ΓΑΛΛΙΑ, Ο «ΟΛΛΑΝΤΡΕΟΥ» ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ


Εκτύπωση
ανάρτηση από iskra
Του ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ*
Στα γαλλικά ΜΜΕ πολλοί συγκρίνουν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των δημοτικών εκλογών της περασμένης Κυριακής με τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002, όταν ο απερχόμενος πρωθυπουργός και υποψήφιος των σοσιαλιστών Λιονέλ Ζοσπέν είχε έρθει τρίτος, με λιγότερο από 17%, αφήνοντας τον ακροδεξιό Λεπέν να αναμετρηθεί στον δεύτερο γύρο με τον υποψήφιο της Δεξιάς, και απερχόμενο πρόεδρο, Ζακ Σιράκ. Ο «σεισμός της 21ης Απριλίου του 2002», όπως καταχωρήθηκε στο γαλατικό πολιτικό λεξιλόγιο, άφησε βαθειά ίχνη στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Οι σοσιαλιστές έμειναν στην αντιπολίτευση για μια δεκαετία, η ακροδεξιά κατοχύρωσε τη θέση της και κυρίως απέδειξε την ικανότητά της να επιβάλλει βασικά στοιχεία της θεματολογίας στην πολιτική ατζέντα: την αντιμεταναστατευτική πολιτική, τον ρατσιστική στοχοποίηση κοινωνικών κατηγοριών (νεολαία των προαστίων, μουσουλμάνοι, κλπ.), τις πολιτικές «νόμου και τάξης», όλα αυτά υπό την αιγίδα ενός αντιδραστικού και μυθοποιητικού λόγου περί «εθνικής ταυτότητας», που έρχεται να πλαισιώσει το γνωστό μίγμα νεοφιλελεύθερων μέτρων.
Με μια έννοια, η θητεία του Νικολά Σαρκοζί, του πρώτου δεξιού προέδρου που ιδιοποιήθηκε απροκάλυπτα την ατζέντα της ακροδεξιάς και κατάφερε σε μια πρώτη φάση να προσελκύσει ένα σημαντικό τμήμα της εκλογικής της βάσης, ήταν και η πρώτη απόπειρα εφαρμογής στην Ευρώπη μιας ήπιας παραλλαγής της πολιτικής εθνοτικού και κοινωνικού απαρτχάιντ που, πέρα από συγκυριακές προσαρμογές, πρεσβεύει με σταθερότητα η ακροδεξιά εδώ και δεκαετίες.
Ο ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΟΣ ΚΑΤΗΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΟΛΑΝΤ
Χωρίς να έχει εμπνεύσει τον παραμικρό ενθουσιασμό, ο Φρανσουά Ολάντ κατάφερε να κερδίσει, με ένα μάλλον μέτριο ποσοστό, τις προεδρικές εκλογές του 2012 υποσχόμενος τον τερματισμό αυτής της «κανονικοποιημένης εκτροπής». Υποσχέθηκε μια «κανονική προεδρία» και κάποια στοιχειώδη μέτρα φορολογικής αναδιανομής και υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους. Η ψευδαίσθηση δεν κράτησε παρά κάποιες βδομάδες. Σε χρόνο ρεκόρ αποδείχθηκε ότι η «κανονικότητα» του Ολάντ δεν ήταν παρά η κανονικότητα του παγιωμένου στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία νεοφιλελευθερισμού.
Η Γαλλία συναίνεσε πλήρως στο περαιτέρω σφίξιμο του ζουρλομανδύα της λιτότητας που επέβαλαν οι νέες ευρωπαϊκές συμφωνίες (και ειδικότερα το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας) και στην συνέχιση της μνημονιακής λεηλασίας του ευρωπαϊκού Νότου. Ο υπουργός οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί θεωρείται σήμερα ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος εμπιστοσύνης του τραπεζικού κεφαλαίου, σε βαθμό που προκαλεί ενίοτε τη δυσφορία ακόμη και των ευρωπαίων εταίρων του. Ο δε υπουργός εσωτερικών Μανουέλ Βαλς συνεχίζει με τέτοια συνέπεια την κατασταλτική και αντιμεταναστευτική πολιτική του προκατόχου του, με συχνές αιχμές ρατσιστικού χαρακτήρα, που έχει κερδίσει τον τίτλο του «Σαρκοζί των σοσιαλιστών». Αλλά και στα θέματα εξωτερικής πολιτικήςο Ολάντ αποδείχθηκε ακόμη πιο επιθετικό «γεράκι» από τον φιλοατλαντιστή προκάτοχό του: από το Ιράν, την υποσαχάρια Αφρική και τη Συρία μέχρι την ουκρανική κρίση, η Γαλλία έκανε σταθερά την επιλογή της έντασης, της νεοαποικιοκρατίας, του μιλιταρισμού, ακόμη και όταν αυτό την οδήγησε σε διεθνή απομόνωση (όπως στην περίπτωση της Συρίας).
Πολύ σύντομα, ο Φρανσουά Ολάντ έγινε ο πιο αντιδημοφιλής πρόεδρος στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Με τα συνδικάτα και τις κοινωνικές οργανώσεις αποδυναμωμένες, την ριζοσπαστική Αριστερά διαιρεμένη και την παραδοσιακή Δεξιά ουσιαστικά ακέφαλη να παραπαίει υπό το βάρος διαδοχικών σκανδάλων (που πλήττουν όμως και τους σοσιαλιστές), η ακροδεξιά είχε μπροστά της μια πραγματική λεωφόρο, στην οποία άρχισε να προελαύνει. Διότι πέρα από το όνομα και τα κομματικά ηνία που κληρονόμησε από τον πατέρα της,η νυν πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν απέδειξε ότι διαθέτει χάρισμα και πραγματικές πολιτικές ικανότητες. Συνδυάζοντας τις κλασικές θεματικές της ακροδεξιάς (ρατσισμός και πολιτική «πυγμής») με έναν «κοινωνικό» λόγο καταγγελίας της λιτότητας, ανοίγοντας καθαρό μέτωπο με το ευρώ και την ΕΕ, κατάφερε να βάλει το κόμμα της στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης και να το αναδείξει ως τον φυσιολογικό εκφραστή της λαϊκής αγανάκτησης.
ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΓΥΡΟ
Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών ανέδειξαν ως πρώτη δύναμη... την αποχή, που έφτασε σχεδόν στο 40%, επιβεβαιώνοντας την συνολική απόρριψη του πολιτικού συστήματος από την κοινωνία και ειδικότερα από τα λαϊκά στρώματα. Σε μια δύσκολη γι αυτήν εκλογική αναμέτρηση, χωρίς κανέναν απερχόμενο δήμαρχο και με ισχνή παρουσία στα δημοτικά συμβούλια, η ακροδεξιά πολλαπλασίασε την επιρροή της, πενταπλασιάζοντας κατά μέσο όρο τα ποσοστά της στους δήμους άνω των δέκα χιλιάδων κατοίκων (από λιγότερο από 2% το 2008 στο 9%). Οι σοσιαλιστές υφίστανται συντριπτική ήττα, και αναμένεται να χάσουν δεκάδες μεγάλους δήμους την ερχόμενη Κυριακή. Για να σταθούμε ενδεικτικά στις μεγάλες πόλεις, στη Μασσαλία υποχωρούν από 39% το 2008 στο 21%, δύο μονάδες πίσω από την ακροδεξιά που εκτοξεύεται από το 9% στο 23%. Στη Ναντ, το προπύργιο του νυν πρωθυπουργού και επί δεκαετίες δημάρχου Ζαν-Μαρκ Ερώ γνωρίζουν μια παρόμοια συντριβή (από 55% στο 34%), όπως και στη Λυόν (από 53% στο 35%). Στη Λιλ, στο Μπορντώ και στο Στρασβούργο χάνουν 12 μονάδες, στην Τουλούζη και τη Νίκαια 7, όσο και στο Παρίσι όπου αναμένεται όμως να κρατήσουν το δήμο.
Όσο για την ριζοσπαστική Αριστερά, έμεινε καθηλωμένη στις παγιωμένες ζώνες επιρροής της.Καθοριστική ευθύνη γι αυτό φέρει το Γαλλικό ΚΚ, που στους μισούς μεγάλους δήμους, συμπεριλαμβανομένου του Παρισιού, κατέβηκε σε κοινούς συνδυασμούς με τους σοσιαλιστές, σπάζοντας το πλαίσιο συνεργασίας με τις άλλες δυνάμεις του Αριστερού Μετώπου, πρώτα και κύρια με τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν και το κόμμα του. Μπορεί μεν να έσωσε έτσι κάποιες «καρέκλες» δημάρχων και δημοτικών συμβούλων αλλά κατάφερε τεράστιο πλήγμα στην πολιτική αξιοπιστία, ίσως και στην ίδια την ύπαρξη, του ενωτικού και επιτυχημένου εγχειρήματος του Αριστερού Μετώπου. Και όμως στους 259 δήμους από τους 420 δήμους άνω των 20 χιλιάδων κατοίκων όπου η Αριστερά κατέβηκε ανεξάρτητα από τους σοσιαλιστές, είτε (κατά κανόνα) με τη συμμετοχή του ΚΚ, είτε χωρίς, τα αποτελέσματα είναι γενικά μάλλον θετικά, και τούτο παρά την απουσία ενός εθνικού πλαισίου που θα έδινε ένα αναγνωρίσιμο στίγμα. Σ’ αυτούς τους δήμους οι ενδοαριστεροί συσχετισμοί διαμορφώνονται ως εξής: 27% για τους σοσιαλιστές, 3% στους οικολόγους (που κατέβασαν όμως ανεξάρτητους συνδυασμούς μόνο σε 65 από αυτούς τους δήμους, όπου πέτυχαν ένα μέσο ποσοστό της τάξης του 9%), 8,2% στο Αριστερό Μέτωπο και 1,3% στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, που χάνει πάνω από τις μισές της δυνάμεις.
Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν λοιπόν με τον πιο πανηγυρικό τρόπο όσους είχαν έγκαιρα στηλιτεύσει τον «Ολαντρέου», πρώτα και κύρια τον Μελανσόν, που επινόησε τον όρο, αλλά και τον Αλέξη Τσίπρα που τον είχε επαναλάβει στην περίφημη συνέντευξη τύπου που έδωσε στο Παρίσι πριν από δύο χρόνια. Απομένει να δούμε αν η διαφαινόμενη κατάρρευσή συμπαρασύρει τη Γαλλία, και το γενικότερο ευρωπαϊκό συσχετισμό, σε ένα πρωτοφανή αντιδραστικό κατήφορο.
*Το εν λόγω άρθρο αποτελεί μια διευρυμένη εκδοχή του άρθρου που δημοσιεύτηκε στην "Ελευθεροτυπία" την Πέμπτη  27 Μαρτίου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: