To ασφυκτικό πλαίσιο της νέας νομιμοφροσύνης. Του Δημήτρη Υφαντή
Ποιος διατηρεί την ισχύ και την εξουσία να θέτει το πλαίσιο, να ορίζει όρια και απαγορεύσεις, να απαιτεί με σηκωμένο το δάχτυλο δηλώσεις αποκήρυξης «της βίας» και συμμόρφωσης στον νόμο και την τάξη; Η απάντηση στο ερώτημα ενδεχομένως θεωρείται προφανής: είναι το καθεστωτικό μπλοκ. Αλλά αυτό ως δεδομένο, και υποτιμάται και παραμερίζεται η κομβική σημασία του. Το καθεστώς κατορθώνει να αναπαράγει υπέρ του το συσχετισμό δύναμης σε κατά κοινή ομολογία δυσμενέστατες συνθήκες παταγώδους διάψευσης του «succes story», παρά την αποκάλυψη της υπόθαλψης της δολοφονικής δράσης της ναζιστικής συμμορίας και των δεσμών που διατηρούσε με το «βαθύ» κατεστημένο. Κι ακόμη περισσότερο, σήμερα σχεδιάζεται και υλοποιείται η θωράκιση της «νομιμότητας» των Μνημονίων, της τροϊκανής κατοχής και της ασυλίας της εγχώριας πολιτικο-οικονομικής μαφίας, στα πρότυπα ενός ωμού εκφασισμού.
Η δικομματική συγκυβέρνηση, η μεταλλαγμένη διαπλοκή της ολιγαρχίας και της μιντιοκρατίας και η κατεστημένη διανόηση σε έναν εντυπωσιακό συντονισμό, εξαπολύουν μια εκστρατεία στον άξονα «βία – εξτρεμισμός – λαϊκισμός», που προφανώς δεν εξαντλείται στην… ιδεολογική προπαγάνδα και μόνο. Στοχεύουν απροκάλυπτα στην επιβολή ενός άκαμπτου πλαισίου νομιμοφροσύνης και –δεν είναι υπερβολή– «εθνικοφροσύνης», προσαρμοσμένης στις νέες συνθήκες.
Είναι πολύ ουσιαστική και αποκαλυπτική η ριζική ιδεολογική αντιπαράθεση. Τι σημαίνει «βία», κι επίσης «λαϊκισμός» κι «εξτρεμισμός»; Εδώ έχει θέση όλο το οπλοστάσιο της επιχειρηματολογίας με βάση στοιχειώδη δεδομένα της κοινωνικής πάλης και της ιστορικής εμπειρίας, δεν απαιτείται καν η καταφυγή σε πιο απαιτητικές φιλοσοφικές διασαφήσεις. Όμως αρκούν αυτά, όταν σκληραίνει ως εκεί που δεν παίρνει, ο πολιτικός και κοινωνικός πειθαναγκασμός;
Θα βοηθούσε μια ανάστροφη οπτική. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αν είχε πυροδοτήσει έναν αντίστροφο καταρράκτη όπου η πρωτοβουλία των κινήσεων θα εδραζόταν στις δυνάμεις της αντίστασης και του αγώνα, τότε θα βρίσκονταν στο επίκεντρο τα προτάγματα μιας πραγματικής δημοκρατίας της χειραφέτησης και θα κλυδωνιζόταν στο μάτι του κυκλώνα της λαϊκής αφύπνισης το ένοχο πολιτικό κατεστημένο και η διαπλοκή. Ήταν έξω από τη λογική των πραγμάτων μια τέτοια τροπή; Κάθε άλλο.
Ανάποδα σήμερα, αξιοποιώντας τη φαντασμαγορία της σύλληψης της ηγεσίας της Χ.Α., είναι το καθεστωτικό μπλοκ που θέτει μεθοδικά και εμπεδώνει το νέο πλαίσιο. Και δεν περιορίζεται αυτό στον χειριστικό και συκοφαντικό ρόλο της «θεωρίας των δύο άκρων», με αναγνωρίσιμους στόχους στο διαμορφωμένο πολιτικό σκηνικό και με παράπλευρες συνέπειες σε επίπεδο αναζωπύρωσης εσωκομματικών αψιμαχιών.
Ο πρωθυπουργός λίγους μόνο μήνες πριν, στο Συνέδριο της Ν.Δ., δείχνοντας την ελληνική σημαία, έβαζε στο στόχαστρο «όλους αυτούς που μισούν τη χώρα», αμφισβητούν και πολύ περισσότερο αντιστρατεύονται το μονόδρομο του Μνημονίου, που προβάλλεται ως μοναδική εγγύηση για την… έξοδο από το Μνημόνιο. Η ρητορική αυτή αναβαθμίζεται σήμερα ως ακρογωνιαίος λίθος της νέας καθεστωτικής στρατηγικής.
Ο «λαϊκισμός» απαξιώνει κάθε αμφισβήτηση των μονόδρομων, το «από όπου κι αν προέρχεται» ενοχοποιεί τον κόσμο που αγωνίζεται, ο «εξτρεμισμός» ορίζει ζώνη απαγόρευσης δράσης και νέο ιδιώνυμο ποινικοποίησης για την Αριστερά όταν συγχωνεύεται με το λαϊκό ριζοσπαστισμό και τον εκφράζει. Η «βία», από τις πλατείες και τις εκδηλώσεις της οργής, καταλήγει στο να νομιμοποιείται ο Βενιζέλος και να καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ για «κοινοβουλευτική βία»!
Άρα όσο κι αν ένας και μόνο Κατρούγκαλος μίλησε στις ψυχές, τα χείλη χαμογέλασαν, ίσως και κάποια μυαλά να προβληματίστηκαν, αυτά δεν φτάνουν για να αντιστραφούν οι ρόλοι, να αποκατασταθούν οι όροι και να βρεθούν δακτυλοδειχτούμενοι και απολογούμενοι οι Πρετεντέρηδες κι οι Μιχελάκηδες.
Στην καθημερινή μάχη στο πεδίο των αξιών και των στάσεων ζωής, κυριαρχικό ρόλο κατέχει όχι τόσο η τοποθέτηση, υπό την έννοια της διαπάλης των ιδεών, όσο κυρίως η θέση που καταλαμβάνει κάθε ένας από τους αντίπαλους πόλους. Το κεντρικό ζητούμενο συνεπώς, δεν είναι άλλο από το να τεθούν στο στόχαστρο το καθεστώς και το πολιτικό σύστημα κι ο λαός να αναδειχτεί ξανά σε υποκείμενο πρωτοβουλίας. Να ανατραπεί το πρόσημο της διακύβευσης.
Οι απαιτήσεις και οι προϋποθέσεις της πολιτικής ενεργοποίησης σε τροχιά σύγκρουσης και διεξόδου αφορούν την πλατιά κοινωνική πλειοψηφία και εμμένουν πιεστικά όσο ποτέ για την Αριστερά.
Η δικομματική συγκυβέρνηση, η μεταλλαγμένη διαπλοκή της ολιγαρχίας και της μιντιοκρατίας και η κατεστημένη διανόηση σε έναν εντυπωσιακό συντονισμό, εξαπολύουν μια εκστρατεία στον άξονα «βία – εξτρεμισμός – λαϊκισμός», που προφανώς δεν εξαντλείται στην… ιδεολογική προπαγάνδα και μόνο. Στοχεύουν απροκάλυπτα στην επιβολή ενός άκαμπτου πλαισίου νομιμοφροσύνης και –δεν είναι υπερβολή– «εθνικοφροσύνης», προσαρμοσμένης στις νέες συνθήκες.
Είναι πολύ ουσιαστική και αποκαλυπτική η ριζική ιδεολογική αντιπαράθεση. Τι σημαίνει «βία», κι επίσης «λαϊκισμός» κι «εξτρεμισμός»; Εδώ έχει θέση όλο το οπλοστάσιο της επιχειρηματολογίας με βάση στοιχειώδη δεδομένα της κοινωνικής πάλης και της ιστορικής εμπειρίας, δεν απαιτείται καν η καταφυγή σε πιο απαιτητικές φιλοσοφικές διασαφήσεις. Όμως αρκούν αυτά, όταν σκληραίνει ως εκεί που δεν παίρνει, ο πολιτικός και κοινωνικός πειθαναγκασμός;
Θα βοηθούσε μια ανάστροφη οπτική. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αν είχε πυροδοτήσει έναν αντίστροφο καταρράκτη όπου η πρωτοβουλία των κινήσεων θα εδραζόταν στις δυνάμεις της αντίστασης και του αγώνα, τότε θα βρίσκονταν στο επίκεντρο τα προτάγματα μιας πραγματικής δημοκρατίας της χειραφέτησης και θα κλυδωνιζόταν στο μάτι του κυκλώνα της λαϊκής αφύπνισης το ένοχο πολιτικό κατεστημένο και η διαπλοκή. Ήταν έξω από τη λογική των πραγμάτων μια τέτοια τροπή; Κάθε άλλο.
Ανάποδα σήμερα, αξιοποιώντας τη φαντασμαγορία της σύλληψης της ηγεσίας της Χ.Α., είναι το καθεστωτικό μπλοκ που θέτει μεθοδικά και εμπεδώνει το νέο πλαίσιο. Και δεν περιορίζεται αυτό στον χειριστικό και συκοφαντικό ρόλο της «θεωρίας των δύο άκρων», με αναγνωρίσιμους στόχους στο διαμορφωμένο πολιτικό σκηνικό και με παράπλευρες συνέπειες σε επίπεδο αναζωπύρωσης εσωκομματικών αψιμαχιών.
Ο πρωθυπουργός λίγους μόνο μήνες πριν, στο Συνέδριο της Ν.Δ., δείχνοντας την ελληνική σημαία, έβαζε στο στόχαστρο «όλους αυτούς που μισούν τη χώρα», αμφισβητούν και πολύ περισσότερο αντιστρατεύονται το μονόδρομο του Μνημονίου, που προβάλλεται ως μοναδική εγγύηση για την… έξοδο από το Μνημόνιο. Η ρητορική αυτή αναβαθμίζεται σήμερα ως ακρογωνιαίος λίθος της νέας καθεστωτικής στρατηγικής.
Ο «λαϊκισμός» απαξιώνει κάθε αμφισβήτηση των μονόδρομων, το «από όπου κι αν προέρχεται» ενοχοποιεί τον κόσμο που αγωνίζεται, ο «εξτρεμισμός» ορίζει ζώνη απαγόρευσης δράσης και νέο ιδιώνυμο ποινικοποίησης για την Αριστερά όταν συγχωνεύεται με το λαϊκό ριζοσπαστισμό και τον εκφράζει. Η «βία», από τις πλατείες και τις εκδηλώσεις της οργής, καταλήγει στο να νομιμοποιείται ο Βενιζέλος και να καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ για «κοινοβουλευτική βία»!
Άρα όσο κι αν ένας και μόνο Κατρούγκαλος μίλησε στις ψυχές, τα χείλη χαμογέλασαν, ίσως και κάποια μυαλά να προβληματίστηκαν, αυτά δεν φτάνουν για να αντιστραφούν οι ρόλοι, να αποκατασταθούν οι όροι και να βρεθούν δακτυλοδειχτούμενοι και απολογούμενοι οι Πρετεντέρηδες κι οι Μιχελάκηδες.
Στην καθημερινή μάχη στο πεδίο των αξιών και των στάσεων ζωής, κυριαρχικό ρόλο κατέχει όχι τόσο η τοποθέτηση, υπό την έννοια της διαπάλης των ιδεών, όσο κυρίως η θέση που καταλαμβάνει κάθε ένας από τους αντίπαλους πόλους. Το κεντρικό ζητούμενο συνεπώς, δεν είναι άλλο από το να τεθούν στο στόχαστρο το καθεστώς και το πολιτικό σύστημα κι ο λαός να αναδειχτεί ξανά σε υποκείμενο πρωτοβουλίας. Να ανατραπεί το πρόσημο της διακύβευσης.
Οι απαιτήσεις και οι προϋποθέσεις της πολιτικής ενεργοποίησης σε τροχιά σύγκρουσης και διεξόδου αφορούν την πλατιά κοινωνική πλειοψηφία και εμμένουν πιεστικά όσο ποτέ για την Αριστερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου