άλλο μυστήριο! Η αξία του καθορίζεται από την δυνατότητα που έχει να απαιτεί δικαιώματα κάποιος επί της μελλοντικής παραγωγής. Η παραγωγή πραγματοποιείται ακριβώς επειδή το χρήμα έχει αυτή την εξωτερική αξία. Η αξία του χρήματος είναι τόσο πιο μεγάλη όσο η απασχόληση τείνει προς την πλήρη απασχόληση.
Ας αναλύσουμε λίγο τον παραπάνω ορισμό σε ορισμένα θέματα που τρόπον τίνα αποτελούν το Αλφαβητάριο του Εθνικού Νομίσματος ως προς τους στόχους του και τα μέσα.

Κράτος που εκδίδει το δικό του νόμισμα  ποτέ δεν πτωχεύει
 Ένα κράτος πτωχεύει για τέσσερεις λόγους. Όταν ως νόμισμα έχει τον χρυσό ή το ευρώ άλλο ξένο νόμισμα, όταν έχει σταθερή ισοτιμία αναφερομένη σε ξένα νομίσματα ή χρυσό, όταν έχει εξωτερικό δανεισμό σε ξένα νομίσματα ή χρυσό ή ευρώ και όταν έχει εσωτερικό δανεισμό σε ξένα νομίσματα ή χρυσό ή ευρώ. Η Ελλάδα πτώχευσε το 1827, το 1832, το 1843, το 1893, το 1932, το 1945 και το 2010 και συνέτρεχαν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Με άλλα λόγια, όσες φόρες πτώχευσε δεν είχε δικό της νόμισμα.
 Ήσαν σπάνιοι οι πόροι στην Ελλάδα για να γίνουν επενδύσεις ή σπάνιος ο χρυσός και το ευρώ; Το ξένο κεφάλαιο επενδύει εκεί όπου υπάρχει η υψηλότερη απόδοση. Τα υπόλοιπα τα αφήνει, και η φτώχεια, η πτώχευση και η υποταγή είναι το επακόλουθο. Απλά λοιπόν σπάνιο ήταν το χρήμα, όπως σήμερα το ευρώ, που δεν πραγματοποιούνται επενδύσεις και όχι  σπάνιοι οι εθνικοί πόροι.
Ε, λοιπόν αν μια ανθρωπινή σύμβαση καταντά το χρήμα σπάνιο και τους  ανθρώπους και  κράτη φτωχά, και αλλά πάμπλουτα και ισχυρά, ας φτιάξουμε μια άλλη σύμβαση που θα κάνει το χρήμα άφθονο και θα καλυτερεύσει την ζωή όλων μας. Τι το πιο απλό.
Ένα κράτος λοιπόν που εκδίδει το δικό του νόμισμα είναι αδιανόητο να πτωχεύσει. Πάντα μπορεί να δαπανά, να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις του, να αγοράζει οτιδήποτε του είναι αναγκαίο για να επιτύχει τους στόχους του.
Το χρήμα που δαπανά μια κυβέρνηση δεν προέρχεται από κάπου, δεν το παίρνει από  κάπου, δεν πέφτει από τον ουρανό, και δεν κοστίζει τίποτα να παραχθεί. Το χρήμα δημιουργείται στην εποχή μας από ένα κομπιούτερ, που κάποιος πληκτρολογεί αριθμούς. Δηλαδή θέλει το κράτος να πληρώσει έναν προμηθευτή του ή μισθούς και συντάξεις; Απλά πληκτρολογεί ένα ποσό στο λογαριασμό του δικαιούχου και το πράγμα τελείωσε. Δεν γίνονται ατέλειωτες συσκέψεις σε eurogroup για να βρεθεί το χρήμα. Ένα κράτος που εκδίδει το νόμισμα του ποτέ δεν πτωχεύει και δεν έχει κανένα περιορισμό στις δαπάνες του.
  
Πλήρης Απασχόληση και Κρατικές Δαπάνες 
Εφ’ όσον το κράτος που εκδίδει το δικό του νόμισμα και δεν έχει κανένα περιορισμό ως προς τις δαπάνες του, τότε:
1. Η Κυβέρνηση θα πρέπει να διατηρεί το επίπεδο της εθνικής δαπάνης-ζήτησης  ανάλογα με το ύψος της απασχόλησης. Αν υπάρχει ανεργία, τότε η Κυβέρνηση θα πρέπει να μείωση τους φόρους και να αυξήσει τις κρατικές δαπάνες με στόχο την πλήρη απασχόληση. Αν μετά  υπάρξει μεγάλη δαπάνη που υπονομεύει την αξία του νομίσματος (πληθωρισμός) η κυβέρνηση κάνει το αντίθετο, αυξάνει τους φόρους και μειώνει τις δαπάνες της.
2. Η Κυβέρνηση πρέπει να διατηρεί τα επιτόκια σε αυτό το ύψος που να καθιστούν τις επενδύσεις εφικτές. ‘Δανείζεται’ χρήματα από τους πολίτες μέσω ομολόγων ή αγοράζει τα ομόλογα δίνοντας χρήμα πίσω για να μπορεί να διατηρεί τα επιτόκια στο ύψος που κάνει ελκυστικές τις επενδύσεις.
3. Κάνοντας αυτά η Κυβέρνηση θα πρέπει να αδιαφορεί για το αν ο προϋπολογισμός της είναι ελλειμματικός όσο και αν είναι το έλλειμμα είναι υψηλό. Αν πάλι χρειαστεί να είναι πλεονασματικός αυτό πάλι μπορεί να το κάνει. Όλα γίνονται  σύμφωνα με την απασχόληση, την αξία του νομίσματος και τις ικανοποιητικές αμοιβές. Οι έννοιες ελλειμματικός ή πλεονασματικός προϋπολογισμός δεν είναι καλές ή κακές, απλά είναι καταστάσεις για την επίτευξη στόχων. Τι προκύπτει από τις παραπάνω προτάσεις;

Η φορολογία δεν αποτελεί εισπρακτικό μηχανισμό για να δαπανήσει το Κράτος μετά, όπως με το Ευρώ
Η πλήρης απασχόληση και η διατήρηση της αξίας του νομίσματος είναι θεμελιώδη προαπαιτούμενα για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών μιας χώρας. Τέτοια θέματα ποτέ δεν αφήνονται στην ‘ελεύθερη αγορά’.
Αφού το χρήμα είναι δημιούργημα του κράτους, το κράτος πρέπει το δημιούργημα του αυτό, το χρήμα, να το προστατεύει ως προς την αξία του, για λογαριασμό των πολιτών του.
Η φορολογία λοιπόν δεν είναι μέσο για να βρει το κράτος χρήμα για να το ξοδέψει μετά, όπως πολλοί αφελώς πιστεύουν, αφού το εκδίδει. Είναι μέσο για την προστασία της άξιας του νομίσματος. Με άλλα λόγια, μέσω της φορολογίας το κράτος, αποσύρει χρήμα  από την οικονομία για να διατηρήσει την αξία του νομίσματος,  για να προστατεύει την οικονομία από τον πληθωρισμό. Το χρήμα αυτό μετά το πετάει, το καταστρέφει.  Όταν η οικονομία θερμανθεί επιβάλλεται φορολογία για την προστασία της αξίας του νομίσματος. Όταν η οικονομία μπαίνει σε ύφεση η φορολογία μειώνεται και οι δαπάνες του κράτους αυξάνονται για την δημιουργία θέσεων εργασίας.
Οίκοθεν νοείται, ότι η φοροδιαφυγή σε ένα κράτος που εκδίδει το δικό του νόμισμα, όπως και ο πληθωρισμός που πάντα έχει αιτία τους πολιτικούς εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, πρέπει να θεωρούνται εγκλήματα ειδεχθή, αφού αυτά υπονομεύουν την αξία του νομίσματος. Είναι εγκληματικές πράξεις εναντίον όλων.

Το Κράτος δεν δανείζεται για να δαπανήσει, όπως με το Ευρώ
Πόσος καυγάς γίνεται με τα ομολόγα του Ελληνικού Δημοσίου, αν θα τα δεχτεί ο κύριος Ντράγκι ή δεν θα τα δεχτεί, ή πόσα θα δεχτεί, και ένας ολόκληρος λαός υποφέρει. Αν είναι δυνατόν. Στείλετε στο διάολο την ΕΚΤ να τελειώνουμε.
Σε μια χώρα που εκδίδει το δικό της νόμισμα το κράτος πουλάει ομολόγα ή αλλιώς ‘δανείζεται’, πολύ άστοχη λέξη, για τον εξής απλό και σπουδαίο λόγο.
Αποσύρει χρήμα από την αγορά ή ρίχνει χρήμα στην αγορά, πουλώντας ομόλογα του ή αγοράζοντάς τα πίσω, για να διατηρεί τα επιτόκια σε ένα ορισμένο ύψος που θα ενθαρρύνουν τις επενδύσεις. Δεν είναι πράξη χρηματοδότησης του κράτους, αλλά πράξη προστασίας των επενδύσεων, μέσω του μηχανισμού στήριξης του επιτοκίου, σε ένα ορισμένο ύψος. Τελεία και παύλα. 
Αυτό πολλοί το λένε ‘έλλειμμα’, όταν το κράτος πουλάει ομόλογα. Φυσικά είναι ογκώδες λάθος. Απλώς είναι μια οικιοθελής κατάθεση στο κράτος, σε ένα λογαριασμό αποταμιευτικό, που όταν λήξη, το κράτος δίνει πίσω τα λεφτά σου με τόκο.  Με άλλα λόγια, όταν ένα Ταμείο ας πούμε, ή ένας ιδιώτης, αγοράζει ένα ομόλογο του Κράτους παίρνει τα λεφτά του από ένα λογαριασμό της Τράπεζας που τα έχει και τα καταθέτει σε ένα άλλο λογαριασμό του Κράτους. Όταν λήξει το ομόλογο ή το ανανεώνει ή παίρνει πίσω τα χρήματα του με τόκο.
 Όταν μια Τράπεζα έχει πολλές καταθέσεις λέμε πόσο ισχυρή είναι. Όταν ένα κράτος έχει πολλές καταθέσεις λέμε έχει ‘έλλειμμα’ και ‘χρεωστάει’. Αυτό λέγεται ψυχική τύφλωση ή παράκρουση ή και άγνοια. Πολλοί μάλιστα λένε ότι όσο πιο μεγάλο το έλλειμμα και μακροχρόνιο, θα βαρύνει τα παιδιά μας και εμείς θα έχουμε να πληρώσουμε πιο πολλούς φόρους. Αυτό ισχύει για το ευρώ, αλλά για ένα κράτος που εκδίδει το νόμισμα του αυτό ως επιχείρημα είναι γελοίο. Το ‘έλλειμμα’ του κράτους είναι ο πλούτος μας ή αποταμίευση μας.
Συνοψίζοντας, η φορολογία και ο ‘δανεισμός’ ή ‘έλλειμμα’ του κράτους δεν είναι πράξεις χρηματοδότησης του κράτους για να δαπανήσει αυτό μετά, αλλά πράξεις που αποσκοπούν στην πλήρη απασχόληση μέσω επενδύσεων, και στην προστασία της αξίας του νομίσματος. Πάντα προηγείται η δαπάνη της είσπραξης και όχι η είσπραξη της δαπάνης.
Η δαπάνη του κράτους για την πλήρη απασχόληση, ποτέ δεν περιορίζεται από την ικανότητα του να φορολογεί ή να δανείζεται όπως με το ευρώ.
ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ-Ευρώ: Πρέπει να αποταμιεύετε για να χρηματοδοτείτε τις επενδύσεις
Εθνικό Νόμισμα: Οι επενδύσεις δημιουργούν αποταμιεύσεις
Η ΕΕ και οι νεοφιλελεύθεροι μέσα από την απαράμιλλη σοφία τους, μας έχει διαμηνύσει ότι για να γίνουν επενδύσεις στην Ελλάδα, και η χώρα να έχει μια αυτοδύναμη ανάπτυξη, θα πρέπει η οικονομία της να αποταμιεύει για να χρηματοδοτεί τις επενδύσεις. Φυσικά αυτό είναι μια τεράστια ανοησία. Σε μια οικονομία που παράγει, η δαπάνη που γίνεται, θα πρέπει να ίση με τα συνολικά εισοδήματα της οικονομίας, έτσι ώστε ότι παράχτηκε να πουληθεί για να ξαναπαραχτεί. Αν κάποιος αποταμιεύσει πιο πολύ, δεν δαπανήσει, τότε κάποιος άλλος θα πρέπει να δαπανήσει παραπάνω, έτσι ώστε η οικονομία να παράξει πάλι το ίδιο. Αν αυτό δεν συμβεί το αποτέλεσμα θα είναι μείωση της παραγωγής και ανεργία.
Με άλλα λόγια η αποταμίευση δεν παράγει χρηματικά κεφάλαια για επενδύσεις, αντίθετα η αποταμίευση τα μειώνει με αποτέλεσμα την ανεργία και την μείωση της παραγωγής και την περαιτέρω μείωση των αποταμιεύσεων. Παράδοξο αλλά αληθές.
Σε αυτή την περίπτωση το κράτος θα πρέπει να έλθει και να καλύψει το κενό της δαπάνης στην κατανάλωση και την επένδυση και να αποκαταστήσει την πλήρη απασχόληση. Οι δαπάνες δεν έχουν κάποιο όριο σε ένα κράτος που εκδίδει το δικό του νόμισμα.
Κατά συνέπεια το ποσό που αποταμιεύουμε εξαρτάται από το εισόδημα μας, και το εισόδημα μας από τις επενδύσεις που πραγματοποιούμε. Δηλαδή οι αποταμιεύσεις εξαρτώνται από τις επενδύσεις και το αντίθετο είναι λάθος. Στην ΕΕ ισχυρίζονται αυτό το αντίθετο.

Κοινωνική Ασφάλιση και Υγεία
Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι έχουμε δημιουργήσει ένα τέτοιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και υγείας που είναι πλήρως χρηματοδοτημένο.  Στο κάθε συνταξιούχο αντιστοιχεί ένα ικανό πόσο για την σύνταξη του και την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη. Ας υποθέσουμε επίσης ότι η συνολική δαπάνη στην οικονομία δεν είναι στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης και ακόμα η κυβέρνηση λαϊκίζει και έχει αφήσει τον πληθωρισμό να τραβάει προς τα πάνω. Ποιο νομίζετε θα είναι το αποτέλεσμα μια τέτοιας κατάστασης για το ‘εξασφαλισμένο’ σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και υγείας; Είναι απλό, σε λίγο καιρό θα καταρρεύσει λόγω πληθωρισμού, από την έλλειψη αγαθών στην αγορά.
Άρα το πρόβλημα των συντάξεων και της υγείας δεν έχει να κάνει με την χρηματοδότηση του, σε μια χώρα που εκδίδει το δικό της νόμισμα, ή πόσοι εργαζόμενοι, πόσους συνταξιούχους, μπορούν να τρέφουν από τους τρεχούμενους μισθούς τους και εργασία τους και άλλα τέτοια παλαβά που μας ζαλίζουν.
Έχει να κάνει με το κατά πόσο η οικονομία δουλεύει στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης με ελάχιστες πληθωριστικές πιέσεις. Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν, που επιλύεται πολιτικά, ανάλογα με τις επιλογές του Λαού, είναι πόσο από το ΑΕΠ θα προσφέρουμε στους απόμαχους της εργασίας με μορφή κατανάλωσης αγαθών και υγείας και οτιδήποτε άλλο. Αυτό είναι το πραγματικό κόστος για μας και όχι η χρηματοδότηση, που είναι απλή πληκτρολόγηση αριθμών στους λογαριασμούς των δικαιούχων.
 Σήμερα, με το ευρώ, κάνουν μελέτες για το πόσο θα πρέπει να μειωθούν και άλλο οι συντάξεις, για να έχουμε πιο πολύ χρήμα στο μέλλον, με λιγότερες απολαβές, για πιο πολλούς συνταξιούχους, ενώ ταυτόχρονα λόγω των επιπρόσθετων αποταμιεύσεων, το ΑΕΠ μειώνεται, η χώρα έχει αποαγροτοποιηθεί και αποβιομηχανοποιηθεί και τα έλλειμμα αυξάνονται. Τι είναι αυτά, ο ένας δουλεύει τον άλλον;

Το Έλλειμμα στο Ισοζύγιο Πληρωμών
Ο πραγματικός πλούτος ενός έθνους συνίσταται από την παραγωγή που καταναλώνει, από τις εισαγωγές που καταναλώνει μείον τις εξαγωγές, που ως αγαθά καταναλώνονται από αλλά έθνη που τα εισάγουν. Με άλλα λόγια οι εισαγωγές ανεβάζουν το επίπεδο της ζωής μας, είναι όφελος, ενώ οι εξαγωγές είναι ένα πραγματικό κόστος, αφού είναι αγαθά που παράγουμε, αλλά δεν θα καταναλώσουμε.
Ακόμα το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών είναι όφελος με την έννοια ότι ένα πλήθος αγαθών εισέρχονται στη χώρα με αντάλλαγμα το εθνικό νόμισμα, που σημαίνει ότι η μεταφορά εθνικού νομίσματος σε ξένο κάτοχο, αποτελεί μελλοντική αξίωση δική του, επί της εθνικής παραγωγής. Όσο λοιπόν το νόμισμα είναι αποδεκτό, επιθυμεί κάποιος να το διακατέχει, το έλλειμμα δεν μπορεί να αποτελεί πρόβλημα! Όταν πάψουν να επιθυμούν να διακατέχουν το νόμισμα σου τότε δεν θα μπορείς να εισάγεις. Γιατί να πάψει ο υπόλοιπος κόσμος να επιθυμεί το νόμισμα σου; Δυο είναι οι αιτίες. Ο πρώτος και σημαντικότερος λόγος είναι ότι η οικονομία δεν δουλεύει στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης και ο δεύτερος είναι οι εσωτερικές πληθωριστικές πιέσεις. Και οι δυο καταμαρτυρούν πολιτική αδυναμία και λαϊκισμό.
Κατά συνέπεια σε μια μικρή ανοικτή οικονομία το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών είναι πάντα υποστηρίξιμο όταν η χώρα εκδίδει το δικό της νόμισμα, στοχεύει στην πλήρη απασχόληση και προστατεύει εσωτερικά την αξία του νομίσματος της. Ως προς την εξωτερική αξία του νομίσματος, με την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων σήμερα, το νόμισμα αφήνεται ελευθέρα να διακυμαίνεται.
Στην ΕΕ με την περισσή σοφία τους τα βλέπουν τα πράγματα ανάποδα. Μας επιβάλλουν μισθούς πείνας για να γίνουμε εξαγωγική χώρα χωρίς να μπορούμε λόγω μισθών μετά να εισάγουμε τίποτα. Δεν έχουν αντιληφθεί ότι το εμπόριο είναι επωφελές όταν τα συναλλασσόμενα μέρη έχουν επιτύχει την πλήρη απασχόληση πριν τις εμπορικές πράξεις.

Εδώ ολοκληρώθηκε το Αλφαβητάριο του Εθνικού Νομίσματος. Ίσως μπορεί να προστεθούν και άλλα ‘γράμματα’,  αλλά έχω την αίσθηση ότι και με αυτά μπορούμε να γράψουμε μια νέα Ιστορία για μας στο πλαίσιο μιας υγιούς Δημοκρατίας και ανθούσας Οικονομίας, κάτι που το ευρώ δεν μας το εξασφαλίζει.

 O Σπύρος Στάλιας, Οικονομολόγος ΜΑ, Ph.D, πρ. Διευθύνων Σύμβουλος ΟΛΠ, Αν. Γραμμ. ΔΡΑΧΜΗ
- See more at: http://www.drachmi5.gr/politiki-apopseis/alfavitario-toy-ethnikoy-nomismatos#sthash.O6pMbu1R.dpuf