Έφερε αποτελέσματα η γραμμή της αντίστασης στις ξένες κυβερνήσεις. Του Simon Bowers
Ένα νέο αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας διαπνέει την οικονομικά αναγεννημένη Ισλανδία μετά τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση της χώρας που προκάλεσε πριν από πέντε χρόνια το ασύδοτο τραπεζικό της σύστημα.
Στην πρωτοπορία του κύματος ευφορίας βρίσκεται ο 38χρονος πρωθυπουργός Σιγκμούντουρ Ντέιβιντ Γκουνλάουγκσον, που εξελέγη τον Απρίλιο με βάση φιλολαϊκές δεσμεύσεις για μέτρα ανακούφισης όλων των κατόχων στεγαστικών δανείων.
Οι μετοχές του Γκουνλάουγκσον ανέβηκαν χάρη στην πολυετή δυναμική του εκστρατεία με στόχο τους ξένους πιστωτές που εξακολουθούν να ταλανίζουν την Ισλανδία, ιδίως οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Ολλανδίας, που παρενέβησαν μετά την κατάρρευση της Landsbanki -της τράπεζας πίσω από το Icesave- στις 7 Οκτωβρίου 2008.
Εκατοντάδες χιλιάδες απλών αποταμιευτών από τη Βρετανία και την Ολλανδία είχαν προηγουμένως μεταφέρει τις καταθέσεις τους σε online λογαριασμούς του Icesave, με δέλεαρ τα πολύ υψηλότερα επιτόκια που προσέφερε. Όταν όμως ήλθε η κατάρρευση, οι εγγυήσεις των καταθέσεων της Ισλανδίας αποδείχθηκαν ανεπαρκέστατες, υποχρεώνοντας τη Βρετανία και την Ολλανδία να καταφύγουν στα χρήματα των δικών τους φορολογουμένων προκειμένου να αποζημιώσουν τον μέσο καταθέτη, και πυροδοτώντας μία σκληρή διπλωματική διαμάχη.
Μία διαμάχη όμως όπου, σε πείσμα των εκτιμήσεων, η Ισλανδία αναδείχθηκε νικήτρια. Αν και πολλοί άλλοι πολιτικοί στην Ισλανδία είχαν ταχθεί υπέρ μίας πολιτικής κατευνασμού των εξαγριωμένων κυβερνήσεων της Βρετανίας και της Ολλανδίας, ο Γκουνλάουγκσον επέμεινε στη γραμμή της αντίστασης. «Οι Ισλανδοί, γνήσιοι απόγονοι των Βίκινγκς, διακρίνονται για την έντονη υπερηφάνεια τους και δύσκολα ανέχονται την όποια εξουσία, πόσο μάλλον την καταπίεση», υποστήριζε. «Αυτό φάνηκε καθαρά στη διαμάχη του Icesave, όπου οι πολίτες είπαν “όχι” σε μία συμφωνία που θεωρούσαν άδικη. Αυτό στη συνέχεια επισφραγίστηκε και με απόφαση διεθνούς δικαστηρίου, γεγονός που κατέδειξε ότι το λαϊκό αίσθημα περί δικαιοσύνης ήταν ο ορθός δρόμος να ακολουθήσει κανείς».
Αφού συνέβαλε στην περίφημη νίκη του Icesave με αντίπαλο τις ξένες κυβερνήσεις, ο Γκουνλάουγκσον δεσμεύθηκε να συνεχίσει στην ίδια ασυμβίβαστη γραμμή από τη θέση του πρωθυπουργού, αφήνοντας ανοιχτή την προοπτική ενός νέου γύρου αντιπαράθεσης με τους ξένους πιστωτές των τριών χρεοκοπημένων ισλανδικών τραπεζών: Kaupthing, Glitnir και Landsbanki. Συνολικά οι τρεις τους κατείχαν ενεργητικό εννέα φορές τουλάχιστον πάνω από την εθνική παραγωγή της Ισλανδίας όταν κατέρρευσαν το 2008.
Από την κατάρρευση διασώθηκαν μόνο τρεις μεσαίες εγχώριες τράπεζες, διασφαλίζοντας τη συνέχιση της οικονομικής λειτουργίας της χώρας. Η Ισλανδία κατάφερε επίσης να υποτιμήσει το ανατιμημένο νόμισμά της και να επιβάλει ελέγχους στη διακίνηση κεφαλαίων ώστε να επιφέρει κάποια σταθερότητα.
Στην πρωτοπορία του κύματος ευφορίας βρίσκεται ο 38χρονος πρωθυπουργός Σιγκμούντουρ Ντέιβιντ Γκουνλάουγκσον, που εξελέγη τον Απρίλιο με βάση φιλολαϊκές δεσμεύσεις για μέτρα ανακούφισης όλων των κατόχων στεγαστικών δανείων.
Οι μετοχές του Γκουνλάουγκσον ανέβηκαν χάρη στην πολυετή δυναμική του εκστρατεία με στόχο τους ξένους πιστωτές που εξακολουθούν να ταλανίζουν την Ισλανδία, ιδίως οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Ολλανδίας, που παρενέβησαν μετά την κατάρρευση της Landsbanki -της τράπεζας πίσω από το Icesave- στις 7 Οκτωβρίου 2008.
Εκατοντάδες χιλιάδες απλών αποταμιευτών από τη Βρετανία και την Ολλανδία είχαν προηγουμένως μεταφέρει τις καταθέσεις τους σε online λογαριασμούς του Icesave, με δέλεαρ τα πολύ υψηλότερα επιτόκια που προσέφερε. Όταν όμως ήλθε η κατάρρευση, οι εγγυήσεις των καταθέσεων της Ισλανδίας αποδείχθηκαν ανεπαρκέστατες, υποχρεώνοντας τη Βρετανία και την Ολλανδία να καταφύγουν στα χρήματα των δικών τους φορολογουμένων προκειμένου να αποζημιώσουν τον μέσο καταθέτη, και πυροδοτώντας μία σκληρή διπλωματική διαμάχη.
Μία διαμάχη όμως όπου, σε πείσμα των εκτιμήσεων, η Ισλανδία αναδείχθηκε νικήτρια. Αν και πολλοί άλλοι πολιτικοί στην Ισλανδία είχαν ταχθεί υπέρ μίας πολιτικής κατευνασμού των εξαγριωμένων κυβερνήσεων της Βρετανίας και της Ολλανδίας, ο Γκουνλάουγκσον επέμεινε στη γραμμή της αντίστασης. «Οι Ισλανδοί, γνήσιοι απόγονοι των Βίκινγκς, διακρίνονται για την έντονη υπερηφάνεια τους και δύσκολα ανέχονται την όποια εξουσία, πόσο μάλλον την καταπίεση», υποστήριζε. «Αυτό φάνηκε καθαρά στη διαμάχη του Icesave, όπου οι πολίτες είπαν “όχι” σε μία συμφωνία που θεωρούσαν άδικη. Αυτό στη συνέχεια επισφραγίστηκε και με απόφαση διεθνούς δικαστηρίου, γεγονός που κατέδειξε ότι το λαϊκό αίσθημα περί δικαιοσύνης ήταν ο ορθός δρόμος να ακολουθήσει κανείς».
Αφού συνέβαλε στην περίφημη νίκη του Icesave με αντίπαλο τις ξένες κυβερνήσεις, ο Γκουνλάουγκσον δεσμεύθηκε να συνεχίσει στην ίδια ασυμβίβαστη γραμμή από τη θέση του πρωθυπουργού, αφήνοντας ανοιχτή την προοπτική ενός νέου γύρου αντιπαράθεσης με τους ξένους πιστωτές των τριών χρεοκοπημένων ισλανδικών τραπεζών: Kaupthing, Glitnir και Landsbanki. Συνολικά οι τρεις τους κατείχαν ενεργητικό εννέα φορές τουλάχιστον πάνω από την εθνική παραγωγή της Ισλανδίας όταν κατέρρευσαν το 2008.
Από την κατάρρευση διασώθηκαν μόνο τρεις μεσαίες εγχώριες τράπεζες, διασφαλίζοντας τη συνέχιση της οικονομικής λειτουργίας της χώρας. Η Ισλανδία κατάφερε επίσης να υποτιμήσει το ανατιμημένο νόμισμά της και να επιβάλει ελέγχους στη διακίνηση κεφαλαίων ώστε να επιφέρει κάποια σταθερότητα.
Κυβέρνηση εναντίον των αρπακτικών
Την ίδια στιγμή, όμως, οι κάτοχοι ομολόγων και οι καταθέτες άλλων χωρών βρέθηκαν στα κρύα του λουτρού, ελπίζοντας να μαζέψουν τα… ψίχουλα που θα περίσσευαν από την αναδιοργάνωση των τραπεζών. Πέντε χρόνια μετά, ακόμα περιμένουν.
Παράλληλα, στις βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις του Γκουνλάουγκσον ήταν να στριμωχθούν οι ξένοι πιστωτές που χαρακτηρίστηκαν «κερδοσκοπικά κεφάλαια» ή πιο περιγραφικά ως «αρπακτικά» προκειμένου να δρομολογηθεί ένα πρόγραμμα ανακούφισης των κατόχων στεγαστικών δανείων και μία σειρά περικοπών στη φορολογία προς όφελος των επιχειρήσεων.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι εξαγριώθηκαν με τη δέσμευση αυτή. «Ήταν σαν μια υπόσχεση ότι θα επαναφέρει την άνθηση του 2007», θυμάται ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Συνασπισμού Αριστεράς-Πρασίνων, Ζιγκφούσον. Όμως οι Ισλανδοί ψηφοφόροι ενθουσιάστηκαν με την ιδέα.
Οι πιστωτές, πάντως, παραμένουν σε δυσχερή θέση, πρόθυμοι να μπουν σε ιδιωτικές διαπραγματεύσεις με τη νέα κυβέρνηση το συντομότερο δυνατόν. Στο παρασκήνιο εξετάζουν προσεκτικά τις δυνατότητές τους σε νομικό επίπεδο σε περίπτωση που ο Γκουνλάουγκσον το παρατραβήξει. Στόχος τους είναι μια συμφωνία που θα εξασφαλίζει στους ξένους πιστωτές πρόσβαση σε συνάλλαγμα άνω των 9 δισ. στερλινών που προς το παρόν είναι υπό τον έλεγχο των ειδικών διαχειριστών των τριών τραπεζών και δεν επιτρέπεται να βγει από τη χώρα…
Η άνοδος στην εξουσία του Γκουνλάουγκσον θορύβησε ορισμένους παρατηρητές εκτός Ισλανδίας, που πίστευαν ότι οι ψηφοφόροι θα στήριζαν τον συνασπισμό Αριστεράς-Πρασίνων που είχε επικρατήσει στην εξουσία μετά την κατάρρευση των τραπεζών και είχε οδηγήσει τη χώρα προς την ανάπτυξη μέσα από τους δαιδάλους του προγράμματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αντίθετα, όμως, ο συνασπισμός Αριστεράς-Πρασίνων υπέστη τη σοβαρότερη ήττα στην ιστορία της Ισλανδίας μετά από μία προεκλογική εκστρατεία όπου κυριάρχησαν όχι τα επιτεύγματα της οικονομίας αλλά οι επιπτώσεις από την κατάρρευση του Icesave.
Έτσι, λοιπόν, στην εξουσία επανήλθε ένας συνασπισμός δύο κομμάτων της Δεξιάς –το Κόμμα της Ανεξαρτησίας και το Προοδευτικό Κόμμα του Γκουνλάουγκσον– τα οποία είχαν κυβερνήσει για το μεγαλύτερο μέρος της απαξιωμένης πλέον περιόδου ανάπτυξης μεταξύ του 2003 και του 2008…
Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε διαπραγματευθεί δύο φορές τους όρους υπό τους οποίους η Ισλανδία θα αποπλήρωνε τη Βρετανία και την Ολλανδία με τόκο, για να καλυφθεί το κόστος της διάσωσης των αποταμιευτών του Icesave. Είχε καταστεί κάτι παραπάνω από σαφές την εποχή εκείνη στους αρμόδιους υπουργούς ότι η συνέχιση της στήριξης από το ΔΝΤ ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με μία τέτοια συμφωνία.
Αμφότερες όμως οι προτάσεις, παρ’ ότι εγκρίθηκαν από το Κοινοβούλιο της Ισλανδίας, ηττήθηκαν κατά κράτος σε δημοψηφίσματα, εν μέρει χάρη στον Γκουνλάουγκσον. Η κοινή γνώμη στην Ισλανδία είχε ξεσηκωθεί εναντίον αυτών που η απ’ τα κάτω εκστρατεία Εν Αμύνει του Γκουνλάουγκσον είχε παρουσιάσει σαν υπερεθνικές δυνάμεις εκφοβισμού, με στόχο την απόσπαση αποζημιώσεων από το Ρέικιαβικ αντίστοιχων με εκείνες που απαιτήθηκαν από τη Γερμανία στη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Το Εν Αμύνει τα έβαλε κυρίως με τη Βρετανία, κατηγορώντας την κυβέρνηση του Γκόρντον Μπράουν ότι εσκεμμένα υπονόμευσε τη θέση της Ισλανδίας στις διεθνείς αγορές το 2008, αξιοποιώντας την αντιτρομοκρατική νομοθεσία για το πάγωμα των βρετανικών καταθέσεων στην Landsbanki. Η συγκεκριμένη τράπεζα, μαζί με το υπουργείο Οικονομικών της Ισλανδίας, βρέθηκε στην ίδια θέση με τη Βόρεια Κορέα και την Αλ-Κάιντα στη βρετανική λίστα των καθεστώτων υπό κυρώσεις.
Την ίδια στιγμή, όμως, οι κάτοχοι ομολόγων και οι καταθέτες άλλων χωρών βρέθηκαν στα κρύα του λουτρού, ελπίζοντας να μαζέψουν τα… ψίχουλα που θα περίσσευαν από την αναδιοργάνωση των τραπεζών. Πέντε χρόνια μετά, ακόμα περιμένουν.
Παράλληλα, στις βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις του Γκουνλάουγκσον ήταν να στριμωχθούν οι ξένοι πιστωτές που χαρακτηρίστηκαν «κερδοσκοπικά κεφάλαια» ή πιο περιγραφικά ως «αρπακτικά» προκειμένου να δρομολογηθεί ένα πρόγραμμα ανακούφισης των κατόχων στεγαστικών δανείων και μία σειρά περικοπών στη φορολογία προς όφελος των επιχειρήσεων.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι εξαγριώθηκαν με τη δέσμευση αυτή. «Ήταν σαν μια υπόσχεση ότι θα επαναφέρει την άνθηση του 2007», θυμάται ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Συνασπισμού Αριστεράς-Πρασίνων, Ζιγκφούσον. Όμως οι Ισλανδοί ψηφοφόροι ενθουσιάστηκαν με την ιδέα.
Οι πιστωτές, πάντως, παραμένουν σε δυσχερή θέση, πρόθυμοι να μπουν σε ιδιωτικές διαπραγματεύσεις με τη νέα κυβέρνηση το συντομότερο δυνατόν. Στο παρασκήνιο εξετάζουν προσεκτικά τις δυνατότητές τους σε νομικό επίπεδο σε περίπτωση που ο Γκουνλάουγκσον το παρατραβήξει. Στόχος τους είναι μια συμφωνία που θα εξασφαλίζει στους ξένους πιστωτές πρόσβαση σε συνάλλαγμα άνω των 9 δισ. στερλινών που προς το παρόν είναι υπό τον έλεγχο των ειδικών διαχειριστών των τριών τραπεζών και δεν επιτρέπεται να βγει από τη χώρα…
Η άνοδος στην εξουσία του Γκουνλάουγκσον θορύβησε ορισμένους παρατηρητές εκτός Ισλανδίας, που πίστευαν ότι οι ψηφοφόροι θα στήριζαν τον συνασπισμό Αριστεράς-Πρασίνων που είχε επικρατήσει στην εξουσία μετά την κατάρρευση των τραπεζών και είχε οδηγήσει τη χώρα προς την ανάπτυξη μέσα από τους δαιδάλους του προγράμματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αντίθετα, όμως, ο συνασπισμός Αριστεράς-Πρασίνων υπέστη τη σοβαρότερη ήττα στην ιστορία της Ισλανδίας μετά από μία προεκλογική εκστρατεία όπου κυριάρχησαν όχι τα επιτεύγματα της οικονομίας αλλά οι επιπτώσεις από την κατάρρευση του Icesave.
Έτσι, λοιπόν, στην εξουσία επανήλθε ένας συνασπισμός δύο κομμάτων της Δεξιάς –το Κόμμα της Ανεξαρτησίας και το Προοδευτικό Κόμμα του Γκουνλάουγκσον– τα οποία είχαν κυβερνήσει για το μεγαλύτερο μέρος της απαξιωμένης πλέον περιόδου ανάπτυξης μεταξύ του 2003 και του 2008…
Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε διαπραγματευθεί δύο φορές τους όρους υπό τους οποίους η Ισλανδία θα αποπλήρωνε τη Βρετανία και την Ολλανδία με τόκο, για να καλυφθεί το κόστος της διάσωσης των αποταμιευτών του Icesave. Είχε καταστεί κάτι παραπάνω από σαφές την εποχή εκείνη στους αρμόδιους υπουργούς ότι η συνέχιση της στήριξης από το ΔΝΤ ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με μία τέτοια συμφωνία.
Αμφότερες όμως οι προτάσεις, παρ’ ότι εγκρίθηκαν από το Κοινοβούλιο της Ισλανδίας, ηττήθηκαν κατά κράτος σε δημοψηφίσματα, εν μέρει χάρη στον Γκουνλάουγκσον. Η κοινή γνώμη στην Ισλανδία είχε ξεσηκωθεί εναντίον αυτών που η απ’ τα κάτω εκστρατεία Εν Αμύνει του Γκουνλάουγκσον είχε παρουσιάσει σαν υπερεθνικές δυνάμεις εκφοβισμού, με στόχο την απόσπαση αποζημιώσεων από το Ρέικιαβικ αντίστοιχων με εκείνες που απαιτήθηκαν από τη Γερμανία στη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Το Εν Αμύνει τα έβαλε κυρίως με τη Βρετανία, κατηγορώντας την κυβέρνηση του Γκόρντον Μπράουν ότι εσκεμμένα υπονόμευσε τη θέση της Ισλανδίας στις διεθνείς αγορές το 2008, αξιοποιώντας την αντιτρομοκρατική νομοθεσία για το πάγωμα των βρετανικών καταθέσεων στην Landsbanki. Η συγκεκριμένη τράπεζα, μαζί με το υπουργείο Οικονομικών της Ισλανδίας, βρέθηκε στην ίδια θέση με τη Βόρεια Κορέα και την Αλ-Κάιντα στη βρετανική λίστα των καθεστώτων υπό κυρώσεις.
Η «σύνεση» θα έφερνε κι εδώ την καταστροφή
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, έγκριτοι οικονομολόγοι άρχισαν να επανεξετάζουν τη φήμη της Ισλανδίας ως κράτος-παρία, αντιπαραβάλλοντάς την ευνοϊκά με άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία, η οποία είχε επίσης περιπέσει σε κρίση από έναν διογκωμένο τραπεζικό τομέα και είχε αναγκαστεί να ζητήσει έκτακτη βοήθεια από το ΔΝΤ.
«Ενώ όλοι οι άλλοι προτίμησαν να διασώσουν τις τράπεζες και να περάσουν τον “λογαριασμό” στο ευρύ κοινό, η Ισλανδία άφησε τις τράπεζες να πτωχεύσουν και προχώρησε στην ενίσχυση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας», διαπιστώνει με θαυμασμό ο Πολ Κρούγκμαν. Η Ισλανδία, επισημαίνει, «έδειξε πώς γίνεται να χρεώνονται τις ζημίες οι πιστωτές ιδιωτικών τραπεζών που το παράκαναν».
Μαζί του συμφωνεί και ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτς. «Αυτό που έκανε η Ισλανδία ήταν σωστό. Θα ήταν λάθος να επιβαρυνθούν οι μελλοντικές γενιές με τα σφάλματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος». Για τον οικονομολόγο των Financial Times Μάρτιν Γουλφ, η περίπτωση της Ισλανδίας συνιστά θρίαμβο. «Ενώ η Ισλανδία άφησε τους πιστωτές των τραπεζών στα κρύα του λουτρού, η Ιρλανδία δεν το έκανε. Μπράβο στην Ισλανδία!» Βέβαια οι ξένοι πιστωτές δεν μοιράζονται τον ενθουσιασμό του. Σημειωτέον, δε, ότι όλοι οι ξένοι πιστωτές δεν είναι τα «αρπακτικά» που περιγράφει ο Γκουνλάουγκσον. Βρετανοί και Ολλανδοί φορολογούμενοι παραμένουν σημαντικά εκτεθειμένοι στις αποφάσεις της διοίκησης της Landsbanki. Ως πιστωτές πρώτης προτεραιότητας έχουν αποπληρωθεί σε ποσοστό 55% σχεδόν, αλλά η εξόφληση του υπολοίπου θα απαιτήσει πολύ χρόνο ακόμα…
Ο Ισλανδός πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί να δώσει τον ερχόμενο μήνα περισσότερα στοιχεία για το φιλολαϊκό του πρόγραμμα φορολογικών ελαφρύνσεων και μέτρων στήριξης των κατόχων στεγαστικών δανείων και είναι βέβαιο ότι θα δεχτεί πιέσεις να αποδείξει πώς θα χρηματοδοτήσει τέτοιες ενέργειες. Παραμένει, δε, ανοιχτό ζήτημα κατά πόσον θα βγει ωφελημένος από την πίεση που ασκεί στους ξένους πιστωτές που έχουν παγιδευτεί στο σύστημα κεφαλαιακών ελέγχων της Ισλανδίας ή θα χάσει υπό την έννοια της ζημίας που θα υποστεί η εικόνα της χώρας ανάμεσα στους ξένους επενδυτές…
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, έγκριτοι οικονομολόγοι άρχισαν να επανεξετάζουν τη φήμη της Ισλανδίας ως κράτος-παρία, αντιπαραβάλλοντάς την ευνοϊκά με άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία, η οποία είχε επίσης περιπέσει σε κρίση από έναν διογκωμένο τραπεζικό τομέα και είχε αναγκαστεί να ζητήσει έκτακτη βοήθεια από το ΔΝΤ.
«Ενώ όλοι οι άλλοι προτίμησαν να διασώσουν τις τράπεζες και να περάσουν τον “λογαριασμό” στο ευρύ κοινό, η Ισλανδία άφησε τις τράπεζες να πτωχεύσουν και προχώρησε στην ενίσχυση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας», διαπιστώνει με θαυμασμό ο Πολ Κρούγκμαν. Η Ισλανδία, επισημαίνει, «έδειξε πώς γίνεται να χρεώνονται τις ζημίες οι πιστωτές ιδιωτικών τραπεζών που το παράκαναν».
Μαζί του συμφωνεί και ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτς. «Αυτό που έκανε η Ισλανδία ήταν σωστό. Θα ήταν λάθος να επιβαρυνθούν οι μελλοντικές γενιές με τα σφάλματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος». Για τον οικονομολόγο των Financial Times Μάρτιν Γουλφ, η περίπτωση της Ισλανδίας συνιστά θρίαμβο. «Ενώ η Ισλανδία άφησε τους πιστωτές των τραπεζών στα κρύα του λουτρού, η Ιρλανδία δεν το έκανε. Μπράβο στην Ισλανδία!» Βέβαια οι ξένοι πιστωτές δεν μοιράζονται τον ενθουσιασμό του. Σημειωτέον, δε, ότι όλοι οι ξένοι πιστωτές δεν είναι τα «αρπακτικά» που περιγράφει ο Γκουνλάουγκσον. Βρετανοί και Ολλανδοί φορολογούμενοι παραμένουν σημαντικά εκτεθειμένοι στις αποφάσεις της διοίκησης της Landsbanki. Ως πιστωτές πρώτης προτεραιότητας έχουν αποπληρωθεί σε ποσοστό 55% σχεδόν, αλλά η εξόφληση του υπολοίπου θα απαιτήσει πολύ χρόνο ακόμα…
Ο Ισλανδός πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί να δώσει τον ερχόμενο μήνα περισσότερα στοιχεία για το φιλολαϊκό του πρόγραμμα φορολογικών ελαφρύνσεων και μέτρων στήριξης των κατόχων στεγαστικών δανείων και είναι βέβαιο ότι θα δεχτεί πιέσεις να αποδείξει πώς θα χρηματοδοτήσει τέτοιες ενέργειες. Παραμένει, δε, ανοιχτό ζήτημα κατά πόσον θα βγει ωφελημένος από την πίεση που ασκεί στους ξένους πιστωτές που έχουν παγιδευτεί στο σύστημα κεφαλαιακών ελέγχων της Ισλανδίας ή θα χάσει υπό την έννοια της ζημίας που θα υποστεί η εικόνα της χώρας ανάμεσα στους ξένους επενδυτές…
* Αναδημοσίευση από τον Guardian
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη
Ο πλούτος επιστρέφειΟι Ισλανδοί ανακτούν με ταχύ ρυθμό την πρότερη θέση τους, μεταξύ των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο, μόλις πέντε χρόνια μετά την εμπειρία μίας από τις δραματικότερες οικονομικές καταρρεύσεις στην ιστορία…
Η κυβέρνηση Χάαρντε ανατράπηκε τρεις μήνες μετά την κατάρρευση υπό την πίεση μαζικών διαδηλώσεων που έγιναν γνωστές ως η «επανάσταση της κατσαρόλας και του τηγανιού». Ο συνασπισμός Αριστεράς-Πρασίνων ανέλαβε το τιμόνι της χώρας στην πορεία που είχε χαράξει το πρόγραμμα διάσωσης του ΔΝΤ. «Αυξήσαμε σχεδόν κάθε φόρο που υπήρχε και επιπλέον εισήγαμε καινούργιους», θυμάται ο τότε υπουργός Οικονομικών Ζίγκφουσον που προσθέτει ότι έγιναν σημαντικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες με το δημόσιο χρέος να έχει εκτιναχθεί στα ύψη.
Τον Αύγουστο του 2011 η Ισλανδία κατάφερε να… αποφοιτήσει με άριστα από το πρόγραμμα διάσωσης του ΔΝΤ. «Γίναμε γι’ αυτούς πρότυπο», σχολιάζει ο Ζίγκφουσον, επισημαίνοντας ότι το ΔΝΤ προσπαθεί ακόμα και σήμερα να διασώσει άλλες βυθιζόμενες οικονομίες στην περιφέρεια της Ευρώπης.
Εβδομάδες μετά την αποχώρηση του ΔΝΤ, πραγματοποιήθηκε συνέδριο στο Ρέικιαβικ, όπου το κλίμα ήταν σχεδόν πανηγυρικό. «Ως η πρώτη χώρα που υπέστη τον συντριπτικό αντίκτυπο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η Ισλανδία αποτελεί σήμερα πρότυπο για ορισμένους ως προς το πώς πρέπει να ξεπερνιούνται βαθιές αναταράξεις στην οικονομία χωρίς να διαρρηγνύεται ο κοινωνικός ιστός», σημειώνει το ΔΝΤ.
Έκτοτε, και με τον κρατικό δανεισμό σε φθίνουσα πορεία, η Ισλανδία έχει μπορέσει να επανέλθει στις διεθνείς αγορές ομολόγων και έχει αρχίσει να αποπληρώνει τα έκτακτα δάνεια που έχει λάβει. Την ίδια ώρα η οικονομία –αφού συρρικνώθηκε πάνω από 10% σε μία διετία- σημείωσε ανάκαμψη το 2011 και το 2012, ενώ αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη 1,9% φέτος.
Πολλοί Ισλανδοί αντιδρούν στην αντίληψη ότι η εμπειρία τους με το ΔΝΤ ήταν σχετικά ανώδυνη. Το διαθέσιμο εισόδημα υποχώρησε κατά ένα τέταρτο μετά την κατάρρευση και 30.000 άνθρωποι –το ένα δέκατο του πληθυσμού– δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Χιλιάδες ήταν οι κατοικίες που κατασχέθηκαν.
Αυτή δεν είναι όμως η ολοκληρωμένη εικόνα. Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης ο πληθυσμός της Ισλανδίας πέτυχε το χαμηλότερο δείκτη φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρώπη. Η ανεργία που πρόσκαιρα ανέβηκε στο 9,2%, έχει υποχωρήσει στο 5,1%. Ο πληθωρισμός κινείται πτωτικά προς τον επίσημο στόχο και οι τιμές των κατοικιών στο Ρέικιαβικ έχουν πάρει την ανιούσα. Ο Οίκος Πιστοληπτικής Αξιολόγησης Fitch έδωσε τη δική του ετυμηγορία για την ανάκαμψη τον Φεβρουάριο: «Η αναβάθμιση αντανακλά την εντυπωσιακή πρόοδο που εξακολουθεί να σημειώνει η Ισλανδία... που υπογραμμίζεται από υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ο πλούτος της χώρας σε φυσικούς πόρους, ο σχετικά νεαρός πληθυσμός και τα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών ταμείων συνέβαλαν στην αξιολόγησή μας».
Η κυβέρνηση Χάαρντε ανατράπηκε τρεις μήνες μετά την κατάρρευση υπό την πίεση μαζικών διαδηλώσεων που έγιναν γνωστές ως η «επανάσταση της κατσαρόλας και του τηγανιού». Ο συνασπισμός Αριστεράς-Πρασίνων ανέλαβε το τιμόνι της χώρας στην πορεία που είχε χαράξει το πρόγραμμα διάσωσης του ΔΝΤ. «Αυξήσαμε σχεδόν κάθε φόρο που υπήρχε και επιπλέον εισήγαμε καινούργιους», θυμάται ο τότε υπουργός Οικονομικών Ζίγκφουσον που προσθέτει ότι έγιναν σημαντικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες με το δημόσιο χρέος να έχει εκτιναχθεί στα ύψη.
Τον Αύγουστο του 2011 η Ισλανδία κατάφερε να… αποφοιτήσει με άριστα από το πρόγραμμα διάσωσης του ΔΝΤ. «Γίναμε γι’ αυτούς πρότυπο», σχολιάζει ο Ζίγκφουσον, επισημαίνοντας ότι το ΔΝΤ προσπαθεί ακόμα και σήμερα να διασώσει άλλες βυθιζόμενες οικονομίες στην περιφέρεια της Ευρώπης.
Εβδομάδες μετά την αποχώρηση του ΔΝΤ, πραγματοποιήθηκε συνέδριο στο Ρέικιαβικ, όπου το κλίμα ήταν σχεδόν πανηγυρικό. «Ως η πρώτη χώρα που υπέστη τον συντριπτικό αντίκτυπο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η Ισλανδία αποτελεί σήμερα πρότυπο για ορισμένους ως προς το πώς πρέπει να ξεπερνιούνται βαθιές αναταράξεις στην οικονομία χωρίς να διαρρηγνύεται ο κοινωνικός ιστός», σημειώνει το ΔΝΤ.
Έκτοτε, και με τον κρατικό δανεισμό σε φθίνουσα πορεία, η Ισλανδία έχει μπορέσει να επανέλθει στις διεθνείς αγορές ομολόγων και έχει αρχίσει να αποπληρώνει τα έκτακτα δάνεια που έχει λάβει. Την ίδια ώρα η οικονομία –αφού συρρικνώθηκε πάνω από 10% σε μία διετία- σημείωσε ανάκαμψη το 2011 και το 2012, ενώ αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη 1,9% φέτος.
Πολλοί Ισλανδοί αντιδρούν στην αντίληψη ότι η εμπειρία τους με το ΔΝΤ ήταν σχετικά ανώδυνη. Το διαθέσιμο εισόδημα υποχώρησε κατά ένα τέταρτο μετά την κατάρρευση και 30.000 άνθρωποι –το ένα δέκατο του πληθυσμού– δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Χιλιάδες ήταν οι κατοικίες που κατασχέθηκαν.
Αυτή δεν είναι όμως η ολοκληρωμένη εικόνα. Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης ο πληθυσμός της Ισλανδίας πέτυχε το χαμηλότερο δείκτη φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρώπη. Η ανεργία που πρόσκαιρα ανέβηκε στο 9,2%, έχει υποχωρήσει στο 5,1%. Ο πληθωρισμός κινείται πτωτικά προς τον επίσημο στόχο και οι τιμές των κατοικιών στο Ρέικιαβικ έχουν πάρει την ανιούσα. Ο Οίκος Πιστοληπτικής Αξιολόγησης Fitch έδωσε τη δική του ετυμηγορία για την ανάκαμψη τον Φεβρουάριο: «Η αναβάθμιση αντανακλά την εντυπωσιακή πρόοδο που εξακολουθεί να σημειώνει η Ισλανδία... που υπογραμμίζεται από υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ο πλούτος της χώρας σε φυσικούς πόρους, ο σχετικά νεαρός πληθυσμός και τα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών ταμείων συνέβαλαν στην αξιολόγησή μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου