Σπύρος Λαπατσιώρας
Κατηγορούνται κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (για παράδειγμα Δραγασάκης, Μηλιός, Σταθάκης) ότι με τις δηλώσεις τους για το δημόσιο χρέος, το πρωτογενές πλεόνασμα και την έξοδο στις αγορές χρήματος παραλλάσσουν τους στόχους μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας που έχει θέσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αυτό το κείμενο θα εστιάσουμε στη ρητορική για το πρωτογενές πλεόνασμα – για τα υπόλοιπα σε άλλο κείμενο.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα σημαίνουν ότι τα δημόσια έσοδα (φόροι κ.λπ.) είναι περισσότερα από τις δημόσιες δαπάνες. Δηλαδή τις δαπάνες για τις δραστηριότητες του κράτους (υγεία, παιδεία, συντάξεις, δημόσιες επενδύσεις κ.λπ.).
Επομένως η πραγματοποίηση πρωτογενών πλεονασμάτων σημαίνει ότι δεν δανείζεσαι για να εξυπηρετήσεις αυτές τις δαπάνες: τα έσοδα που έχεις αρκούν να κάνουν αυτή τη δουλειά.
Αλλά επίσης η επιδίωξη πρωτογενών πλεονασμάτων δεν σημαίνει ότι συνταυτίζεται με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση του κεφαλαίου στο «κοινωνικό κράτος». Δεν χρειάζονται πολλά για να γίνει φανερή η ανοησία μίας τέτοιας διαπίστωσης.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια η νεοφιλελεύθερη επίθεση στο «κοινωνικό κράτος» διεξαγόταν και μέσω ελλειμματικών προϋπολογισμών, πρωτογενών ελλειμμάτων. Ο πυρήνας της νεοφιλελεύθερης επίθεσης αφορά τη γενικότερη οργάνωση των οικονομικών λειτουργιών του κράτους, έχει να κάνει όχι μόνο με το ύψος των δαπανών αλλά και τη διάρθρωσή τους (πού πάει τι, σε ποιους «δίνει έργα» και επιδοτεί), έχει να κάνει με το ύψος των εσόδων αλλά και με το ποιους φορολογεί. Δηλαδή με την αναδιανεμητική διάρθρωση των δημοσίων οικονομικών και τη λειτουργία της, την αποτελεσματικότητά της, τμήμα των οικονομικών λειτουργιών του κράτους.
Με δεδομένους τους ταξικούς συσχετισμούς και τη θεσμική αποτύπωσή τους, η επιδίωξη πρωτογενών πλεονασμάτων σήμερα στοχεύει τον κόσμο της εργασίας ακριβώς όπως και τα πρωτογενή ελλείμματα του παρελθόντος. Με μία διαφορά: σήμερα παίρνει τη μορφή άρσης οποιουδήποτε «κοινωνικού συμβολαίου» των κυριάρχων με τις κυριαρχούμενες τάξεις, ενώ παλαιότερα τα ελλείμματα έπαιζαν τον ρόλο συγκρότησης της συναίνεσης στο νεοφιλελεύθερο σχέδιο μεταλλαγής των οικονομικών λειτουργιών του κράτους.
Εν τέλει μία τέτοια κριτική, ότι η επιδίωξη των πρωτογενών πλεονασμάτων συνταυτίζεται με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση του κεφαλαίου, είναι απλά έκφραση της κυρίαρχης ιδεολογίας. Συνέχεια της προπαγάνδας ότι «κοινωνικό κράτος» σημαίνει ελλείμματα και χρέος. Μίας προπαγάνδας που επιχειρεί να αποκρύψει ότι «κοινωνικό κράτος» σημαίνει αναδιανομή. Και, ως γνωστόν είτε 100 έχεις είτε 1.000, μπορείς να τα μοιράζεις είτε όπως ο Καραγκιόζης είτε «δίκαια».
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει στο επίκεντρο της πρότασής του για τον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας αυτά τα δύο βασικά ζητήματα. Πρώτον, οργάνωση κοινωνικής δικαιοσύνης, δηλαδή αναδιανομή προς όφελος του κόσμου της εργασίας, πρωτογενή (εργασιακές σχέσεις) και δευτερογενή (όχι φοροεπιδρομή στους μισθωτούς και στους συνταξιούχους, αλλά δίκαιη φορολόγηση του πλούτου), και, δεύτερον, υπέρ του κόσμου της εργασίας αλλαγή των οικονομικών λειτουργιών του κράτους, έτσι ώστε να αποτυπώνεται θεσμικά ένας άλλος κοινωνικός συσχετισμός προς όφελος των πολλών (τμήμα της αναδιανομής ισχύος και της ενίσχυσης της δημοκρατίας).
Και οι δύο στόχοι ακυρώνουν την όποια σύνδεση της επιδίωξης των πρωτογενών πλεονασμάτων με το νεοφιλελεύθερο σχέδιο και οι κατηγορίες ότι μία τέτοια στόχευση αποτελεί πολιτική λιτότητας είτε είναι αποτέλεσμα λανθασμένων εντυπώσεων είτε αποτελούν ρητή προπαγάνδα.
Ξεφεύγοντας από τις εύκολες κριτικές ας δούμε μερικά ακόμη ζητήματα σχετικά.
Είναι αυταξία τα πρωτογενή πλεονάσματα; Όχι, φυσικά. Είναι αναγκαιότητα.
Δεν είναι αυταξία. Σε συνθήκες ύφεσης τα έσοδα μειώνονται και η ανάγκη καταπολέμησης της ανεργίας αυξάνει τις δαπάνες. Επομένως χρειάζεται να ασκείς ελλειμματικές πολιτικές, δηλαδή να παρουσιάζονται ακόμη και πρωτογενή ελλείμματα. Αυτό είναι ένα μάθημα οικονομικής πολιτικής (ένα τμήμα των επονομαζόμενων κεϋνσιανών οικονομικών πολιτικών) που εμπέδωσε η παγκόσμια κοινότητα εξερχόμενη της κρίσης του 1929.
Η αντίθετη πολιτική πρόταση, «πάνω απ” όλα οι υγιείς προϋπολογισμοί», αποκρυσταλλώνει την πρόταση της πολιτικής αντίδρασης του νεοφιλελευθερισμού, η οποία βλέπει την ανεργία και την ύφεση ως μέσο εκκαθάρισης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βάζει «πάνω από όλα» τους υγιείς προϋπολογισμούς αλλά τις κοινωνικές ανάγκες, και στη βάση αυτή τοποθετεί ως πυρήνα της δημοσιονομικής διαχείρισης της κυβέρνησης της Αριστεράς για το ορατό διάστημα την πραγματοποίηση πρωτογενών πλεονασμάτων.
Είναι αναγκαιότητα: Προϋπόθεση για να μπορείς να έχεις δαπάνες μεγαλύτερες από έσοδα είναι να δανείζεσαι για να καλύπτεις τη διαφορά. Δανείζεσαι είτε εκδίδοντας ομόλογα στις αγορές ομολόγων είτε λαμβάνοντας δάνεια. Σε περιβάλλον αναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης και εκτός αγορών ομολόγων δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια δανεισμού. Από αυτή τη διαπίστωση εξάγονται δύο συμπεράσματα: Πρώτον, η διεύρυνση των βαθμών ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής περνά μέσα από τα πρωτογενή πλεονάσματα και, δεύτερον, ο στόχος πρόσβασης στις αγορές χρήματος αποτελεί αναγκαιότητα για να διευρύνεις την αυτονομία άσκησης οικονομικής πολιτικής. Θα πρέπει, όταν χρειάζεται, να μπορείς να δανειστείς, και φυσικά όχι από κάποια τρόικα.
Θα πει κανείς ότι, αντί της πρόσβασης στις αγορές, υπάρχει η λύση να κόψουμε δικό μας νόμισμα και να έχουμε όσα χρήματα απαιτούνται. Δεν αποτελεί όμως απάντηση: Η ελληνική οικονομία πάλι θα χρειάζεται να προσφεύγει στις αγορές χρήματος για δανεισμό, είτε ιδιωτικό είτε δημόσιο, λόγω της συμμετοχής της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Επομένως ο στόχος εξόδου στις αγορές δεν σημαίνει κάποια προτίμηση ή υποχώρηση από τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελεί τμήμα του σχεδίου εξόδου από την κρίση προς όφελος του κόσμου της εργασίας με δεδομένους τους διεθνείς συσχετισμούς και όχι ένα πρόγραμμα αλλαγής πλανήτη ή κάποια άλλη φαντασιακή λύση όλων των δυσκολιών.
Το κύριο ερώτημα ωστόσο είναι το ερώτημα του κοινωνικού ζητήματος: Για ποιόν τα δημοσιονομικά πλεονάσματα ή ελλείμματα; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα που παρακάμπτει το αναμάσημα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας ότι πρωτογενή πλεονάσματα ίσον λιτότητα ίσον διάλυση κοινωνικού κράτους, ερώτημα το οποίο αποφεύγεται να τεθεί. Είναι προφανώς διαφορετικό να έχεις δημοσιονομικά πλεονάσματα μέσω φορολογίας των μισθωτών και διαφορετικό μέσω της φορολογίας του πλούτου. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει μία πολιτική που θα επανοργανώσει μηχανισμούς κοινωνικής δικαιοσύνης πέρα από, αλλά χωρίς να αγνοεί, την κληρονομία του 20ού αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου